Σάββατο 21 Ιουλίου 2007

Ρέκβιεμ ή απολογία; Το κληροδότημα του Μπλερ

«Πρόκειται για κατεύθυνση που υιοθετούν τώρα συντηρητικές και προοδευτικές παρατάξεις στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες και πολλές παλιές διαφορές δεξιών - αριστερών σήμερα δεν έχουν πλέον σημασία» («Ε», 18/06/2007). Με τα λόγια αυτά ο Τόνι Μπλερ απάντησε την περασμένη εβδομάδα σε ερώτηση για το κατά πόσον η αποχώρησή του από την εξουσία, σε δύο μέρες από σήμερα, αποτελεί και το τέλος του «μπλερισμού».Ο, από μεθαύριο τέως, Βρετανός πρωθυπουργός περηφανεύεται διότι αφήνει πίσω του κάτι περισσότερο από το δικό του μερίδιο στο Γκουαντάναμο, από τη δική του αναλογία αίματος και αποτυχίας στο Ιράκ, από τη συνενοχή του στην εκτροφή ενός υπερεθνικά γιγάντιου «Μεγάλου Αδελφού» περιστολής ελευθεριών και παρακολούθησης χάριν άμυνας από την «τρομοκρατία» και από τη συνδιαχείριση ενός διεθνούς αντιτρομοκρατικού νεομακαρθισμού. Σε αντίθεση με όλα αυτά, φέροντας το όνομά του, ο «μπλερισμός» μπορεί να προβληθεί σαν αμιγώς δικό του δημιούργημα. Η κατάληξη «-ισμός» παίζει με την αίγλη ιδεολογιών και κοινωνικών συστημάτων, αν και μάλλον ακόμα και ο ίδιος ο Μπλερ, με ή χωρίς τις μονωτικές πρωθυπουργικές πομπές του, θα δίσταζε να περάσει έξω από το κοιμητήριο του Χάιγκεϊτ στο Λονδίνο όπου είναι θαμμένος ο Καρλ Μαρξ, προκειμένου να αποφύγει προβληματισμούς για τη σημειολογική σχετικότητα των «-ισμών».Αυτό δεν σημαίνει ότι ο «μπλερισμός» είναι χωρίς αξία. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, είναι η επιτυχέστερη ώς τώρα ενημερωτική πινακίδα στην αναζήτηση «τρίτου δρόμου», έστω και αν δίπλα στο βέλος που δείχνει την κατεύθυνση δεν αναφέρει την απόσταση. Για τον απλούστατο λόγο ότι, στην αναζήτηση του δρόμου, έχει ξεχαστεί ο τελικός προορισμός και παραμένει μόνον η μεθοδολογία της πορείας.Αναμφισβήτητη είναι η επιτυχία του «μπλερισμού» στην αναβίωση του πνέοντος τα λοίσθια σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας. Ενός κόμματος που δεν κατέληξε στην εντατική απλώς και μόνο λόγω της μοιραίας γι' αυτό σύγκρουσης ανάμεσα στη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον τότε ηγέτη του, Νιλ Κίνοκ, αλλά διότι ολόκληρο το σύστημα αναφοράς του αφορούσε μια άλλη εποχή. Για να το πετύχει αυτό, για να φέρει το κόμμα σε θέση να διεκδικήσει την εξουσία, διαβάζοντας το νέο μετα-βιομηχανικό περιβάλλον, ο Μπλερ εγκατέλειψε οριστικά την ταξική βάση της πολιτικής του. Η Μάργκαρετ Θάτσερ βοήθησε τους Βρετανούς εργάτες και ανθρακωρύχους να συνειδητοποιήσουν με τραυματικό τρόπο ότι τα σφυριά, τα δρεπάνια, οι αξίνες και οι μοχλοί των μηχανών δεν ήταν πια στα χέρια τους. Είχαν μετακομίσει σε άλλες χώρες που βρίσκονταν σε διαφορετικό εξελικτικό στάδιο. Στην πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης, τα βιομηχανικά εργαλεία μέσα από τα οποία διοχετευόταν η ισχύς της εργατικής τάξης διαβρώθηκαν και έγιναν εύθραυστα από την αιθαλομίχλη που προκάλεσε η ηλεκτρονική επανάσταση, θολώνοντας τις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Στις χώρες όπου τα εργαλεία αυτά μετακόμισαν, το αναλυτικό ιδεολογικό πλαίσιο που τα συνόδευε αποδείχθηκε λιγότερο διεισδυτικό από τα ίδια. Οι ευρωπαϊκές ιδεολογίες της βιομηχανικής εποχής όταν μεταφέρθηκαν εκεί, στον λεγόμενο αναπτυσσόμενο κόσμο, συχνά είχαν την τύχη της ευρωπαϊκής μονοθεϊστικής θρησκείας που μετέφεραν οι ιεραπόστολοι σε άλλες εποχές. Παντρεύτηκαν με αρχαίες τοπικές θρησκείες, παραδόσεις και δοξασίες, δημιουργώντας νέα μορφώματα ανάλογα με το «Βουντού» ή τη «Σαντερία».