Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2002

Ενσωματώνοντας «10» ανισότητες

Το παζάρι για τις πατάτες, το γάλα, τα κρασιά και τα αγροτικά μηχανήματα ήταν αυτό που έκρινε, την τελευταία στιγμή, τη διεύρυνση της Ευρώπης.
Ομως οι πατάτες και το γάλα δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορικότητα της στιγμής, την επανένωση της Ευρώπης που πλέον εκτείνεται από την Ιρλανδία ώς την Κύπρο και από τη Λισαβόνα ώς το Ταλίν, περιλαμβάνοντας χώρες όχι μόνο του πρώην ανατολικού συνασπισμού αλλα και της πρώην ΕΣΣΔ.«Κλείσαμε ένα από τα πλέον αιματηρά και ζοφερά κεφάλαια της ευρωπαϊκής ιστορίας», δήλωσε ο προεδρεύων της Ε.Ε., πρωθυπουργός της Δανίας, Αντερς Φογκ Ράσμουσεν.Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Ζακ Σιράκ, μίλησε για μια «συγκινητική στιγμή» κατά την οποία «δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί όλα τα θύματα των πολέμων του 20ού αιώνα, τους τόσο παράλογους θανάτους και δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί όλα τα θύματα του αντισημιτισμού, του ρατσισμού, όλων των καταστροφών που σημάδεψαν μια ήπειρο λόγω των διαιρέσεών της, των συγκρούσεων συμφερόντων, της αφροσύνης των ανθρώπων».Στο ίδιο πνεύμα, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ, δήλωσε ότι «όταν κοιτάμε την ιστορία της Ευρώπης εδώ και πολλές εκατοντάδες χρόνια... και όταν σκεφτόμαστε όλους αυτούς τους πολέμους και τις καταστροφές, αντιλαμβανόμαστε ότι σήμερα έχουμε επανενώσει την Ευρώπη».Το «κοινοτικό κεκτημένο»Η ιστορική διάσταση είναι δεδομένη. Ο στόχος της πολιτικής σταθεροποίησης της Ευρώπης, όταν οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία υπενθύμισαν ότι η ειρήνη δεν είναι αυτονόητη, το ίδιο. Ομως τα προβλήματα του μέλλοντος δεν περιορίζονται εκεί, ούτε εξαντλούνται σε όσα μπορούν να δημιουργήσουν οι διαφωνίες για τις πατάτες και το γάλα.Μια μελλοντική απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η ανάπτυξη ενισχυμένων κεντρόφυγων δυνάμεων σε μια Ευρώπη των 25, όπου οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα νέα μέλη και τα παλαιά είναι τεράστιες. Οπως επισημαίνει η γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ», το σύνολο του πλούτου των 10 νέων χωρών-μελών είναι μικρότερο από αυτόν της Ολλανδίας. Σε συνδυασμό με την ευρύτερη οικονομική κρίση, αυτή η ανισότητα μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα.Παρόμοια προβλήματα μπορεί να δημιουργήσουν οι πολλαπλές ταχύτητες που ενδέχεται να προκύψουν από την ανισότητα αυτή, αλλά και οι διαφορετικοί ρυθμοί ενσωμάτωσης του λεγόμενου «κοινοτικού κεκτημένου», με τις διαφορετικού μήκους μεταβατικές περιόδους για διάφορα θέματα και διάφορες χώρες.Δοκιμασίες αναμένονται και στο θέμα των ευρωπαϊκών θεσμών, ακόμα και σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των νέων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνέλευσης που επεξεργάζεται το νέο «ευρωπαϊκό σύνταγμα». Οι χώρες που βγήκαν από μια περίοδο σοβιετικής επιρροής για να περάσουν σε μια φάση έρωτα με τις ΗΠΑ δεν έχουν την ίδια οπτική για το μέλλον της Ευρώπης με άλλες.Ακόμα και πρακτικά, η ίδια η ένταξη των 10 νέων χωρών, βρίσκεται ακόμα στον αέρα, καθώς η σχετική συμφωνία πρέπει να επικυρωθεί από 25 χώρες, από τα Κοινοβούλια ή από δημοψηφίσματα. Οι νεοεισερχόμενες χώρες έχουν προγραμματίσει δημοψηφίσματα, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν τις αντιρρήσεις και επιφυλάξεις τμημάτων του πληθυσμού τους κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων. Ομως πρόκειται περί απλής αναβολής.Τουρκία, το ερωτηματικόΕνα άλλο σημείο στο οποίο η νέα διευρυμένη Ε.Ε. θα αντιμετωπίσει πρόκληση είναι αυτό που θέτει μετ' επιτάσεως ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ρομάνο Πρόντι: την ανάγκη «πραγματικής συζήτησης» σχετικά με τα σύνορα της Ευρώπης, θέμα που αφορά και την Τουρκία. Η δυσκολία δεν περιορίζεται στο συγκερασμό των απόψεων 25 πλέον χωρών, ούτε στα διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η συνάφεια πολιτισμών. Ενισχύεται και από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτοί από κάθε χώρα οι απώτεροι στόχοι σχετικά με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την εκτίμηση ότι μεγαλύτερο πλάτος σημαίνει ενδεχομένως μικρότερο βάθος.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2002

Φιλί ζωής ή στερνό αντίο;

Πριν από μερικές μέρες το δολάριο έπεσε πάλι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα απέναντι τόσο στο ευρώ όσο και στο γεν. Τα χρηματιστήρια σε Ευρώπη και Αμερική κατακρημνίσθηκαν άλλη μια φορά. Τόσο η αμερικανική όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία είναι βέβαιο ότι περνούν από μια φάση δοκιμασίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι οικονομικές δυσχέρειες οφείλονται ή όχι στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Είναι αλήθεια ότι η εμφάνιση των οικονομικών στοιχείων που έδειχναν πως οι ΗΠΑ μπαίνουν σε περίοδο ύφεσης συνέπεσαν με την επίθεση στις ΗΠΑ. Ομως τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν κυρίως την κατάσταση που επικρατούσε στο παρελθόν και δείχνουν ότι η αμερικανική οικονομία είχε μπει σε ύφεση πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Το ΑΕΠ είχε αρχίσει να μειώνεται από το πρώτο τρίμηνο του 2001 και δεν επέστρεψε σε θετικό πρόσημο παρά το τελευταίο τρίμηνο.Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι η 11η Σεπτεμβρίου συνέβαλε στο να βγουν οι ΗΠΑ από την οικονομική ύφεση του 2001. Αν και το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έπεσε κατά 7,13% την πρώτη μέρα λειτουργίας του, μια εβδομάδα μετά την επίθεση, και οι καταναλωτικές δαπάνες σημείωσαν απότομη πτώση, οι αντιδράσεις της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας με την εσπευσμένη προώθηση σημαντικής ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους και τις αλεπάλληλες γενναίες μειώσεις των επιτοκίων προκάλεσαν αύξηση της ενεργού ζήτησης και αντιστροφή της πτωτικής πορείας.Κλεισμένη μέσα στο νάρθηκα του Συμφώνου Σταθερότητας, η Ευρώπη αντέδρασε με πολύ πιο συγκρατημένες μειώσεις επιτοκίων και άλλα μέτρα. Ετσι, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν αντέστρεψε την υφεσιακή πορεία της, η οποία όμως ήταν και παραμένει σχετικά ήπια.Λαμβανομένου υπόψη του ότι η οικονομία των ΗΠΑ και της Ευρώπης αλληλοεπηρεάζονται, παραμένει το ερώτημα ποια από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού θα αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα καλύτερα την κρίση. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και δευτερευόντως, εξ αντανακλάσεως, την Ευρώπη, η αρχική φάση της οικονομικής ύφεσης δεν οφείλεται τόσο στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, τα οποία απλώς ενέτειναν μια τάση που ήδη είχε εμφανιστεί. Σ τις επιπτώσεις από την οικονομική πολιτική των περασμένων ετών, επί κυβέρνησης Κλίντον, προστέθηκαν τα τεράστια σκάνδαλα στις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις και οι πτωχεύσεις καθώς και το «ξεφούσκωμα» της «φούσκας» των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Οπως επισημαίνει ο οικονομολόγος της «Κρεντί Λιονέ», Ζαν - Πολ Μπετμπέζ, «η αμερικανική οικονομία δίνει δυο μάχες: τη μια κατά του εξωτερικού εχθρού ασφαλείας και την άλλη κατά του εσωτερικού εχθρού των πτωχεύσεων».Κατά παράδοξο τρόπο, οι οικονομικές επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αρχίζουν να γίνονται περισσότερο αισθητές σήμερα, ένα χρόνο αργότερα. Στο διάστημα που πέρασε ολόκληροι τομείς οικονομικής δραστηριότητας δοκιμάστηκαν ιδιαίτερα έντονα, όπως οι αερομεταφορές, η αεροπορική βιομηχανία, ο κλάδος των ασφαλειών και ο τουρισμός.Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Μπους μπορεί να ανέκοψαν τα πρώτα συμπτώματα, όμως διπλασίασαν το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται μεσοπρόθεσμα, δηλαδή από δω και πέρα. Ετσι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στην ανάκαμψη και στη νέα ολίσθηση προς την ύφεση.Ενας παράγοντας που μπορεί να κρίνει αν η πορεία της αμερικανικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας θα ακολουθήσει τη μία ή την άλλη κατεύθυνση είναι η υπόθεση του Ιράκ. Ενδεχόμενη στρατιωτική δράση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επηρεάσει τόσο το γενικότερο αίσθημα ασφαλείας της οικονομίας όσο και τις τιμές του πετρελαίου. Οπως δήλωσαν πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ, μια τέτοια στρατιωτική περιπέτεια θα έχει «καταστροφικά» αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία.Α πό την άλλη, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την πορεία των επιχειρήσεων στο Ιράκ. Αν η όποια επιχείρηση αναληφθεί στεφθεί από επιτυχία γρήγορα, το αρνητικό κλίμα θα αναστραφεί ενώ ταυτοχρόνως ενδέχεται να σημειωθεί μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Φυσικά τίποτα δεν εγγυάται ότι οι πολεμικές περιπέτειες θα καταλήξουν κατ' (αμερικανική) ευχή.Ενας άλλος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο είναι η τεράστια αύξηση των αμερικανικών αμυντικών δαπανών. Ο Τζορτζ Μπους αύξησε τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ κατά 50 δισεκατομμύρια δολάρια, ανεβάζοντάς τον στα 379 δισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο από αυτό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, επί προεδρίας Ρίγκαν. Πρόκειται για το 40% του συνόλου των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών.Οπως είναι φυσικό, οι πολεμικές βιομηχανίες είδαν τα κέρδη τους και την αξία των μετοχών τους να εκτινάσσονται στα ύψη. Μια από τις μεγαλύτερες, η «Λόκχιντ Μάρτιν», ανακοίνωσε διπλασιασμό των κερδών της. Ο δείκτης μετοχών των πολεμικών βιομηχανιών στη Γουόλ Στριτ παρουσιάζει αύξηση 10%, σε εποχή που άλλοι δείκτες μειώνονται ώς και πάνω από 20%.Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι οι πολεμικές βιομηχανίες θα μπορέσουν να αποδειχθούν ατμομηχανή της οικονομίας. Στην περίοδο μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου προβλήθηκε κατά κόρον το «μέρισμα της ειρήνης», δηλαδή το κέρδος για την οικονομία και την κοινωνία από τη μείωση των αμυντικών δαπανών και τη διοχέτευση πόρων σε άλλους τομείς. Οι διαδικασίες δομικών αλλαγών, ώστε μια οικονομία που μέχρι εκείνη τη στιγμή κατασκεύαζε άρματα μάχης να αρχίσει να κατασκευάζει γεωργικούς ελκυστήρες, δεν αποδείχθηκαν τόσο απλές. Θα είναι απλούστερο το αντίθετο; Θα μπορέσει η οικονομία να κάνει το άλμα από το «μέρισμα της ειρήνης» στο «μέρισμα του πολέμου»;

Η αυτοκρατορία του φόβου επιτίθεται

Πριν από ένα χρόνο, ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε τη μεγαλύτερη, εντυπωσιακότερη και πλέον πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην Ιστορία. Στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ήταν η τρομοκρατία και η αντιμετώπισή της. Σήμερα, ένα χρόνο αργότερα, η παγκόσμια προσοχή εστιάζεται σε κάτι τελείως διαφορετικό: τη στάση και την πολιτική των ΗΠΑ και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Σε κάποιο βαθμό, μέρος της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση ανήκει στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον. Αν αληθεύουν οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν προσφάτως, επί προεδρίας Κλίντον οι Ταλιμπάν και ο ηγέτης τους, μουλάς Ομάρ, είχαν αποφασίσει να απομακρύνουν από το Αφγανιστάν την οργάνωση Αλ Κάιντα και τον αρχηγό της, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η αμερικανική πυραυλική επίθεση στο Σουδάν και το Αφγανιστάν, που ακολούθησε τις βομβιστικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις αμερικανικές πρεσβείες της Κένυας και της Τανζανίας, άλλαξε το κλίμα και η στάση των Ταλιμπάν αντιστράφηκε. Η Αλ Κάιντα παρέμεινε στο Αφγανιστάν και στις 11 Σεπτεμβρίου έκανε την παρουσία της εκρηκτικά αισθητή στις ΗΠΑ.Για τη νέα υπό τον Τζορτζ Μπους κυβέρνηση των ΗΠΑ, μια κυβέρνηση σε αναζήτηση ουσιαστικής ταυτότητας και εσωτερικών ισορροπιών, η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε τον καταλύτη για την ενηλικίωσή της και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της.Οπως ήταν φυσικό, ο συγκλονισμένος από το πρώτο στην ιστορία πλήγμα εναντίον των ηπειρωτικών ΗΠΑ (το Περλ Χάρμπορ βρίσκεται στη Χαβάη) αμερικανικός λαός συσπειρώθηκε γύρω από το -σχεδόν μεταφυσικό για τους Αμερικανούς-σύμβολο του προέδρου, δίνοντάς του μέχρι και σήμερα ποσοστά δημοτικότητας που δεν θα μπορούσε ούτε καν να ονειρευτεί.Τ αυτοχρόνως διαμόρφωσε τα πολιτικά χαρακτηριστικά του προέδρου, καταλύοντας την αντίδραση ανάμεσα στις τάσεις ενός επιτελείου που ήδη έγερνε προς τα πλέον συντηρητικά κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας. Το πολιτικό περιβάλλον της μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχής ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκό για την ευδοκίμηση του άξονα των unilateralists Ντικ Τσένι - Ντόναλντ Ράμσφελντ και τη συμμαχία του με τους νεοσυντηρητικούς τύπου Πολ Γούλφοβιτς. Ανέδειξε ακόμα ακραίες συντηρητικές μικροομάδες, όπως αυτή του υπουργού Δικαιοσύνης Ασκροφτ, σε βαθμό ώστε να ενοχλούνται ακόμα και οι υπερσυντηρητικές παραθρησκευτικές οργανώσεις που τον στηρίζουν. Απέναντί τους, η πολιορκημένη ομάδα των μετριοπαθών multilateralists γύρω από τον Κόλιν Πάουελ δεν είχε καμία ελπίδα.Σημειολογικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτός που παρέμενε σε κρυφή προστατευμένη τοποθεσία δεν ήταν ο πρόεδρος Μπους αλλά ο αντιπρόεδρος Τσένι. Κάτι που επισήμως εξηγείται από την ανάγκη διαφύλαξης της σειράς διαδοχής σε περίπτωση που ο πρόεδρος πληγεί από το νέο εχθρό, όμως δημιουργεί την αίσθηση ότι προστατεύεται ο πολύτιμος εγκέφαλος έναντι του αναλώσιμου σώματος.Η μόνη κρυστάλλινα σαφής διατύπωση της νέας αμερικανικής πολιτικής συμπυκνώνεται σε μια φράση που περικλείει τόσο την πολιτική σκέψη του Ντικ Τσένι όσο και την προσωπικότητα του Τζορτζ Μπους με τη μανιχαϊκή διάσταση καλού - κακού. «Ή είσαστε με εμάς ή είσαστε με τους τρομοκράτες». Ή υποστηρίζετε τον πολιτισμό και το καλό (εμάς) ή τη βαρβαρότητα και το κακό (αυτούς). Αυτό είναι το «δόγμα Μπους» όπως διατυπώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2001 και το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει ο μοναδικός σταθερός άξονας μιας πολιτικής σε αναζήτηση.Στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Τσάρλς Κραουτχάμερ έγραφε ότι ο κόσμος έχει φθάσει σε μια «μονο-πολική στιγμή»1. Στο τέλος της δεκαετίας, ο Σάμουελ Χάντινγκτον αναφερόταν σε ένα «μονο-πολυ-πολικό» κόσμο που σταδιακά θα εξελισσόταν σε πολυπολικό2. Ακόμα και η σημερινή σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπους, Κοντολίζα Ράις, πριν από την εκλογική νίκη του σημερινού Αμερικανού προέδρου έγραφε ότι «η εξωτερική πολιτική σε μια ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα είναι σίγουρα διεθνιστική». Φρόντιζε βέβαια να διευκρινίσει ότι «αυτό θα το κάνει από τη σταθερή θέση του εθνικού συμφέροντος, όχι των συμφερόντων μιας φανταστικής διεθνούς κοινότητας»3.Λ ιγότερο από δύο χρόνια αργότερα ήρθε η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, η οποία έχει χαρακτηριστεί και «Δώρο του Μπιν Λάντεν προς τους Αμερικανούς υπερσυντηρητικούς». Το επακόλουθο «Δόγμα Μπους» έρχεται να διαψεύσει τις προβλέψεις για μια πορεία προς έναν πολυπολικό κόσμο με μια ενδιάμεση στάση στον «μονο-πολυπολισμό».Ακόμα και οι ιδέες του Ρίτσαρντ Χάας για τις ΗΠΑ να παίζουν το ρόλο του «παγκόσμιου σερίφη» με τη συνδρομή «τοπικών αποσπασμάτων» για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή τοπικών κρίσεων φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί. Ο Χάντινγκτον μιλά πλέον για μονο-πολικό σύστημα με «μία υπερδύναμη, καμία σημαντική μεγάλη δύναμη και πολλές μικρές δυνάμεις». Οπως λέει, η κυρίαρχη υπερδύναμη σε ένα τέτοιο σύστημα θα είναι σε θέση «να επιλύει μόνη της αποτελεσματικά σημαντικά διεθνή θέματα και κανένας συνδυασμός άλλων κρατών δεν θα έχει την ισχύ να την εμποδίσει να το κάνει»4.Στη λογική αυτή εξελίχθηκε η αμερικανική στάση στον ένα χρόνο που πέρασε από τη διατύπωση του δόγματος Μπους. Στο «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας» προστέθηκε, χωρίς να διατυπώνεται τόσο επιγραμματικά, το «δεν μας ενδιαφέρει αν όλοι είναι εναντίον μας».Αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της στάσης αυτής εκ μέρους του επικρατούντος άξονα στην αμερικανική ηγεσία είναι η αυτοπεποίθηση που του προσέφερε η ψυχολογία που διαμορφώθηκε στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η συσπείρωση της αμερικανικής κοινωνίας γύρω από το σύμβολο της προεδρικής εξουσίας, ο φόβος απέναντι στην απειλή της τρομοκρατίας, κάνουν την αμερικανική κοινή γνώμη να αποδέχεται μια πολιτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για την οποία κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα είχαν ξεσηκωθεί θύελλες αντιδράσεων.Προς το συμφέρον αυτής της ηγετικής ομάδας είναι λοιπόν η διατήρηση του κλίματος αυτού. Με την έννοια αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια έξαρση της αμερικανικής πολεμικής ρητορικής και μάλιστα από τους βασικούς εκπροσώπους της τάσης του μονοπολισμού - ηγεμονισμού, τον Ντικ Τσένι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ. Μια ρητορική που έχει ως άμεσο στόχο το Ιράκ αλλά οι βασικοί της αποδέκτες φαίνεται να είναι τόσο η αμερικανική κοινή γνώμη, που αρχίζει να εμφανίζει σημάδια κόπωσης, όσο και η διεθνής κοινότητα.Ελλείψει κινδυνολογικής/πολεμικής ανατροφοδότησης, η αμερικανική κοινή γνώμη αρχίζει να απομακρύνεται από τη λογική του απολύτου, αρχίζει να αντιμετωπίζει περισσότερο κριτικά τόσο τις πολεμικές δραστηριότητες στο εξωτερικό (Αφγανιστάν, όπου δεν υπάρχουν πλέον θεαματικές εξελίξεις αλλά μια τελμάτωση, που προμηνύει φθορά), όσο και στο εσωτερικό, όπου η πρακτική συλλήψεων, παρακολουθήσεων και περιγραφής των συνταγματικών εγγυήσεων αρχίζει να μην αποτελεί το αμυντικό αυτονόητο.Την τάση αυτή μπορεί να ανακόψει ελαφρά η συναισθηματική φόρτιση της πρώτης επετείου από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ομως και αυτή θα εξαχνωθεί σταδιακά. Για μονιμότερα αποτελέσματα απαιτείται επανατροφοδότηση, και κάτι τέτοιο μπορεί να προσφέρει σε κάποιο βαθμό η υπόθεση του Ιράκ. Οταν η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο ή κοντά σε πόλεμο, η έντονη αμφισβήτηση του προέδρου και της ηγεσίας μπορεί να παρουσιαστεί ότι αγγίζει τα όρια της προδοσίας. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά βολικό, ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο όπως η σημερινή, εν όψει των τμηματικών εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, καθώς οι πολιτικοί αντίπαλοι αναγκάζονται να αυτοπεριορίζουν την αντιπολιτευτική τους ρητορική.Η υπόθεση του Ιράκ έχει όμως ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, σε αυτή τη φάση. Η άνοδος των τόνων μπορεί να αποδοθεί στο ότι η αμερικανική ηγεσία έχει αποφασίσει την πραγματοποίηση κάποιου είδους επέμβασης σχετικά σύντομα. Μπορεί όμως και να αποτελεί το όχημα με το οποίο οι ΗΠΑ επιβάλλουν και επιβεβαιώνουν την ηγεμονική θέση τους στη διεθνή κοινότητα.Οπως έχει επισημάνει ο Νόαμ Τσόμσκι, οι ΗΠΑ συχνά όχι μόνο δεν επιθυμούν να δείξουν ότι ακολουθούν τη διεθνή νομιμότητα και τις κοινώς αποδεκτές αρχές συμπεριφοράς αλλά σκοπίμως επιδεικνύουν και «διαφημίζουν» την αδιαφορία τους για τη νομιμότητα αυτή και τη διεθνή κοινή γνώμη, προβάλλοντας την εικόνα μιας εκτός ελέγχου υπερδύναμης. Με τον τρόπο αυτό αναγκάζουν τη διεθνή κοινότητα να τις αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη προσοχή και υποχωρητικότητα5.Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει και ένας άλλος, ανωτέρου επιπέδου, στόχος. Η προβολή και επιβεβαίωση του αμερικανικού μονομερούς ηγεμονισμού που πρεσβεύει η κυρίαρχη ηγετική αλλά και να επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Και τίποτα δεν την επιβεβαιώνει καλύτερα από την αδυναμία ουσιαστικής αμφισβήτησης, όταν αυτή προβάλλεται.

1. The Unipolar Moment, America and the World 1990/1991, Foreign Affairs Magazine2. The Lonely Superpower, Foreign Affairs Magazine, March/April 1999.3. Condoleezza Rice, «Campaign 200 - Promoting the National Interest», Foreign Affairs Magazine, January/ February 20004. Stephen G. Books and William C. Wohlforth, «American Rrimacy in Perspective», Foreign Affairs July/August 20025. Νόαμ Τσόμσκι , «Προπαγάνδα και Κοινή Γνώμη». Επίκειται η έκδοση στα ελληνικά - εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Τρίτη 20 Αυγούστου 2002

