Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Χαμένοι στη μετάφραση για άλλη μια φορά

Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορούν να μεταφραστούν.
Συμβαίνει συνήθως όταν σε μια κοινωνία δεν υπάρχουν τα ίδια σημεία αναφοράς που υπάρχουν σε κάποια άλλη.

Χαρακτηριστική περίπτωση, η μετάφραση στα ελληνικά του τίτλου του έργου του Μολιέρου «Bourgeois Gentilhomme». Στη διαφορετική ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, η έννοια του μεγαλοαστού ως παρακατιανού έναντι των ευγενών είναι κάτι το αδιανόητο, οπότε ο τίτλος «Αστός Ευγενής» σίγουρα αποτυγχάνει να προκαλέσει έκπληξη και ειρωνικό μειδίαμα. Οταν το έργο πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά, μέσα στις ειδικές κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, επιλέχτηκε ο παντελώς ανακριβής, αλλά πλησιέστερος στις τότε ελληνικές αναφορές, τίτλος «Ο Αρχοντοχωριάτης». Αν η μετάφραση γινόταν για πρώτη φορά σήμερα, ίσως ο μεταφραστής επέλεγε τον τίτλο «Ο νεόπλουτος», περιγράφοντας κάποιο μεγαλοεργολάβο ή κάποιο από τα λαμόγια που απομυζούν παντοιοτρόπως το Ελληνικό Δημόσιο.

Το 1670, όταν το έργο του Μολιέρου ανέβηκε στην Comedie Francaise, οι ανερχόμενες τάξεις των εμπόρων και επαγγελματιών ήδη καθιστούσαν ισχυρή πραγματικότητα την ανάδυση μιας αστικής τάξης, η οποία, συχνά με άκομψη αναίδεια, αμφισβητούσε την κυριαρχία των ευγενών, πιθηκίζοντας ταυτοχρόνως τη συμπεριφορά τους και δικαιώνοντας τον περιφρονητικό χαρακτηρισμό snob (από το Sine NOBilitate, άνευ ευγενείας), που συνόδευε την απουσία ενός κώδικα τιμής στη λογική του noblesse oblige (η ευγένεια υποχρεώνει, δηλαδή η ευγενική καταγωγή συνεπάγεται υποχρεώσεις).

Στη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, ένα στοιχείο έπαιξε κεντρικό ρόλο στη μετατροπή της ανερχόμενης αστικής τάξης από αντικείμενο σαρκασμού σε κυρίαρχο παράγοντα της κοινωνίας. Η σταθερή αύξηση της σημασίας της εκπαίδευσης που, σε αντίθεση με την ευρύτερη «Παιδεία», η οποία αποτελούσε προνόμιο των ευγενών, ήταν χαρακτηριστικό της αστικής τάξης και βάση βιοπορισμού της. Και η εκπαίδευση ήταν αυτή που γέννησε τη Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία με τη σειρά της κατέστρεψε τις βάσεις της στηριζόμενης στη γαιοκτημοσύνη αριστοκρατίας. Στη Γαλλία αυτή η διαδικασία ανακόπηκε μαζί με τη βίαιη απαλλαγή από την αριστοκρατία που έφερε η Γαλλική Επανάσταση. Στη Γερμανία, η αριστοκρατία είχε περισσότερο στρατοκρατικό χαρακτήρα. Στη Βρετανία, όμως, η αριστοκρατία διατήρησε τα προνόμιά της ενώ, αν όχι τυπικά, άτυπα διατηρεί κάποια απ' αυτά ακόμα και σήμερα.

ΗΒιομηχανική Επανάσταση ήταν το δεύτερο και συντριπτικότερο τεχνολογικό πλήγμα κατά της αριστοκρατίας. Το πρώτο είχε έρθει το 1415 με τη μάχη του Αζινκούρ, όταν οι Εγγλέζοι και Ουαλοί τοξότες, απλοί χωριάτες με τόξα από ξύλο μελιάς και χορδές από στριμμένο δέρμα, συνέτριψαν τους πολύ περισσότερους συγκεντρωμένους Γάλλους ευγενείς, αχρηστεύοντας διαμιάς τη στρατιωτική εκπαίδευση που τους επέτρεπε η απουσία ανάγκης βιοπορισμού, τις πανάκριβες πανοπλίες, ασπίδες και τα ακόμα πιο ακριβά πολεμικά άλογα.

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν προήλθε από την παιδεία που συσσώρευαν οι αριστοκράτες από τη μέρα της γέννησής τους ή, από κάποιο σημείο και μετά, «διαβάζοντας» φιλοσοφία, θεολογία, ελληνικά, λατινικά και λογοτεχνία σε πανεπιστήμια, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, όπου, σε αντίθεση με τους «κοινούς θνητούς», σπάνια ασχολούνταν με «πρακτικά» θέματα όπως η ιατρική, τα νομικά κ.λπ. και ακόμα σπανιότερα αποκτούσαν πτυχίο, αναγκαίο μόνο για βιοπορισμό. Οταν η βρετανική αυτοκρατορία (γέννημα και αυτή κοινών εμπόρων, ναυτικών και τυχοδιωκτών) χρειάστηκε ικανά στελέχη για τη διοίκησή της που δεν παράγονταν από τις σχολές της αριστοκρατίας, ιδρύθηκε το Imperial College για να παράσχει την εκπαίδευση που χρειάζονταν και παραμένει ένα από τα καλύτερα βρετανικά πανεπιστήμια. Η Βιομηχανική Επανάσταση γεννήθηκε από μαθητευόμενους των συντεχνιών που μετεξελίχθηκαν σε πανεπιστήμια για να μεταδώσουν όχι τις αρχές και την παιδεία των αριστοκρατών, αλλά την εφαρμοσμένη γνώση και την αναζήτησή της, βοηθούμενα από τις καλβινιστικές αρχές αναζήτησης της γνώσης στη Σκωτία και τη μεταφορά λαϊκής εκπαίδευσης από τη Γαλλία, όπου η Επανάσταση είχε ήδη ξεφορτωθεί οριστικά τους αριστοκράτες και την παιδεία τους.

Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο ξεσηκωμός, την περασμένη εβδομάδα, χιλιάδων φοιτητών στη Βρετανία μοιάζει λίγο με τον «Bourgeois Gentilhomme» του Μολιέρου: η ευθεία, λέξη προς λέξη, μετάφρασή του στα ελληνικά θα οδηγούσε σε παραπλανητικά αποτελέσματα και σε παρεξηγήσεις, λόγω διαφορετικού πλαισίου αναφοράς. Οπως σύγχυση προκαλεί πολλές φορές η μετάφραση της αγγλικής λέξης «education» σε «παιδεία». Διότι, στις εγγραφές του βρετανικού υποσυνείδητου, αυτό που απελευθερώνει δεν είναι η παιδεία των χαραμοφάηδων αριστοκρατών, αλλά η εκπαίδευση. Κάτι που, πέραν των επιφανειακών ομοιοτήτων, αλλάζει πολλά.

Ιδεολογίες και συναισθήματα σε μόνιμο φαύλο κύκλο

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
«Θα δούμε πόσοι από τους πραγματικά εξτρεμιστές θα νικήσουν στην πραγματικότητα...».
Αυτή ήταν η πλέον αισιόδοξη αναφορά στις αυριανές εκλογές που γίνονται στις ΗΠΑ και περιέχεται στην προχθεσινή επιστολή ενός Αμερικανού συναδέλφου που ζει από κοντά τα εξωφρενικά καμώματα του Tea Party, του νεοπαγούς υπερσυντηρητικού κινήματος που μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια έχει φέρει τα πάνω κάτω στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο.

Πριν από δύο μήνες, σε ένα «στρογγυλό τραπέζι» στη Νέα Υόρκη, ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ Ανρί-Λεβί εξηγούσε την έκρηξη του δεξιού ως ακροδεξιού ακτιβισμού, που ακολούθησε την εκλογή Ομπάμα στην προεδρία, με την παρατήρηση ότι οι ΗΠΑ ζουν σήμερα στην εποχή των ιδεολογιών που ξεπέρασε η Ευρώπη ύστερα από έναν αιώνα και την αναλαμπή των δεκαετιών του '70 και του '80. Παρατηρώντας μερικά από τα καραγκιοζιλίκια κάποιων από τους εξτρεμιστές της αμερικανικής Δεξιάς μπαίνει κανείς στον πειρασμό να καγχάσει στην όποια σύνδεσή τους με την έννοια της ιδεολογίας, όπως αυτή έχει επενδυθεί με θετική και ευγενή χροιά για όσους παραμένουν επηρεασμένοι από τον τελευταίο, ελαφρώς «αριστοκρατικό» ευρωπαϊκό κύκλο της.

Ομως, με εξαίρεση κάποιους επαγγελματίες πολιτικούς, οι Αμερικανοί, που έκλαιγαν (στην κυριολεξία) με μαύρο δάκρυ όταν πέρασε η μεταρρύθμιση του συστήματος Υγείας από τον Ομπάμα βλέποντας τους μπολσεβίκους να σαρώνουν τη «χώρα της ελευθερίας» όπως πίστευαν, ήταν απολύτως συνεπείς ιδεολογικά.

Εξίσου συνεπείς είναι τώρα, όταν προσπαθούν να σώσουν τη χώρα τους από την επέλαση της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης της Ουάσιγκτον που, σύμφωνα με την ιδεολογία τους, δηλαδή την πίστη τους, απειλεί οτιδήποτε ηθικό, υγιές, τίμιο και σωστό, ενώ ταυτοχρόνως παραβιάζει κατάφωρα το αμερικανικό Σύνταγμα το οποίο καλούνται να υπερασπιστούν. Ζουν σε ένα όργιο συναισθηματικών εξάρσεων που αναζητούν και βρίσκουν την ιδεολογική μεταφυσική τους για να εκφραστούν.

Ο Γάλλος καθηγητής του Χάρβαρντ και του Κολεγίου της Ευρώπης, καθώς και σύμβουλος του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Ντομινίκ Μουασί, στο βιβλίο του «The Geopolitics of Emotion» (Η Γεωπολιτική των Αισθημάτων) δηλώνει ότι ασχολείται με «τρία πρωταρχικά συναισθήματα: φόβο, ελπίδα και ταπείνωση» επειδή «είναι στενά συνδεδεμένα με την έννοια της αυτοπεποίθησης, η οποία είναι ο καθοριστικός παράγων για το πώς τα έθνη και τα άτομα αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις αλλά και το πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους».