Στην «ορθολογική» Ευρώπη, το κενό που άφησε η εξαγωγή τού σαφώς δομημένου και διεξοδικά αναλυμένου υποβάθρου σκεπάστηκε εκ των ενόντων από διαχειριστικούς αυτοσχεδιασμούς αλλά και από μια τεράστια έμφαση στην «Επικοινωνία», δηλαδή στον προσαρμοσμένο στις τεχνολογικές εξελίξεις πολιτικό λόγο, που χωράει στο συνθηματολογικών διαστάσεων εύρος των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Στις αναζητήσεις «τρίτων δρόμων» χρησιμοποιήθηκαν μεταβατικά και γεφυροποιητικά προς το παρελθόν της «ταξικής πάλης» απλές αλλά ευρύχωρες στη θολότητά τους έννοιες, όπως «έχοντες και κατέχοντες» ή «προνομιούχοι και μη προνομιούχοι». Στην ωρίμανση του επικοινωνιακού μοντέλου αυτού, ήταν που διέπρεψε η σχολή που εκφράστηκε μέσω του Τόνι Μπλέρ στη Βρετανία, στηρίζοντας μια προσέγγιση διαχείρισης της οριζόντιας αντίληψης της καθημερινότητας, στη λείανση των γωνιών της πραγματικότητας και σε μια ακόμα μεγαλύτερη λείανση του τρόπου παρουσίασής της. Ο όρος «spin», υπηρετούμενος από «spin doctors» σαν τον Αλαστερ Κάμπελ, δοξάστηκε πετυχαίνοντας να διαμορφώνει την αντίληψη των πραγμάτων ξεφεύγοντας από τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Χρειάστηκε ο πόλεμος στο Ιράκ για να δείξει τα όρια της επικοινωνίας ως κεντρικού πολιτικού εργαλείου. Εκεί φάνηκε ξεκάθαρα για πρώτη φορά ότι το βασικό πολιτικό εργαλείο του μοντέλου Μπλερ ξέφευγε και από τους περιορισμούς της αλήθειας και της εντιμότητας, περισσότερο του συνήθους και του αναμενομένου. Στη φάση αποδρομής από την εξουσία και διάσωσης της υστεροφημίας του, ο Τόνι Μπλερ προσπάθησε και εξακολουθεί να επιδιώκει την παράκαμψη του «λεκέ» της ανεντιμότητας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι συχνά «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Και για να αγιάσει το σκοπό (κάτι απαραίτητο για τον αγιασμό των μέσων) καταφεύγει στις «ειλικρινείς» πεποιθήσεις του περί σωστού και λάθους, ακόμα και στις θρησκευτικές του επιρροές.Με περισσότερη αξιοπιστία δείχνει τα θετικά αποτελέσματα στη διακυβέρνηση της Βρετανίας, από την ομαλή μεταβίβαση εξουσίας στο Χονγκ Κονγκ και τη συμφωνία για τη Βόρεια Ιρλανδία μέχρι την αρκετά αποτελεσματική οικονομική πολιτική του υπουργού Οικονομικών και διαδόχου του στην πρωθυπουργία, Γκόρντον Μπράουν.Εν πάση περιπτώσει, ο Μπλερ δικαιολογημένα επαίρεται ότι το μοντέλο που φέρει το όνομά του, ο «μπλερισμός», «υιοθετείται τώρα από πολλές συντηρητικές και προοδευτικές παρατάξεις στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες», συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Βρετανίας, όπου και το αντίπαλο συντηρητικό κόμμα οδηγήθηκε στη μίμηση του μπλερικού μοντέλου. Με τον ίδιο τρόπο, από τη Γαλλία του Σαρκοζί και της Ρουαγιάλ, τη Γερμανία της Μέρκελ και την Ισπανία του Θαπατέρο, μέχρι την Ελλάδα των Καραμανλή και Παπανδρέου, ο «μπλερισμός» με κάποιες τοπικές προσαρμογές και διορθώσεις δείχνει να επικρατεί στη φάση αυτή της πολιτικής εξελικτικής διαδικασίας. Διότι, όπως ο ίδιος ο δημιουργός του γνωρίζει πολύ καλά, δεν πρόκειται για ένα κοινωνικό μοντέλο ή ένα ιδεολογικό αναλυτικό εργαλείο αλλά για ένα τεχνικό εγχειρίδιο ανάληψης, διαχείρισης και, κατά το δυνατόν, διατήρησης της εξουσίας από κάποιο κόμμα στον ανεπτυγμένο μετα-βιομηχανικό κόσμο.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Ο Μπλερ σε ρόλο... Λόρενς της νέας Αραβίας!

