Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Το «ε, και;», το «ταρατατζούμ» και το μέλλον της «Δύσης»

Είναι λάθος να αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση ή και με περιφρόνηση το αυριανό «ταρατατζούμ» του Μπαράκ Ομπάμα. Η αυριανή είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στη σύγχρονη ιστορία που η αλλαγή ηγεμόνα έχει τόσο μεγάλη σημασία και που δικαιολογεί φανφάρες και παράτες, αν και όχι τα «ωσαννά», τις δοξολογίες ή και τις μαύρες προφητείες που ξεπετάγονται δεξιά και αριστερά.

Δεν είναι τόσο το ότι οι ΗΠΑ αποκτούν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο στην Ιστορία, κάτι που από μόνο του επιτρέπει το δάκρυ στην άκρη του ματιού κάθε ανθρώπου που κουβαλάει μνήμες αποκλεισμού στο κύτταρό του.

Δεν είναι ούτε το ότι κάποιοι, καλώς ή κακώς, έχουν επενδύσει στον Ομπάμα ελπίδες, συμφέροντα και προσδοκίες, βλέποντας σ' αυτόν ένα είδος θαυματουργού μεσσία που θα επουλώσει όλα τα τραύματα και θα άρει κάθε αδικία.

Δεν πρόκειται ούτε για τη φυσιολογική ικανοποίηση όσων, με λιγότερο ή περισσότερο ταπεινά κίνητρα, στο εσωτερικό των ΗΠΑ ή στο εξωτερικό, θεωρούν ότι συνέβαλαν στην πολιτική αλλαγή και αναμένουν τώρα την απόδοση της επένδυσής τους.

Αν η Ιστορία αντιμετωπιστεί σαν το «Βιβλίο Ρεκόρ του Γκίνες», ο Ομπάμα έχει ήδη εξασφαλίσει τη θέση του σ' αυτή, ως ο πρώτος μαύρος στον Λευκό Οίκο. Ακόμα και σε μια λιγότερο «λάιφ στάιλ» ιστορική προσέγγιση, ο νέος πρόεδρος παίρνει και δίνει «sans voir» από το ξεκίνημα μια υπόσχεση ιστορικότητας που λειτουργεί σχεδόν ερήμην του: είναι ήδη ιστορικό πρόσωπο διότι έρχεται στο προσκήνιο σε μια ιστορική στιγμή, σε ένα από τα πολυδαίδαλα σταυροδρόμια που κατασκευάζει κατά περιόδους η ιστορική εξέλιξη και έτσι οποιαδήποτε επιλογή κατεύθυνσης και να κάνει, αυτή θα είναι ιστορική. Ιστορικό θα είναι και το αποτέλεσμα ενδεχόμενης αδράνειας ή και αποτυχίας.

Η προεδρία Ομπάμα έρχεται αμέσως ύστερα από δύο επίσης ιστορικές (με την κακή έννοια) προεδρίες Μπους, που αφήνουν εξαιρετικά βαρύ αποτύπωμα στην εξέλιξη των ΗΠΑ, της Δύσης και, τελικά, της διεθνούς κοινότητας. Η ανερμάτιστη και σπασμωδική προσπάθεια μεγάλου τμήματος της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ να προσαρμόσει προς όφελός της την πρωτοφανή απόλυτη διεθνή κυριαρχία της χώρας, κατά τα τέλη της δεκαετίας του '90 και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αποδείχθηκε απολύτως αυτοκαταστροφική.

Το ότι το σύμπλεγμα ιδεοληψιών, στενών οικονομικών συμφερόντων, σχέσεων επιρροής, ακόμα και ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων του συνασπισμού Ντικ Τσένι - νεο-συντηρητικών συνάντησε μια κωμικοτραγική φιγούρα στη βιτρίνα του Λευκού Οίκου, κατά τη φάση μιας ιστορικής καμπής, ευθύνεται σίγουρα για την επιτάχυνση στη συρρίκνωση της αμερικανικής παντοκρατορίας ή τουλάχιστον, στην ταχύτερη συνειδητοποίησή της. Μεγαλύτερης ίσως ιστορικής σημασίας είναι οι συνακόλουθες επιταχύνσεις που αφορούν την ευρύτερη επί αιώνες παγκόσμια επικυριαρχία της λεγόμενης Δύσης.

