Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ευρωπαϊκή ψήφος και αγανάκτηση in rem

Τις περισσότερες φορές είναι απολαυστική η συζήτηση με κάποιον ξένο διπλωμάτη που μόλις ξεκινά τη θητεία του στην Ελλάδα και βρίσκεται ακόμα υπό την επήρεια του πολιτισμικού σοκ.

Καθώς κάνει τις πρώτες διερευνητικές επαφές του, σε μια προσπάθεια να καταλάβει, ή τουλάχιστον να καταγράψει, τις ελληνικές «μοναδικότητες», η αναζήτηση τρόπων να του τις εξηγήσεις με όρους και αναλογίες που μπορεί να καταλάβει λειτουργεί σχεδόν ψυχαναλυτικά και σίγουρα αμφίδρομα, με επιβράβευση τη στιγμή που η -συνήθως έκπληκτη- έκφραση του προσώπου του δείχνει ότι κατάλαβε.

Μια τέτοια στιγμή ήρθε πριν από λίγες μέρες στο πρόσωπο ενός νεοαφιχθέντος διπλωμάτη που προσπαθούσε -ματαίως- να καταλάβει τη σχέση του Ελληνα με το ελληνικό κράτος και τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει την πολιτική της εκπροσώπηση. Βοηθούσης της επικαιρότητας, η λάμψη της κατανόησης ήρθε μετά την απρόσεκτη επισήμανση, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι υπάρχουν πολλά κοινά με τον τρόπο που πολλοί Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση: ως κάτι το ξεκομμένο από τους ίδιους, σχεδόν εχθρικό, το οποίο όμως μπορεί να απομυζηθεί, να άρει τις αμαρτίες όλων και στο οποίο οφείλεται κάποιος βαθμός υπερήφανης αντίστασης.

Είναι αλήθεια ότι η σοβαρότητα της συζήτησης επέβαλλε μια άμεση υποχώρηση από την ακραία αυτή απλούστευση, η οποία όμως άνοιξε τον δρόμο σε μια παραγωγική κουβέντα για τις ευρωεκλογές και στην αναζήτηση περισσότερων αναλογιών, η οποία σήμερα, την επομένη των ευρωεκλογών, με τα αποτελέσματα ανά την Ευρώπη να είναι ήδη γνωστά, ίσως δεν έχει νόημα.

Κάποια στοιχεία του αποτελέσματος, όμως, μπορούν να προβλεφθούν με σχετική ακρίβεια, χωρίς η πρόβλεψη αυτή να κινδυνεύει σήμερα με γελοιοποίηση: είναι βέβαιο ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη όσοι ψήφισαν, θα έχουν ψηφίσει κυρίως με εθνικά κριτήρια. Και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κριτήρια αυτά είναι το εξής ένα: η διαμαρτυρία.

Στα Βαλκάνια, δηλαδή στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα, αλλά και στη Βρετανία, η διαμαρτυρία μπορεί να εκφράζει περισσότερο απ' ό,τι αλλού την αγανάκτηση για τη διαφθορά. Σε άλλες χώρες μπορεί να εκφράζει αγανάκτηση για την οικονομική κρίση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τις κυβερνήσεις. Ομως η αγανάκτηση είναι πανταχού παρούσα, άσχετα αν είναι στοχευμένη ή όχι. Δεν απουσιάζει ούτε από τις χώρες όπου δεν υπάρχουν a priori αθωωθέντες πολιτικοί και ακροβατούντες εισαγγελείς για να προσωποποιήσουν τους στόχους της αγανάκτησης. Πρόκειται περί μιας ευρύτερης, γενικευμένης, in rem (κατά παντός υπευθύνου) αγανάκτησης, που ξεπερνά την περιστασιακή συμπτωματολογία και αναφέρεται στη βασική αίσθηση αποσύνδεσης της πολιτικής από τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Πέραν των συχνά απλουστευτικών αναφορών στο «δημοκρατικό έλλειμμα», προσπαθώντας να εξηγήσουν τη συνεχώς χαμηλή συμμετοχή των πολιτών στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, με κορυφαία αυτή των ευρωεκλογών, πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν δύο βασικά στοιχεία: τις θεσμικές δομές και τον βαθμό της πόλωσης. Η συμμετοχή των πολιτών, διαπιστώνουν, είναι ευθέως ανάλογη της σαφήνειας και της απλότητας ενός πολιτικού συστήματος. Οι έρευνες έχουν δείξει πως η συμμετοχή είναι συνήθως μεγαλύτερη σε προεδρικές εκλογές, όπου η επιλογή είναι ουσιαστικά μεταξύ δύο ατόμων. Μειώνεται στις βουλευτικές εκλογές και ακόμη περισσότερο στις περιφερειακές. Το χαοτικό θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με το κουβάρι των εξουσιών και αρμοδιοτήτων, αποθαρρύνει από μόνο του τη συμμετοχή των πολιτών, έστω και αν δεν συνοδευόταν από το «δημοκρατικό έλλειμμα». Αν συνδεθεί με την έλλειψη «πόλωσης», άρα και οπαδικού ενδιαφέροντος, σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση όπου κυριαρχεί παντού η λογική του συμβιβασμού και της δημόσιας παρουσίασης μιας εικόνας συναίνεσης, γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί στις ευρωεκλογές ψηφίζουμε εθνικά.

Αυτό όμως δεν εξηγεί από μόνο του γιατί η ψήφος με εθνικά κριτήρια συνοδεύεται από τόσο μεγάλη αγανάκτηση, που τροφοδοτεί παντού την ψήφο αποχής ή την ψήφο διαμαρτυρίας. Δεν εξηγεί γιατί, μεσούσης της λεγόμενης «κρίσης του καπιταλισμού», παρά τα τοπικά συγκυριακά σκαμπανεβάσματα, διατηρείται αναλλοίωτη η συνολική ισχύς των συντηρητικών δυνάμεων.

Ηεξήγηση ίσως βρίσκεται στην ευρύτερη τάση που, στην εξαχρειωμένη βαλκανική της εκδοχή, συνοψίζεται στο δίλημμα ανάμεσα στα «Παπαγαλάκια» και στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Την αγωνιώδη προσπάθεια να εφευρεθεί αντικείμενο πόλωσης εν μέσω μιας γενικευμένης εν τω βάθει πολιτικής απορίας απέναντι στο περιβάλλον.

Ο Ελληνας που προτίμησε χθες την παραλία από την κάλπη δίνει τις ίδιες εξηγήσεις με οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο πολίτη που έκανε το ίδιο. Το «επειδή δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει» ή το «όλοι ίδιοι είναι» μπορεί να προκαλεί τη βίαιη αντίδραση των επαγγελματιών της πολιτικής, εκφράζει όμως μια πραγματικότητα: την παντελή απουσία οποιασδήποτε συγκροτημένης περιγραφής της σημερινής πραγματικότητας, πόσο μάλλον κάποιας σύγχρονης πρότασης που θα μπορούσε να εκφραστεί ιδεολογικά και να προσφέρει τη δυνατότητα ελκυστικής πόλωσης πέραν του σημερινού επιπέδου χυδαιότητας των κύριων κομματικών δυνάμεων ή του περιφερειακού αμήχανου ρομαντικού αναχρονισμού.

Με τη λογική αυτή, οι χθεσινές ευρωεκλογές είχαν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από τις εκλογές επιλογής διαχειριστή, δηλαδή τις εθνικές εκλογές, επιτρέποντας την εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων. Με την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζεται η αποσύνδεση της πολιτικής από τα απογυμνωμένα κομματικά συστήματα νομής της εξουσίας.