Γες μεν οι χουντικοί, ναι μεν αλλά οι Αμερικανοί

«Περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί». Η φράση αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά στην αλληλογραφία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, από την ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος στην Ελλάδα, την 21η Απριλίου 1967, ώς τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Κατά την περίοδο αυτή σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής φαίνεται να παίζει η «μάλλον εκπληκτική» απουσία σοβαρής αντίδρασης στο εσωτερικό απέναντι στη δικτατορία, καθώς και η εκτίμηση ότι «οι κομμουνιστές βρήκαν μια απρόσμενη ευκαιρία να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην Ελλάδα».
Από τη στιγμή που η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αρχίζει να σχηματίζει εικόνα για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, το «τεντωμένο σχοινί» αφορά την προσπάθεια των ΗΠΑ να πιέσουν τη χούντα ώστε να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατόν σε αποκατάσταση της δημοκρατίας, χωρίς όμως να υπάρξει βίαιη ανατροπή της δικατορίας.Ο λόγος είναι ότι πολύ σύντομα, την 23η Απριλίου 1967, δύο μόλις μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ανατροπή της χούντας, εφ' όσον αυτή έχει επικρατήσει, μπορεί να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα στην Ελλάδα.Οπως αναφέρει τηλεγράφημα του Αμερικανού πρεσβευτή, Φίλιπ Τάλμποτ, προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «εξήντα ώρες μετά το πραξικόπημα», «αν το στρατιωτικό πραξικόπημα σε αυτή τη χώρα του ΝΑΤΟ έχει γκρεμίσει την πολιτική φήμη της Ελλάδας, κατά περίεργο τρόπο η αποτυχία του πραξικοπήματος -από τη στιγμή που εκδηλώθηκε- θα αποτελούσε ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή. Η απόπειρα πραξικοπήματος παραμέρισε τους μετριοπαθείς και τους συντηρητικούς (όπως εκπροσωπούνται από την κυβέρνηση Κανελλόπουλου και τους υποστηρικτές της), οι οποίοι ξεγελάστηκαν, όχι από τους εχθρούς τους, αλλά από μια ομάδα με σε γενικές γραμμές παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τις ισχυρές αριστερές τάσεις στην Ελλάδα. Αν το πραξικόπημα είχε αποτύχει, συμπαρασύροντας τους συντηρητικούς και τους μετριοπαθείς, οι μοναδικοί κερδισμένοι θα ήταν το αριστερό τμήμα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Τότε η Ελλάδα θα πήγαινε σίγουρα εκεί που οι δεξιοί φοβούνται ότι την οδηγούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου».Για την αμερικανική πρεσβεία, ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αυτός που προκάλεσε το πραξικόπημα. «Αν και είναι νωρίς να κριθούν τα αίτια του πραξικοπήματος, η προσωπικότητα και η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να είναι ο κύριος λόγος για το ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα κάτω από δικτατορία», λόγω των «απειλών του προς το ελληνικό κατεστημένο» και το ξεπέρασμα «των ορίων της ελληνικής πολιτικής ανοχής», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα «ο Ανδρέας να χάσει την ευκαιρία να οδηγήσει την Ελλάδα προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε».ΨυχρότηταΠερνώντας στο «διά ταύτα», ο Τάλμποτ επισημαίνει ότι «μέχρι τώρα η πρεσβεία έδειξε διάθεση να παραμείνει σε επικοινωνία με την νέα κυβέρνηση και την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, αλλά έχει επισημάνει με ψυχρότητα την αμερικανική αντίδραση στην ανατροπή μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ από ένα στρατιωτικό κατεστημένο εκπαιδευμένο και εφοδιασμένο από Αμερικανούς... Χωρίς να προβλέπουμε ποια πολιτική ενδέχεται να υιοθετήσουν οι ΗΠΑ, επισημάναμε κοφτά τις πιθανές επιπτώσεις. Φροντίσαμε η άφιξη της ομάδας μάχης του Εκτου Στόλου στα ελληνικά ύδατα να μην περάσει απαρατήρητη από τους ανθρώπους στην κορυφή. Αν δεν δώσαμε ένα μάθημα στο μουλάρι, τουλάχιστον του δώσαμε τα απαραίτητα χτυπήματα ώστε να τραβήξουμε την προσοχή του».Μία μέρα αργότερα, στις 24 Απριλίου 1967, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα μεταδίδει ότι υπάρχει «έντονη ανησυχία» εκ μέρους των πραξικοπηματιών για την «αρνητική αντίδραση» των ΗΠΑ στις ενέργειές τους «και ανησυχία για ενδεχόμενη ανάπτυξη του Εκτου Στόλου εναντίον τους».Την ίδια μέρα, ο Τάλμποτ κάνει την πρότασή του για την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ουάσιγκτον στη συνέχεια: «Διατηρώντας επί του παρόντος την αυστηρή στάση απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση, προτείνω, εκτός αν έχει αντίρρηση το υπουργείο, να προκαλέσουμε την εξερεύνηση των ανωτέρω ιδεών (διακήρυξη συγκεκριμένης πορείας εκδημοκρατισμού και συμβολή αξιοσέβαστων συντηρητικών πολιτικών, όπως ο Αβέρωφ και ο Πεσματζόγλου) με πρόσωπα-κλειδιά της νέας κυβέρνησης και άλλους που μπορεί να είναι σε θέση να επηρεάσουν το καθεστώς. Προτείνω επίσης να το προτείνουμε στον Βασιλέα ως πορεία που αξίζει να εξετασθεί προκειμένου να σπάσει το σημερινό αδιέξοδο».Η απάντηση από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι άμεση, την ίδια μέρα. «Συνοψίζοντας, πρέπει να ακολουθήσουμε μια πολιτική επιφυλακτικής αναμονής και μια στάση ψυχρότητας απέναντι στη νέα κυβέρνηση, ενώ θα ενθαρρύνουμε δραστήρια τον Βασιλέα να υποστηρίξει κίνηση προς μια περισσότερο βιώσιμη κυβέρνηση».Στις περιγραφές των συζητήσεών του με τους πραξικοπηματίες ο Τάλμποτ επισημαίνει συχνά την ενόχλησή τους από τη στάση των ΗΠΑ και την αγωνία τους να εξασφαλίσουν μια ευμενέστερη αντιμετώπιση. Αναφερόμενος στη συνάντησή του με τον Στυλιανό Παττακό, την 23η Απριλίου, ο Αμερικανός πρεσβευτής γράφει: «Ο Παττακός με διαβεβαίωσε ότι επιθυμεί ειλικρινά φιλία με την Αμερική. Θα είναι φίλος μας ακόμα και αν εμείς δεν είμαστε δικοί του φίλοι». Καταλήγοντας ο Παττακός τόνισε: «Να θυμάστε, είμαστε μαζί σας είτε μας θέλετε είτε όχι».Στη συζήτηση αυτή έγινε αναφορά και στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Κατά τον Τάλμποτ, «ο Παττακός είπε ότι ο Μητσοτάκης είναι τώρα "με" την κυβέρνηση, αλλά οι επικεφαλής της επανάστασης δεν έχουν πεισθεί».Στα άλλα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας επισημαίνεται ότι νωρίτερα «κατά τη διάρκεια μιας αρχικής επαφής του με αξιωματούχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ο Στυλιανός Παττακός είχε εξηγήσει ότι η χούντα φοβόταν ότι ο Μητσοτάκης επρόκειτο να ηγηθεί εξέγερσης στην Κρήτη. Ο Παττακός πρόσθεσε ότι ο Μητσοτάκης είχε δείξει εχθρότητα προς το νέο καθεστώς αλλά, ως Κρητικός, θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του».Λίγες μέρες αργότερα, οι ΗΠΑ αρχίζουν να διαμορφώνουν με πιο συγκροτημένο τρόπο την πολιτική τους απέναντι στη χούντα.Σε τηλεγράφημα της 2ας Μαΐου 1967 από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ρασκ, προς τον Τάλμποτ, επισημαίνεται: «Αν και μιλήσαμε με γενικούς όρους στους νέους ηγέτες σχετικά με την ανάγκη να άρουν τους περιορισμούς των πολιτικών ελευθεριών και να ορίσουν τον στόχο της επιστροφής στην συνταγματική νομιμότητα, επί του παρόντος υπήρξαμε συγκεκριμένοι μόνο σε ό,τι αφορά τις κρατούμενες πολιτικές προσωπικότητες. Στρατιωτική βοήθειαΕξετάζουμε κατά πόσο θα πρέπει να επιδιώξουμε να δεσμεύσουμε το καθεστώς σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικών βημάτων προς την κατεύθυνση της νομιμότητας και αν κάνουμε κάτι τέτοιο, πόσο γρήγορα θα πρέπει να το προωθήσουμε. Κατά πάσα πιθανότητα το τίμημα θα πρέπει να είναι η χαλάρωση των περιορισμών μας στη στρατιωτική βοήθεια και η έναρξη φυσιολογικών σχέσεων με την ελληνική κυβέρνηση, με τα συνακόλουθα μειονεκτήματα για την εικόνα των ΗΠΑ.Φυσικά θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι το καθεστώς εννοεί αυτά που λέει και ότι είναι πιθανή η πραγματική πρόοδος προς την κατεύθυνση αυτή».Δίνονται ακόμα οδηγίες στον πρεσβευτή να συζητήσει το θέμα με το βασιλιά. «Ταυτοχρόνως, μπορεί να θελήσετε να τους εμπιστευθείτε ότι, από τακτικής απόψεως, θα ήταν καλύτερα αν ο Βασιλιάς προχωρούσε πιο αργά στην εύρεση τρόπου συνύπαρξης με τους ηγέτες της κυβέρνησης».Το θέμα προβληματίζει την αμερικανική πρεσβεία που, δυο μέρες αργότερα, επισημαίνει : «Συνειδητοποιούμε πολύ έντονα το γεγονός ότι κινδυνεύουμε να ολισθήσουμε σε φυσιολογικές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση χωρίς συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για σαφή πρόοδο προς την επαναφορά της δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Θα ήταν εξίσου παρακινδυνευμένο να διακόψουμε κάθε επαφή όταν κρίνονται σημαντικά συμφέροντα. Προσπαθούμε να περπατήσουμε σε τεντωμένο σχοινί».Είναι προφανές ότι για τις ΗΠΑ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής τους παίζει η απουσία σημαντικών αντιδράσεων απέναντι στους πραξικοπηματίες, αλλά και η ανησυχία για την μακροπρόθεσμη εικόνα των ΗΠΑ στην Ελλάδα.«Ανησυχούμε για τις εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις της τρέχουσας κατάστασης και τις επιπτώσεις της στην μακροπρόθεσμη θέση των ΗΠΑ εδώ, έστω και αν το πραξικόπημα στην πραγματικότητα χαιρετίσθηκε με κάποιο βαθμό αρχικής ικανοποίησης από ένα απροσδιόριστο τμήμα του πληθυσμού, το οποίο ήταν αηδιασμένο από την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια και τη χαμηλή δημόσια ηθική.Είναι δύσκολο να προβλεφθεί πόσος χρόνος θα περάσει μέχρι αριστερά και μαχητικά δημοκρατικά στοιχεία του πληθυσμού συνέλθουν από το σοκ και εμφανισθεί η αντίδραση. Ο τόνος των εκπομπών από ραδιόφωνα του (ανατολικού) μπλοκ δείχνουν ότι οι κομμουνιστές μπορεί να θεωρούν ότι το πραξικόπημα τους παρέχει μια απρόσμενη ευκαιρία να ενισχύσουν την θέση τους στην Ελλάδα. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ συναίνεσαν ή ανέχθηκαν το πραξικόπημα. Πολλοί Ελληνες δηλώνουν ότι μόνον οι κομμουνιστές διαθέτουν μια οργάνωση ικανή να ηγηθεί αντίστασης απέναντι σε μια δικτατορία και προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να επιτραπεί ξανά στους Κομμουνιστές να καταστούν ηγέτες της δημοκρατικής αντίστασης όπως στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποδεχόμαστε τη βασική αξία αυτών των τελευταίων επισημάνσεων αν και είναι δύσκολο να ζυγίσει κανείς επακριβώς την ισχύ κάτω από την τρέχουσα κατάσταση.Προτροπές στον ΒασιλιάΠαρ' όλα αυτά αναγνωρίζουμε ότι σχεδόν οποιαδήποτε κυβέρνηση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί αυτή την εποχή θα εξαρτάται τελικά από τους Ελληνες στρατιωτικούς για στήριξη και άρα θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποια ρύθμιση μαζί τους. Επιπλέον, είμαστε ευαίσθητοι στο γεγονός ότι διαιρεμένες ένοπλες δυνάμεις (με πιθανότητα πραγματικής σύγκρουσης) θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες για την Ελλάδα και για τη θέση των ΗΠΑ εδώ...».Ετσι η αμερικανική πρεσβεία προτείνει «να συνεχίσουμε να προτρέπουμε τον Βασιλιά να διατηρεί απέναντι στην κυβέρνηση μια στάση που θα αντικατοπτρίζει σαφώς τις επιφυλάξεις του, αλλά με υπονοούμενη εχθρότητα. Την περασμένη εβδομάδα, ο άμεσος στόχος μας ήταν να διασώσουμε τον Βασιλιά για κάποιον χρήσιμο μελλοντικό ρόλο. Χθες συζητήσαμε αυτόν το ρόλο, καθώς και τα μέτρα που θα μπορούσε να πάρει ώστε να ξεπεράσει την ενισχυόμενη εντύπωση ότι μπορεί να έχει έρθει σε πλήρη συνεννόηση με την ομάδα των πραξικοπηματιών.Προτείνουμε τη διατήρηση μόνο περιορισμένων επαφών με τους ηγέτες της κυβέρνησης και του πραξικοπήματος και να συνεχίσουμε να δίνουμε έμφαση στο ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν μπορεί εύκολα να συνεχίσει προγράμματα με την Ελλάδα μέχρι να διευκρινιστεί η συνταγματική κατάσταση. Χθες εξηγήσαμε στον ναύαρχο Αυγέρη, τον υπουργό Εξωτερικών, Γκούρα και τον Βασιλιά ότι η παράδοση σημαντικών τύπων στρατιωτικού εξοπλισμού έχει ανασταλεί, εκκρεμούσης αναθεώρησης του Προγράμματος Στρατιωτικής Βοήθειας και ότι συγκεκριμένες ενδείξεις ότι η ελληνική κυβέρνηση κινείται προς την αποκατάσταση της συνταγματικής κυβέρνησης θα βοηθούσε πολύ την κυβέρνηση των ΗΠΑ στην επανάληψη του προγράμματος».Η απάντηση από τις ΗΠΑ ήρθε δύο μέρες αργότερα: «Συμφωνούμε ότι η προσέγγισή μας προς την ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σαν να περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί».Το θέμα της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα ενόχλησε τη χούντα. Λίγες μέρες αργότερα, ο χουντικός υπουργός Αμύνης, στρατηγός Σπαντιδάκης, συναντήθηκε στο ΝΑΤΟ με τον Αμερικανό υπουργό Αμύνης, Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, δηλώνοντάς του ότι «η μεγαλύτερη πικρία αφορά τη φήμη ότι οι ΗΠΑ θα αναθεωρήσουν τη βοήθειά τους προς την Ελλάδα».Προσπάθησε να πείσει τους Αμερικανούς ότι «αυτό είναι παράλογο, καθώς η εναλλακτική λύση θα ήταν η παράδοση στον Κομμουνισμό».Ο ΜακΝαμάρα παρατήρησε ότι «ο αμερικανικός λαός δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει τις δηλώσεις ότι σήμερα υπάρχει περισσότερη δημοκρατία απ' ό,τι πριν την 21η Απριλίου με την κατάπνιξη του Τύπου, την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, την κράτηση ανθρώπων, την έλλειψη ελευθερίας του λόγου και την άρση άλλων συνταγματικών εγγυήσεων».Η απάντηση του Σπαντιδάκη ήταν «τότε πρέπει να εξηγήσετε στον αμερικανικό λαό». Τόνισε ακόμα ότι η αναθεώρηση του Προγράμματος Στρατιωτικής Βοήθειας θα ήταν επικίνδυνη για να πάρει από τον ΜακΝαμάρα την απάντηση ότι «ολόκληρη η κατάσταση στην Ελλάδα είναι επικίνδυνη και, μέχρι να γίνει κάτι για να διορθωθεί, η επικίνδυνη κατάσταση θα συνεχισθεί».Ο Σπαντιδάκης έθεσε το ερώτημα: «Τι θα συνέβαινε αν διεξάγονταν οι εκλογές και η Ελλάδα γινόταν κομμουνιστική». Ο Αμερικανός υπουργός Αμύνης παρατήρησε ότι «δεν πιστεύει πως οι Ελληνες θα ψήφιζαν τους Κομμουνιστές στην εξουσία».Παρόμοια πικρία για την αμερικανική στάση εκφράζει και ο πρωθυπουργός της χούντας, Κόλλιας. Στη συνάντηση που είχε με τον Τάλμποτ στις 21 Μαΐου μιλά για αμερικανική «παρανόηση». Είπε ότι «λυπάται πολύ» και αισθάνεται «μεγάλη πικρία» επειδή «Αμερικανοί φίλοι δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν τη μεγάλη ανάγκη αλλαγής και συνεχίζουν την αρνητική κριτική, ενώ επιπλέον έχουν διακόψει τη στρατιωτική βοήθεια».Απαντώντας, ο Αμερικανός πρεσβευτής επισημαίνει ότι «ο αμερικανικός λαός δεν πίστευε ότι οι πρόσφατες συνθήκες στην Ελλάδα ήταν ιδεώδεις, αλλά δεν θα ήταν ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι οι Αμερικανοί δεν θα αντιδρούσαν στα όσα έγιναν».Στις 14 Μαΐου, ο Τάλμποτ επανέρχεται στην έλλειψη αντίστασης στη δικτατορία, εκφράζοντας μάλιστα έκπληξη για το γεγονός. «Η μάλλον εκπληκτική έκταση της συγκατάνευσης προς το πραξικόπημα δεν μπορεί πλέον να εξηγηθεί ως μια αντίδραση αμηχανίας», λέει. «Μου θυμίζει το Πακιστάν το 1958, όταν η πρώτη αντίδραση στο πραξικόπημα του Αγιούμπ ήταν επίσης μια ξεκάθαρη ανακούφιση. Πρόκειται για ένα πραγματικό φαινόμενο», προσθέτει.Τονίζει ακόμα ότι «το πόσο θα διαρκέσει αυτό το κλίμα δεν ξέρω, σίγουρα όχι επ' άπειρο. Οι Ελληνες είναι Ελληνες και κάποια στιγμή θα αντισταθούν. Οσο όμως διαρκεί έχει δύο κυρίως επιπτώσεις: 1) δίνει στο πραξικόπημα ένα σχεδόν ιδεώδες κλίμα μέσα στο οποίο θα παγιώσει τον έλεγχο και 2) απομονώνει πολλούς Ελληνες από την επίδραση της αμερικανικής και ευρωπαϊκής καταδίκης του "βιασμού στο λίκνο της δημοκρατίας". Με εκπλήσσει το εύρος των επισημάνσεων ότι οι Αμερικανοί θα πρέπει να καταλάβουν ότι ήταν οι Παπανδρέου, ιδίως ο Ανδρέας, που στραγγάλισαν τη δημοκρατία εδώ».Στο ίδιο τηλεγράφημα επισημαίνει ότι «μακροπρόθεσμα αμφιβάλλων ότι θα μπορούσαμε να συνεργασθούμε αποτελεσματικά με μια κυριαρχούμενη από τον Παπαδόπουλο ελληνική κυβέρνηση. Ομως μια μετωπική προσπάθεια να τον τσακίσουμε τώρα θα ήταν χωρίς εγγυήσεις επιτυχίας και αν πετύχαινε, θα μπορούσε να διαλύσει την Ελλάδα. Το έργο μας, όπως το βλέπω, είναι να προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε αυτόν και τους συνεργάτες του πραξικοπηματίες, να τους περιβάλλουμε με περισσότερο ταλέντο και πειθαρχημένη οργάνωση και να συνεχίσουμε να πιέζουμε προς την κατεύθυνση μιας συνταγματικής τάξης που θα μπορούσε να λειτουργήσει...».Οι ΗΠΑ όμως αναγκάστηκαν πολύ σύντομα να εξετάζουν την αναθεώρηση της αρχικής στάσης τους απέναντι στη χούντα, η οποία αισθάνεται ασφαλέστερη μέρα με τη μέρα και αρχίζει να πιέζει με τη σειρά της τους Αμερικανούς με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.Χαρακτηριστικό είναι το μνημόνιο που έστειλε στις 21 Ιουλίου 1967 στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, ο υπουργός Εξωτερικών, Ντιν Ρασκ:«Από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απριλίου, αναστείλαμε την παράδοση ορισμένων σημαντικών όπλων στην Ελλάδα και ήμασταν πολύ ψυχροί στις σχέσεις μας με την κυβέρνηση με την ιδέα όχι μόνο να δείξουμε αποδοκιμασία για τις μεθόδους με τις οποίες η χούντα ανέλαβε την εξουσία, αλλά και να ενθαρρύνουμε κάποια επιστροφή, όσο σταδιακή και αν ήταν αυτή, σε πιο συνταγματικές διαδικασίες.Αλλαγή τακτικήςΤώρα πιστεύουμε ότι η τακτική αυτή δεν είναι πλέον χρήσιμη και, αν συνεχισθεί, θα είναι αντιπαραγωγική. Ο Βασιλιάς έχει καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα. Ο πρεσβευτής Τάλμποτ θεωρεί πολύ πιθανόν το ότι οι Ελληνες, αν και επιθυμούν στενές σχέσεις μαζί μας, μπορεί να υιοθετήσουν την ίδια τακτική προκαλώντας ορισμένες δυσκολίες με κάποιες από τις εγκαταστάσεις μας εκεί.Στην Ελλάδα έχουμε εγκαταστάσεις που είναι σημαντικές για την Αεροπορία, το Ναυτικό (λιγότερο από μία γραμμή δεν αποχαρακτηρίσθηκε) και την USIA. Η αξία τους έχει αυξηθεί μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός υπογράμμισε τη σημασία της Ελλάδας (μαζί με την Τουρκία και το Ιράν) για τα αμερικανικά συμφέροντα.Προτείνουμε να εξουσιοδοτηθεί ο πρεσβευτής Τάλμποτ να πληροφορήσει την ελληνική κυβέρνηση για τη χαλάρωση ορισμένων θεμάτων, όπως αναφέρονται πιο κάτω, ξεκαθαρίζοντας ότι μελλοντικές ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή θα συνδέονται με την αποκατάσταση των συνταγματικών διαδικασιών...Πιστεύουμε ότι επί του παρόντος δεν θα πρέπει να απελευθερώσουμε ούτε άρματα μάχης, ούτε ελικόπτερα, ούτε άλλο βαρύ εξοπλισμό. (Σε ό,τι αφορά την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα, ειδικά σε ό,τι αφορά τα άρματα μάχης, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να δώσουμε το πράσινο φώς τους Γερμανούς στο εγγύς μέλλον, αλλά όχι ακόμα)».

