Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007

Η ΤΗΞΗ ΤΟΥ ΠΑΓΕΤΩΝΑ

Απέναντι στην αυξανόμενη ρευστότητα.

Η εικόνα έχει κάτι από τον ρομαντισμό της εποχής των εξερευνήσεων και κάτι από τον συμβολισμό τους, αλλά γλυτώνει από την γραφικότητα του αναχρονισμού τραβώντας την προσοχή στην αλλαγή του παγκόσμιου περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτικού, με την οποία συνδέεται και στην είσοδο της συνειδητοποίησης αυτής της αλλαγής στους διεθνείς πολιτικούς σχεδιασμούς. Η ρωσική επιστημονική αποστολή που τοποθέτησε, την περασμένη Πέμπτη, μια ρωσική σημαία από άφθαρτο τιτάνιο στον αρκτικό βυθό, κάτω από τον Βόρειο Πόλο, μπορεί να είναι «θέαμα» όπως είπε ειρωνικά ο υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, όμως οι θεατές θα το είχαν στερηθεί αν δεν είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες για το «ανέβασμά» του και αν οι «σκηνοθέτες» του δεν είχαν αντιληφθεί την αλλαγή των συνθηκών αυτών. Από τεχνικής πλευράς, το εγχείρημα θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς την αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος, την θέρμανση του πλανήτη και την συνακόλουθη τήξη των μόνιμων πάγων των Βόρειου Πόλου που επέτρεψε την προσέγγιση των ρωσικών σκαφών επιφανείας σε σημεία όπου μέχρι προσφάτως αλώνιζαν κάτω από τους πάγους μόνο τα πυρηνικά υποβρύχια. Για τον ίδιο λόγο η διεκδίκηση των βυθού της Αρκτικής με τα αποθέματα πετρελαίου που υπολογίζονται στο 25% των παγκοσμίων θα είχε μικρή πρακτική αξία, αν η ήδη υπάρχουσα αλλά και η προβλεπόμενη υποχώρηση των πάγων δεν καθιστούσε εφικτή την εκμετάλλευσή τους με τη σημερινή ή την λογικά προβλεπόμενη τεχνολογία. Από πολιτικής πλευράς, ο συμβολισμός θα πήγαινε χαμένος (αν εξαιρεθεί η διάσταση που αφορά την εσωτερική κατανάλωση στη Ρωσία) μέσα στην «παγωμένη» μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο εικόνα του διεθνούς περιβάλλοντος και την προβαλλόμενη ως εξίσου «παγωμένη» κατανομή της παγκόσμιας ισχύος μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έστω και μετά την απόψυξη του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με την θεωρία του Τόμας Κούν για τις επιστημονικές επαναστάσεις, οι επιστημονικές κοινότητες, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο οι φυσικοί επιστήμονες όσο και οι αναλυτές των πολιτικών τάσεων, λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο άκαμπτων πεποιθήσεων που έχουν διδαχθεί, καταπνίγοντας κάθε νέο στοιχείο που μπορεί να τις υπονομεύσει. Η αδράνεια αυτή ανατρέπεται μόνο όταν η μάζα –ποσοτική ή ποιοτική- φθάσει στο κρίσιμο σημείο ανατροπής της επιστημονικής παράδοσης υποχρεώνοντας σε ανασκευή των παλαιών παραδοχών και στην δημιουργία νέων. Η διαδικασία αυτή είναι αρκετά προχωρημένη σε ότι αφορά την αναγνώριση της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη και αλλαγής του κλίματος, έχοντας ήδη αρχίσει να διαχέεται στην μελέτη των επιμέρους επιπτώσεων. Σε ότι αφορά την αναγνώριση της αλλαγής του παγκόσμιου πολιτικού περιβάλλοντος, του περιβάλλοντος των διεθνών σχέσεων, η αντίστοιχη διαδικασία βρίσκεται σε πρωϊμότερο στάδιο, επιταχυνόμενη όμως από την συσσώρευση μάζας των νέων στοιχείων και ενδείξεων που μαρτυρούν ρευστοποίηση της μέχρι πρότινος αυταπόδεικτης αμερικανικής επικυριαρχίας. Οι δύο αυτές διαδικασίες συναντώνται όμως στο «δια ταύτα», οι άξονές τους τέμνονται στην επιτακτικότητα στρατηγικής ανάλυσης και σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των απειλητικών επιπτώσεων σε διεθνικό και εθνικό επίπεδο αλλά και ενδεχόμενων ευκαιριών, κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ευρύτερος σχεδιασμός σε πλανητικό επίπεδο μοιραία καθορίζεται από τους «μεγάλους παίκτες», είτε ως κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία κλπ) είτε ως σχηματισμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση, ASEAN, κλπ). Χώρες όπως η Ρωσία ή η Κίνα έχουν ήδη μπει στην διαδικασία ανάλυσης των προκλήσεων και των ευκαιριών που φέρνει η δίδυμη αλλαγή φυσικού και πολιτικού περιβάλλοντος, αναζητώντας ήδη λύσεις σε σενάρια δημογραφικής αλλοίωσης, κενών επιρροής, μετατόπισης ζωνών αγροτικής παραγωγής, μαζικών μεταναστεύσεων, ενεργειακής ασφάλειας,. Μικρότερες χώρες, με λιγότερες δυνατότητες επηρεασμού των παγκόσμιων εξελίξεων που όμως αντιμετωπίζουν ειδικές συνθήκες, ωθούνται σε ταχύτερη αναθεώρηση των σχεδιασμών τους, δίνοντας σε κάθε έναν από τους δύο άξονες διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με την ειδική γι αυτές σημασία. Αν, για παράδειγμα, κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής σχεδιάζουν με βάση την μείωση της αμερικανικής επιρροής και την αυξανόμενη αδυναμία της Ουάσιγκτων να αντιμετωπίζει εξελίξεις σε πολλαπλές εστίες, άλλες όπως η Ολλανδία και το Μπαγκλαντές, οφείλουν να σχεδιάσουν την αντίδρασή τους κατά προτεραιότητα στην προβλεπόμενη άνοδο του επιπέδου της θάλασσας που απειλεί με εξαφάνιση μέχρι και τα δύο τρίτα του εθνικού εδάφους τους. Η έλλειψη μίας ξεκάθαρης μοναδικής πρόκλησης/απειλής που να ξεπηδά ορατά πάνω από το σύμπλεγμα των υπολοίπων, δείχνει να δυσκολεύει ορισμένες χώρες να ξεκινήσουν έστω και μια αναλυτική προσπάθεια πρόβλεψης των μελλοντικών σεναρίων, πόσο μάλιστα την διαμόρφωση στρατηγικών απαντήσεων. Η ίδια η πολυπλοκότητα των προκλήσεων τις μετατρέπει συχνά σε ένα είδος ακαθόριστου «θορύβου» που χάνεται στη βουή των μικροπολιτικών αθλοπαιδιών. Εκτός αν πρόκειται για επτασφράγιστο μυστικό, στην Ελλάδα δεν διακρίνεται κάποιος συγκροτημένος συνολικός προβληματισμός, πόσο μάλλον σχεδιασμός, πέραν ίσως κάποιων συζητήσεων σε επίπεδο κοινωνικής συναναστροφής. Στον άξονα της διεθνούς πολιτικής, η ανάλυση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η μείωση της αμερικανικής επιρροής παγκοσμίως αλλά κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου και το ανατολικό της τμήμα δύσκολα εντοπίζεται, έστω και αν πληθαίνουν ενδείξεις όπως η σταδιακή αποστασιοποίηση της τουρκικής ηγεσίας –συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών- από την Ουάσιγκτων, ή η σταδιακή αλλαγή της σχέσης της Άγκυρας με τις γειτονικές της χώρες όπως το Ιράν και η Συρία. Πιο εξωτική φαίνεται η ανάλυση ενδεχόμενων στρατηγικής φύσης επιπτώσεων της αλλαγής του φυσικού περιβάλλοντος. Απειλές ασφαλείας, όπως η προβαλλόμενη ραγδαία μεταναστευτική πίεση από τις νότιες ακτές της Μεσογείου λόγω των επιδεινούμενων εκεί συνθηκών διαβίωση αντιμετωπίζονται εν μέρει στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς αφορούν ολόκληρη την ευρωπαϊκή μεσογειακή ακτή. Όμως, παρά τις προειδοποιήσεις, οι προοπτικές ερημοποίησης –στις οποίες εντάσσονται και οι δασικές πυρκαγιές- δεν φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε ανάλυση των δημογραφικών επιπτώσεων ανά περιοχή και συνολικά. Οι επιπτώσεις στην ασφάλεια της αγροτικής παραγωγής και, κατ επέκταση στην οικονομία, την διατροφική ασφάλεια και την δημογραφική σταθερότητα δεν αναλύονται ή οι όποιες αναλύσεις δεν φαίνονται να απασχολούν τον κεντρικό σχεδιασμό. Ακόμα και σενάρια που αφορούν την ίδια την εδαφική οντότητα δεν έχουν εξετασθεί, ούτε καν για να απορριφθούν. Η ελληνική ηγεσία δεν δείχνει να ασχολήθηκε με το αν η άνοδος της στάθμης των θαλασσών θα αλλάξει την μορφή ή και την έκταση του εθνικού εδάφους σε κρίσιμες και από απόψεως ασφάλειας περιοχές όπως το Δέλτα του Εύρου, ή αν ο αυξημένος ρυθμός προσχώσεων λόγω της μεγαλύτερης ραγδαιότητας των βροχών μπορεί να αλλάξει την γεωγραφία. Δεν φαίνεται να έχει αναλυθεί αν η προϊούσα λειψυδρία απειλεί μεσοπρόθεσμα να καταστήσει δύσκολη ή και αδύνατη την παραμονή μόνιμου πληθυσμού σε μικρά νησιά με σημαντική στρατηγική σημασία. Ούτε έχει πλήρως διερευνηθεί, έστω και πάλι για να απορριφθεί, το ενδεχόμενο ανόδου της στάθμης της θάλασσας σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας μέτρησης να έχει εν δυνάμει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα σε ότι αφορά κρίσιμα στοιχεία εθνικής κυριαρχίας όπως οι υφαλοκρηπίδες. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν μπορούν να κάνουν οι λουόμενοι κοντά στο Λαύριο που ξαφνιάζονται όταν σκοντάφτουν στις πέτρες αρχαίων οικισμών που σκεπάστηκαν από τα νερά της θάλασσας, ούτε όσοι βλέπουν το άγαλμα του Λεωνίδα περνώντας από τα Στενά των Θερμοπυλών, που όμως δεν είναι πλέον στενά λόγω αλλαγής της γεωγραφίας από τις προσχώσεις.