Τόσο ο Αμερικανός όσο και ο Ευρωπαίος μοιράζονται τους πρωταρχικούς υπαρξιακούς φόβους όσο και τα συναισθήματα που προκαλούν οι απειλές στο περιβάλλον τους. Βλέποντας την, αδιαμφισβήτητη ώς τώρα, παντοκρατορία της χώρας του να αμφισβητείται και την, καλώς ή κακώς, αυτονόητα αυξανόμενη ευημερία να αναστρέφεται, μεγάλο μέρος των Αμερικανών αναζητούν βάλσαμο στη μεταφυσική της όποιας θρησκείας (σε άνοδο στις ΗΠΑ) και διέξοδο στη μεταφυσική της όποιας ιδεολογίας. Στην αμερικανική εμπειρία δεν έχουν καταγραφεί σημαντικές γηγενείς συγκρούσεις σε μεταφυσική, θρησκευτική ή ιδεολογική, βάση (ο αμερικανικός εμφύλιος αποτελούσε περισσότερο σύγκρουση αγροτικού και βιομηχανικού πολιτισμού, ενώ οι θρησκευτικές συγκρούσεις παρέμειναν στην Ευρώπη απ' όπου έδιωξαν τους πρώτους εποίκους).

Στην Ευρώπη, αντιθέτως, η ιστορική εμπειρία αιώνων, γεμάτη με σφαγές τύπου νύχτας Αγίου Βαρθολομαίου, μακρόχρονους θρησκευτικούς διωγμούς και πολέμους καθώς και αιματηρές ιδεολογικές συγκρούσεις μαζί με τη συνεχή επανάληψη του κύκλου «ελπίδα -διάψευση» έχει δημιουργήσει ισχυρά αντισώματα απέναντι στις εύκολες μεταφυσικές διεξόδους, είτε αυτές αναζητούνται στις εκκλησίες είτε σε κομματικές συγκεντρώσεις.

Κατά τη σημερινή επέλαση κατά των κοινωνικών κατακτήσεων, ο Ευρωπαίος μπορεί να αισθάνεται την ίδια αγανάκτηση με εκείνους τους Αμερικανούς που φρίττουν με την επέλαση του κράτους. Δεν βρίσκει όμως πλέον τόσο εύκολα καταφύγιο στη θρησκευτική ή ιδεολογική μεταφυσική, αν και πολλοί αναζητούν ήδη καταφύγιο σε εξίσου επικίνδυνες, συναισθηματικά φορτισμένες κατασκευές τύπου εθνικισμού.

Μπορεί έτσι ο Ευρωπαίος να αντιμετωπίζει σκωπτικά, ίσως και περιφρονητικά, τον πρωτογονισμό που εκφράζουν οι τηλε-ευαγγελιστές των ΗΠΑ ή την απλοϊκή ωμότητα όσων βλέπουν στην αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση την απειλή για την ελευθερία τους.

Ομως, ιδίως σε χώρες με διαφορετική ιστορική εμπειρία από τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Πολωνία (σχετική επιβίωση της θρησκευτικής μεταφυσικής και δευτερευόντως της ιδεολογικής μαζί με τους εθνικούς μύθους) και η Ελλάδα (σχετική επιβίωση της ιδεολογικής μεταφυσικής μαζί με τους εθνικούς μύθους και δευτερευόντως της θρησκευτικής), οι πιθανότητες να εμφανιστούν μελλοντικά ομάδες κινηματικού χαρακτήρα με αναφορές στην αφήγηση της κατά περίπτωση εθνογένεσης (όπως στην αμερικανική περίπτωση τα φορτία του τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης κατά την έναρξη της αμερικανικής επανάστασης) δεν απουσιάζουν πλήρως.

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Ιδίως όταν αγιατολάχ μητροπολίτες ή κομματάρχες εξακολουθούν να βρίσκουν ταλιμπανίζοντες πιστούς και οπαδούς.

Διαχέεται η ευρωπαϊκή φθινοπωρινή μελαγχολία

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Τα αστεράκια έχουν επιθετικό πορτοκαλί και κόκκινο χρώμα.
Καλύπτουν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και, όπως ακουμπάνε το ένα στο άλλο, δείχνουν ολόκληρη την ήπειρο σε μια έκρηξη.

Είναι ο χάρτης που έστειλε την περασμένη εβδομάδα το πρακτορείο Reuters, με ευκαιρία τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν -και συνεχίζονται- στη Γαλλία κατά των «μεταρρυθμίσεων» Σαρκοζί στο συνταξιοδοτικό. Δείχνει τις κινητοποιήσεις που έχουν γίνει κατά τους τελευταίες μήνες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατά της γενικότερης επίθεσης αλλαγής των κοινωνικών ισορροπιών που πίστευε ότι είχε βρει η μεταπολεμική Ευρώπη.

Ομως, στην εποχή της λιτότητας, το Reuters θα μπορούσε να κάνει οικονομία χρησιμοποιώντας τον ίδιο ακριβώς χάρτη, με ελάχιστες αλλαγές, για να εικονογραφήσει, εξίσου εκρηκτικά, τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, που έχει γίνει κατά την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, από προεδρικές και βουλευτικές εκλογές ώς δημοτικές, όπως οι πρόσφατες στη Βιέννη. Σχεδόν σε όλες, το αποτέλεσμα της κάλπης επιβραβεύει όχι απλώς τις συντηρητικότερες -ώς και κρυπτοφασίζουσες- πολιτικές δυνάμεις αλλά και τα προγράμματα που θυμίζουν ελληνικό «Μνημόνιο». Πέραν της Ισλανδίας με τον μοναδικό συνδυασμό γεωγραφικών, κοινωνικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων που τη χωρίζουν από την Ευρώπη, η μόνη σημαντική εξαίρεση φαίνεται να αφορά τη Γερμανία, τη μοναδική χώρα που καταγράφει σήμερα ρεκόρ ανάπτυξης, με τη θεαματική εκλογική ενίσχυση των Πρασίνων και της Αριστεράς.

Στις 29 Σεπτεμβρίου, οι πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Παντού, ακόμα και στη χώρα που δοκιμάζεται από τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας, την Ισπανία, οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων θυμίζουν περισσότερο τελετουργία «για την τιμή των όπλων» παρά τον ξεσηκωμό που θα δικαιολογούσαν οι προκλήσεις των ημερών. Οι δεκαετίες του '70 και του '80, όταν τα συνδικάτα μπορούσαν να προκαλέσουν «σεισμούς» στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν φαίνεται να προκαλούν ούτε καν νοσταλγία στις μεγάλες μάζες. Και, το τελευταίο διάστημα, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν αναγκάστηκε να αλλάξει σημαντικά πορεία μετά τις όποιες κινητοποιήσεις βρήκε στο δρόμο της, απορροφώντας απεργίες και διαδηλώσεις χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Το περασμένο Σάββατο οι Γάλλοι διαδήλωσαν και πάλι, για αύριο Τρίτη έχει κηρυχθεί νέα πανεθνική απεργία. Αν και τα ποσοστά επιτυχίας των απεργιών δεν είναι ώς τώρα συγκλονιστικά, ειδικά για τα γαλλικά δημοσιοϋπαλληλικά δεδομένα, ο «δρόμος», με τις διαδηλώσεις, φαίνεται να ξυπνά κάπως σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και να χρωματίζεται με ευρύτερα κοινωνικά στοιχεία. Με αυτή την έννοια, πολλοί παρακολουθούν αυτές τις μέρες τη Γαλλία, προσπαθώντας να διακρίνουν αν υπάρχει πιθανότητα να ραγίσει η νεοπαγής εμπειρική βεβαιότητα των κυβερνήσεων ότι το πνεύμα των δρόμων δεν εκφράζεται στις κάλπες. Κάτι μάλλον απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Γαλλία ο δημοφιλέστερος δημοσκοπικά πολιτικός και βέβαιος (πάλι δημοσκοπικά) νικητής των προεδρικών εκλογών, αν γίνονταν σήμερα, είναι ο Σοσιαλιστής μεν, του ΔΝΤ δε, Ντομινίκ Στρος-Καν, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί η προσωποποίηση της αμφισβήτησης των σημερινών επιλογών.

Οι μοναδικές έμπρακτες αμφισβητήσεις των κυρίαρχων συνταγών που εκδηλώθηκαν ώς σήμερα από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτελούν έκφραση των ακροδεξιών λαϊκιστικών στοιχείων που έχουν κρυμμένα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, μέσα τους. Και εκεί ίσως βρίσκεται η ερμηνεία της μαλθακότητας των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στις ανατροπές. Στην πλήρη απουσία εναλλακτικής πρότασης πέραν των -παρουσιαζόμενων ως προτάσεων- στείρων αρνήσεων. Και καθώς το λαϊκιστικό θράσος της εθνικιστικής Ακρας Δεξιάς δεν έχει ακόμα καταφέρει να διαπεράσει στον ίδιο βαθμό την όποια εναπομείνασα υπευθυνότητα της Αριστεράς, δεν έχει ακόμα διατυπωθεί από την πλευρά αυτή η παραμικρή πρόταση που να δίνει πειστικά έστω και την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής πορείας.

Από την ταριχευμένη Αριστερά (που ομολογουμένως, εκτός Ελλάδος, δεν διακρίνεται διά γυμνού οφθαλμού) ώς τη νέα, τη νεότερη και τη νεότατη, την ανανεωτική ή οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και όταν δεν είναι απασχολημένη με τις δικές της υπαρξιακές αναζητήσεις, δεν έχει προκύψει ακόμα εναλλακτική πρόταση που να μπορεί να πείσει σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Και εδώ το ευρωπαϊκό φθινόπωρο του 2010 και ο χειμώνας του 2011 ίσως θα μπορέσουν να δώσουν μια απάντηση: αν η Αριστερά, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, είναι σε θέση να προσφέρει σύγχρονη εναλλακτική πρόταση, αν δεν προηγηθεί ως «μαμή» μια βίαιη σκοτεινή περίοδος.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ και πλάνητες, λυδία λίθος κοινωνικής ασφυξίας

Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες ενέπνευσαν τον ρομαντισμό, τότε που ονομάστηκαν «Βοημοί» (Μποέμ) συμβολίζοντας την ελευθερία, την έλλειψη περιορισμών και μια ζωή βασισμένη στα συναισθήματα.
Σε αυτή τη λογική η Κάρμεν τραγουδάει: «Ο έρωτας είναι παιδί Τσιγγάνου, ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε τον νόμο».

Σε άλλες εποχές, ιδίως σε χρόνους και τόπους όπου τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους, οι συμβολισμοί άλλαζαν. Παρουσιάζονταν συλλήβδην σαν κλέφτες, προαγωγοί, έμποροι ναρκωτικών, ακόμα και φορείς ασθενειών, ο διωγμός των οποίων συμβόλιζε την αποφασιστικότητα των όποιων ζορισμένων κυβερνητών να απαντήσουν στο αίτημα των πολιτών/υπηκόων για ασφάλεια.

Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ, ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα ταίριαζε στην πολιτική ορθότητα της κάθε εποχής, συνήθως ανακατεμένοι αυθαίρετα με άλλους πλάνητες πληθυσμούς, όπως οι «ταξιδιώτες» (travelers για τους αγγλόφωνους, gens de voyage για τους γαλλόφωνους), ενοχλώντας με την ίδια διαφορετικότητα-τροφοδότρια ονείρων που συχνά φτάνουν ώς τον φθόνο, προσφέρονταν ανέκαθεν για κλασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι όταν τα πράγματα ζόριζαν, ακόμα και όταν οι κυβερνήτες είχαν μεγαλύτερο ανάστημα (και περισσότερη ισχύ) από αυτό των περισσότερων σημερινών.

Το γαλλικό κράτος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Νικολά Σαρκοζί δεν είναι το πρώτο που απελαύνει μαζικά (δήθεν εθελοντικά) από το γαλλικό έδαφος Ευρωπαίους πολίτες, διαλύοντας τους καταυλισμούς των Ρομ στη νότια Γαλλία και στέλνοντάς τους πίσω στις χώρες των οποίων τα διαβατήρια φέρουν, κυρίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία... Το ίδιο είχε κάνει το 2008 η Ιταλία, η πρώτη που ξεκίνησε να χαρακτηρίζει την παρουσία Ρομ στο έδαφός της απειλή για την ασφάλεια των πολιτών, στήνοντας έτσι τη νομική βάση για την απέλαση πολιτών άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. με την παράκαμψη των ευρωπαϊκών κανόνων ελευθερίας της κυκλοφορίας και της εγκατάστασης.

Οπως καταγγέλλει στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Ρομ, Ρομπέρ Κουσέν, «όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προγραμματίσει μαζικές απελάσεις και τη διάλυση των αυτοσχέδιων καταυλισμών. Η Ιταλία, η Δανία, η Σουηδία το έκαναν προσφάτως. Η Γερμανία απέλασε, επίσης, προς το Κοσσυφοπέδιο τους Ρομ, στους οποίους αρνήθηκε πολιτικό άσυλο. Και έχει προγραμματίσει την επιστροφή προς τη χώρα αυτή 12.000 ατόμων μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι μισοί είναι παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία».

Η πιο χαρακτηριστική είναι πάντως η περίπτωση της Γαλλίας. Δεν αφορά μόνο τους περίπου 40.000 Ρομ, αλλά και τους 500.000 «ταξιδιώτες» με γαλλική υπηκοότητα. Αποτελεί τμήμα του ευρύτερου θέματος των μειονοτήτων, κυρίως μεταναστών, ακόμα και όσων έχουν αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα. Ηδη προωθούνται σχέδια για την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους Γάλλους πολίτες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, σε περίπτωση που εμφανίσουν την παραμικρή εγκληματική συμπεριφορά.

Στο επίκεντρο όλης αυτής της ιστορίας είναι το διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει τους Γάλλους και το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών με τοπικές προσαρμογές, συναντάται όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η τρέχουσα αφήγηση λέει ότι λαϊκιστές πολιτικοί, όπως συχνά κατηγορείται ότι είναι ο Νικολά Σαρκοζί, ιδίως όταν βρίσκονται σε δύσκολη πολιτική θέση, εκμεταλλεύονται διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που απέχουν από τον μέσο όρο, ως αποδιοπομπαίους τράγους. Ως αντίβαρο στη συνηθισμένη αυτή εξουσιαστική πολιτική, οι πολιτικές δυνάμεις της «συνείδησης», συνήθως της Αριστεράς, καταγγέλλουν την πολιτική αυτή, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και σε επίπεδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.

Το θέμα είναι, όμως, ότι με αποδιοπομπαίους τράγους ή χωρίς, το πρόβλημα υπάρχει. Στη Γαλλία, που παραμένει η χώρα του παραδείγματος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αισθάνεται την ανασφάλεια να παίρνει σταδιακά ασφυκτικές διαστάσεις. Μπορεί κάποιοι να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν τα προβλήματα ασφάλειας στο νότο της Γαλλίας, στα προάστια των γαλλικών πόλεων, ακόμα και στα δάση γύρω από το Παρίσι. Μπορεί να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν την κατάσταση στην πλατεία Θεάτρου ή τον Αγιο Παντελεήμονα. Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχει κάτι να διογκωθεί και να υποβαθμιστεί. Η βασική αίσθηση ανασφάλειας που κυριεύει μεγάλα κομμάτια του ευρωπαϊκού πληθυσμού μπορεί να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξει.

Η γέννηση του προβλήματος μπορεί να ερμηνεύεται με διάφορες προσεγγίσεις, από τις αποκλειστικά οικονομοκεντρικές (συνήθως από την Αριστερά) ώς τις κατάφωρα ρατσιστικές (συνήθως από την άκρα Δεξιά). Είναι επίσης βέβαιο ότι η οριστική λύση δεν μπορεί να έρθει μέσω αστυνομικών και παραστρατιωτικών επιχειρήσεων, ή μέσω επαναλήψεων εγκλημάτων στη λογική της «Νύχτας των Κρυστάλλων».

Επίσης, σίγουρο είναι ότι η λύση εμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τις συνειδησιακές προσεγγίσεις άρνησης της πραγματικότητας, επίπληξης των δυσφορούντων και συνακόλουθης ενίσχυσης των ρατσιστών.

Καταγγελτικές προσεγγίσεις που δωρίζουν τεράστια κομμάτια της κοινωνίας στους λαϊκιστές, που ξεκινούν με ένα βασικό πλεονέκτημα: αντιλαμβάνονται εξ ορισμού εγκαίρως τον σφυγμό της κοινωνίας για να τον εκμεταλλευτούν.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Προοδευτικός συντηρητισμός και οι συνήθεις επιμηθείς

Το φράγμα του ελληνικού αλφαβήτου προσφέρει κατά τι μεγαλύτερο περιθώριο χρόνου.

Η ελληνική επαρχιώτικη διανοουμενίστικη «δηθενιά» απειλεί να σπαταλήσει τον χρόνο αυτό και να εμποδίσει για άλλη μία φορά την ίδια την αναγνώριση μιας διαμορφούμενης πραγματικότητας, πόσω μάλλον την όποια προσπάθεια παρέμβασης στην υπό διαμόρφωση κατάσταση όσο ακόμα διατηρείται αυτή η δυνατότητα.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ο αμυντικός συντηρητισμός ιδίως των «προοδευτικών» αναζητούσε άλλοθι στη σχεδόν ιδεολογικοποιημένη εκλογίκευση του φόβου και της εξελικτικής οκνηρίας απέναντι στο καινούργιο. Σε συνδυασμό και με την προσπάθεια οικοδόμησης μιας «εστέτ» εικόνας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι απέρριπταν την ψυχρότητα της γραφομηχανής ως στείρου διαμεσολαβητή ανάμεσα στη σκέψη τους και τη γραπτή διατύπωσή της.

Παρόμοιες θεωρίες που έφθαναν στα όρια της παραψυχολογίας, με την αναφορά σε μια σχεδόν θεϊκή έμπνευση και τη μυστηριακή διοχέτευσή της μέσα από χέρια και πένες, ακούγονταν όταν ήρθε το επόμενο στάδιο, αυτό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των επεξεργαστών κειμένου. Μέχρι και σήμερα κάποιοι γραφιάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό διεκδικούν τη διαφορετικότητα, προβάλλοντας την άρνηση κάθε νεότερης ευκολίας και την εμμονή στον μέχρι πρότινος καταδικαστέο νεοτερισμό και σημερινό θαυμαστό αναχρονισμό μιας κλασικής γραφομηχανής, κατά προτίμηση «cult» όπως η μουσειακή ΙΒΜ Selectric.

Η επόμενη φάση δεν αφορά μόνο όσους γράφουν αλλά όλους εκείνους που διαβάζουν. Οσους διαβάζουν οτιδήποτε, από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια και μενού εστιατορίων.

Πριν από δύο εβδομάδες, το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο στον κόσμο, το Amazon, ανακοίνωσε πως από την περασμένη άνοιξη οι πωλήσεις βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις των κλασικών, τυπωμένων σε χαρτί, βιβλίων. Την περασμένη εβδομάδα έβγαλε στο εμπόριο τη νέα γενιά συσκευών ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων, η παραγωγή της οποίας εξαντλήθηκε πλήρως μέσα σε τρεις μέρες. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν και άλλα βιβλιοπωλεία, ενώ συνεχώς πολλαπλασιάζονται και εξελίσσονται οι προσφερόμενες συσκευές ανάγνωσης, με το «ηλεκτρονικό χαρτί» να έχει ήδη αρχίσει να στρίβει τη γωνία. Εφημερίδες και περιοδικά έχουν ήδη αρχίσει να προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή. Μέσα και εργαλεία, όπως το Ιντερνετ, που, σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, εξυπηρέτησαν τους πειραματισμούς μιας μεταβατικής φάσης, αρχίζουν ήδη να περνούν στο παρελθόν και σε ένα δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στο παρελθόν με επαναστατικές τεχνολογικές εφαρμογές που έλαμψαν για λίγο, για να χάσουν γρήγορα τη θέση τους στην κεντρική σκηνή, όπως συνέβη με την τηλεομοιοτυπία (Fax) όταν εμφανίστηκε και επικράτησε συντριπτικά το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και τετριμμένες μεγαλοστομίες και φανφαρονισμοί περί «ερωτικής σχέσης» με το βιβλίο (ή την εφημερίδα) στην υλική τους μορφή, που είναι βέβαιο ότι θα (ξανα)διατυπωθούν, έχουν κάποια αξία. Δεν είναι εύκολο να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι μια πλούσια βιβλιοθήκη ως μαυσωλείο νεκρών δένδρων ή την οσμή ενός παλιού βιβλίου απλώς ως άθροισμα οσφρητικών ιδιοτήτων μυκήτων, ακάρεων και ξεραμένων ούρων τρωκτικών. Ομως οι συναισθηματικά φορτισμένες μάχες οπισθοφυλακών, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν, υπόσχονται ότι για άλλη μία φορά θα καλύψουν άλλες σοβαρότερες διαστάσεις, δημιουργώντας άλλη μία γενιά επιμηθέων στα fora των καφενείων, των μπαρ και των μεζεδοπωλείων.

