Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ και πλάνητες, λυδία λίθος κοινωνικής ασφυξίας

Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες ενέπνευσαν τον ρομαντισμό, τότε που ονομάστηκαν «Βοημοί» (Μποέμ) συμβολίζοντας την ελευθερία, την έλλειψη περιορισμών και μια ζωή βασισμένη στα συναισθήματα.
Σε αυτή τη λογική η Κάρμεν τραγουδάει: «Ο έρωτας είναι παιδί Τσιγγάνου, ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε τον νόμο».

Σε άλλες εποχές, ιδίως σε χρόνους και τόπους όπου τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους, οι συμβολισμοί άλλαζαν. Παρουσιάζονταν συλλήβδην σαν κλέφτες, προαγωγοί, έμποροι ναρκωτικών, ακόμα και φορείς ασθενειών, ο διωγμός των οποίων συμβόλιζε την αποφασιστικότητα των όποιων ζορισμένων κυβερνητών να απαντήσουν στο αίτημα των πολιτών/υπηκόων για ασφάλεια.

Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ, ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα ταίριαζε στην πολιτική ορθότητα της κάθε εποχής, συνήθως ανακατεμένοι αυθαίρετα με άλλους πλάνητες πληθυσμούς, όπως οι «ταξιδιώτες» (travelers για τους αγγλόφωνους, gens de voyage για τους γαλλόφωνους), ενοχλώντας με την ίδια διαφορετικότητα-τροφοδότρια ονείρων που συχνά φτάνουν ώς τον φθόνο, προσφέρονταν ανέκαθεν για κλασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι όταν τα πράγματα ζόριζαν, ακόμα και όταν οι κυβερνήτες είχαν μεγαλύτερο ανάστημα (και περισσότερη ισχύ) από αυτό των περισσότερων σημερινών.

Το γαλλικό κράτος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Νικολά Σαρκοζί δεν είναι το πρώτο που απελαύνει μαζικά (δήθεν εθελοντικά) από το γαλλικό έδαφος Ευρωπαίους πολίτες, διαλύοντας τους καταυλισμούς των Ρομ στη νότια Γαλλία και στέλνοντάς τους πίσω στις χώρες των οποίων τα διαβατήρια φέρουν, κυρίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία... Το ίδιο είχε κάνει το 2008 η Ιταλία, η πρώτη που ξεκίνησε να χαρακτηρίζει την παρουσία Ρομ στο έδαφός της απειλή για την ασφάλεια των πολιτών, στήνοντας έτσι τη νομική βάση για την απέλαση πολιτών άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. με την παράκαμψη των ευρωπαϊκών κανόνων ελευθερίας της κυκλοφορίας και της εγκατάστασης.

Οπως καταγγέλλει στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Ρομ, Ρομπέρ Κουσέν, «όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προγραμματίσει μαζικές απελάσεις και τη διάλυση των αυτοσχέδιων καταυλισμών. Η Ιταλία, η Δανία, η Σουηδία το έκαναν προσφάτως. Η Γερμανία απέλασε, επίσης, προς το Κοσσυφοπέδιο τους Ρομ, στους οποίους αρνήθηκε πολιτικό άσυλο. Και έχει προγραμματίσει την επιστροφή προς τη χώρα αυτή 12.000 ατόμων μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι μισοί είναι παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία».

Η πιο χαρακτηριστική είναι πάντως η περίπτωση της Γαλλίας. Δεν αφορά μόνο τους περίπου 40.000 Ρομ, αλλά και τους 500.000 «ταξιδιώτες» με γαλλική υπηκοότητα. Αποτελεί τμήμα του ευρύτερου θέματος των μειονοτήτων, κυρίως μεταναστών, ακόμα και όσων έχουν αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα. Ηδη προωθούνται σχέδια για την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους Γάλλους πολίτες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, σε περίπτωση που εμφανίσουν την παραμικρή εγκληματική συμπεριφορά.

Στο επίκεντρο όλης αυτής της ιστορίας είναι το διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει τους Γάλλους και το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών με τοπικές προσαρμογές, συναντάται όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η τρέχουσα αφήγηση λέει ότι λαϊκιστές πολιτικοί, όπως συχνά κατηγορείται ότι είναι ο Νικολά Σαρκοζί, ιδίως όταν βρίσκονται σε δύσκολη πολιτική θέση, εκμεταλλεύονται διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που απέχουν από τον μέσο όρο, ως αποδιοπομπαίους τράγους. Ως αντίβαρο στη συνηθισμένη αυτή εξουσιαστική πολιτική, οι πολιτικές δυνάμεις της «συνείδησης», συνήθως της Αριστεράς, καταγγέλλουν την πολιτική αυτή, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και σε επίπεδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.