Σίγουρα, μία από τις αποστολές που έχουν ανατεθεί στον Μπαράκ Ομπάμα είναι, αν όχι η αναστροφή, η επιβράδυνση της αμερικανικής και της ευρύτερης δυτικής πτώσης. Ομως η απόδοσή του ως αλεξιπτώτου, αν και σημαντική, δεν αρκεί για να προσδιορίσει τον ιστορικό χαρακτηρισμό που θα κερδίσει.

Ημεγαλύτερη πρόκληση δεν αφορά το κλείσιμο ή όχι του Γκουαντάναμο, την αποχώρηση από το Ιράκ, την αντιμετώπιση του χάους στο Αφγανιστάν και τον επαναπροσδιορισμό του αριθμού των έξυπνων βομβών που πέφτουν εδώ και κει. Δεν αφορά ούτε τους γεω-στρατηγικούς ελιγμούς και τις διεθνείς σχέσεις αλλά ούτε και τη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών, αυτοκινητοβιομηχανιών και θέσεων εργασίας.

Τη μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η φράση «ε, και;» που ξεστόμιζε με κάθε φυσικότητα και κυνισμό ο για λίγες ακόμα ώρες αντιπρόεδρος (και πραγματικός ώς πριν από μερικούς μήνες πρόεδρος) των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, κάθε φορά που κάποιος επισήμαινε τη συντριπτική λαϊκή αντίδραση στις επιλογές της αμερικανικής κυβέρνησης. Το «ε, και;» του Τσένι δεν αφορούσε μόνο τη γνώμη της διεθνούς κοινότητας των πολιτών ή της διεθνούς κοινότητας των κρατών, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς ειλικρινής, αν και κυνική, παραδοχή του αυτονόητου για έναν Αμερικανό πολιτικό του είδους του. Ομως η ίδια φράση απαντούσε και σε οποιαδήποτε επισήμανση της ολοένα και μεγεθυνόμενης ώς και συντριπτικής (πρωτοφανούς στην αμερικανική ιστορία) απόρριψης των επιλογών της κυβέρνησης Μπους από τους Αμερικανούς πολίτες.

Αν μη τι άλλο, ο Τσένι ήταν ειλικρινής. Το «ε, και;» ήταν απολύτως συνεπές προς το έρπον πραξικόπημα που προώθησε με την τυπική υπογραφή ενός συνολικά ανυποψίαστου (με την έννοια του διανοητικά απόντος) Τζορτζ Μπους στα σχέδια της ομάδας του για ουσιαστική αναστολή συνταγματικών εγγυήσεων και δημοκρατικών ελευθεριών, με το πρόσχημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Οι ίδιες οι ΗΠΑ κατέληξαν να καταναλίσκουν το εξαγωγικό μοντέλο της «αυταρχικής δημοκρατίας» που προωθούσε επί χρόνια τα συμφέροντά τους διεθνώς. Πέφτοντας οι ίδιες θύματα του «bon pour l' Orient» εξαγώγιμου προϊόντος τους παρέσυραν μια πιθηκίζουσα Ευρώπη (αρχίζοντας από την πλησιέστερα ευρισκόμενη Βρετανία) σε μια καταιγίδα τρομονόμων, καμερών, ειδικών χαφιέδων και ηλεκτρονικού φακελώματος «για το καλό της». Ωθησαν έτσι ολόκληρη τη λεγόμενη «Δύση» σε επιτάχυνση της αποδυνάμωσής της, μέσω του εξευτελισμού ενός αποκλειστικά δυτικού στοιχείου πολιτισμικής υπεροχής: της Δημοκρατίας.

