Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Οι διεθνείς σχέσεις και ο Θεός βοηθός!

Ηταν απαράδεκτο. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος για το χρίσμα, Μπάρακ Ομπάμα, παραβίασε έναν βασικό κανόνα της μικροπολιτικής, το ότι άλλα συζητάς κεκλεισμένων των θυρών και άλλα λες δημοσίως όταν πρέπει να χαϊδέψεις τα αυτιά των ψηφοφόρων. Η επισήμανσή του πως οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης στην Πενσυλβάνια διοχετεύουν την πικρία τους στη θρησκεία και στα όπλα (για τις ΗΠΑ μιλάμε) προκάλεσε την επίθεση της αεί καιροφυλακτούσας Χίλαρι Κλίντον, που τον κατηγόρησε για ελιτισμό και αδυναμία κατανόησης του τι είναι η θρησκευτική πίστη. Ακόμα και εκείνη πάντως απέφυγε να τον κατηγορήσει ευθέως ότι αποδέχεται την άποψη πως «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών», κάτι που θα ήταν θανατηφόρο για έναν Αμερικανό πολιτικό. Το αντίθετο θα ήταν μέχρι πριν από λίγο καιρό εξίσου καταστρεπτικό, αν διατυπωνόταν πίσω από κλειστές πόρτες από κάποιον ρεαλιστή αμερικανό αναλυτή των διεθνών σχέσεων, όπως ο Χένρι Κίσινγκερ.

Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο Μαρξ έλεγε πως η θρησκεία είναι ένας ατταβισμός, από τον οποίο η ανθρωπότητα θα απελευθερωθεί μέσω της επιστήμης και της υλικής προόδου. Ισως η υλική πρόοδος δεν ήταν επαρκής, πάντως η επιστήμη σήμερα διαπιστώνει ρεαλιστικά και μετρήσιμα ότι η ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά απελευθερώθηκε και προβλέπει ότι το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα διατηρήσει κάποιας μορφής θρησκευτική πίστη τουλάχιστον μέχρι το τέλος του αιώνα. Η διαπίστωση αυτή περνά σταδιακά σε τομείς, όπως η θεωρία των διεθνών σχέσεων, που ανέκαθεν απέκλειαν τη θρησκεία ως παράγοντα μετά την ευρωπαϊκή Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Καθώς σήμερα ο ρόλος θρησκειών, όπως το Ισλάμ, στη διεθνή πολιτική είναι και μακροσκοπικά ορατός, ακόμα και οι φανατικοί συνεχιστές της ρεαλιστικής σχολής των Μέτερνιχ, Ρισελιέ και του raison d' etat βάζουν λίγο αγιασμό στο κρασί τους με τον ίδιο τρόπο που σύγχρονοι οικονομολόγοι αρχίζουν να μελετούν την ανορθολογική συμπεριφορά στη λήψη αποφάσεων των οικονομικών υποκειμένων, τα οποία δεν ακολουθούν απαραίτητα το συμφέρον που προβλέπει ο αυτοματισμός της οικονομικής θεωρίας.

Η θρησκεία αρχίζει ήδη να αναγνωρίζεται ως παράγων ανορθολογισμού στη λήψη αποφάσεων κρατών ή υπερεθνικών οντοτήτων, ως συστατικό αλλά και πολλαπλασιαστής ισχύος σε περίπτωση συγκρούσεων, ως εμπόδιο ακόμα και στους φυσιολογικούς συμβιβασμούς που επιβάλλουν οι διεθνείς σχέσεις. Οι πρώτες αγχωμένες αναλύσεις δίνουν στήριξη σε περισσότερο ή λιγότερο αφελείς και «μπουνταλάδικες» απόπειρες διαμόρφωσης διεθνούς πολιτικής, όπως η προσπάθεια των ΗΠΑ να πείσουν ότι δεν έχουν τίποτα με τους μουσουλμάνους, χαρίζοντας μια νέα κρατική οντότητα, το Κοσσυφοπέδιο, σε μια μουσουλμανική εθνότητα ή ενισχύοντας και προωθώντας πρότυπα συνύπαρξης του Ισλάμ με το δυτικού τύπου κοσμικό κράτος όπως η Τουρκία.