Το θέμα είναι, όμως, ότι με αποδιοπομπαίους τράγους ή χωρίς, το πρόβλημα υπάρχει. Στη Γαλλία, που παραμένει η χώρα του παραδείγματος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αισθάνεται την ανασφάλεια να παίρνει σταδιακά ασφυκτικές διαστάσεις. Μπορεί κάποιοι να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν τα προβλήματα ασφάλειας στο νότο της Γαλλίας, στα προάστια των γαλλικών πόλεων, ακόμα και στα δάση γύρω από το Παρίσι. Μπορεί να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν την κατάσταση στην πλατεία Θεάτρου ή τον Αγιο Παντελεήμονα. Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχει κάτι να διογκωθεί και να υποβαθμιστεί. Η βασική αίσθηση ανασφάλειας που κυριεύει μεγάλα κομμάτια του ευρωπαϊκού πληθυσμού μπορεί να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξει.

Η γέννηση του προβλήματος μπορεί να ερμηνεύεται με διάφορες προσεγγίσεις, από τις αποκλειστικά οικονομοκεντρικές (συνήθως από την Αριστερά) ώς τις κατάφωρα ρατσιστικές (συνήθως από την άκρα Δεξιά). Είναι επίσης βέβαιο ότι η οριστική λύση δεν μπορεί να έρθει μέσω αστυνομικών και παραστρατιωτικών επιχειρήσεων, ή μέσω επαναλήψεων εγκλημάτων στη λογική της «Νύχτας των Κρυστάλλων».

Επίσης, σίγουρο είναι ότι η λύση εμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τις συνειδησιακές προσεγγίσεις άρνησης της πραγματικότητας, επίπληξης των δυσφορούντων και συνακόλουθης ενίσχυσης των ρατσιστών.

Καταγγελτικές προσεγγίσεις που δωρίζουν τεράστια κομμάτια της κοινωνίας στους λαϊκιστές, που ξεκινούν με ένα βασικό πλεονέκτημα: αντιλαμβάνονται εξ ορισμού εγκαίρως τον σφυγμό της κοινωνίας για να τον εκμεταλλευτούν.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Προοδευτικός συντηρητισμός και οι συνήθεις επιμηθείς

Το φράγμα του ελληνικού αλφαβήτου προσφέρει κατά τι μεγαλύτερο περιθώριο χρόνου.

Η ελληνική επαρχιώτικη διανοουμενίστικη «δηθενιά» απειλεί να σπαταλήσει τον χρόνο αυτό και να εμποδίσει για άλλη μία φορά την ίδια την αναγνώριση μιας διαμορφούμενης πραγματικότητας, πόσω μάλλον την όποια προσπάθεια παρέμβασης στην υπό διαμόρφωση κατάσταση όσο ακόμα διατηρείται αυτή η δυνατότητα.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ο αμυντικός συντηρητισμός ιδίως των «προοδευτικών» αναζητούσε άλλοθι στη σχεδόν ιδεολογικοποιημένη εκλογίκευση του φόβου και της εξελικτικής οκνηρίας απέναντι στο καινούργιο. Σε συνδυασμό και με την προσπάθεια οικοδόμησης μιας «εστέτ» εικόνας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι απέρριπταν την ψυχρότητα της γραφομηχανής ως στείρου διαμεσολαβητή ανάμεσα στη σκέψη τους και τη γραπτή διατύπωσή της.

Παρόμοιες θεωρίες που έφθαναν στα όρια της παραψυχολογίας, με την αναφορά σε μια σχεδόν θεϊκή έμπνευση και τη μυστηριακή διοχέτευσή της μέσα από χέρια και πένες, ακούγονταν όταν ήρθε το επόμενο στάδιο, αυτό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των επεξεργαστών κειμένου. Μέχρι και σήμερα κάποιοι γραφιάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό διεκδικούν τη διαφορετικότητα, προβάλλοντας την άρνηση κάθε νεότερης ευκολίας και την εμμονή στον μέχρι πρότινος καταδικαστέο νεοτερισμό και σημερινό θαυμαστό αναχρονισμό μιας κλασικής γραφομηχανής, κατά προτίμηση «cult» όπως η μουσειακή ΙΒΜ Selectric.