Θέματα όπως η συνεπαγόμενη κατάργηση μιας σειράς μεσολαβητών (όπως τυπογράφοι, εφημεριδοπώλες, διακινητές) και η δυνατότητα απεξάρτησης των δημιουργών από εκδοτικούς οίκους (με ενδεχόμενη νέα σφιχτή εξάρτηση από λίγους υπερεθνικούς διανομείς) είναι σίγουρα αυτά που κινδυνεύουν να αφεθούν εκτός συζήτησης στην αρχική συναισθηματικά φορτισμένη της φάση.

Απειλές που αγγίζουν την καρδιά του σημερινού δυτικού πολιτισμού, όπως η ελευθερία του Λόγου και η ελευθερία του Τύπου, κινδυνεύουν να αγνοηθούν, τουλάχιστον από εκείνους που έχουν συμφέρον να τις διατηρήσουν. Διότι οι ποικιλόμορφες εξουσιαστικές δομές έχουν αποδειχθεί πάντα έτοιμες να αρπάξουν κάθε νέα ευκαιρία που τους προσφέρεται για να διορθώσουν «λάθη» που έκαναν στο παρελθόν, κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και συσχετισμούς. Ετσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του Τύπου συχνά αναγνωρίζεται ως αφορούσα το μέσο και όχι την ουσία. Δηλαδή, αν δεσμεύσεις του παρελθόντος δυσκολεύουν την κατάργησή της σε ό,τι αφορά τον έντυπο, τυπωμένο σε χαρτί Τύπο, κάθε νεότερη τεχνολογική εξέλιξη που μεταφέρει την ίδια ύλη σε άλλο όχημα προσφέρει την ευκαιρία «ρύθμισης», δηλαδή περιορισμού, με διάφορα προσχήματα όπως το εύρημα περί «δημόσιου αγαθού» των ραδιοσυχνοτήτων.

Κυβερνήσεις, υποχρεωμένες να σέβονται το απόρρητο της αλληλογραφίας όταν αυτή διακινείται με άλογα, άμαξες, τρένα, καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, θεωρούν βολικά ότι αυτό δεν ισχύει όταν η ίδια αλληλογραφία διακινείται ηλεκτρονικά. Εξουσιαστικές δομές καταφέρνουν να πείσουν δικαστήρια ότι η ελευθερία του Τύπου δεν ισχύει όταν κάτι αναπαράγεται ηλεκτρονικά. Ετσι έχουν υπάρξει καταδίκες δημοσιογράφων, όχι διότι έγραψαν κάτι στην εφημερίδα τους (καλυπτόμενοι από την ελευθερία του Τύπου), αλλά διότι αυτό αναπαράχθηκε στην ιστοσελίδα της ίδιας εφημερίδας στο Ιντερνετ (γκρίζα ζώνη). Προσπάθειες μεμονωμένων δικαστηρίων και πολιτικών ιδίως σε υπερεθνικούς σχηματισμούς (όπως το Ευρωκοινοβούλιο) αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον συγκροτημένο πόλεμο κέντρων εξουσίας, αλλά και τη διαρκή αφασία των συντηρητών μουσείων προοδευτικότητας.

Σε λιγότερο χρόνο απ' ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία θα αποδεσμευτούν από το χαρτί. Η «διανομή» τους θα ξεκόψει πλήρως από τα φορτηγά, τα αεροπλάνα και τα καράβια. Αυτό θα αποτελέσει ευκαιρία να δεχθεί γενικευμένη επίθεση η όποια ελευθερία τους;

Ως συνήθως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλα αυτά θα συζητηθούν διαπιστωτικά εν μέσω επαναστατικών μνημοσύνων, όταν θα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί.

Ταξίδι «στα σύννεφα» για να μην «πέφτουμε από τα σύννεφα»

Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που διαδηλωτές απέκλεισαν το νέο κτήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Ηταν ακόμα η εποχή που η Ελλάδα ήταν καθημερινά στο επίκεντρο μιας διεθνούς υστερίας καταστροφολογίας, που αναζητούσε συνεχώς ανατροφοδότηση. Φυσικό ήταν λοιπόν η είδηση να «παίξει» παντού συνδεόμενη, αμέσως ή εμμέσως, με κάθε πιθανό ή απίθανο καταστροφολογικό σενάριο.

Αυτό που δεν ακούστηκε ιδιαιτέρως (όσον αφορά τα ξένα μέσα ενημέρωσης δεν ακούστηκε καθόλου) είναι ότι ο αποκλεισμός του κτηρίου δεν εμπόδισε τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το ότι, όσο μαχητικοί και αν ήταν οι διαδηλωτές, όσο πετυχημένη συμβολικά και αν ήταν η μετάδοση της εικόνας από τις τηλεοράσεις, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα επί της ουσίας, δηλαδή επί της λειτουργίας ή όχι του Χρηματιστηρίου, το οποίο, όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με προεξάρχοντα τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την έννοια του φυσικού χώρου.

Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές δεν διεξάγονται πλέον σε κάποια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που ξελαρυγγιάζονται χειρονομώντας. Γίνονται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάποιοι από τους οποίους λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς καν ανθρώπινη παρουσία.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στον τραπεζικό τομέα. Μια απεργία δεν σταματά πλέον τη λειτουργία των τραπεζών. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι απεργεί το σύνολο των υπαλλήλων (πραγματικά, όχι απλώς με την παρουσία τους στον χώρο εργασίας και την απλή άρνηση εξυπηρέτησης του κοινού με τη φράση «έχουμε απεργία σήμερα», όπως γίνεται όλο και περισσότερο και σε πολλές υπηρεσίες του Δημοσίου), ένα τεράστιο μέρος των τραπεζικών εργασιών διεξάγεται κανονικά μέσω των συστημάτων ηλεκτρονικών συναλλαγών που έχουν πλέον φτάσει μέχρι και στα κινητά τηλέφωνα.

Κάτι αντίστοιχο γίνεται και σε άλλους τομείς, όπως οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες, όπου η αντικατάσταση ακόμα και των χάρτινων εισιτηρίων ή των voucher από ηλεκτρονικούς κωδικούς επιτρέπει τη σχεδόν πλήρη αποδέσμευση από τους περιορισμούς του χώρου (αλλά και του χρόνου με την έννοια του ωραρίου εργασίας). Σε κάποιους άλλους τομείς, το αντικείμενο των οποίων είναι κατ' εξοχήν άυλο, όπως η πληροφορία που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης, ακόμα και η παρουσία εργαζομένων σε κάποιο φυσικό χώρο εργασίας είναι πλέον απλό απομεινάρι συνηθειών του παρελθόντος ή συνέπεια της αδυναμίας πλήρους τεχνολογικής προσαρμογής, άρα και ανασφάλειας, τμήματος των εργαζομένων. Ηδη πάντως στα δικτυακά μέσα ενημέρωσης (όπως τα μπλογκ), τα οποία όλο και περισσότερο αυξάνουν το μερίδιό τους στον τομέα της πληροφόρησης, η «τηλε-εργασία» είναι μονόδρομος. Μια παραλία, μια βουνοκορφή ή μια χώρα στο αντίθετο ημισφαίριο είναι πλέον καλύτερος χώρος εργασίας από το γραφείο, που απλώς επιτρέπει σε κάποιον παλιού τύπου μάνατζερ να αισθάνεται ότι ελέγχει τα πράγματα.

Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τις νέες μορφές εργασιακής σχέσης που διαμορφώνονται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με τις τεκτονικές αλλαγές οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή γύρω μας, με τη χρηματοοικονομική κρίση να παίζει συχνά τον ρόλο της μαμής. Η αποδέσμευση από τον φυσικό χώρο συνεπάγεται την αλλαγή των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και, βέβαια, του συστήματος αμοιβών. Η κλασική μισθωτή εργασία, στηριγμένη ουσιαστικά στην παρουσία του εργαζομένου σε έναν συγκεκριμένο χώρο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μοιραία αντικαθίσταται από ένα σύστημα αμοιβής βασισμένο στην απόδοση, δηλαδή στο τελικό αποτέλεσμα. Ενα σύστημα σύνδεσης της επίτευξης κάποιων στόχων με την αμοιβή που αντικαθιστά το «μάτι του αφεντικού» ή το χτύπημα της κάρτας ως μέσο εξασφάλισης της ελάχιστης εργασιακής απόδοσης.

Το τμήμα του πληθυσμού που σταδιακά εργάζεται στη βάση των νέων αυτών όρων εργασιακών σχέσεων, με όλες τις αλλαγές που αυτό προκαλεί στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες, αυξάνει συνεχώς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν έχει πλήρως γίνει οργανωμένα αντιληπτή από την κοινωνία, άρα δεν έχει καλυφθεί από κοινωνικά/πολιτικά συστήματα που, όπως και οι παλιού τύπου μάνατζερ, εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτό που ξέρουν από το παρελθόν.

Αυτή η απόσταση από την πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα διάψευσης πολιτικών προσδοκιών και αναλύσεων όπως, για παράδειγμα, των εκτιμήσεων περί σαρωτικής εξέγερσης και αντίδρασης στα μέτρα που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα και αλλού.