Ομως, επί του παρόντος, οι δυτικές αναλυτικές προσπάθειες παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους δέσμιες του δικού τους υπεροπτικού ανορθολογισμού, αυτού που καταπίνει αμάσητη τη δυτική -δηλαδή την ευρωπαϊκή- εμπειρία και την προβάλλει ως αυτονόητο πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Η ίδια προσέγγιση, που αντιμετωπίζει ως πανάκεια την ευρωπαϊκού τύπου εκλογική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και θεωρεί προοδευτική και όχι υπεροπτική στάση την «ανοχή» αντί του «σεβασμού» απέναντι σε άλλους πολιτισμούς, αρχίζει να αναγνωρίζει τη θρησκεία ως «παίκτη» στη διεθνή πολιτική, εξακολουθεί όμως να την αντιμετωπίζει ως εκτροπή από το τακτοποιημένο «υγιές» σύστημα.

Βλέποντας στη Συνθήκη της Βεστφαλίας ένα είδος «τέλους της Ιστορίας», η προσέγγιση αυτή δυσκολεύεται να διακρίνει την εξελικτική ιστορική διαδικασία σε άλλα μέρη του κόσμου. Εμποδίζεται να εξετάσει τις αναλογίες με το ευρωπαϊκό θρησκευτικό παρελθόν, όταν ακόμα και φονταμενταλιστικά ιεραποστολικά κινήματα, με αποκλειστικό στόχο την πάση θυσία άγρα ψυχών, μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε συστατικά της «κοινωνίας των πολιτών», όπως ο Ερυθρός Σταυρός. Δεν παρατηρεί έτσι μια αντίστοιχη διαδικασία σε αρχικά αμιγώς θρησκευτικά κινήματα, όπως η μήτρα των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, η Χαμάς της Παλαιστίνης και η Χετζμπολάχ του Λιβάνου που μεταλλάσσονται σε πολιτικά κινήματα ή, ακριβέστερα, σε κοινωνικά κινήματα πολιτών. Δεν διακρίνει εύκολα τις εσωτερικές ζυμώσεις, ενίοτε οδυνηρές, σε όλα τα κινήματα αυτά προς την αναζήτηση νέων μορφών διακυβέρνησης και συμμετοχής των πολιτών.

Η ίδια προσέγγιση, που απορρίπτει μετά βδελυγμίας το «Τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα ,ορίζει ένα δικό της τέλος Ιστορίας στο ευρωπαϊκό παρελθόν και το προβάλλει παγκοσμίως. Αυτοϊκανοποιούμενη συγκρίνει τα περί «πορνείας» και πολιτικού γάμου της Ιεράς Συνόδου με τους λιθοβολισμούς μοιχών σε μουσουλμανικές χώρες, βλέπει τη θρησκευτική αστυνομία ηθών στη ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία και το σιιτικό Ιράν και ξεχνά την Ιερά Εξέταση και τις πυρές μαγισσών στην ευρωπαϊκή -και αμερικανική- εξέλιξη.

Με τον ίδιο τρόπο, που αρνήθηκε να δει κάτω από την πρόσοψη των λέξεων, ώστε να διακρίνει τα στοιχεία θρησκευτικού πολέμου στον Ψυχρό Πόλεμο, ακινητοποιεί σε μια στιγμιαία φωτογραφία την ιστορική εξέλιξη, αφήνοντας έξω από το κάδρο κάθε ενοχλητικό στοιχείο και σβήνοντας με το «Photoshop» ό,τι δεν είναι «πολιτικώς ορθό», δηλαδή οτιδήποτε απειλεί τον ναρκισσισμό της.

Αν η «πολιτικώς ορθή» επίθεση της Χίλαρι Κλίντον δεν τον είχε σταματήσει, ο Μπάρακ Ομπάμα ίσως να προχωρούσε περισσότερο από μια απλή διαπίστωση για μια συγκεκριμένη ομάδα σε έναν περιορισμένο γεωγραφικό χώρο. Ισως να συζητούσε ακόμα και για τρόπους παρέμβασης στους ιστορικούς αυτοματισμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: