Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Ελληνικός καταλύτης για το διεθνές νομισματικό σύστημα;

Την περασμένη Πέμπτη, η Ελλάδα πήρε αναστολή εκτέλεσης.
Γι' αυτήν τα πράγματα είναι αναγκαστικά απλά, όπως και οι μη μεταφυσικές επιλογές της. Η διασύνδεσή της με τα συμφέροντα της ευρωζώνης είχε όση ισχύ χρειαζόταν για να της εξασφαλίσει μία (τελευταία;) ευκαιρία εξορθολογισμού της κοινωνίας της και αποβολής απ' αυτήν των στοιχείων ελληναράδικου παρασιτισμού, που την εξουθένωσαν και την εξοντώνουν ακόμα και ως ξενιστή. Αυτό είναι όλο.

Πολύ πιο σύνθετη είναι η κατάσταση που διαμόρφωσε την αντιμετώπιση του θέματος εκ μέρους της υπόλοιπης ευρωζώνης, της Ε.Ε. και, ιδίως, της Γερμανίας. Διότι, όσο κι αν η αναγκαιότητα τις συρρικνώνει, η πλευρά αυτή διατηρούσε και διατηρεί ακόμα κάποιες δυνατότητες επιλογών και ενεργητικής παρέμβασης στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος.

Εχει κατά κόρον αναλυθεί το χυδαία κομματικό τμήμα των επιρροών που μπορεί να έχουν οδηγήσει την καγκελάριο Μέρκελ της Γερμανίας στην τήρηση μιας σκληρής στάσης απέναντι στην Ελλάδα. Πρόκειται για αυτό που αναφέρεται στις επικείμενες τοπικές εκλογές του Μαΐου και τη συνακόλουθη κομματική ανάγκη της Μέρκελ να μην πάει κόντρα στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων που, ενοχλημένοι όχι μόνον από την οικονομική ανευθυνότητα αλλά και τον ωμό προκλητικό εξυπνακισμό που έχει συνδεθεί στη συνείδησή τους με την ελληνική κοινωνία, ευχαρίστως θα έβλεπαν την αναβίωση των μεσαιωνικών βασανιστηρίων πριν την διά της πυράς εκτέλεση της Ελλάδας.

Εχουν αναλυθεί επίσης οι μικροπολιτικοί λόγοι πίσω από τη συμπεριφορά άλλων σημαντικών παικτών, όπως τα αποτελέσματα των τελευταίων περιφερειακών εκλογών και η προβλεπόμενη απειλή από τον Ντομινίκ-Στρος Καν στις προεδρικές εκλογές του 2012 για τον Νικολά Σαρκοζί.

Σε λιγότερο κομματικό-μικροπολιτικό επίπεδο, έχει επίσης γίνει αναφορά, αν και όχι τόσο διεξοδική, στον ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικά στην ευρωζώνη, σε μια ενδεχόμενη ωρίμανση της οπτικής, που δεν βλέπει πλέον μια «ευρωπαϊκή Γερμανία» αλλά μια «γερμανική Ευρώπη». Με την εκπνοή του μεταπολεμικού περιβάλλοντος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Γερμανία είχε ουσιαστικά εκχωρήσει κάθε διεθνή ρόλο στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ασχολούμενη σχεδόν απερίσπαστη με την οικοδόμηση των εσωτερικών της ισορροπιών, θέλει να αναθεωρήσει τον ρόλο της, επιτρέποντας να βγει στο φως μεγαλύτερο τμήμα του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού. Ακόμα περισσότερο, βιάζεται να το κάνει, καθώς τόσο οι αντικειμενικές συνθήκες όσο και οι ιστορικές εμπειρίες οδηγούν στην εκτίμηση ότι το όποιο «παράθυρο ευκαιρίας» δεν θα μείνει ανοιχτό για πάντα. Το αμερικανικό κέντρο διεθνών μελετών STRATFOR, επικαλούμενο κυρίως τα γερμανικά δημογραφικά στοιχεία, εκτιμά ότι η διάρκειά του δεν θα είναι μεγαλύτερη της δεκαετίας.

