Σάββατο 19 Μαΐου 2007

Πέταξαν το γεράκι!

Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να βλέπεις έναν άνθρωπο να δακρύζει, απολογούμενος για επιλογές ηθικής τάξεως που έκανε. Στην περίπτωση του Πολ Γούλφοβιτς, μάλιστα, η απολογία αφορά λάθος αντικείμενο.

Στην πολιτική επιτύμβια στήλη του Γούλφοβιτς θα μπορούσε να γραφεί η περιγραφή που του έκανε ανώτατο στέλεχος του Πενταγώνου: «Στην Ουάσιγκτον υπάρχουν δύο ειδών κακοποιοί, οι απατεώνες και οι βλάκες. Δεν είναι απατεώνας...»Ο φαινομενικά ήπιος πρώην καθηγητής του Γέιλ δεν θα έπρεπε να απολογηθεί, επειδή ευνόησε μισθολογικά τη σύντροφό του από τη θέση του προέδρου της Διεθνούς Τράπεζας. Και ίσως τα δάκρυά του να μην αφορούσαν αποκλειστικά αυτό το ανθρώπινο πταίσμα, αλλά την κατάρρευση μιας ολόκληρης ιδεολογίας, η οποία στήθηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω στις δικές του απόψεις περί ηθικής, στη δική του εκδοχή για το καλό και το κακό, που οδήγησαν σε τερατουργήματα της αμερικανικής πολιτικής τύπου Ιράκ. Μιας προσέγγισης που, καταρρέουσα, θα αποσυνδέσει ξανά την ασκούμενη διεθνή πολιτική από την πρόσφορη σε εκμετάλλευση υποκειμενική έννοια της ηθικής και θα την επαναφέρει σε πιο προβλέψιμη, άρα και πιο ελεγχόμενη, ρεαλιστική βάση.Η επιστροφή του κυνικού ρεαλισμού τύπου Κίσινγκερ διακρίνεται πλέον ως φυσικό επακόλουθο της κακέκτυπης ανατύπωσης του ουιλσονιανού ιδεαλισμού, που σημειολογικά θα οριοθετηθεί με την αποχώρηση από την ενεργό πολιτική του Τόνι Μπλερ σε λίγες μέρες (περισσότερα γι' αυτόν και το ρόλο του στους πανηγυρικούς της αποχώρησής του).Πιονέρος της νέας πολιτικής εποχήςΟ Πολ Γούλφοβιτς δεν αξίζει τη γελοιοποίηση των φωτογραφιών με τις τρύπιες κάλτσες στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης. Δεν αξίζει ούτε το στίγμα που θα τον συντροφεύει μετά την αποχώρησή του από την Παγκόσμια Τράπεζα. Αντιθέτως, αξίζει να μνημονεύεται ως ένας από τους καταλύτες της κατάρρευσης των ιδεοληπτικών συγχύσεων μιας εξαιρετικά μεταβατικής εποχής. Διότι προϋπόθεση της κατάρρευσης είναι η ανύψωση.Αν οι απόψεις του Γούλφοβιτς περί -μοιραία υποκειμενικής- ηθικής διεθνούς πολιτικής παρέμεναν πνευματική τροφή μερικών φοιτητών στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Γέιλ (όπως της Κοντολίζα Ράις), αν απλώς μηρυκάζονταν σε διάφορες «Δεξαμενές Σκέψης», αν η συναισθηματική έκρηξη της 11ης Σεπτεμβρίου δεν τις είχε καταστήσει επίσημη πολιτική των ΗΠΑ με τις αναπόφευκτες παραμορφώσεις της θεωρίας που προκαλεί η πράξη, η αίγλη τους θα παρέμενε αλώβητη, έτοιμη να αναδυθεί σε νέα Ιράκ και νέες Σερβίες. Διότι η συναισθηματική τους αξία είναι σημαντική, όπως έδειξε και η μεγάλη αποδοχή που είχε ο ΝΑΤΟϊκός πόλεμος στη πρώην Γιουγκοσλαβία, κυρίως μεταξύ των ανά τον κόσμο «προοδευτικών».