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2002

Οι 3 τύποι τρομοκρατίας και τα καθ' ημάς

«Η τρομοκρατία είναι στο μεγαλύτερο μέρος της άχρηστη σκληρότητα εκ μέρους φοβισμένων ανθρώπων προκειμένου να καθησυχάσουν τον εαυτό τους» (Φ. Ενγκελς, επιστολή προς Κ. Μαρξ, Σεπτέμβριος 1870).Το ότι οι Αμερικανοί είχαν μεγάλο πρόβλημα με τη «17 Νοέμβρη», είναι προφανές. Το ότι οι αμερικανικές αρχές χρησιμοποίησαν το θέμα αυτό για δικούς τους πολιτικούς λόγους, επίσης. Λιγότερο προφανείς είναι οι λόγοι της πραγματικής, όχι τόσο της εμφανιζόμενης, αυτής ενόχλησης.Στη λογική τού «τα λέω στη νύφη για να ακούσει η πεθερά», οι αντιδράσεις τους δεν αφορούσαν τόσο την ίδια τη δράση της οργάνωσης. Αλλωστε, κατά περιόδους έχουν «απορροφήσει» πολύ σημαντικότερα χτυπήματα διεθνώς από αυτά που είχε πετύχει στο παρελθόν η 17Ν. Εκείνο που αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία γι' αυτούς ήταν το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία απέναντι στην τρομοκρατία όταν αυτή είχε ως στόχο αμερικανικά συμφέροντα. Από το 1983 ώς το 1998 οι ΗΠΑ δέχθηκαν 2.400 τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των συμφερόντων τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι κάποια αυξημένη ευαισθησία απέναντι στο θέμα «τρομοκρατία» ήταν δικαιολογημένη ακόμα και πριν από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, έστω και αν η ευαισθησία αυτή δεν οδήγησε ποτέ τις επίσημες αμερικανικές αρχές και το μέγιστο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας να αναζητήσουν τον βαθμό της δικής τους συνυπευθυνότητας.Στην Ελλάδα, ακόμα και σήμερα, εν μέσω πλήρους ανάπτυξης της τρομοκρατολογίας, η ενασχόληση της κοινωνίας με την τρομοκρατία απέχει από αυτήν της αμερικανικής κοινωνίας, ποσοτικά και ποιοτικά, όπως απέχει η εκατέρωθεν ενασχόληση με τους κινδύνους του καπνίσματος, των λιπιδίων και της έλλειψης σωματικής άσκησης.Μια κοινωνία όμως δεν είναι απαραίτητα υγιέστερη όταν ασχολείται σε βαθμό υστερίας με τη φυσική υγεία της. Ούτε όταν βυθίζεται στο πάθος του αγώνα ανάμεσα στο απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. («Οταν αντιμετωπίζεις ένα τέρας πρέπει να του φέρεσαι σαν τέρας», Χ. Τρούμαν, μετά τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας στο Ναγκασάκι. «Αυτοκρατορία του Κακού», Ρ. Ρίγκαν για την ΕΣΣΔ. «Μνημειώδης μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό», Τζορτζ Μπους, 12 Σεπτεμβρίου 2001).Η μεταφυσική διάκριση ανάμεσα σε απόλυτο καλό και απόλυτο κακό, σε καλούς (εμείς) και κακούς (αυτοί) είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την εσωτερική νομιμοποίηση της τρομοκρατίας. Τόσο της τρομοκρατίας τύπου 1 (άτομα και μικρές ομάδες κατά ατόμων ή ομάδων και εμμέσως κατά κυβερνήσεων), και της τρομοκρατίας τύπου 2 (κυβερνήσεις κατά ομάδων πληθυσμού στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό), όσο και της σχετικά νεοεμφανιζόμενης τρομοκρατίας τύπου 3 (μεγάλες ομάδες κατά ολόκληρων πληθυσμών ή χωρών). Η μανιχαϊκή αυτή διάκριση (ενισχυμένη για κάποια από τα μέλη της 17Ν από μια παιδική ηλικία σε θρησκευτικό περιβάλλον) τους επέτρεψε να νομιμοποιήσουν μέσα τους τη δράση τους, όπως επιτρέπει στα μέλη της Αλ Κάιντα να νομιμοποιήσουν τη δική τους. Επιτρέπει όμως και σε ολόκληρες κοινωνίες να αποδεχθούν τη δική τους κρατική τρομοκρατία όταν αυτή στρέφεται απέναντι στους άλλους (βομβαρδισμοί αμάχων, συλλήψεις και κρατήσεις εκτός κάθε πλαισίου νομιμότητας κ.λπ.).Ο ζόφος στο βλέμμα του φανατικού ή του τρομοκρατημένου, αν δεν οδηγεί, επιτρέπει την τρομοκρατία και των τριών τύπων, στηριγμένος σε ένα υπόβαθρο μεταφυσικής βεβαιότητας για το ορθό που υποβοηθείται από θρησκευτικές ή και ιδεολογικές επιρροές όταν εσωτερικεύονται σαν θρησκείες. Αντιθέτως, οι παιχνιδιάρικες σπιθίτσες στα μάτια όσων παρακολουθούν τα πράγματα από μια απόσταση εσωτερικής ασφάλειας, προστατεύουν.Υπάρχουν όμως ομάδες, έθνη ή χώρες που είναι εγγενώς πιο επιρρεπείς στο απόλυτο που οδηγεί στην τρομοκρατία; Μια τέτοια διάκριση οδηγεί στα ίδια σφάλματα που αναλύονται εδώ. Λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Τμήμα Ψυχολογίας αμερικανικού πανεπιστημίου προσπάθησε να αποδείξει πειραματικά ότι ο φανατισμός και η τυφλή υπακοή που οδήγησε Γερμανούς σε διάπραξη φρικαλεοτήτων δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει σε άλλες κοινωνίες, όπως η αμερικανική. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων διέψευσαν πλήρως την αρχική αισιόδοξη υπόθεση.Η ελληνική κοινωνία έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει τα περί της τρομοκρατίας με μια ελαφρώς κουτσομπολίστικη διάθεση. Ομως τι γίνεται όταν η τρομοκρατία παράγει μια δραστική αλλαγή της παραδοσιακής αντίληψης της κοινωνίας και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο η ζωή ήταν αντιληπτή μέχρι εκείνη τη στιγμή; Ηεπίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ είχε μια τέτοια διάσταση και με την έννοια αυτή αποτελεί μια πρωτοφανή επιτυχία της τρομοκρατίας. Μια επιτυχία που επιτρέπει τη χειραγώγηση μιας ολόκληρης κοινωνίας, όχι από τους τρομοκράτες, αλλά από κάποιες εσωτερικές ελίτ που μπορούν να την εισαγάγουν σε έναν φαύλο κύκλο θετικής ανάδρασης, ώστε να εξασφαλίσουν ανοχή ή υποστήριξη για τις δικές τους βλέψεις.Η ελληνική κοινωνία, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, αλλά και τύχης, δεν χρειάσθηκε να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η τρομοκρατία της βίας δεν έφθασε ποτέ σε σημείο απειλής. Γνώρισε όμως προσπάθειες τρομοκράτησής της με την κατά καιρούς κινδυνολογία, κυρίως για εθνικά θέματα, που την έκαναν να φλερτάρει ή να πειραματιστεί με την επικίνδυνη απόλυτη διάκριση καλό - κακό, εμείς - αυτοί. Αν οι πειραματισμοί αυτοί δεν προκάλεσαν μόνιμες επικίνδυνες βλάβες στην υγεία της ελληνικής κοινωνίας, οφείλεται εν μέρει στο ότι η βάση της πρόκλησης ήταν μικρή, με αποτέλεσμα ο αναβρασμός να είναι πρόσκαιρος και ευάλωτος στα αντισώματα. Ομως, συχνά «ποσοτικές συσσωρεύσεις φέρνουν ποιοτικές αλλαγές» και κανείς δεν διαθέτει την απόλυτη ανοσία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ1. David Ε. Mandel, University of Victoria. «Evil and the instigation of collective damage». 2. Gerald Holton, Edge, «Reflections on modern terrorism». 3. Federal Research Division, Library of Congress, «The Sociology and Psychology of Terrorism».4. Τόφλερ Αλβιν, «Θέσεις και Προβλέψεις», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1985 5. Τόφλερ Αλβιν, «Πόλεμος και Αντιπόλεμος». Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, 1994. 6. Κονδύλης Παναγιώτης, «Θεωρία του Πολέμου», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, 1997.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2002