Η ελληνική κρίση πfρfοσφέρει μια ευκαιρία στη Γερμανία, να επιδιώξει την άσκηση αμεσότερου ελέγχου στην Ευρώπη, σε σημείο που ορισμένοι μιλούν ήδη για αναβίωση των οραμάτων για τη Mitteleuropa, όχι με τη γεωγραφική έννοια του όρου αλλά με τη χρήση που απέκτησε από το 1915, αναφερόμενος στη γερμανική ηγεμονία στην κεντρική Ευρώπη. Ως αντιστάθμισμα, δίνει την ευκαιρία έγκαιρης αφύπνισης των αμυντικών αντανακλαστικών άλλων δυνάμεων, τόσο μέσα όσο και έξω από τη Γερμανία. Ο διχασμός στη γερμανική πολιτική σκηνή και οι επικρίσεις μεγάλου τμήματος (και μάλιστα του σοβαρότερου) του γερμανικού Τύπου για τη στάση της Μέρκελ απέναντι στην Ευρώπη, όπως αυτή εκδηλώθηκε την περασμένη εβδομάδα, αυτό δείχνουν.

Αυτό που δεν απασχόλησε, ώς τώρα, τη σχετική ανάλυση, είναι ο ευρύτερος ρόλος της ελληνικής κρίσης ως καταλύτη στη σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς νομισματικού συστήματος, προσαρμοσμένου στη δυναμική της παγκόσμιας γεωστρατηγικής πραγματικότητας και στο ξεθώριασμα της φωτογραφικής ακινητοποίησης των διεθνών δομών στα αποτελέσματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η μετάβαση από τον διπολικό μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό κόσμο στον διαμορφούμενο πολυ-πολικό, με ενδιάμεση σύντομη στάση στη μονοπολική φάση της αμερικανικής πλήρους επικυριαρχίας, σημαίνει και πίεση για τη μετάβαση από ένα σύστημα ενός μοναδικού αποθεματικού νομίσματος (του δολαρίου) προς ένα σύστημα πολλαπλών αποθεματικών νομισμάτων.

Αυτή η νομισματική έκφραση της γεωπολιτικής πραγματικότητας προαπαιτεί προσαρμογή των θεσμών, που δημιουργήθηκαν ακριβώς για τη διατήρηση της ισορροπίας του προηγούμενου διεθνούς νομισματικού συστήματος, κυρίως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ακόμα και αν δεν πραγματοποιηθούν οι προτάσεις-προβλέψεις για την επέκταση της χρήσης των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων ως ενός υπερεθνικού νομίσματος (όπως έχει προτείνει η Κίνα, αλλά και άλλοι), το ΔΝΤ θα χρειαστεί να αναβαθμίσει τον ρόλο του, έτσι ώστε να μην περιορίζεται στις χώρες της οικονομικής περιφέρειας.

Με την Ευρώπη ως σύνολο να αποτελεί από απόψεως ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τη μεγαλύτερη «χώρα» στον κόσμο, η είσοδος του ΔΝΤ στην ευρωζώνη με την ευκαιρία της ελληνικής κρίσης είναι ένα σημαντικό βήμα. Τόσο το γεγονός αυτό όσο και τα υπόλοιπα, που αφορούν τη διαμόρφωση του σχετικού βάρους κάθε νομίσματος (και όχι απλώς της συναλλαγματικής του ισοτιμίας), αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ανά πενταετία αναθεώρηση της συμμετοχής κάθε ενός από τα νομίσματα (δολάριο ΗΠΑ, γεν Ιαπωνίας, στερλίνα και ευρώ) που συμμετέχουν στο καλάθι αναφοράς των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων θα γίνει μέσα στο 2010.