Η αποδέσμευση του συνδυασμού της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών από τον φυσικό χώρο, όπως με την αποθήκευση δεδομένων σε δικτυακούς χώρους πέραν του φυσικού χώρου όπου βρίσκεται κάποιος χρήστης, περιγράφεται ως «τα σύννεφα». Εκεί στον φυσικά απροσδιόριστο χώρο των «σύννεφων», όπου ισχύουν άλλοι κανόνες, μεταφέρεται σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Οσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουν πολιτικοί και συνδικαλιστές, όσο νωρίτερα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τον αμυντικό εγκλωβισμό τους αποκλειστικά στο συρρικνούμενο παραδοσιακό κομμάτι από το οποίο προέρχονται και στο οποίο έχουν μάθει να αναφέρονται, τόσο πιο γρήγορα θα σταματήσουν να «πέφτουν από τα σύννεφα» κάθε λίγο και λιγάκι.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Η Κίνα και οι άλλοι

Κατά μία έννοια είναι άδικο. Η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος καταβάλλοντας το κόστος μιας μακροχρόνιας άρνησης ενηλικίωσης της κοινωνίας της, μιας αδυναμίας επαφής με την πραγματικότητα, που επέτρεψε και εξέθρεψε άπειρες δευτερογενείς παθογένειες.

Ακόμη και με τη φούσκα της ελληνικής εικονικής πραγματικότητας να του έχει σκάσει στα μούτρα, μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να κρατιέται από όσα εύθραυστα φαντασιακά ξεφτίδια μπορεί ακόμα να αρπάξει για να μη συναντήσει αναδρομικά την «πραγματική» πραγματικότητα. Και εκεί που διατηρεί κάποια ψήγματα ελληνοκεντρικής αυταπάτης και αυτοσεβασμού, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι η ελληνική κοινωνία αποτελεί στόχο διεθνών συνωμοσιών και ότι σε αυτήν πέφτει ο σκληρός αλλά τιμητικός ρόλος να ανακόψει την επέλαση της βαρβαρότητας και ίσως να ανάψει το φιτίλι της παγκόσμιας επανάστασης, δέχεται και νέο χτύπημα: η αυτοκτονία ενός εργάτη στην Κίνα δείχνει να μετρά περισσότερο από 7 (ώς τώρα) γενικές απεργίες της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ στην Ελλάδα.

Ο Σουν Ντανιόνγκ, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο της ταϊβανέζικης εταιρείας Foxcomm στην επαρχία Σεντζέν της Κίνας. Λίγους μήνες αργότερα, μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, αυτοκτόνησαν και άλλοι εργάτες της ίδιας βιομηχανίας. Από τον περασμένο Μάιο ώς και τον Ιούνιο, έγινε γνωστή μια σειρά απεργιών σε εργοστάσια, κυρίως ξένων εταιρειών, όπως η Χόντα και η Τογιότα. Αν και οι κινεζικές αρχές προσπαθούν να ελέγξουν τη σχετική πληροφόρηση, φαίνεται ότι απεργίες ξεσπούν σε πολλά εργοστάσια, κυρίως στις επαρχίες Σεντζέν και Γκουανγκτσού, δηλαδή στο βιομηχανικό κέντρο της Κίνας. Σε πολλές περιπτώσεις, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και οι αυξήσεις των μισθών προσπάθησαν να ανακόψουν τις κινητοποιήσεις. Στη Foxcomm, οι εργάτες, που μέχρι τότε πληρώνονταν με 100 ευρώ τον μήνα, πήραν αύξηση 30% και την υπόσχεση περαιτέρω αύξησης 66% το φθινόπωρο.

Δεν είναι όμως μόνο οι εργαζόμενοι που ξεσηκώνονται. Πληροφορίες αναφέρουν βίαιες κινητοποιήσεις στην επαρχία Σιτσουάν χωρικών που διαμαρτύρονταν για τη μη καταβολή αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση των χωραφιών τους, προκειμένου να μετεγκατασταθεί εκεί ένα βιομηχανικό συγκρότημα.

Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην Κίνα. Το 2008 είχαν πραγματοποιηθεί πάνω από 115.000. Οι διαφορές όμως δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Κάποιες σχετίζονται με τις εσωτερικές ζυμώσεις της κινεζικής κοινωνίας και άλλες με τη διεθνή οικονομική κρίση.

Το οικονομικό θαύμα της Κίνας στηρίχτηκε στο μοντέλο των φθηνών εξαγωγών το οποίο, με τη μέχρι τώρα επιτυχία του και την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη που πρόσφερε, στήριξε και το πρωτότυπο μόρφωμα της «Σοσιαλιστικής Οικονομίας της Αγοράς». Τα δύο σκέλη στα οποία στηρίζεται το μοντέλο αυτό, δηλαδή η παραγωγή φθηνών προϊόντων και η ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα αυτά στο εξωτερικό, δοκιμάζονται από ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.

Κατ' αρχήν, ο συνδυασμός ελεύθερης οικονομίας και μονοκομματικής πολιτικής εξουσίας αρχίζει να δείχνει τις αντιφάσεις του. Στο παρελθόν, το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να καταπνίξει αντιδράσεις, να αποκλείσει ολόκληρες περιοχές, να διακόψει κάθε ροή πληροφοριών. Σήμερα οι δυνατότητες να το κάνει έχουν περιοριστεί, αν θέλει να διατηρήσει τη ροή πληροφοριών που διασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη.

Η νέα γενιά των Κινέζων εργατών δεν είναι όπως εκείνες της προηγούμενης 20ετίας, που θεωρούσαν φυσιολογική την υποχρέωσή τους να γράψουν κάθε τόσο την αυτοκριτική τους και να τη διαβάσουν δυνατά μπροστά στους συναδέλφους τους. Οι σημερινοί εργαζόμενοι, που έχουν γεννηθεί στις δεκαετίες του '80 και του '90, περιμένουν περισσότερα. Και όσο η οικονομική ανάπτυξη συνεχιζόταν με εκρηκτικούς ρυθμούς, σε κάποιο βαθμό τα έπαιρναν.

Ηδιεθνής οικονομική κρίση, όμως, απειλεί το δεύτερο σκέλος στήριξης του μοντέλου αυτού, δηλαδή τη σταθερή ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα. Σήμερα, με την Ευρώπη να παραπαίει μέσα στην κρίση του δικού της οικονομικού μοντέλου και της αυταρέσκειάς της, ενώ οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μια αναιμική και κουτσή ανάπτυξη, οι αγοραστές έχουν περιοριστεί.

Στις 15 Ιουνίου, η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου, η επίσημη εφημερίδα του κόμματος, προειδοποίησε ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας βρίσκεται σε σημείο καμπής, προέτρεψε τους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς και τόνισε ότι θα πρέπει πλέον να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση. Αυτός ο αναπροσανατολισμός και προς την εσωτερική αγορά στοχεύει τόσο στην υποκατάσταση της ανάπτυξης που προέρχεται από τις εξαγωγές όσο και στην ενίσχυση των «πελατών» της Κίνας. Επιστρέφοντας, μέσω της αύξησης της κινεζικής ζήτησης για ξένα προϊόντα, στις χειμαζόμενες ξένες αγορές μέρος του πλούτου που έχει συσσωρεύσει στο παρελθόν, η Κίνα χρηματοδοτεί εν μέρει την έξοδό τους από την κρίση και άρα την ανάκαμψη της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα.

Με ελάχιστες χώρες διεθνώς να διαθέτουν τη ρευστότητα που έχει η Κίνα, δεν είναι μόνο οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις (όπως η COSCO στην περίπτωση της Ελλάδας) που συμβάλλουν στην έξοδο από την κρίση αλλά και η αύξηση των κινεζικών εισαγωγών προϊόντων, όπως το ελληνικό ελαιόλαδο ή ο τουρισμός στην Ελλάδα. Δεδομένων των μεγεθών της κινεζικής αγοράς, μια μικρή αύξηση της κατανάλωσης εκεί μπορεί να έχει θεαματικές επιδράσεις σε μικρές οικονομίες όπως η ελληνική. Μεσοπρόθεσμα, διότι μακροπρόθεσμα καραδοκεί το φράγμα του πεπερασμένου των φυσικών πόρων.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ο παρασιτισμός και η εθνική ισχύς

Ο Αχμέντ Νταβούτογλου δεν είναι μόνο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας.
Είναι και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και με την ιδιότητά του αυτή, η αναφορά στους παράγοντες ισχύος (ή αδυναμίας) μιας χώρας στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» περιλαμβάνει τα σχεδόν αυτονόητα: ότι υπάρχουν οι σταθεροί παράγοντες ισχύος (γεωγραφία, ιστορία, δημογραφία και πολιτισμός) και οι μεταβλητοί (τεχνολογία, οικονομία, στρατιωτική δυνατότητα). Οι δεύτεροι, σαφώς αλληλένδετοι, είναι οι μόνοι που μπορούν να επηρεαστούν από μια χώρα, η οποία μόνο μέσω αυτών μπορεί να μεγεθύνει τις ευνοϊκές και να περιορίσει τις αρνητικές επιδράσεις των πρώτων.

Ολα αυτά είναι απολύτως αυτονόητα για έναν καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Το «σχεδόν» στην προηγούμενη παράγραφο αφορά την κατανόησή τους από εκείνους που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της υψηλής εθνικής στρατηγικής μιας χώρας, υπό την πρόσθετη αίρεση ότι όλες οι χώρες διαθέτουν μια τέτοια στρατηγική. Αναφέρεται ακόμα εμμέσως, πέραν των όσων συμμετέχουν ενεργά και άμεσα στην διαμόρφωση της όποιας υψηλής στρατηγικής, σε όσους συνδιαμορφώνουν το εσωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, οι οποίες σπάνια ωριμάζουν μέσα σε ένα απόλυτο κοινωνικό κενό.