Ζήλεψε τη δόξα του Τσόρτσιλ, θέλησε να αναμετρηθεί με την ιστορία της Θάτσερ και τώρα φιλοδοξεί να συγκριθεί με άλλον έναν συμπατριώτη του, τον Τ.Ε. Λόρενς, το γνωστό Λόρενς της Αραβίας.Ομως, όσο δύσκολο είναι να φανταστεί κανείς τον Τόνι Μπλερ, ντυμένο Αραβα, να τονώνει τον αραβικό εθνικισμό συνενώνοντας τις αραβικές φυλές εναντίον της οθωμανικής κατοχής, όπως είχε κάνει ο τότε απεσταλμένος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, τόσο δύσκολο είναι να βρει στην Ιστορία αναλογίες που θα επέτρεπαν στο σημερινό απεσταλμένο του «κουαρτέτου» να ελπίζει σε επιτυχή έκβαση της αποστολής του.Αν μέχρι πριν από μερικά χρόνια το Μεσανατολικό αφορούσε την υπόθεση της Παλαιστίνης, ο ιδιοσυγκρασιακός «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» της σημερινής υπερδύναμης και των προσαρτημάτων της έχει διευρύνει τον όρο, τόσο γεωγραφικά όσο και εννοιολογικά, έτσι ώστε η σύγκρουση Παλαιστινίων - Ισραηλινών να αποτελεί πλέον μικρό, ενίοτε προσχηματικό, τμήμα. Για τον αραβικό και τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, τη συμβολική θέση του Παλαιστινιακού έχει πλέον πάρει ο πόλεμος στο Ιράκ που δίνει στο Μεσανατολικό μια διεσταλμένη διάσταση σύγκρουσης ανάμεσα στον αραβικό - μουσουλμανικό κόσμο και τη «σταυροφορική» Δύση. Οσο σημαντική και αν παραμένει η «Αλ Κουντς», η Ιερουσαλήμ, ο πόλεμος στο Ιράκ έχει, σε μεγάλο βαθμό, αντικαταστήσει το Παλαιστινιακό ως συμβολικό πόλο αναφοράς της δυσφορίας των Αράβων απέναντι στα φιλικά προς τη Δύση καθεστώτα των αραβικών χωρών, αλλά και της δυσφορίας της «Ούμα», της παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας, απέναντι στον πολιτισμικό νεο-ιμπεριαλισμό της Δύσης. Η σημασία του Παλαιστινιακού δεν μειώθηκε, όμως γύρω του δημιουργήθηκαν νέες εστίες και στο παιχνίδι μπήκαν νέοι παίκτες.Ο βασικός παίκτης που προσκλήθηκε στο παιχνίδι από την πολιτική της Ουάσιγκτον είναι το Ιράν. Η εισβολή στο Ιράκ τού χάρισε μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια ευρύτερη και συνεχώς αυξανόμενη επιρροή στην αραβική Μέση Ανατολή, που τείνει να υποσκελίσει τον παραδοσιακό ρυθμιστικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, σπάζοντας ακόμη και παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές, όπως αυτές ανάμεσα σε Αραβες και Πέρσες ή σε σουνίτες και σιίτες. Εξω από το Ιράκ, όπου η Τεχεράνη κρατά πλέον τα περισσότερα κλειδιά των εξελίξεων, το Ιράν δοκιμάζει ήδη με επιτυχία τα αντικλείδια του στο Παλαιστινιακό, αποκτώντας προσβάσεις και ερείσματα που ήταν αδιανόητα πριν από την αμερικανική περιπέτεια του Ιράκ.Ο περσινός αυτοκαταστροφικός πόλεμος του Ισραήλ (και των ΗΠΑ) στον Λίβανο ενίσχυσε τη σιιτική Χεζμπολάχ και τις ιρανικές επιρροές της τόσο ως εσωτερική πολιτική δύναμη όσο και ως το σημαντικότερο σύμβολο της πρώτης νίκης των Αράβων απέναντι στο Ισραήλ. Παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί εκπορθούνται για πρώτη φορά από ιρανικής επιρροής παλαιστινιακές οργανώσεις, κάτι αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια. Στα παλαιστινιακά εδάφη, η «εμπνευσμένη» αυτοκτονία των δυτικών «δημοκρατικών αρχών» με τον αποκλεισμό και την τιμωρία του παλαιστινιακού λαού, επειδή ψήφισε -με τις δυτικές δημοκρατικές διαδικασίες- κυβέρνηση μη αρεστή στους ιεροκήρυκες-αποκλειστικούς αντιπροσώπους της δημοκρατίας, ωθεί σταδιακά τη Χαμάς προς την ιρανική επιρροή. Και η αιωρούμενη απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας κατά του Ιράν, όπως θα ήθελε ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, σε αντιδιαστολή με τη συνεργασία της Ουάσιγκτον με αραβικά καθεστώτα όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, προσδίδει επιπλέον αντιστασιακές περγαμηνές και νομιμοποίηση της Τεχεράνης στον αραβικό κόσμο. Ακόμη και το υπόδειγμα, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, «δημοκρατικής μουσουλμανικής χώρας», η Τουρκία, οδηγείται σε προσέγγιση με το Ιράν λόγω της κοινής δυσφορίας απέναντι στο ιρακινό Κουρδιστάν.