Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Οταν έχει ξαστεριά, πώς να «πέσεις από τα σύννεφα»;

Μεγάλο μέρος της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης είναι αφιερωμένο σε ένα και μοναδικό σκοπό: την πρόβλεψη του μέλλοντος. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, της ένταξης δηλαδή ενός μεμονωμένου ατόμου σε ένα πλαίσιο κανόνων, συνηθειών, ηθών και εθίμων που ρυθμίζουν τη δική του συμπεριφορά απέναντι στους υπόλοιπους, αλλά και τη συμπεριφορά των υπολοίπων απέναντί του εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό.

Τόσο το άτομο όσο και το κοινωνικό σύνολο μπορεί έτσι, με βάση κάποιες σταθερές και με σχετική ασφάλεια, να προβλέψει το μέλλον. Είναι σε θέση να προβλέψει ότι αν περάσει ένα φανάρι με πράσινο, δεν πρόκειται να συγκρουστεί (τηρουμένων των επιφυλάξεων για τις ατέλειες της διαδικασίας κοινωνικοποίησης στην Ελλάδα), ξέρει ότι αν χαμογελάσει ευγενικά και χαιρετήσει κάποιον συνήθως θα αντιμετωπίσει αντίστοιχη συμπεριφορά και ότι αν συμπεριφερθεί προσβλητικά, συνήθως θα προκαλέσει αρνητική αντίδραση, μερικές φορές βίαιη.

Στην ίδια λογική, τη χρήση της εμπειρίας του παρελθόντος για την πρόβλεψη του μέλλοντος, βασίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα στη Γη. Κάποιες βασικές σταθερές, όπως το ότι δεν «θα ανοίξει η γη να σε καταπιεί», δεν «θα σου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι» ή εσύ ο ίδιος δεν «θα πέσεις από τα σύννεφα» έστω και αν καμιά φορά μπορείς να «φας κεραμίδα στο κεφάλι», παρέχουν ένα στοιχειώδες πλαίσιο ασφάλειας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Οταν για σημαντικά θέματα, όπως ο θάνατος και τα επέκεινα, δεν διατίθενται αρκετές πληροφορίες, είναι τέτοια η ανάγκη πρόβλεψης του μέλλοντος, ώστε καλύπτει το κενό με μεταφυσικά σωσίβια.

Η ίδια διαδικασία ισχύει στη διεθνή κοινωνία. Με τον ρόλο των ατόμων να καλύπτεται από τα κράτη ή άλλες συλλογικότητες με υπερ-κρατικό ή υπο-κρατικό χαρακτήρα, η ύπαρξη ενός βασικού σταθερού φυσικού πλαισίου αναφοράς επιτρέπει τη δευτερογενή ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής οργάνωσης, είτε ατύπων εθιμικών είτε τυπικών, όπως διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες. Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, διεθνείς συνθήκες ναυσιπλοΐας, οικονομικής εκμετάλλευσης, χρήσης υδάτινων πόρων ή δικαιωμάτων αλιείας, στηρίζονται στην αποδοχή ότι οι φυσικές συνθήκες στις οποίες αναφέρονται παραμένουν, πάνω-κάτω, σταθερές.

Τι γίνεται, όμως, όταν τα ποτάμια στερεύουν, οι ακτογραμμές αλλάζουν, οι υφαλοκρηπίδες μεταβάλλονται, οι πληθυσμοί των ψαριών εξαφανίζονται; Τι συμβαίνει όταν ηπειρωτικού μεγέθους πάγοι παύουν να σκεπάζουν την Αρκτική, αποκαλύπτοντας τη θάλασσα ή όταν πάγοι που παρέμεναν εκτός της θάλασσας στην Ανταρκτική, σκεπάζουν σταδιακά ως νερό τις ακτές; Τι γίνεται όταν το πρωτοφανές βάρος των πάνω από 7 δισεκατομμύρια κατοίκων ξεπερνά τις δυνατότητες παραγωγής τροφίμων που έφερε η «πράσινη επανάσταση»;

Από την ερχόμενη εβδομάδα, ο κόσμος συζητά στην Κοπεγχάγη την κλιματική αλλαγή και τους τρόπους επιβράδυνσης και, αν είναι δυνατόν, ανάσχεσης της εξέλιξής της. Μετά την αλλαγή της στάσης της Κίνας και των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση συγκεκριμένων στόχων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αναμένεται να γίνει ένα βήμα προς τα εμπρός, έστω και δειλό, για την αντιμετώπιση της απειλής για τις παγκόσμιες βασικές παραδοχές.

Ακόμα όμως και σε περίπτωση πλήρους επιτυχίας της συνόδου της Κοπεγχάγης και άλλων παρόμοιων, ακόμα και στην ιδανική έκβαση των προσπαθειών για την ανακοπή της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, δεν πρόκειται να εξαλειφθούν οι ήδη δρομολογημένες αλλαγές που θα μεταβάλουν την εικόνα του φυσικού κόσμου, όπως έχουμε μάθει να τον θεωρούμε δεδομένο και, κατά συνέπεια, όλα τα πρότυπα ζωής και ανάπτυξης, καθιστώντας επείγουσα την αναζήτηση νέων.