Τελικά, η ελληνική κρίση μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης εξελίξεων πολύ πέραν της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Φούσκες δεν έχει μόνον η οικονομία

Πριν από 15 περίπου χρόνια, πολιτική συντάκτις μεγάλης βρετανικής κεντροαριστερής εφημερίδας, έχοντας πιεί μερικά ποτηράκια λιβανέζικο κρασί στο Αμμάν της Ιορδανίας, ήταν ιδιαίτερα επιθετική απέναντι στην Ελλάδα με την επαναληπτική παιδική εμμονή που δίνει συχνά το οινόπνευμα: «Πιστεύετε ότι η χώρα σας θα παίξει ποτέ κάποιο ρόλο, ότι θα χρειασθεί ποτέ να ασχοληθεί κανείς μαζί σας, νομίζετε ότι έχει σημασία η ύπαρξή σας;».

Σήμερα, με την Ελλάδα να φεύγει σιγά σιγά από τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου (και ειδικά του βρετανικού) όπου είχε την καθημερινή τιμητική της επί εβδομάδες, η ανάμνηση αυτή ξεπηδά αυθόρμητα μαζί με μια ελαφριά διάθεση (αυτο)σαρκασμού. Διότι, ύστερα από την τραυματική φάση τής, συχνά υπερβολικής, ενασχόλησης των πάντων μαζί της, κατά την εβδομάδα που πέρασε μάθαμε ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον απλώς η χώρα της οποίας η αφροσύνη, η τεμπελιά και η ανικανότητα απειλούν την ευρωζώνη, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, αλλά μπορεί να είναι και αυτή που αφυπνίζει την παγκόσμια συνείδηση απέναντι στους κινδύνους χρηματοπιστωτικών προϊόντων και πρακτικών απείρως τοξικότερων από εκείνα που, με έναυσμα το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ, οδήγησαν στον πρώτο γύρο της διεθνούς κρίσης.

Αφού εμπεδώθηκε πλήρως η ευθύνη της Ελλάδας, μαθαίνουμε τώρα από τον διεθνή Τύπο, ιδίως τον αγγλοσαξονικό, ότι η τευτονική λιτότητα, η αποτελεσματικότητα και η αποταμιευτική αρετή της Γερμανίας είναι περισσότερο απειλητικές για τη συλλογική ευημερία απ' ό,τι η νοτιοευρωπαϊκή μεσογειακή λατρεία τού φαίνεσθαι και του «έχει ο Θεός». Ακούμε πλέον ανοιχτά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας ίσως είναι μεγαλύτερο ακόμα και από αυτό της Ελλάδας, ότι όχι μόνον το χρέος αλλά και το δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ πλησιάζει ή και ξεπερνά το ελληνικό. Αρχίζουμε να μαθαίνουμε για τη φούσκα των επισφαλών δανείων που μπορεί να απειλήσει τις τράπεζες της Κίνας, ιδίως αν σκάσει και η τεράστια κινεζική φούσκα των ακινήτων...

Προβάλλει, δηλαδή, ο κίνδυνος να πέσουμε στην παρηγορητική παγίδα προσφιλών συμψηφισμών και μύθων, εστιάζοντας επιλεκτικά σε αποσπασματικές, περιπτωσιολογικές και επιφανειακές ομοιότητες και αφήνοντας έξω από το κάδρο τις κεντρικές ουσιαστικές διαφορές ή καλύπτοντάς τις πίσω από επιμελώς οικοδομημένα τείχη μεταφυσικών άλλοθι. Και η βασική διαφορά είναι μία: ανεξαρτήτως εσωτερικής διαστρωμάτωσης και καταμερισμού, η συνισταμένη κάθε μίας από τις κοινωνίες αυτές παράγει πλούτο.

Εδώ και κάποιες δεκαετίες, σε μια εντυπωσιακή συνέργεια φύσει αντιπάλων δυνάμεων, η ελληνική κοινωνία διδάχθηκε να παράγει άλλοθι για την έλλειψη παραγωγής, δημιουργίας, καινοτομίας, δηλαδή για την αποστροφή απέναντι στην παραγωγή εισοδήματος που θα μπορούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο δανεισμού για την ανακύκλωση του χρέους. Βολεμένο, είτε στην παρασιτική, σιτιζόμενη από την πελατειακή φαυλότητα του Δημοσίου, επιχειρηματικότητα, είτε στην αντιμετώπιση της παιδείας ως γραφειοκρατικής διαδικασίας εισόδου στο Δημόσιο και εξασφάλισης θέσεων σε επετηρίδες και καταλόγους επιδομάτων, μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας μεταδίδει τη στειρότητά του ακόμα και στα υγιή κομμάτια που συχνά βρίσκονται αντιμέτωπα με τη λογική «εδώ είναι Ελλάδα, αν δεν σ' αρέσει πήγαινε αλλού». Με αποτέλεσμα όντως να «πηγαίνει αλλού» παράγοντας εκεί γνώση, καινοτομία και πλούτο.