Καταβολές και ΟλοκαύτωμαΗ συναισθηματική βάση κάθε ηθικής άποψης οδηγεί σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση των απόψεων του Γούλφοβιτς (και του Μπλερ, αλλά, είπαμε, ήγγικεν η ώρα). Ο θάνατος του συνόλου σχεδόν των συγγενών του στην Πολωνία στο ναζιστικό Ολοκαύτωμα είναι φυσικό να αποτέλεσε τη βάση. Η αποτυχία του «κατευνασμού» κατά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η καθυστέρηση της αμερικανικής εμπλοκής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι αυτή επέτρεψε την ανάπτυξη του Ολοκαυτώματος, έδωσε λογική αξία στην άποψη ότι παρόμοιοι κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπίζονται αποφασιστικά στο ξεκίνημά τους, σχεδόν προληπτικά. Η παρομοίωση των «ρεαλιστών» με τον Νέβιλ Τσάμπερλεν δεν ήταν απλώς αποστομωτικό επιχείρημα σε επίπεδο υπεραπλουστευτικών τηλεοπτικών συζητήσεων. Πιο συναισθηματική, άρα πιο αυθαίρετη, ήταν η άποψη ότι οποιαδήποτε δημοκρατία είναι εκ φύσεως αγαθή και, ακόμα περισσότερο, εκ φύσεως φιλική προς τις -εξ ορισμού αγαθές- ΗΠΑ. Οι οποίες, στρατιωτικά πανίσχυρες, δεν έχουν καμιά δικαιολογία για να μην κάνουν το σωστό.Ο καταλύτης της 11ης Σεπτεμβρίου εξασφάλισε τις εκτελεστικές συμμαχίες για την εφαρμογή του ιδεολογήματος αυτού. Η φαινομενικά ετερόκλητη συμμαχία του ιδεαλιστή Γούλφοβιτς με κυνικούς ρεαλιστές (Τσένι), ανασφαλείς που αναζητούν συναισθηματικές βεβαιότητες (Μπους) και απλοϊκούς μάνατζερ (Ράμσφελντ), αλλά και όσους αναζητούσαν ευκαιρία να επενδύσουν χάριν των συμφερόντων τους, οικονομικών, πολιτικών και άλλων, απέκτησε ορμή, αλλά και όψη, οδοστρωτήρα.Παρασυρμένοι από τον οδοστρωτήρα αυτό, ακόμα και οι επικριτές του, κυρίως στην Ευρώπη, στριμώχτηκαν σε διατύπωση αντιρρήσεων σε ηθικολογικό επίπεδο, παίζοντας έτσι στο γήπεδο της αμερικανικής «Ομάδας του Ονείρου» (Dream Team).Τώρα που η πρώτη εκτεταμένη πειραματική εφαρμογή του μορφώματος αυτού στο Ιράκ το κάνει να φαίνεται περισσότερο σαν «ταύρος σε υαλοπωλείο» μετά τα αναισθητικά βέλη των κτηνιάτρων που ήρθαν να τον μαζέψουν, ο γδούπος της πτώσης του συμπαρασύρει και τις όποιες θετικές αρχικές παραδοχές του.Αν όμως στην πλευρά της λεγόμενης «Δύσης» η φυσική αντίδραση στο καταστροφικό αμερικανο-βρετανικό (δεν ξεχνάμε τον Μπλερ) συναισθηματικό όργιο φαίνεται να είναι μια σταδιακή αναδίπλωση στο ρεαλισμό, ακόμα και με τα χαρακτηριστικά του κυνισμού, η συναισθηματική έξαρση, που πυροδότησε στο στρατόπεδο, που εκ των πραγμάτων βρέθηκε απέναντι, στο Ισλάμ, διατηρεί την ορμή της και προσφέρεται ακόμα για παρόμοια εκμετάλλευση από το σύμπλεγμα των δικών της ιδεαλιστών, κυνικών και απλών συμφεροντολόγων.«Παραπλανημένος»Στην πολιτική επιτύμβια στήλη του Γούλφοβιτς θα μπορούσε να γραφεί η περιγραφή που του έκανε ανώτατο στέλεχος του Πενταγώνου: «Στην Ουάσιγκτον υπάρχουν δύο ειδών κακοποιοί, οι απατεώνες και οι βλάκες. Δεν είναι απατεώνας. Είναι βαθιά παραπλανημένος, είναι αδιάβροχος στα πραγματικά στοιχεία και είναι ένας σοβαρός, προβληματισμένος άνθρωπος».Η συναισθηματική ανάγκη, η μεταφυσική πίστη που απορρίπτει κάθε λογική απόδειξη του αντιθέτου, οδήγησε γι' άλλη μια φορά στην Ιστορία σε αιματηρά εγκλήματα. Και φαίνεται ότι ήρθε η ώρα ο κυνισμός να κάνει γι' άλλη μια φορά τα δικά του.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Οι Γάλλοι επέλεξαν μια... αρσενική Θάτσερ

Τελικά η Γαλλία ψήφισε συναισθηματικά για να απορρίψει το συναίσθημα στην πολιτική. Φόβοι, ανησυχίες και, κυρίως, απογοητεύσεις έστρεψαν τους ψηφοφόρους εκείνους που μετακινούμενοι κρίνουν το αποτέλεσμα μακριά από τους, έστω και αχνούς, σοσιαλιστικούς συναισθηματισμούς της Σεγκολέν Ρουαγιάλ και τους προσανατόλισαν στην πυγμή υπεραναπλήρωσης ενός πυγμαίου σωματότυπου του Νικολά Σαρκοζί.