Στα παραδείγματα που αναφέρει ο Νταβούτογλου περιλαμβάνεται ο Δελή Πέτρος, ο «Τρελός Πέτρος» όπως αποκαλούν οι Τούρκοι τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ άκουσε να τον περιγράφουν με το όνομα του τσάρου που, μεταξύ άλλων, εκσυγχρόνισε τη Ρωσία εισάγοντας δυτική επιστήμη και τεχνολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος πήγε την περασμένη εβδομάδα στην καρδιά και τον εγκέφαλο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, στη Σίλικον Βάλεϊ, την «Κοιλάδα του Πυριτίου», που δημιουργήθηκε γύρω από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, νοτίως του Σαν Φρανσίσκο.

Ο Μεντβιέντεφ δεν πήγε εκεί για να θαυμάσει ένα από τα τρία καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου (το πρώτο σε τομείς όπως η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Δεν αρκέστηκε να «ρωτήσει την Τζέιν» (το ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα πληροφοριών που έχει το όνομα της Τζέιν Στάνφορντ) για το πώς δημιουργείται, αναπτύσσεται και λειτουργεί ένας πόλος ανάπτυξης θετικών επιστημών και τεχνολογίας. Πήγε για να εξηγήσει και να προωθήσει το σχέδιό του για τη δημιουργία τέτοιων πόλων στη Ρωσία και για να αποπειραθεί να προσελκύσει στη χώρα του κάποιους από τους κορυφαίους δημιουργικούς ανθρώπους που χρειάζεται, για να ξεκινήσει ένα είδος ρωσικής «Σίλικον Βάλεϊ».

Εχοντας ουσιαστικά σταθεροποιήσει τη Ρωσία μετά τη χαοτική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ρωσική ηγεσία προσπαθεί τώρα να ανακτήσει κάποια από την ισχύ και την επιρροή της χώρας, δείχνοντας να το πετυχαίνει. Ομως, δεδομένων των σοβαρών αδυναμιών στους συντελεστές ισχύος της Ρωσίας και ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημογραφία με τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού και την οικονομία με τη χρόνια έλλειψη κεφαλαίων, η επόμενη πρόκληση δεν αφορά τόσο την ανάκτηση της ισχύος, αλλά τη διατήρηση αυτής που έχει ήδη ανακτηθεί.

Η ιστορία και ο πολιτισμός, δύο από τους συντελεστές ισχύος, δείχνουν στη Ρωσία τους περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται η σημερινή προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Από τον Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη ώς τον Στάλιν όλες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας επιβλήθηκαν βίαια εκ των άνω και βασίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στη διατεταγμένη μαζική χρήση της εργασίας του ρωσικού λαού (αν και όχι στο βαθμό που κάτι τέτοιο είχε γίνει στην Κίνα). Στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή η εκσυγχρονιστική μεταφύτευση δεν μπορεί να βασιστεί στην εργασία. Χρειάζεται μεταφορά των ίδιων των φορέων της γνώσης και της πληροφορίας, δηλαδή άκρως εκπαιδευμένων ανθρώπων, και τη διαμόρφωση ενός ασυνήθιστου για τον ρωσικό πολιτισμό περιβάλλοντος πολλαπλών κοινωνικών ελευθεριών που θα επιτρέπει τη διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και, μέσω αυτής, την εκκίνηση μιας αυτόνομης αναπαραγωγικής διαδικασίας.

Θεωρητικά, σε πολύ καλύτερη θέση για την ανάπτυξη του μεταβλητού παράγοντα ισχύος της επιστήμης/τεχνολογίας και κατ' επέκταση εκείνου της οικονομίας, βρίσκεται, λόγω διαφορετικού μίγματος των σταθερών παραγόντων ισχύος, η Ελλάδα. Η ανάπτυξη επιστήμης/τεχνολογίας, δηλαδή γνώσης και πληροφορίας, δεν απαιτεί τις τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου και εργασίας που χρειαζόταν η βιομηχανία του παρελθόντος (η βιομηχανία της ωμής βίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο Αλβιν Τόφλερ). Η ελληνική κοινωνική δομή επιτρέπει τη διάχυση των πάντων, πόσω μάλλον της πληροφορίας, η ελληνική δημογραφία, βοηθούμενη από τη μετανάστευση, είναι πολύ σταθερότερη της ρωσικής και οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται τόσο από την άνωθεν επιβολή. Και όμως, ακόμα και αν μια διορατική πολιτική ηγεσία προσπαθούσε να αναπτύξει αυτόν τον παράγοντα εθνικής ισχύος, πέρα από τα συνηθισμένα λόγια, μάλλον θα αποτύγχανε, χωρίς αλλαγή κάποιων στοιχείων που τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Διαχωρίζει όμως όλο και περισσότερο την εκπαίδευση από τη γνώση. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόση προσήλωση στο «χαρτί» έναντι του ουσιαστικού περιεχομένου των σπουδών. Η αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως γραφειοκρατικής προϋπόθεσης εισόδου και εξέλιξης στο Δημόσιο και η συνακόλουθη αποφυγή δυσκολότερων επιστημονικών πεδίων περιορίζουν τον αριθμό όσων θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια δημιουργική τεχνολογική διαδικασία.

Κάποιοι, σε ατομικό επίπεδο, ξεφεύγουν απ' αυτούς τους περιορισμούς, ξεγλιστρούν από τις κομματικές βδέλλες που λυμαίνονται τα ελληνικά πανεπιστήμια ή έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι, συνήθως, η πλήρης απαξίωσή τους σε μια κοινωνία που δεν χρειάζεται τα προσόντα τους, έχοντας εγκαταλείψει κάθε δημιουργική προσπάθεια περιοριζόμενη στην απλή πώληση και υποστήριξη της τεχνογνωσίας των άλλων ή η αναζήτηση (και εύρεση) δημιουργικής εργασίας στο εξωτερικό.

Η ελληνική οικονομική κρίση, στην πραγματικότητα κρίση των περισσότερων προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, στρέφει την προσοχή στους Ελληνες επιστήμονες (όχι με την ελληνική έννοια που αναφέρεται απλώς σε όποιον έχει πάρει ένα χαρτί από κάποιο πανεπιστήμιο) που μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Δεν είναι κάτι που ξεκίνησε τώρα, αλλά απλώς τώρα αρχίζει να γίνεται περισσότερο αντιληπτό, αν και παραμένει σχετικά σταθερό.

Με όλα αυτά,σε κάποια αναλογία με τη Ρωσία, καθώς η ελληνική οικονομία κάποτε θα βγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τη σημερινή φάση της σταθεροποίησης, η ελληνική κοινωνία θα χρειαστεί να αναζητήσει τη φάση της ανάκτησης, της διατήρησης και της ανάπτυξης της ισχύος της. Καθώς δεν έχει την παράδοση της αφ' υψηλού τσαρικής επιβολής, θα χρειαστεί να αποβάλει με τις δικές της εσωτερικές ζυμώσεις τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της από το παρελθόν. Δύσκολο, οδυνηρό, ενδεχομένως και αιματηρό.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Πολιτική βλακεία και η τουρκική εξαίρεση

Το Ισραήλ είναι μια συμπυκνωμένη χώρα, όπου όλα όσα εντοπίζονται σε άλλες περιοχές παρουσιάζονται εντονότερα, σε μια κατάσταση «εβαπορέ».
Δεν είναι μόνο η φυσική συμπίεση των κατοίκων του σε ένα ασφυκτικά μικροσκοπικό κομμάτι γης, που και από μόνη της θα αρκούσε για την εκδήλωση συλλογικών νευρώσεων. Είναι και η πυκνότητα της αίσθησης διαρκούς υπαρξιακής απειλής, η μετατραυματική απομόνωση και διόγκωση τμημάτων της Ιστορίας, η διαρκής ανασφάλεια της ταυτότητας και πολλά άλλα που συναντώνται και σε άλλες χώρες αλλά συχνά ξεφεύγουν της παρατήρησης. Εκεί παίρνουν συχνά θηριώδεις διαστάσεις που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Για παράδειγμα, η τραγική ανικανότητα των κοινωνιών να παράγουν πλέον τις πολιτικές ηγεσίες που απαιτεί η αντιμετώπιση των σύγχρονων μετασχηματικών προκλήσεων εκεί παρατηρείται όχι απλώς διά γυμνού οφθαλμού, αλλά και από απόσταση χιλιομέτρων. Το αποτέλεσμα της αμήχανης εμμονής σε καταστροφικά εξαρτημένα ανακλαστικά και του συνδυασμού βρωμερής διαφθοράς και καθαρής βλακείας στην εξουσία έχει στην κυριολεξία θανατηφόρα αποτελέσματα σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας, όπως στην περίπτωση του πολέμου στον Λίβανο, της τελευταίας εισβολής στη Γάζα και της πρόσφατης, ηλίθιας έμπνευσης και εκτέλεσης, επίθεσης στον «Στολίσκο της Ελευθερίας».

Η αυτοκαταστροφική ανικανότητα δεν είναι όμως αποκλειστικό προνόμιο της σημερινής ισραηλινής πολιτικής τάξης και της παγιδευμένης στην έλλειψη σοβαρών πολιτικών επιλογών ισραηλινής κοινωνίας, απλώς αλλού τα αποτελέσματα διαχέονται, βρίσκονται σε μεγαλύτερη αραίωση και έτσι επιτρέπουν ακόμα τη διατήρηση κάποιων (όλο και λιγότερων) ψευδαισθήσεων. Στη φάση αυτή βρίσκονται οι κοινωνίες που αποκοιμήθηκαν για να χωνέψουν το πρόσφατο φαγοπότι και αρχίζουν μόλις τώρα να ξυπνάνε από τα σκουντήματα του γκαρσονιού που φέρνει τον λογαριασμό και να τσακώνονται απλώς για το ποιος θα τον πληρώσει. Στη φάση αυτή της ζαλισμένης μετάβασης από το όνειρο στην πραγματικότητα, κάποιοι έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Είτε διότι ουδέποτε παράφαγαν για να αποκοιμηθούν, είτε διότι το μαγαζί τους είναι γωνιακό και συγχωρεί τα λάθη τους.