Οι κοινωνίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας και η συνισταμένη των κοινωνιών της Ε.Ε. αγωνιούν, σχεδόν υπαρξιακά, για τη διατήρηση της πρωτοπορίας στην εκπαίδευση και την απολύτως συνδεδεμένη με αυτήν καινοτομία. Η Κίνα παράγει τεράστιο αριθμό επιστημόνων. Και αν η επιστημονική έρευνα ακόμα υπολείπεται κατά πολύ ποιοτικά, η δυναμική που φέρνει ο όγκος της υπόσχεται ραγδαία βελτίωση του επιπέδου της.

Με την αναπόδραστη λογική του «primum vivere, deinde philosophari», η Κίνα συνειδητά δίνει ανισόρροπη έμφαση στις τεχνικές ειδικότητες και στις θετικές επιστήμες, ιδίως τις εφαρμοσμένες. Σε διαφορετική φάση ανάπτυξης, έχοντας ξεπεράσει τη φάση αναζήτησης ποσότητας και αναζητώντας διεύρυνση των ορίων της ποιότητας, χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, που σε μεγάλο βαθμό έχουν εξασφαλίσει τα επιστημονικά-παραγωγικά «προς το ζην», διορθώνουν τις ανισορροπίες του παρελθόντος, επανεισάγοντας στοιχεία ανθρωπιστικών επιστημών που είχαν αφαιρεθεί από την εκπαίδευση.

Ακόμα και αυτό στην Ελλάδα χρησιμεύει ως άλλοθι αδράνειας για τη διατήρηση της αντίστροφης ανισορροπίας, αυτής που διαβάζει εν κενώ το «cogito ergo sum» του Καρτέσιου αντιμετωπίζοντας το «cogito» (σκέφτομαι) ως ικανή προϋπόθεση του «sum» (υπάρχω) και περιφρονεί οτιδήποτε μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή, παράγοντας τεχνοφοβικές πνευματικές ελίτ, που θεωρούν πως για τα πάντα αρκούν αναζητήσεις της κατηγορίας «πόσοι άγγελοι χωρούν στο κεφάλι μιας καρφίτσας».

Βαφτίζοντας αυτάρεσκα στην αίγλη της αρχαίας Αγοράς τις καφενειακού τύπου συζητήσεις περί του χρόνου της δεδομένης κατάρρευσης των όποιων «άλλων», αναλώνονται στις περισσότερες των περιπτώσεων στη μανιασμένη οικοδόμηση άλλοθι αδράνειας, παρασιτισμού και αυτοθαυμασμού, προς αντικατάσταση όσων επιμένει να γκρεμίζει η πραγματικότητα.

Ετσι, η κρίση, που χτύπησε κατάμουτρα την ελληνική κοινωνία έδωσε ίσως την ευκαιρία να συνειδητοποιηθούν, τουλάχιστον από ένα τμήμα της, τα όρια της ανερμάτιστης αυταρέσκειας που οικοδομήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα τραύματα που προκάλεσε η διεθνής κατακραυγή στην έμφυτα ετεροπροσδιοριζόμενη νότια και ανατολίτικη συλλογική ψυχή αναζητούν εναγωνίως βάλσαμο, που θα επιτρέψει τη διατήρηση της γνώριμης φούσκας αυταπάτης. Και η ψευδαίσθηση ότι η πίεση της πραγματικότητας μειώνεται, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διατηρήσει την ελληνική κοινωνία βαλσαμωμένη στην εικονική πραγματικότητά της.


Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Φόβοι και στερεότυπα ξεστρατίζουν την Ευρώπη

«Υπάρχει ένα καθήκον εις τον τόπον αυτόν. Και το καθήκον αυτό είναι να μελετήσωμεν ημείς αυτοί τον εαυτόν μας...».

Η φράση, με την οποία ο Περικλής Γιαννόπουλος ξεκινά την πραγματεία του «Η σύγχρονη ζωγραφική», επιτρέπει πολλές αναγνώσεις πέραν εκείνης των αρχικών προθέσεών του και, σίγουρα, έχει περισσότερους παραλήπτες από τους Ελληνες των αρχών του προηγούμενου αιώνα (και εντεύθεν).

Η έλλειψη αυτογνωσίας, η ανασφάλεια ταυτότητας, οι ενδόμυχοι φόβοι και οι αγωνίες χρειάζονται ένα ελάχιστο σπρώξιμο από μια κρίση, ώστε να ξεπεράσουν το όριο κάτω από το οποίο καλύπτονταν από την πολιτική ορθότητα της ευγένειας ή, έστω, διασκεδάζονταν με μια απλή ανεκδοτολογία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε για να προσφερθεί ως το πρόσωπο που συμβολίζει το πέρασμα στη φάση, κατά την οποία η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μετεξελίσσεται σε κρίση των πραγματικών οικονομιών, της δίνει το αμφίβολο προνόμιο του κεντρικού ρόλου σε έναν νέο λαϊκιστικό κύκλο αναβίωσης κλασικών στερεοτύπων.

Εδώ και καιρό, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (πριν ακόμα σπεύσει επικουρικά η Ιρλανδία), λαμβάνοντας το ακρωνύμιο PIGS από το αγγλοσαξωνικό ή αγγλοσαξωνικής λογικής κυρίαρχο διεθνές ρεύμα, καλούνται να ανταποκριθούν στο καλά εδραιωμένο στερεότυπο, που θέλει τους νότιους/Λατίνους καλοπερασάκηδες, τεμπέληδες, λίγο ή πολύ απατεώνες. Οσο τα οικονομικά πράγματα ζορίζουν για όλους, οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις τείνουν να τα επιβεβαιώνουν και να τα ενισχύουν ενώ, ταυτοχρόνως, τα ίδια στερεότυπα, διασφαλίζουν μια σχετική περίοδο ηθικής χάριτος για τους κατά κανόνα αγγλοσαξωνικής λογικής συνεργούς (κατ' άλλους για τους εκμαυλιστές) τους.

ΗΕλλάδα, μαζί με την Ιταλία, ανέκαθεν συνοδευόταν από τα χειρότερα στερεότυπα στη λογική: «ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας». Τη στιγμή ακριβώς που η οικονομική κρίση προκαλούσε τη μέγιστη ανασφάλεια διεθνώς, η Ελλάδα φρόντισε να επιβεβαιώσει κάποια απ' αυτά και προσφέρθηκε ως ο αδύναμος κρίκος, από κάθε άποψη.

Επί πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις της Αθήνας, με τις πελατειακές σχέσεις να τις κρατούν δέσμιες σε μια διαρκή ανάδραση με τα πλέον απομυζητικά τμήματα της κοινωνίας και τους ιδρυτικούς μύθους της μεταπολίτευσης, έχτισαν τις προϋποθέσεις, ώστε η Ελλάδα να αναλάβει, σχεδόν εθελοντικά, τον στερεοτυπικό ρόλο του Εφιάλτη στις ευρωπαϊκές Θερμοπύλες.

Και εκεί... μπλέξαμε τα στερεότυπά μας. Διότι στερεοτυπικός δεν είναι μόνον ο τρόπος που βλέπουμε ο ένας τον άλλον, αλλά και ο τρόπος που ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Και αυτοί που βλέπουν τον εαυτό τους ως υπερασπιστή των ευρωπαϊκών οικονομικών Θερμοπυλών είναι πρωτίστως οι Γερμανοί. Ακόμα και χυδαίες αντιδράσεις τύπου «Focus» και κάποιων «σατιρικών» τηλεοπτικών εκπομπών ήταν αναμενόμενες, λόγω του τρόμου που προκαλεί στη γερμανική κοινωνία κάθε οικονομική απειλή.