Αυτή είναι η βασική πρόκληση για τον Ομπάμα. Κρίνοντας από την αλλαγή δημόσιας στάσης δουλικών προς τις ΗΠΑ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που, δρυός (κυβέρνησης Μπους) πεσούσης, αποκηρύσσουν δημοσίως μετά βδελυγμίας αυτά που μέχρι χθες υποστήριζαν στα λόγια και την πράξη (βλέπε πρόσφατες δηλώσεις υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ), φαίνεται ότι οσμίζονται αλλαγή στον αέρα της Ουάσιγκτον. Αν πράγματι υπάρξει και αν πετύχει, ο Ομπάμα θα δικαιούται κάθε αυριανό «ταρατατζούμ».

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Η αμερικανική «Πέμπτη Φάλαγγα» στην Ευρώπη και η επίθεση στη Γάζα

Δικαιώνοντας απολύτως τη λάμψη στο μάτι τού, αλήστου μνήμης, Ντόναλντ Ράμσφελντ όταν μιλούσε για «παλιά» και «νέα Ευρώπη», αλλά και τις επισημάνσεις του Τσέχου πρωθυπουργού Μίρεκ Τοπολάνεκ περί δημοκρατικού ελλείμματος και ελλείμματος εκπροσώπησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η μόλις τριών ημερών τσεχική προεδρία της Ε.Ε. εκπροσώπησε αποτελεσματικά και εξέφρασε πλήρως τη συνισταμένη της... αμερικανικής και της ισραηλινής κοινής γνώμης, τοποθετούμενη το βράδυ του Σαββάτου για την προχθεσινή ισραηλινή χερσαία εισβολή στη Γάζα.

Η τσεχική συνιστώσα της αμερικανικής «Πέμπτης Φάλαγγας» στην Ευρώπη εκδηλώθηκε για άλλη μία φορά «με το καλημέρα», ξεπερνώντας λόγω υπερβάλλοντος ζήλου, δουλοπρέπειας, απειρίας ή απλής αφέλειας ακόμα και την αντίστοιχη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, που φρόντισε να εκτεθεί λιγότερο. Ηρθε επίσης σε πλήρη αντίθεση με την ανακοίνωση της Γαλλίας, που καταδίκασε αμέσως τη χερσαία ισραηλινή εισβολή. Ολα αυτά μία μέρα προτού η τρέχουσα τσεχική και η προηγούμενη γαλλική προεδρία της Ε.Ε. ξεκινήσουν τις διαφορετικές αποστολές τους στη Μέση Ανατολή, κάτι σαν τις χωριστές συγκεντρώσεις στην Αθήνα κατά την εργατική Πρωτομαγιά.

Δεν μπορεί βεβαίως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για ένα σατανικό προσυμφωνημένο σχέδιο, με τη συμμετοχή και του Ισραήλ. Μέσω της διαφοροποίησής του από τη σημερινή προεδρία της Ε.Ε. και με τη βοήθεια του πρόσφατου «αδειάσματος» της υπουργού Εξωτερικών Τζίπι Λίβνι κατά την επίσκεψή της στο Παρίσι, ακόμα και ο μάλλον φιλο-ισραηλινός Νικολά Σαρκοζί ξεκινά από σήμερα την ειρηνευτική του πρωτοβουλία στη Μέση Ανατολή έχοντας περιβληθεί για λίγο έναν μανδύα σχετικής αντικειμενικότητας.

Φυσιολογικά, οι από την ανατολική Ευρώπη προερχόμενοι «εισοδιστές», που ως απεσταλμένοι των ΗΠΑ υπονομεύουν εκ των έσω την εξέλιξη της Ε.Ε. σε έναν ισχυρό διεθνή πόλο, έχοντας οι ίδιοι βιώσει τη σοβιετική επικυριαρχία και το ψυχόδραμα που ακόμα και τόσα χρόνια μετά οδηγεί σε περιοδική εκλογή φαινομένων τύπου αδελφών Κατσίνσκι της Πολωνίας και σε αναβιώσεις ναζιστικών φαντασμάτων στη Βαλτική, θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τον μηχανισμό που ρίχνει τον παλαιστινιακό πληθυσμό στα χέρια της Χαμάς. Η ιστορική εμπειρία τους αυτή θα μπορούσε να εμπλουτίσει την Ε.Ε. αν η παρουσία τους σε αυτήν είχε λιγότερο καταστροφικό στόχο.