Η επόμενη φάση δεν αφορά μόνο όσους γράφουν αλλά όλους εκείνους που διαβάζουν. Οσους διαβάζουν οτιδήποτε, από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια και μενού εστιατορίων.

Πριν από δύο εβδομάδες, το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο στον κόσμο, το Amazon, ανακοίνωσε πως από την περασμένη άνοιξη οι πωλήσεις βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις των κλασικών, τυπωμένων σε χαρτί, βιβλίων. Την περασμένη εβδομάδα έβγαλε στο εμπόριο τη νέα γενιά συσκευών ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων, η παραγωγή της οποίας εξαντλήθηκε πλήρως μέσα σε τρεις μέρες. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν και άλλα βιβλιοπωλεία, ενώ συνεχώς πολλαπλασιάζονται και εξελίσσονται οι προσφερόμενες συσκευές ανάγνωσης, με το «ηλεκτρονικό χαρτί» να έχει ήδη αρχίσει να στρίβει τη γωνία. Εφημερίδες και περιοδικά έχουν ήδη αρχίσει να προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή. Μέσα και εργαλεία, όπως το Ιντερνετ, που, σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, εξυπηρέτησαν τους πειραματισμούς μιας μεταβατικής φάσης, αρχίζουν ήδη να περνούν στο παρελθόν και σε ένα δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στο παρελθόν με επαναστατικές τεχνολογικές εφαρμογές που έλαμψαν για λίγο, για να χάσουν γρήγορα τη θέση τους στην κεντρική σκηνή, όπως συνέβη με την τηλεομοιοτυπία (Fax) όταν εμφανίστηκε και επικράτησε συντριπτικά το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και τετριμμένες μεγαλοστομίες και φανφαρονισμοί περί «ερωτικής σχέσης» με το βιβλίο (ή την εφημερίδα) στην υλική τους μορφή, που είναι βέβαιο ότι θα (ξανα)διατυπωθούν, έχουν κάποια αξία. Δεν είναι εύκολο να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι μια πλούσια βιβλιοθήκη ως μαυσωλείο νεκρών δένδρων ή την οσμή ενός παλιού βιβλίου απλώς ως άθροισμα οσφρητικών ιδιοτήτων μυκήτων, ακάρεων και ξεραμένων ούρων τρωκτικών. Ομως οι συναισθηματικά φορτισμένες μάχες οπισθοφυλακών, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν, υπόσχονται ότι για άλλη μία φορά θα καλύψουν άλλες σοβαρότερες διαστάσεις, δημιουργώντας άλλη μία γενιά επιμηθέων στα fora των καφενείων, των μπαρ και των μεζεδοπωλείων.

Θέματα όπως η συνεπαγόμενη κατάργηση μιας σειράς μεσολαβητών (όπως τυπογράφοι, εφημεριδοπώλες, διακινητές) και η δυνατότητα απεξάρτησης των δημιουργών από εκδοτικούς οίκους (με ενδεχόμενη νέα σφιχτή εξάρτηση από λίγους υπερεθνικούς διανομείς) είναι σίγουρα αυτά που κινδυνεύουν να αφεθούν εκτός συζήτησης στην αρχική συναισθηματικά φορτισμένη της φάση.

Απειλές που αγγίζουν την καρδιά του σημερινού δυτικού πολιτισμού, όπως η ελευθερία του Λόγου και η ελευθερία του Τύπου, κινδυνεύουν να αγνοηθούν, τουλάχιστον από εκείνους που έχουν συμφέρον να τις διατηρήσουν. Διότι οι ποικιλόμορφες εξουσιαστικές δομές έχουν αποδειχθεί πάντα έτοιμες να αρπάξουν κάθε νέα ευκαιρία που τους προσφέρεται για να διορθώσουν «λάθη» που έκαναν στο παρελθόν, κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και συσχετισμούς. Ετσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του Τύπου συχνά αναγνωρίζεται ως αφορούσα το μέσο και όχι την ουσία. Δηλαδή, αν δεσμεύσεις του παρελθόντος δυσκολεύουν την κατάργησή της σε ό,τι αφορά τον έντυπο, τυπωμένο σε χαρτί Τύπο, κάθε νεότερη τεχνολογική εξέλιξη που μεταφέρει την ίδια ύλη σε άλλο όχημα προσφέρει την ευκαιρία «ρύθμισης», δηλαδή περιορισμού, με διάφορα προσχήματα όπως το εύρημα περί «δημόσιου αγαθού» των ραδιοσυχνοτήτων.