ΝΙΓΗΡΙΑ Ο πόλεμος των φυλών

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ δεν είναι ασυνήθιστα για τη μεγαλύτερη πόλη της Νιγηρίας. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις 250 φυλές που συνυπάρχουν στη χώρα είναι συχνές και αιματηρές. Ετσι, οι συγκρούσεις που ξέσπασαν στο Λάγος, το περασμένο Σαββατοκύριακο ανάμεσα στις φυλές των μουσουλμάνων Χαούσα και των χριστιανών Γιορούμπα, δεν έχουν, κάτι το ιδιαίτερο. Οι νεκροί είχαν φθάσει τους 55 έως την περασμένη Τρίτη, αριθμός σχετικά περιορισμένος αν συγκριθούν με παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν.Ασήμαντη είναι η αφορμή της έναρξης των συγκρούσεων. Κάποιοι λένε ότι μερικοί Γιορούμπα επιτέθηκαν σε σπίτια Χάουσα. Αλλοι κατηγόρησαν τους Γιουρούμπα ότι επιτέθηκαν σε μουσουλμανικό τέμενος πυροβολώντας. Ομως η εκδοχή που επικρατεί αναφέρει ότι όλα ξεκίνησαν από μια συμπλοκή ανάμεσα σε περαστικούς, όταν ένας νεαρός συνελήφθη να αφοδεύει έξω από ένα τζαμί.Μία εβδομάδα νωρίτερα, πάνω από 1.000 άτομα είχαν σκοτωθεί στο Λάγος, όταν εξερράγη αποθήκη πυρομαχικών του στρατού. Και την Παρασκευή, μία μέρα πριν από το ξέσπασμα των συγκρούσεων, οι αστυνομικοί είχαν κατέβει σε απεργία ζητώντας αύξηση του εισοδήματός τους.Οι συγκρούσεις βοήθησαν τους αστυνομικούς να πετύχουν τους στόχους τους. Αφού κατηγορήθηκαν ως «προδότες» από την κυβέρνηση που έβλεπε τις συμπλοκές με μαχαίρια, τσεκούρια και πυροβόλα όπλα να επεκτείνονται, εξασφάλισαν υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών προκειμένου να επιστρέψουν. Η επιστροφή τους όμως δεν έλυσε το πρόβλημα, καθώς δεν έδειξαν ιδιαίτερη θέρμη στην αντιμετώπιση των αντιμαχομένων. Απαιτήθηκε τελικά η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων.Οι στρατιωτικοί ανήκουν στην πλειονότητά τους σε διαφορετική φυλή από αυτή του προέδρου, Ολουσέγκουν Ομπασάνιο, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 1999, θέτοντας τέρμα στη διακυβέρνηση της χώρας από στρατιωτική κυβέρνηση. Οι σχέσεις τους με τον πρόεδρο είναι τεταμένες τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά την έκρηξη.Πολλοί πολίτες είχαν κατηγορήσει τους στρατιωτικούς ότι είχαν αποθηκεύσει στην πόλη τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών, με αποτέλεσμα να σημειωθεί η τραγωδία. Αν ο πρόεδρος δεν κατηγόρησε και αυτός ευθέως τους στρατιωτικούς, πάντως δεν έσπευσε να τους υποστηρίξει. Την περασμένη Κυριακή, μάλιστα δήλωσε από την τηλεόραση ότι δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι εκρήξεις να προκλήθηκαν από δολιοφθορά, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.Οι συγκρούσεις μεταξύ φυλών συνοδεύουν ολόκληρη την προεδρία του Ομπασάνιο. Από το 1999 έως σήμερα έχουν σκοτωθεί πάνω από 10.000 άτομα και 50.000 έχουν αλλάξει τόπο κατοικίας. Ορισμένοι πιστεύουν ότι οι ταραχές θα χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για αποσταθεροποίηση. Το 2002 είναι κρίσιμη χρονιά, καθώς οι επόμενες προεδρικές εκλογές έχουν προγραμματισθεί για τις αρχές του 2003. Ο πρόεδρος Ομπασάνιο πιέζεται ήδη να δηλώσει αν θα είναι και πάλι υποψήφιος. Ο υπουργός Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι η απόφαση του προέδρου θα ανακοινωθεί τον Μάιο.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2002