Αντιθέτως, η σαββατιάτικη αντίδραση της τσεχικής προεδρίας της Ε.Ε., όσο και αν επιχειρήθηκε να απαλυνθεί λίγες ώρες αργότερα, προφανώς μετά την έκρηξη αντιδράσεων από τις (υποτίθεται εκπροσωπούμενες) χώρες-μέλη, σχεδόν εγγυάται τον αποκλεισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης από κάθε ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή. Παραδόξως, ο «μπουνταλάδικος» χειρισμός του θέματος μπορεί να οδηγήσει σε αποτέλεσμα διαφορετικό από το επιδιωκόμενο, όπως όταν ο επόμενος διευθυντής της αμερικανικής μητρικής, Μπαράκ Ομπάμα, αναγκάστηκε να «αδειάσει» το παράρτημα Τσεχίας μετά την προσπάθεια της τοπικής διεύθυνσης να προκαταλάβει τις αποφάσεις του σχετικά με την αντιπυραυλική ασπίδα.

Αυτή τη φορά, η υπονόμευση της ευρωπαϊκής παρεμβατικής δυνατότητας δίνει την ευκαιρία στη Γαλλία του υπερκινητικού Νικολά Σαρκοζί να διεκδικήσει διεθνή ρόλο. Αν την προηγούμενη φορά η σαρκοζική παρέμβαση μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας πιστώθηκε εν μέρει στην Ε.Ε., καθώς η Γαλλία ασκούσε τότε την προεδρία, αυτή τη φορά η όποια επιτυχία θα ενισχύσει σχεδόν αποκλειστικά το γαλλικό προφίλ, όσες υποκριτικές προσπάθειες και αν γίνουν να συνδεθεί με την Ευρώπη.

Ακόμα και στην περίπτωση αποτυχίας του Γάλλου προέδρου να εξασφαλίσει ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, και μόνη η περίβλεπτη διαφοροποίηση της Γαλλίας από την τρέχουσα ευρωπαϊκή προεδρία μπορεί να προβληθεί ως διάσωση της ευρωπαϊκής τιμής από το Παρίσι. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ουσιαστική -αν και πολύ ευφυέστερα διατυπούμενη- σύμπλευση της Γερμανίας με την ισραηλινή, αμερικανική και τσεχική λογική, η Γαλλία την οποία ο Σαρκοζί επαναφέρει και στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μπορεί να μετατραπεί σε ισχυρό πόλο συσπείρωσης (και ελέγχου) όσων επιθυμούν την επιστροφή στην πορεία μιας στενότερα συνδεδεμένης Ευρώπης, με ανεξάρτητο και αξιόπιστο διεθνή λόγο.

Το παράθυρο ευκαιρίας που αφήνει ανοιχτό η ουσιαστική ανυπαρξία αμερικανικής ηγεσίας μέχρι το τέλος του μηνός διευκολύνει τους διεθνείς παίκτες να ανακατέψουν την τράπουλα, κάτι σαν τους δοκιμαστικούς γύρους της Φόρμουλα 1 το Σάββατο προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλύτερη σειρά εκκίνησης στον αγώνα της Κυριακής. Στις αρχές Φεβρουαρίου, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα αναλάβει ουσιαστικά τα καθήκοντά του, το παράθυρο κλείνει, χωρίς να είναι βέβαιο τι θα ακολουθήσει και ποιοι θα μείνουν «στην απ' έξω».