Κυβερνήσεις, υποχρεωμένες να σέβονται το απόρρητο της αλληλογραφίας όταν αυτή διακινείται με άλογα, άμαξες, τρένα, καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, θεωρούν βολικά ότι αυτό δεν ισχύει όταν η ίδια αλληλογραφία διακινείται ηλεκτρονικά. Εξουσιαστικές δομές καταφέρνουν να πείσουν δικαστήρια ότι η ελευθερία του Τύπου δεν ισχύει όταν κάτι αναπαράγεται ηλεκτρονικά. Ετσι έχουν υπάρξει καταδίκες δημοσιογράφων, όχι διότι έγραψαν κάτι στην εφημερίδα τους (καλυπτόμενοι από την ελευθερία του Τύπου), αλλά διότι αυτό αναπαράχθηκε στην ιστοσελίδα της ίδιας εφημερίδας στο Ιντερνετ (γκρίζα ζώνη). Προσπάθειες μεμονωμένων δικαστηρίων και πολιτικών ιδίως σε υπερεθνικούς σχηματισμούς (όπως το Ευρωκοινοβούλιο) αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον συγκροτημένο πόλεμο κέντρων εξουσίας, αλλά και τη διαρκή αφασία των συντηρητών μουσείων προοδευτικότητας.

Σε λιγότερο χρόνο απ' ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία θα αποδεσμευτούν από το χαρτί. Η «διανομή» τους θα ξεκόψει πλήρως από τα φορτηγά, τα αεροπλάνα και τα καράβια. Αυτό θα αποτελέσει ευκαιρία να δεχθεί γενικευμένη επίθεση η όποια ελευθερία τους;

Ως συνήθως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλα αυτά θα συζητηθούν διαπιστωτικά εν μέσω επαναστατικών μνημοσύνων, όταν θα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί.

Ταξίδι «στα σύννεφα» για να μην «πέφτουμε από τα σύννεφα»

Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που διαδηλωτές απέκλεισαν το νέο κτήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Ηταν ακόμα η εποχή που η Ελλάδα ήταν καθημερινά στο επίκεντρο μιας διεθνούς υστερίας καταστροφολογίας, που αναζητούσε συνεχώς ανατροφοδότηση. Φυσικό ήταν λοιπόν η είδηση να «παίξει» παντού συνδεόμενη, αμέσως ή εμμέσως, με κάθε πιθανό ή απίθανο καταστροφολογικό σενάριο.

Αυτό που δεν ακούστηκε ιδιαιτέρως (όσον αφορά τα ξένα μέσα ενημέρωσης δεν ακούστηκε καθόλου) είναι ότι ο αποκλεισμός του κτηρίου δεν εμπόδισε τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το ότι, όσο μαχητικοί και αν ήταν οι διαδηλωτές, όσο πετυχημένη συμβολικά και αν ήταν η μετάδοση της εικόνας από τις τηλεοράσεις, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα επί της ουσίας, δηλαδή επί της λειτουργίας ή όχι του Χρηματιστηρίου, το οποίο, όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με προεξάρχοντα τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την έννοια του φυσικού χώρου.

Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές δεν διεξάγονται πλέον σε κάποια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που ξελαρυγγιάζονται χειρονομώντας. Γίνονται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάποιοι από τους οποίους λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς καν ανθρώπινη παρουσία.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στον τραπεζικό τομέα. Μια απεργία δεν σταματά πλέον τη λειτουργία των τραπεζών. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι απεργεί το σύνολο των υπαλλήλων (πραγματικά, όχι απλώς με την παρουσία τους στον χώρο εργασίας και την απλή άρνηση εξυπηρέτησης του κοινού με τη φράση «έχουμε απεργία σήμερα», όπως γίνεται όλο και περισσότερο και σε πολλές υπηρεσίες του Δημοσίου), ένα τεράστιο μέρος των τραπεζικών εργασιών διεξάγεται κανονικά μέσω των συστημάτων ηλεκτρονικών συναλλαγών που έχουν πλέον φτάσει μέχρι και στα κινητά τηλέφωνα.