Τα αναπτυξιακά πρότυπα άρχισαν να αμφισβητούνται πριν προκύψει το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Από τη δεκαετία του '60, «Τα όρια της Ανάπτυξης» της Λέσχης της Ρώμης έθεσαν το θέμα και εισήγαγαν στο λεξιλόγιο των όλο και πιο αμήχανων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα τον όρο πασπαρτού «αειφόρος ανάπτυξη». Σήμερα, με την κλιματική αλλαγή να έχει προστεθεί στην εξίσωση, ο όρος έχει εξελιχθεί, συχνά κρύβοντας την ίδια αμηχανία, σε «πράσινη ανάπτυξη». Ακόμα και όταν δεν πρόκειται περί απλών πολιτικών πυροτεχνημάτων, η αμηχανία είναι αναπόφευκτη, από τη στιγμή που αναγνωρίζεται μεν η ανάγκη προσαρμογής των αναπτυξιακών και των οικονομικών μοντέλων και εργαλείων στις βασικές φυσικές αλλαγές, διατηρείται όμως η απορία σχετικά με το ποια μοντέλα και εργαλεία είναι αυτά που καλούνται να προσαρμοστούν και με το κατά πόσο πρέπει να προηγηθούν άλλες, ήδη πολύ καθυστερημένες προσαρμογές τους σε τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές.

Στο «Η Τέχνη του Πολέμου», ο Σουν Τζου γράφει ότι πριν από οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια πρέπει να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν πέντε παράγοντες, ο καιρός, το έδαφος, το ηθικό, η πολιτική και η ηγεσία. Ο καιρός και το έδαφος συνδέονται προφανώς και αμέσως με την κλιματική αλλαγή. Το ηθικό, η πολιτική και η ηγεσία, μεταφερόμενα στον αέναο εσωτερικό «πόλεμο» των ανθρώπινων κοινωνιών, έχουν ήδη υπονομευθεί από την ανεπάρκεια των απαντήσεων του παρελθόντος. Οι τοπικές και υπερ-τοπικές πιέσεις που αναμένεται να ασκήσουν στους πληθυσμούς οι αλλαγές στους δύο πρώτους συντελεστές (καιρός, έδαφος) ενδέχεται να οδηγήσουν τον τρίτο (ηθικό) σε σημείο ανατροπής, που θα καταστήσει πλέον υποχρεωτική την αλλαγή των τελευταίων δύο (πολιτική, ηγεσία).


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Εξω οι Αζόρες από τη Λισαβόνα (και τις Βρυξέλλες)

Κάθονται μέσα στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού. Ανήκουν στην Πορτογαλία, δηλαδή στην Ευρώπη, αλλά δύο απ' αυτά ακουμπάνε στην ηπειρωτική πλάκα της Αμερικής. Στις ειδήσεις, οι Αζόρες απασχολούν κυρίως τα δελτία καιρού, όταν μιλάνε για τον «αντικυκλώνα των Αζορών» που θρονιάζεται από πάνω τους και αλλάζει την πορεία των αεροχειμάρρων πάνω από την Ευρώπη.

Ομως, κατά τα τελευταία χρόνια, τα 17 μικρά και μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους των Αζορών επηρεάζουν την Ευρώπη πολύ περισσότερο απ' ό,τι ως ρυθμιστές του υετού που την ποτίζει ή την πλημμυρίζει. Και, καθώς η οδυνηρή διαδικασία επικύρωσης της συνθήκης της Λισαβόνας, της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Αζορών, οδεύει προς το τέλος της, όλα δείχνουν ότι ετοιμάζονται να την επηρεάσουν ακόμη περισσότερο.

Στις 16 Μαρτίου 2003, η συμβολική θέση των Αζορών στο μέσον της απόστασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για τη συνάντηση κορυφής όσων ήθελαν να σύρουν με κάθε τρόπο όσο το δυνατόν περισσότερους σε έναν πόλεμο στο Ιράκ, δηλαδή τους Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ, με την ευγενή φιλοξενία τού τότε πρωθυπουργού της Πορτογαλίας, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Η διευκόλυνση αλλότριας πολιτικής, που πρόσφερε ο όχι ιδιαίτερα επιτυχημένος «αριστερός» πρωθυπουργός της Πορτογαλίας ανταμείφθηκε λίγο καιρό αργότερα, όταν διορίστηκε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενισχύοντας την αίσθηση των τελευταίων ετών ότι η ανάληψη κάποιων από τις κορυφαίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης προϋποθέτει και τη σύμφωνη γνώμη της Ουάσιγκτον, σε αναγνώριση προσφερθεισών υπηρεσιών και σε προσδοκία νέων. Μια αίσθηση που ενισχύεται από τον διορισμό ως υπάτου εκπροσώπου Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της Ε.Ε., του επίσης αριστερής προέλευσης και Ιβηρα Χαβιέρ Σολάνα, αμέσως μετά την εξαιρετικά βολική για την Ουάσιγκτον και τις ανά την Ευρώπη παραφυάδες της θητείας του ως Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, κατά την ευαίσθητη περίοδο της ΝΑΤΟϊκής εμπλοκής στην πρώην Γιουγκοσλαβία και της δοκιμής στην πράξη των θεωριών περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής» τού τότε νέου πρωθυπουργού της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ.