Με τους επίδοξους διεθνείς παίκτες να παίζουν «μουσικές καρέκλες» και τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή να παρέχει τη μουσική που θα σταματήσει όταν οι ΗΠΑ αποκτήσουν νέο πρόεδρο, η σιωπή του Ομπάμα αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Σίγουρα, ό,τι και αν κάνει μετά την ανάληψη της προεδρίας του, θα απογοητεύσει όσους είναι τόσο αφελείς ώστε να θεωρούν ότι θα προχωρήσει σε πλήρη αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Ομως ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ εξελέγη με μια κυρίαρχη εντολή σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική: να αποκαταστήσει το κύρος, την επιρροή και την ισχύ των ΗΠΑ ύστερα από μια καταστροφική οκταετία και να διαφυλάξει όσο το δυνατόν καλύτερα την κυρίαρχη θέση της χώρας μέσα στο ραγδαία μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Το Μεσανατολικό είναι κομβικό σημείο σε οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια. Πριν κάνει οποιαδήποτε ουσιαστική κίνηση, ο Μπαράκ Ομπάμα ίσως χρειαστεί να κάνει μερικές θεαματικές κινήσεις που θα βουλώσουν τα στόματα όσων τον θεωρούν αδύναμο και (κάτι υβριστικό για μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινής γνώμης) «ειρηνιστή». Κατά πάσα πιθανότητα θα αναζητήσει κάποιες ισορροπίες ώστε η επίδειξη αυτή να μην τον κάνει να φανεί σαν συνέχεια του Τζορτζ Μπους. Οταν απλώσει τη συνταγή του για το Μεσανατολικό, το πιθανότερο είναι να έχει άρωμα γαλλικού κρασιού και όχι τσέχικης μπίρας. Προς μεγάλη λύπη της ζυθοποιίας Τοπολάνεκ.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

Στρακαστρούκες και ξεροκέφαλοι

Οι ρουκέτες της Χαμάς, λίγο περισσότερο από στρακαστρούκες από στρατιωτικής απόψεως, ανέκαθεν είχαν κυρίως συμβολική σημασία. Η διατήρηση της δυνατότητας εκτόξευσής τους έπειτα από 7 ημέρες σαρωτικών ισραηλινών επιθέσεων αποτελεί μια συμβολική νίκη της Χαμάς, έστω και αν η ισλαμική οργάνωση έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα στην υποδομή και στα στελέχη της. Με την έννοια αυτή, το Ισραήλ βρίσκεται ήδη στον δρόμο της επανάληψης της ήττας του 2006 στον Λίβανο, ανεξαρτήτως τελικής στρατιωτικής έκβασης και απολογισμού αίματος.

Σε συνδυασμό με την άρνηση της Χεζμπολάχ να πέσει στη παγίδα της ένοπλης εμπλοκής με το Ισραήλ στη φάση αυτή και την ευφυή επιλογή του Ιράν να μην «τσιμπήσει» και να αποφύγει τις υπερβολικές αντι-ισραηλινές κορόνες, το Ισραήλ δεν φαίνεται να πετυχαίνει ιδιαίτερα έναν από τους σημαντικούς πάγιους στόχους του, την αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής.

Προς μεγάλη απογοήτευση και των αραβικών καθεστώτων, όπως αυτού της Αιγύπτου, που ανησυχούν για την αυξανόμενη (και με τη βοήθεια της αμερικανικής ξεροκεφαλιάς) ιρανική επιρροή, η Τεχεράνη χρησιμοποιεί την όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση που κερδίζει τον τελευταίο καιρό για να προβάλλει την εικόνα μιας «ήρεμης δύναμης» που εκφράζει αξιόπιστα αυτό που αδυνατούν να κάνουν τα καθεστώτα των αραβικών χωρών, την αγανάκτηση της αραβικής κοινωνίας.

Αυτό υπονόμευσε την αυτοπεποίθηση Αράβων ηγετών, που μετά τη σημαντική αρχική καθυστέρηση, προσπάθησαν να καταδικάσουν φραστικά την ισραηλινή επίθεση, μη θέλοντας να αφήσουν μια μη αραβική χώρα, το Ιράν, να μονοπωλεί την έκφραση του αισθήματος των Αράβων.