Η τηλεοπτική αναμέτρηση των δύο υποψηφίων είναι αυτή που παγίωσε και διεύρυνε τη διαφορά υπέρ του Σαρκοζί, όχι λόγω της λανθασμένης ανάγνωσης των προσδοκιών των Γάλλων εκ μέρους της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, όσο λόγω των περιορισμών που της επέβαλε η σοσιαλιστική ταυτότητά της, με όση χαλαρότητα και αν την αντιλαμβανόταν, καθώς και η συναισθηματική αοριστία που τη συνόδευε. Προφανής απόφαση και των δύο υποψηφίων ήταν να ανασκευάσουν την εικόνα που τους συνόδευε σε όλη την προεκλογική εκστρατεία. Ο Σαρκοζί κατάφερε να αποβάλει (για δύο ώρες) την τραχύτητα και την επιθετικότητά του, εμφανιζόμενος ως «ήρεμη δύναμη», με σαφείς, ξεκάθαρες θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα. Η Ρουαγιάλ πέτυχε να εμφανιστεί επιθετική. Ομως η επιθετικότητα αυτή εκφράσθηκε και πάλι ως συναίσθημα, ως οργή. Και όταν έλεγε «είμαι οργισμένη», αναφερόταν σε επίσης συναισθηματικά φορτισμένες αλλά και αφηρημένες έννοιες όπως «αδικία», «κοινωνική δικαιοσύνη» κ.λπ. Συνέχισε δηλαδή στο μοτίβο μιας προεκλογικής εκστρατείας στηριγμένης σε συχνές διακηρύξεις περί «Ελευθερίας, Ισότητας, Αδελφοσύνης», με μια ελαφριά επίπαση πρακτικών προτάσεων, συχνά όχι και τόσο επιτυχημένων (όπως τα στρατόπεδα αναμόρφωσης για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας). Μπορεί να έπεισε για τη δυνατότητά της να οργίζεται με την αδικία και για τις καλές της προθέσεις, δεν φαίνεται όμως να έπεισε για την ικανότητά της να μεταφράσει τις προθέσεις αυτές σε πρακτικές λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τους Γάλλους. «Εχουμε τελειώσει. Αν δεν αλλάξουμε ριζικά όλα όσα έχουμε μάθει, θα σβήσουμε. Και δεν το βλέπω να αλλάζουμε», έλεγε απογοητευμένος, σχεδόν φοβισμένος, φίλος Γάλλος δημοσιογράφος, από τους πλέον δραστήριους φοιτητές του Μάη του '68, έπειτα από μερικά ταξίδια στην Κίνα. Σήμερα, στα εξήντα του, σκέφτεται μήπως πρέπει να ακολουθήσει τις χιλιάδες των νεαρών, καλά εκπαιδευμένων Γάλλων, που ουσιαστικά «ψηφίζουν με τα πόδια τους» παίρνοντας την άγουσα για τη Βρετανία, όπου διακρίνουν (και βρίσκουν απ' ό,τι φαίνεται) απείρως περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, έκφρασης και δημιουργίας απ' όσες τους προσφέρει πλέον μια αγκυλωμένη γαλλική κοινωνία. Ολο και περισσότεροι ανάμεσά τους βλέπουν στις διεκδικήσεις του παρελθόντος και στα κεκτημένα του παρόντος, τα βαρίδια του μέλλοντος. Μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας ζει πλέον σε μια υποκειμενική πραγματικότητα που την οδηγεί να απαιτεί ρήξεις. Και με δεδομένο το ξέφτισμα των «υπαρκτών» ιδεολογικών προτύπων, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού «με χαμηλά λιπαρά» της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, και την απουσία νέων, στρέφεται στη διαχειριστική πυγμή που προβάλλει ο Νικολά Σαρκοζί, ακολουθώντας με καθυστέρηση τους γείτονές της στην επιλογή μιας αρσενικής Μάργκαρετ Θάτσερ. Στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές δεν αποκλείεται να αναπληρώσουν τη χρονική υστέρηση απέναντι στη Βρετανία, οδηγώντας σε μια νέα «συγκατοίκηση», αυτή τη φορά όχι ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά με την κλασική έννοια, αλλά με τη γαλλική εκδοχή της Θάτσερ στην προεδρία και τη γαλλική εκδοχή του Τόνι Μπλερ στην πρωθυπουργία.