Κάτι αλλάζει στην Αλγερία

ΠΡΙΝ ΑΠΟ δέκα χρόνια, η λέξη «ισλαμισμός» ερχόταν εκρηκτικά στο προσκήνιο με τις εξελίξεις στην Αλγερία. Σήμερα, ο ισλαμισμός, μπήκε στη ζωή όλων, σε πιο εκρηκτική, αλλά και πιο περιθωριακή μορφή, με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας.Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο σημερινός ισλαμισμός τύπου Αλ Κάιντα και Μπιν Λάντεν είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εκφυλισμού του ισλαμικού κινήματος που έφθασε στο απόγειό του στις αρχές του '80: Με την επικράτησή του στο Ιράν, με την εκλογική νίκη των ισλαμιστών στην Αλγερία, το 1991, και την ακύρωση των εκλογών από το στρατό.Τι θα είχε συμβεί στην Αλγερία, αν το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας είχε καταφέρει τότε να ανεβεί στην εξουσία, αν δεν είχε αντιμετωπίσει μια ακραία καταστολή, αν η σύγκρουση με την υποβασταζόμενη από το στρατό η οποία οδήγησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Ομως, οι 100.000 νεκροί της δεκαετίας προκάλεσαν την αποξένωση των μεγάλων λαϊκών μαζών από το ισλαμικό κίνημα.Κορυφαία στελέχη του ισλαμικού κινήματος άρχισαν να συζητούν με την κυβέρνηση, μιλώντας όχι για ρήξη, αλλά για συγκερασμό, για μια μορφή δημοκρατικού ισλαμισμού. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την έκρηξη, η διαφορά είναι εμφανής. Το 2001 ήταν, με «μόνο» 1.900 νεκρούς, η λιγότερο αιματηρή χρονιά.Η ρητορική των ισλαμιστών ηγετών έχει αλλάξει. Μετά τη νίκη στον πρώτο γύρο των εκλογών, το Δεκέμβριο του 1991, ένας από τους ηγέτες του Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας, ο Μοχάμεντ Σαΐντ, καλούσε τους Αλγερινούς «να προετοιμαστούν για να αλλάξουν τις συνήθειες διατροφής και ένδυσης», σύμφωνα με τις ισλαμικές επιταγές. Το Μέτωπο αναλάμβανε την «υποχρέωση να διαδώσει την πίστη με την πειθώ ή τον τρόμο». Ο επικεφαλής του κινήματος, Αμπντελακντέρ Χατσάνι, δήλωνε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να εγκαταλείψει το στόχο ενός ισλαμικού κράτους.Σήμερα, το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας αρθρώνει διαφορετικό λόγο. Οι ιστορικοί του ηγέτες, Μαντάνι και Μπελχάτζ, εξακολουθούν να κρατούνται. Η ποινή τους λήγει τον Ιούνιο του 2003. Το πρώτο αίτημα του Μετώπου είναι η άμεση απελευθέρωσή τους.Ο επικεφαλής της εξόριστης ηγεσίας του, Ραμπάχ Κεμπίρ, δηλώνει ότι «η μόνη λύση που επιτρέπει την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας είναι πολιτική, συνολική και δίκαιη» και καλεί σε «υπεύθυνο πολιτικό διάλογο με στόχο την πολιτική επίλυση της κρίσης με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών εταίρων, ακολουθούμενο από γενικές εκλογές, ελεύθερες και έντιμες, χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις». Αν πραγματοποιηθούν τέτοιες εκλογές, δεν είναι καθόλου βέβαιη μια επανάληψη της σαρωτικής νίκης των ισλαμιστών στις εκλογές του 1991.Πολλοί αλγερινοί αναλυτές θεωρούν ότι «η συγκατοίκηση μερικών μηνών ανάμεσα σε μια κυβέρνηση, στην οποία θα κυριαρχεί το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας, και μια προεδρία της Δημοκρατίας, ελεγχόμενη από τους στρατιωτικούς και το Εθνικό Μέτωπο, δεν είναι κάτι το παράλογο». Οντως, κάτι τέτοιο ακούγεται λιγότερο παράλογο σήμερα, με την αποδυνάμωση των σκληροπυρηνικών θέσεων και τη σταδιακή επικράτηση μετριοπαθέστερων οραμάτων δημοκρατικού ισλαμισμού.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2002

Ο Μουσάραφ μεταξύ σφύρας και άκμονος

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του προέδρου Περβέζ Μουσάραφ πρέπει να αισθάνεται στριμωγμένη μεταξύ σφύρας και άκμονος. Στη θέση αυτή την έφεραν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.Μέσα σε μερικούς μήνες, το Πακιστάν έχασε το στρατηγικό βάθος που του προσέφερε η ύπαρξη ενός φιλικού καθεστώτος στο γειτονικό Αφγανιστάν, βρέθηκε στη δύσκολη θέση να βοηθά τις ΗΠΑ εναντίον των συγγενών φυλετικά και θρησκευτικά Ταλιμπάν και είδε την αμερικανική λογική του αγώνα κατά της τρομοκρατίας που το ίδιο εξυπηρέτησε να στρέφεται εναντίον του από την Ινδία, ερχόμενο για άλλη μια φορά στα πρόθυρα του πολέμου με τον γιγάντιο γείτονα.Από την πρώτη στιγμή ο πρόεδρος του Πακιστάν έπρεπε να ισορροπήσει ανάμεσα στην αναγκαστική συμμετοχή στον πόλεμο και την αντιμετώπιση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης που όχι απλώς υποστήριζε, αλλά ταυτιζόταν με τους Ταλιμπάν τόσο για φυλετικούς όσο και για θρησκευτικούς λόγους.Για τους ίδιους λόγους, σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση των πακιστανικών συμφερόντων, έπρεπε να αντιμετωπίσει και τμήμα του πακιστανικού μηχανισμού, ιδίως των μυστικών υπηρεσιών, που σε μεγάλο βαθμό είχαν εκθρέψει τους Ταλιμπάν.Θα ήταν δικαιολογημένος λοιπόν να περίμενε κάποια ευγνωμοσύνη, τη θετικότερη αντιμετώπιση της χώρας του στη διένεξη με την Ινδία για το Κασμίρ. Αντ' αυτού είδε τις τελευταίες μέρες τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας να ασκούνται απάνω του. Τόσο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους όσο και ο βρετανός πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ κατά τη μεσολαβητική επίσκεψή του στην Ινδία και το Πακιστάν τον πίεσαν να αποκηρύξει πλήρως την τρομοκρατία και να εξαλείψει τις ομάδες που, με ορμητήριο το Πακιστάν, οργανώνουν επιθέσεις στο ινδικό Κασμίρ.Το κόστος του ρεαλισμούΚάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, ο πακιστανός πρόεδρος προχώρησε σε καταδίκη της τρομοκρατίας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Αν και οι δηλώσεις του θεωρούνται ακόμα ανεπαρκείς από το Νέο Δελχί, οι προβλέψεις Αμερικανών και Βρετανών ότι η κρίση δεν έχει μεν ξεπεραστεί, βαίνει όμως προς αποκλιμάκωση, δείχνουν ότι τουλάχιστον γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Πακιστάν, που καλείται μέσα σε λίγους μήνες να αποκηρύξει και να καταδιώξει τους συγγενείς συμμάχους της και στις δύο πλευρές της χώρας.Η στάση του προέδρου Μουσάραφ είναι ρεαλιστική. Τα περιθώρια ελιγμών εκ μέρους του ήταν περιορισμένα έως ανύπαρκτα. Προσπάθησε να πιέσει τις ΗΠΑ για θετικότερη στάση απέναντι στο Πακιστάν στη διένεξη με την Ινδία, ανακοινώνοντας ότι θα αποσύρει τα στρατεύματα που έχει αναπτύξει στη μεθόριο με το Αφγανιστάν για την αποτροπή διαφυγής στελεχών της Αλ Κάιντα, προκειμένου να ενισχύσει την απειλούμενη μεθόριο με την Ινδία.Ως απάντηση έλαβε την αμερικανική ανακοίνωση ότι, αν χρειαστεί, θα αναπτυχθούν αμερικανικά στρατεύματα στο πακιστανικό έδαφος για να σφραγίσουν τη μεθόριο με το Αφγανιστάν, κάτι που όχι μόνο αχρηστεύει την κίνησή του ως μοχλό πίεσης, αλλά και επιδεινώνει εκθετικά το κλίμα στο εσωτερικό της χώρας.Η πακιστανική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα διπλό μέτωπο. Ο άμεσος κίνδυνος προέρχεται από τη στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ινδία. Ομως μεσοπρόθεσμα ίσως αποδειχθεί μεγαλύτερος ο κίνδυνος εκ των έσω. Ενας κίνδυνος που προέρχεται από τις αντιδράσεις των εθνικιστών στις υποχωρήσεις στο θέμα του Κασμίρ, και την ανασύνταξη των ισλαμικών ομάδων, που αυτή τη στιγμή είναι μουδιασμένες από την καταστροφή των Ταλιμπάν και την καταστολή που ασκεί η πακιστανική κυβέρνηση.