Στην Τουρκία, η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Η αναντιστοιχία κοινωνίας και πολιτικής εκπροσώπησης δεν έγινε ξαφνικά αντιληπτή, φωτισμένη από τους προβολείς μιας δομικής κρίσης, όπως αλλού. Προέκυψε σταδιακά ακολουθώντας γνήσιες και εκτεταμένες εσωτερικές κοινωνικές αλλαγές που βρήκαν σταδιακά την πολιτική τους έκφραση. Γνήσιες κοινωνικές αλλαγές και όχι επιφανειακές και πρόσκαιρες του τύπου δημιουργίας τάξης κομπιναδόρων αεριτζήδων παρά τω πολιτικώ συστήματι, όπως αλλού. Κρίσεις υπήρξαν και υπάρχουν, αλλά ήταν και είναι οι φυσιολογικές δονήσεις μιας ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής, συχνά οδυνηρές αλλά όχι συντριπτικές. Αποτέλεσμα είναι η σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας να χαρακτηρίζεται από κάποιους «επαναστατική», έστω και αν ο χαρακτηρισμός αυτός συνοδεύεται από πολλές επιφυλάξεις. Το βέβαιο είναι ότι σε τίποτα δεν θυμίζει την ασφυκτικά παγιδευμένη στους περιορισμούς της ισραηλινή πολιτική ηγεσία ή, τηρουμένων των αναλογιών, το πολιτικό διαχειριστικό προσωπικό της Ευρώπης.

Επιπλέον, το «μαγαζί» είναι όντως «γωνιακό» και όχι μόνο στις ονειρώξεις των ιδιοκτητών του. Ακόμα περισσότερο, η αξία του έχει ανέβει, όπως στις περιπτώσεις όσων βρέθηκαν κοντά σε νέους σταθμούς του μετρό. Διότι στην πάντα επίκαιρη γεωγραφική διαμεσολάβηση Δύσης-Ανατολής, προστίθεται τώρα η πολιτισμική διαμεσολάβηση Δύσης - Ισλάμ.

Τροχοπέδη και πλεονέκτημα, το οθωμανικό ιμπεριαλιστικό παρελθόν. Το «γνωριζόμαστε» του Νταβούτογλου έχει διπλή ανάγνωση. Και, μέχρι πριν από λίγο καιρό, στον αραβικό κόσμο, όπου είχαν φθάσει οι τουρκικοί στρογγυλοί μιναρέδες δίπλα στους τετράγωνους αραβικούς, η «γνωριμία» είχε αφήσει άσχημη γεύση.

Πριν από λίγους μήνες, οι απεσταλμένοι της «Ελευθεροτυπίας» και του «Ε» στη Λωρίδα της Γάζας, Ντίνα Βαγενά και Γιάννης Μπογιόπουλος, μετέδιδαν ως μοναδικοί ανεξάρτητοι Δυτικοί αυτόπτες μάρτυρες τα αποτελέσματα της προσφοράς του Ισραήλ στο ξεπέρασμα της δυσπιστίας ανάμεσα στο Ισλάμ και την Τουρκία: τη θάλασσα από τουρκικές σημαίες που υποδέχονταν στο πέρασμα της Ράφα, ανάμεσα στη Λωρίδα της Γάζας και την Αίγυπτο, την καπελωμένη από τους Τούρκους αποστολή διεθνούς βοήθειας στους έγκλειστους Παλαιστινίους.

Πριν από λίγες μέρες, στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου, η ισραηλινή συνεισφορά στα σχέδια της Τουρκίας ήταν τόσο απλόχερη, που ο μόνος τρόπος να μην επιβεβαιώνει τις χειρότερες εκτιμήσεις για την ποιότητα όσων παίρνουν τις αποφάσεις στο Ισραήλ είναι να υποτεθεί ότι το τακτικό φιάσκο αποτελούσε στρατηγική επιλογή οικοδόμησης του προφίλ της Τουρκίας, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στον ισλαμικό κόσμο απωθώντας άλλες δυνάμεις.

Τέτοια μακιαβελική ευστροφία, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί, δύσκολα ταιριάζει με τη γενική εικόνα της σημερινής ισραηλινής πολιτικής ηγεσίας. Ακόμα και μετά τη διανοητικά καταστροφική οκταετία Μπους, πιο εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς την ύπαρξη ενός τέτοιου σχεδίου των ΗΠΑ που, χτίζοντας το προφίλ της Τουρκίας, πετυχαίνουν με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια:

1 Ασκούν, μέσω Τουρκίας, στο Ισραήλ πιέσεις που για εσωτερικούς λόγους αποφεύγουν να ασκήσουν απευθείας οι ίδιες.

2 Δημιουργούν τις προϋποθέσεις προώθησης μιας ισχυρής, μετριοπαθούς και σχετικά συνεννοήσιμης χώρας σε ηγετική θέση στον ισλαμικό κόσμο.

3Ενισχύουν τα επιχειρήματά τους για την προώθηση της χώρας αυτής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, η κοινή πρόταση Τουρκίας - Βραζιλίας για τα πυρηνικά του Ιράν, ακολουθούμενη από την αρνητική ψήφο των δύο αυτών χωρών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κόντρα στις θέσεις των ΗΠΑ, ήταν σημαντική για τα σκέλη 1 και 2. Το ότι ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, είχαν λάβει από τις 20 Απριλίου επιστολή του Μπαράκ Ομπάμα που περιέγραφε την ατελέσφορη παλαιότερη προσπάθεια των ΗΠΑ για μεταφορά του ιρανικού εμπλουτισμένου ουρανίου στο εξωτερικό με αντάλλαγμα την ελεγχόμενη παροχή πυρηνικών καυσίμων, κάτι που τελικά συμφώνησαν η Τουρκία και η Βραζιλία με το Ιράν για να απορριφθεί από τις ΗΠΑ, ενισχύει τις υποθέσεις περί αμερικανικού σχεδίου, παρά τις διαψεύσεις της Ουάσιγκτον.

Οι δηλώσεις που έκανε την περασμένη Παρασκευή ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση επειδή η Ευρώπη αρνείται να της προσφέρει ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική, μπορεί κάλλιστα να εντάσσονται στο σκέλος 3.

Αν ισχύουν όλα αυτά, σημαντικό είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι σχεδιασμοί έχουν λάβει υπόψη τους ένα στοιχείο που μοιράζονται οι απόγονοι πρώην αυτοκρατοριών (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τουρκία και η Βρετανία) στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν κάποια από την παλαιά επιρροή, πέραν της ικανότητας να συνδέουν κάποια από τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας έτσι και την ανοχή στην επιδίωξη κάποιων από τα υπόλοιπα.

Διότι αν ο Ρόμπερτ Γκέιτς έβλεπε ξεκάθαρα τις ομοιότητες της Τουρκίας με τη νησιωτική χώρα όπου μια εφημερίδα («Τάιμς») έγραφε κάποτε πως «επικρατεί κακοκαιρία στη Μάγχη, η Ευρώπη αποκλεισμένη» από τη Βρετανία, θα λάμβανε υπόψη του την τουρκική οπτική, ότι δεν είναι η Τουρκία που απομακρύνεται από τη Δύση αλλά η Δύση από την Τουρκία.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το πάθεις

Σπάνια έχει κανείς την «ευκαιρία» να δει τόσο γρήγορα, τόσο ξεκάθαρα και κραυγαλέα παραδείγματα των ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών που περιγράφει.
Ακόμα πιο σπάνια είναι η «τύχη» να βρίσκεται «στην καρδιά των γεγονότων», εκεί που το παράδειγμα κοχλάζει, απειλώντας τον ίδιο τον παρατηρητή, όπως η έκρηξη ενός ηφαιστείου τον ηφαιστειολόγο που είχε την τύχη να βρεθεί (αλλά και την ελπίδα να μη μείνει) επί τόπου.

Οι τεκτονικές μετακινήσεις που απομακρύνουν την ανθρωπότητα από τη μακροχρόνια φάση της ευρωπαϊκής ή της ευρωπαϊκής διασύνδεσης (βλέπε αμερικανικής) επικυριαρχίας γίνονται πλέον αισθητές στο πετσί ακόμα και των μη ειδικών, ακόμα και εκείνων που ουδέποτε άκουσαν τα περί μεταφοράς του παγκόσμιου κέντρου βάρους από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό ωκεανό.

Στη φάση τής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μετακίνησης του παγκόσμιου κέντρου βάρους δυτικότερα στον Ατλαντικό, στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο περίμεναν τον θείο από την εξιδανικευμένη Αμερική να φέρει τα λυτρωτικά δολάρια ή τη θεία από το Σικάγο, που θα καλοπάντρευε τις ανιψιές, ενώ τα λαϊκά τραγούδια μιλούσαν ακόμα για την πίκρα στις φάμπρικες και στα ανθρακωρυχεία της Ευρώπης.

Σήμερα, τη θέση του «θείου από την Αμερική» έχει πάρει ο «καπετάνιος» της Cosco από την Κίνα, και εκείνη του μετανάστη εργάτη στα εργοστάσια της Γερμανίας και στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, ο μετανάστης γιατρός στα νοσοκομεία του βρετανικού ΕΣΥ και ο κάθε λογής επιστήμονας στην κοσμογονία που γίνεται στην Αραβική Χερσόνησο και στον Περσικό Κόλπο. Διότι, κοιτάζοντας τα πράγματα από την Ευρώπη, το παγκόσμιο κέντρο βάρους έχει μεταφερθεί ανατολικότερα. Και αν κάποιου η πυξίδα δεν λειτουργεί, παρά τα αλλεπάλληλα σκουντήματα, το ταρακούνημα της οικονομικής κρίσης δεν μπορεί παρά να την ξεκολλήσει, έστω και αν ο τρόπος ανάγνωσής της συχνά παραμένει προσκολλημένος στους όρους τού σε αποδρομή παρελθόντος.

Δεν είναι, όμως, μόνον η οικονομική κρίση -και το γεγονός ότι πλήττει κυρίως τις ΗΠΑ και την Ευρώπη- που σηματοδοτεί και εκφράζει το σταδιακό πέρασμα στον νέο διεθνή καταμερισμό ισχύος. Είναι και το κλείσιμο της σύντομης φάσης της μονοκρατορίας των ΗΠΑ, η εμφανής πλέον αντικατάσταση του μονοπολικού αμερικανοκεντρικού συστήματος από το από μακρού προβλεπόμενο (και για πολλούς προσδοκώμενο) πολυ-πολικό, την έλευση του οποίου δεν κατάφερε να εμποδίσει η μπουνταλάδικη (ευγενικός ο όρος) προσπάθεια της κυβέρνησης Μπους για την ενίσχυση της αμερικανικής επικυριαρχίας.