Η εικόνα, που τυπικά θέλει τους Γερμανούς νευρωτικούς με την οικονομική και νομισματική σταθερότητα για μια σειρά ουσιαστικά μεταφυσικών λόγων, κρύβει το σχεδόν υπαρξιακό υπόβαθρο αυτής της στάσης, άρα και τις υπερβολικές αντιδράσεις σε κάθε απειλή, είτε αυτές εκφράζονται κόσμια, αλλά υπερβολικά αυστηρά (και ίσως αυτοκαταστροφικά) από δηλώσεις αξιωματούχων είτε διατυπώνονται με πιο «λαϊκό» τρόπο.

Στη μέση της αχανούς ευρωπαϊκής πεδιάδας βορείως των Αλπεων, η Γερμανία αντιμετώπιζε ανέκαθεν πρόβλημα ασφάλειας. Η έλλειψη σοβαρών φυσικών εμποδίων σήμαινε ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης από περισσότερες από μία πλευρές, κάτι που της στερούσε κάθε έννοια στρατηγικού βάθους. Παραδοσιακά, αυτή η ανασφάλεια καλυπτόταν με δύο τρόπους: στρατιωτική ισχύ και οικονομική ισχύ και σταθερότητα.

Μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρωτική αποτυχία της προσπάθειας βίαιης οικοδόμησης «ζωτικού χώρου» (Lebensraum), η Γερμανία εγκατέλειψε πλήρως τη στρατιωτική προσέγγιση για τη δημιουργία φυσικού στρατηγικού βάθους. Με σημαντική βοήθεια από τις ΗΠΑ, ωθήθηκε προς τον κατευνασμό των φόβων της μέσω της οικοδόμησης ενός ασφαλούς οικονομικού και νομισματικού χώρου και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στη γεωγραφική εξάπλωσή του ως ζώνης ασφαλείας διά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οποιαδήποτε απειλή στο κατασκεύασμα αυτό εκλαμβάνεται, όχι απαραίτητα συνειδητά, ως υπαρξιακή και η θεωρούμενη, καλώς ή κακώς, ως πηγή της απειλής αντιμετωπίζεται με ανάλογη έξαψη του θυμικού.

Στην άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, στη φάση αυτή, οι στερεοτυπικές αναφορές στη γερμανική «λαϊκή» αντίδραση προκαλούν πολύ μεγαλύτερη αντίδραση απ' ό,τι φυσιολογικά αξίζουν, διότι αγγίζουν και εδώ έναν από τους βασικούς «υπαρξιακούς» φόβους, καθώς σχετίζονται ευθέως με την επίθεση σε σύμβολα, που χρησιμεύουν ως σταθερά σημεία για τη στήριξη μιας κατά τα άλλα ατελώς δομημένης αντίληψης συλλογικής ταυτότητας. Και εδώ η αντίδραση του θυμικού ανασύρει στερεότυπα, σχεδόν αποκλειστικά από τη ναζιστική φάση της Γερμανίας, δείχνοντας πόσο εύκολα χαράζεται ακόμα η στιλπνή επιφάνεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τουλάχιστον, όσο δεν παρεμβαίνουν οι «ψυχραιμότεροι» για να ξεφουσκώσουν τα συναισθήματα. Και για να συνδέσουν τα σημερινά πυροτεχνήματα με την ουσία των πραγμάτων. Όπως κάνει το σκίτσο του Στάθη στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, όπου η χίμαιρα μιας Ακρόπολης/γοτθικού ναού με αρχιτέκτονα τον Ικτίνο και εργολάβο τον αρχιμάστορα του καθεδρικού ναού της Κολωνίας υπενθυμίζει το βάθος των προκλήσεων, των ελπίδων και των απειλών για την Ευρώπη και τα επιμέρους συστατικά της.