Και να που το όνομα του Τόνι Μπλερ κυριαρχεί εδώ και καιρό στις συζητήσεις για τη θέση του νέου προέδρου της Ευρώπης, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης της συνθήκης της Λισαβόνας. Ακόμη και μετά την υποτιθέμενη «κατάρριψή» του κατά την σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, κάποιοι, όπως η βρετανική εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», επιμένουν, κυρίως στη λογική ότι ο πρώτος πρόεδρος της Ε.Ε. δεν θα πρέπει να είναι κάποιος διεθνώς άγνωστος.

Μια λογική που αντιστρέφει τις έννοιες «διάσημος» και «διαβόητος» με τον ίδιο τρόπο που η μπλερική έκδοση της οργουελικής «newspeak» μιλούσε κάποτε για «ηθική εξωτερική πολιτική» και ο ίδιος ο Μπλερ εξακολουθεί να προβάλλει ως απόλυτη νομιμοποιητική συνθήκη κάθε ανομίας την προσωπική του «συνείδηση», όπως άλλοι κάνουν το ίδιο με τις «συλλογικές αποφάσεις».

Για ποιο λόγο, όμως, η βρετανική κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν και των Εργατικών επιμένει να προωθεί το όνομα του Τόνι Μπλερ; Διότι, δεν μπορεί να μη γνωρίζει ότι συνήθως τα ονόματα που ακούγονται νωρίς για τέτοιου είδους θέσεις, σπάνια φθάνουν στο στάδιο της τελικής επιλογής. Σίγουρα ξέρει τις αντιδράσεις, στα όρια της αποστροφής, που προκαλεί σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης αλλά και πέρα απ' αυτήν το πρόσωπο του Μπλερ, αλλά και ο «μπλερισμός» ως πολιτική φιλοσοφία. Αναμφίβολα συνειδητοποιεί ότι σε μια συγκυρία, κατά την οποία οι Σοσιαλιστές είναι δεύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο και οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών-μελών βρίσκονται στα χέρια της κεντροδεξιάς, είναι πολύ δύσκολο ώς αδύνατο ο πρώτος πρόεδρος της Ε.Ε. να είναι, έστω και τυπικά, Σοσιαλιστής (Εργατικός). Φυσικά, αντιλαμβάνεται ότι η χώρα των εξαιρέσεων, η Βρετανία, που δεν συμμετέχει στην Ευρωζώνη ή στο Σένγκεν, δεν μπορεί εύκολα να προεδρεύσει όλων αυτών, έστω και με το επιχείρημα ότι ίσως έτσι έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη.

Η βρετανική εξωτερική πολιτική, όσο και αν δεν είναι τελείως προστατευμένη από την απύθμενη βλακεία που κατά περιόδους επιδεικνύει κάθε γραφειοκρατία, συνήθως δεν είναι τόσο αφελής. Και όπως γνωρίζει κάθε διπλωμάτης, δηλαδή κάθε διαπραγματευτής, συχνότατα οι διακηρυγμένες επιδιώξεις δεν ταυτίζονται με τον πραγματικό στόχο.

Εχοντας επενδύσει τόση ενέργεια στην προώθηση της υποψηφιότητας Μπλερ, η Βρετανία (και με την πρόσθετη ιδιότητα του dealer των ΗΠΑ) θα εξασφαλίσει, κατά πάσαν πιθανότητα, ένα βραβείο παρηγοριάς, όταν οι προτάσεις της καταρριφθούν. Και καθώς η δεύτερη θέση στη νέα ευρωπαϊκή ιεραρχία λογικά (και συμφωνημένα) ενδέχεται να κρατηθεί για τη δεύτερη πολιτική δύναμη (τους Σοσιαλιστές), ένας βρετανός Εργατικός, λιγότερο αμφιλεγόμενος από τον Τόνι Μπλερ τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της Βρετανίας που, ούτως ή άλλως, σύντομα θα βρεθεί χωρίς δουλειά, μπορεί να είναι η λύση. Κάποιος σαν τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, για παράδειγμα, που τον τελευταίο καιρό κόπτεται όλο και περισσότερο για την Ευρώπη και για τη σχέση της Βρετανίας μαζί της.