Ως ένα είδος «μετεωρολογικού δελτίου» για το προς τα πού φυσά ο άνεμος μπορεί να θεωρηθεί η έκκληση για συνεργασία ενός ενδοϊσλαμικού εχθρού της Τεχεράνης. Στο μήνυμά του, που μεταδόθηκε την περασμένη Πέμπτη («Ελευθεροτυπία», 6/7/2007), ο δεύτερος στην ιεραρχία της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, μιλά για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα για την ανάγκη συνεργασίας ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες απέναντι στα δυτικά συμφέροντα και, κυρίως, εναντίον των αραβικών καθεστώτων, όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, τα οποία χαρακτηρίζει «χωροφύλακες των ΗΠΑ».Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, θα μπορούσε κανείς να κάνει ένα -ομολογουμένως τεράστιο- λογικό άλμα. Να πρωτοτυπήσει υποθέτοντας ότι στην Ουάσιγκτον του Ντικ Τσένι και του Τζορτζ Μπους υπάρχει κάποια ευφυΐα που κρατείται καλά κρυμμένη ως ύψιστο κρατικό απόρρητο. Οτι η μετά την 11η Σεπτεμβρίου αμερικανική πολιτική δεν καθορίζεται από άτακτους σπασμούς ιδεολογικών δογμάτων και εμμονών, αλλά εντάσσεται σε κάποια υψηλή στρατηγική, τμήμα της οποίας είναι η διαμόρφωση του διεθνούς πεδίου αντιπαράθεσης.Μια τέτοια απόρρητη ευφυΐα θα μπορούσε να θεωρήσει ότι ένας αντίπαλος πόλος συσπειρωμένος γύρω από μια κρατική οντότητα, όσο εχθρική και αν είναι αυτή, είναι περισσότερο δεκτικός αντιμετώπισης με τα παραδοσιακά πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά όπλα απ' ό,τι κάποιες νεφελώδεις «μη κρατικές οντότητες» τύπου αλ Κάιντα. Ενας τέτοιος στρατηγικός στόχος μείωσης της «ασυμμετρίας» θα μπορούσε να δικαιολογήσει ως τακτικούς ελιγμούς ακόμη και φαινομενικά αφελείς και αντιπαραγωγικές κινήσεις αποδυνάμωσης και απονομιμοποίησης εν δυνάμει συμμάχων με παράλληλη ενίσχυση αντιπάλων, «καίγοντας» τους πρώτους με σκανδαλώδη παροχή βοήθειας και προικίζοντας τους δεύτερους με νομιμοποιητικές αντιστασιακές περγαμηνές. Παράδειγμα, η παροχή βοήθειας από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ προς τον Μαχμούντ Αμπάς και ο μαχητικός αποκλεισμός της Χαμάς, ίσως και η καταδίκη και κράτηση ώς τώρα στις ισραηλινές φυλακές της μοναδικής παλαιστινιακής προσωπικότητας που θα μπορούσε να ενώσει τους Παλαιστινίους σε μια κεντρώα συνισταμένη, του ηγέτη της Φατάχ στη Δυτική Οχθη, Μαρουάν Μπαργούθι.Η τελευταία επίδειξη του μυστικού όπλου της ευφυΐας από την πλευρά της Δύσης έγινε κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν το Ισραήλ αρνήθηκε -ή συγκρατήθηκε- να απαντήσει στους πυραύλους Σκουντ που εξαπέλυε εναντίον του ο Σαντάμ Χουσεΐν, στερώντας του μια σημαντική προπαγανδιστική νίκη. Πριν από έναν χρόνο, στον Λίβανο, αποφάσισε να κρύψει για τα καλά την κατοχή ενός τέτοιου μυστικού όπλου, κάνοντας το αντίθετο όταν η Χεζμπολάχ εξαπέλυσε μερικές ρουκέτες.Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα πρέπει κανείς να παραδεχθεί ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επιδεικνύουν εξαιρετική αποτελεσματικότητα στη φύλαξη των κρατικών τους απορρήτων.