Κάτι αντίστοιχο γίνεται και σε άλλους τομείς, όπως οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες, όπου η αντικατάσταση ακόμα και των χάρτινων εισιτηρίων ή των voucher από ηλεκτρονικούς κωδικούς επιτρέπει τη σχεδόν πλήρη αποδέσμευση από τους περιορισμούς του χώρου (αλλά και του χρόνου με την έννοια του ωραρίου εργασίας). Σε κάποιους άλλους τομείς, το αντικείμενο των οποίων είναι κατ' εξοχήν άυλο, όπως η πληροφορία που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης, ακόμα και η παρουσία εργαζομένων σε κάποιο φυσικό χώρο εργασίας είναι πλέον απλό απομεινάρι συνηθειών του παρελθόντος ή συνέπεια της αδυναμίας πλήρους τεχνολογικής προσαρμογής, άρα και ανασφάλειας, τμήματος των εργαζομένων. Ηδη πάντως στα δικτυακά μέσα ενημέρωσης (όπως τα μπλογκ), τα οποία όλο και περισσότερο αυξάνουν το μερίδιό τους στον τομέα της πληροφόρησης, η «τηλε-εργασία» είναι μονόδρομος. Μια παραλία, μια βουνοκορφή ή μια χώρα στο αντίθετο ημισφαίριο είναι πλέον καλύτερος χώρος εργασίας από το γραφείο, που απλώς επιτρέπει σε κάποιον παλιού τύπου μάνατζερ να αισθάνεται ότι ελέγχει τα πράγματα.

Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τις νέες μορφές εργασιακής σχέσης που διαμορφώνονται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με τις τεκτονικές αλλαγές οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή γύρω μας, με τη χρηματοοικονομική κρίση να παίζει συχνά τον ρόλο της μαμής. Η αποδέσμευση από τον φυσικό χώρο συνεπάγεται την αλλαγή των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και, βέβαια, του συστήματος αμοιβών. Η κλασική μισθωτή εργασία, στηριγμένη ουσιαστικά στην παρουσία του εργαζομένου σε έναν συγκεκριμένο χώρο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μοιραία αντικαθίσταται από ένα σύστημα αμοιβής βασισμένο στην απόδοση, δηλαδή στο τελικό αποτέλεσμα. Ενα σύστημα σύνδεσης της επίτευξης κάποιων στόχων με την αμοιβή που αντικαθιστά το «μάτι του αφεντικού» ή το χτύπημα της κάρτας ως μέσο εξασφάλισης της ελάχιστης εργασιακής απόδοσης.

Το τμήμα του πληθυσμού που σταδιακά εργάζεται στη βάση των νέων αυτών όρων εργασιακών σχέσεων, με όλες τις αλλαγές που αυτό προκαλεί στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες, αυξάνει συνεχώς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν έχει πλήρως γίνει οργανωμένα αντιληπτή από την κοινωνία, άρα δεν έχει καλυφθεί από κοινωνικά/πολιτικά συστήματα που, όπως και οι παλιού τύπου μάνατζερ, εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτό που ξέρουν από το παρελθόν.

Αυτή η απόσταση από την πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα διάψευσης πολιτικών προσδοκιών και αναλύσεων όπως, για παράδειγμα, των εκτιμήσεων περί σαρωτικής εξέγερσης και αντίδρασης στα μέτρα που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα και αλλού.

Η αποδέσμευση του συνδυασμού της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών από τον φυσικό χώρο, όπως με την αποθήκευση δεδομένων σε δικτυακούς χώρους πέραν του φυσικού χώρου όπου βρίσκεται κάποιος χρήστης, περιγράφεται ως «τα σύννεφα». Εκεί στον φυσικά απροσδιόριστο χώρο των «σύννεφων», όπου ισχύουν άλλοι κανόνες, μεταφέρεται σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Οσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουν πολιτικοί και συνδικαλιστές, όσο νωρίτερα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τον αμυντικό εγκλωβισμό τους αποκλειστικά στο συρρικνούμενο παραδοσιακό κομμάτι από το οποίο προέρχονται και στο οποίο έχουν μάθει να αναφέρονται, τόσο πιο γρήγορα θα σταματήσουν να «πέφτουν από τα σύννεφα» κάθε λίγο και λιγάκι.