Πριν από μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητη η από κοινού αμφισβήτηση της αμερικανικής πολιτικής για το Ιράν εκ μέρους της Τουρκίας και της Βραζιλίας, με την πρωτοβουλία Ερντογάν - Λούλα για τα ιρανικά πυρηνικά καύσιμα. Μια πρωτοβουλία που εγγράφει υποθήκες για την ανέγερση δύο επί μέρους πόλων, αυτού της Τουρκίας, αλλά και, μέσω Βραζιλίας, του ευρύτερου πόλου των BRIC, δηλαδή των ανερχόμενων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας, που εκπροσωπούν όλες τις ηπείρους, εκτός από την Αφρική και την Ωκεανία (αν και η Αυστραλία αναζητά ήδη τον ρόλο της ανάμεσά τους).

Την ώρα που, με τη βοήθεια της ελληνικής οικονομικής κερκόπορτας και την υποβοήθηση από τη σχεδόν αυτιστική έκφραση των γερμανικών εθνικισμών, η Ευρώπη αυτοκτονεί, τη θέση της ευρωπαϊκής επιρροής, της παγκόσμιας επικυριαρχίας του δυτικού πολιτισμού, που θεωρείται ότι ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, παίρνει σταδιακά ένας άλλος πολιτισμός, εξίσου παλιός, αν όχι παλιότερος, με αδιάλειπτη εξέλιξη 5.000 ετών στην Ασία, ο οποίος προκαλεί σταδιακά όλο και περισσότερες προσαρμογές διεθνώς και εγκαινιάζει μια αλλαγή ιμπεριαλιστή στην ιστορία του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.

Με την επιτάχυνση του χρόνου στον 21ο αιώνα, η πηγή του παλιού διεθνούς πολιτισμικού καθεστώτος, η Ευρώπη, βλέπει να περνάει εξαιρετικά γρήγορα, ακόμα και μέσα σε μία γενιά, η φάση που η Ελλάδα έζησε επί αιώνες. Η περίοδος δηλαδή κατά την οποία ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (όπως κάποτε ο ελληνικός) και η διεθνής επιρροή του μεταλαμπαδεύτηκε και εξαπλώθηκε μέσω των ΗΠΑ (όπως κάποτε μέσω Ρώμης ή, αργότερα, στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση). Η αυτάρεσκα αυτιστική Ευρώπη, εκτός ενδεχόμενων επαναστατικής κλίμακας εκπλήξεων, δείχνει ανίκανη να αντιδράσει.

Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση εκκίνησης για την αναζήτηση και διατήρηση σημαντικής θέσης στον νέο χάρτη των παγκόσμιων «πόλων». Αυτό, όμως, προϋποθέτει την ακόμα μεγαλύτερη πολιτισμική αποστασιοποίηση από τις ευρωπαϊκές καταβολές, την αναζήτηση μιας νέας fusion πολιτισμικής ταυτότητας, σε μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια και επιταχύνεται συνεχώς, μετακινώντας το κέντρο βάρους των ΗΠΑ από τη στραμμένη προς τον Ατλαντικό και την Ευρώπη Ανατολική Ακτή προς τη Δυτική Ακτή του Ειρηνικού, με το Σαν Φρανσίσκο και το Σιάτλ να γίνονται σημαντικότερα από τη Νέα Υόρκη. Την ίδια πορεία που σαρώνει την παράδοση πολιτικής κυριαρχίας των WASP (Λευκοί, Αγγλοσάξονες, Προτεστάντες) στην Ουάσιγκτον με την εκλογή ενός Αφρο-Αμερικανού από τη Χαβάη (Ειρηνικός) στην προεδρία, που δείχνει να έχει αναλάβει αυτόν ακριβώς τον ρόλο, την ομαλότερη κατά το δυνατόν διαχείριση αυτής της μεταβατικής φάσης.

Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά fusion Ανατολής και Δύσης, Ευρώπης και Ασίας, που ιστορικά διαθέτει η Ρωσία, όχι μόνο την κρατούν και αυτή στο παιχνίδι, αλλά και αρχίζουν να της δίνουν την αυξημένη αυτοπεποίθηση που χρειάζεται όχι μόνο για να εναντιωθεί στις ΗΠΑ (π.χ. Γεωργία και αναστροφή των «χρωματιστών» επαναστάσεων) αλλά και για να συνταχθεί κατά περίπτωση με την αμερικανική πολιτική, όπως τις τελευταίες μέρες με το Ιράν. Και, με πασιφανείς πλέον τις ξεροκέφαλες γερμανικές αγκυλώσεις, να ξεκινήσει εκστρατεία γοητείας προς την Ευρώπη, όπως το τελευταίο διάστημα προς την Πολωνία, για να ξεπεράσει τις ιστορικές αντιστάσεις απέναντι σε έναν ρωσικό ρόλο στην Ευρώπη.

Ανθιστάμενη στο δικό της ουσιαστικό εσωτερικό fusion, δέσμια εθνικιστικών ανασφαλειών και ιδεολογικών ναρθήκων πάσης φύσεως, η Ευρώπη δείχνει παραιτημένη στην παρακμιακή πορεία που την οδηγεί, όχι και τόσο μακροπρόθεσμα, στη θέση που μέχρι πρότινος είχαν οι πολιτισμικοί (άρα πολιτικοί και οικονομικοί) υποτελείς της. Κάτι ενδεχομένως αντικειμενικά δίκαιο, αν και μάλλον ελάχιστοι Ευρωπαίοι θα αποδεχθούν ως δίκαιη την κατάστασή τους.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Η μαστούρα της μεταπολίτευσης συναντά την πραγματικότητα

Ηταν μια Δευτέρα του 1981.
Πριν από λίγες ώρες είχε ανακοινωθεί το αποτέλεσμα των εκλογών που έφεραν για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Συνηθισμένο γεγονός, ένα μοτοποδήλατο με έναν νεαρό γενειοφόρο στο τιμόνι πήγαινε ανάποδα σε κάποιο μονόδρομο. Λίγο πιο ασυνήθιστη η αντίδρασή του στο βλέμμα αποδοκιμασίας: «Αυτά που ξέρατε ώς τώρα να τα ξεχάσετε. Από σήμερα έχουμε δημοκρατία»!

Καθυστέρησα λίγο να καταλάβω ότι κάποιος -προφανώς όχι ο μοναδικός- θεωρούσε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας καταπιεστικό μηχανισμό της «επάρατης Δεξιάς», από το αφόρητο βάρος του οποίου τον λύτρωνε το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης μέρας. Δικαιολογημένη ίσως η καθυστέρηση της αντίληψης, καθώς, αν και η είσοδός μου στη δημοσιογραφία συνέπεσε με τη μεταπολίτευση, το 1974, τα αναπόφευκτα συναισθηματικά κατάλοιπα μιας εφηβείας τραυματισμένης από τη χούντα και μιας μετεφηβείας θαμπωμένης από τη λάμψη των μεταπολιτευτικών ελπίδων δεν είχαν ακόμα επιτρέψει την αναγκαία αποστασιοποίηση που θα οδηγούσε στην πλήρη συνειδητοποίηση της διευρυνόμενης απόστασης που, από ένα σημείο και μετά, άρχισε να χωρίζει την ελληνική κοινωνία -και μάλιστα τα πλέον αθώα τμήματά της- από την πραγματικότητα.

Στην πρώιμη μεταπολιτευτική εποχή της αθωότητας (και της αφέλειας) η λέξη «λαμόγια» δεν ήταν ακόμα ιδιαίτερα γνωστή. Ακόμα και αργότερα, μέχρι σήμερα, συνδέθηκε περισσότερο με τα οικονομικά αδηφάγα κοράκια που λυμαίνονται το δημόσιο (κυρίως) χρήμα. Δεν αναγνωρίστηκε εγκαίρως η λαμογιά αυτών που λυμαίνονταν με άλλους, λιγότερο οικονομικά χυδαίους, τρόπους την ελληνική κοινωνία, αυτούς που άρπαξαν την ανακούφιση της μεταπολίτευσης για να ελέγξουν, να πνίξουν, να συντρίψουν μια ολόκληρη κοινωνία ώστε να χωρέσει στα κλουβιά του αρμέγματος. Και ακριβώς αυτή η έλλειψη αναγνώρισης επέτρεψε την παράκαμψη κάθε άμυνας, διέστρεψε τα πάντα και οδήγησε την ελληνική κοινωνία να διευρύνει σε χάος την απόσταση που τη χώριζε από τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Και, φυσικά, διευκόλυνε τα αναγνωρισμένα οικονομικά λαμόγια να κάνουν τη δουλειά τους, προσφέροντας στα άλλα, τα πολύ πιο επικίνδυνα, τον απαραίτητο αντιπερισπασμό.

Διότι, «λαμόγια» άφησαν τον νεαρό με το μηχανάκι να πιστεύει ότι ο ΚΟΚ που, για κάποιο λόγο, εκείνος βίωνε ως ιδιαιτέρως καταπιεστικό δεν είχε θέση στη δημοκρατία. Και δεν φταίνε μόνον εκείνοι που επέτρεψαν σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας να πιστεύει ότι «δημοκρατία έχουμε, ό,τι θέλουμε κάνουμε». Φταίνε αυτοί που σκοπίμως ποτέ δεν φρόντισαν να της εξηγήσουν τι ακριβώς σημαίνει «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» για να εκμεταλλευτούν την άγνοιά της χαϊδεύοντας θεμιτά και αθέμιτα συμφέροντα, ανάγκες και απωθημένα. Εκείνοι που, γνωρίζοντας ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», βύθιζαν μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας στη βαρειά μαστούρα της δικής τους πίστης. Ολοι εκείνοι που, σωστά μεν, διαβεβαίωναν πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», απέφευγαν όμως να ενημερώσουν για το κόστος της μετάβασης, πόσω μάλλον για τις δυσκολίες της διαδρομής. Οσοι διά πράξεων ή παραλείψεων, κατέστησαν «αυτονόητες» συμπεριφορές βασισμένες στη βολική αντίληψη ότι κάθε πρόβλημα λύνεται απλώς με μια διαδήλωση και μια συναυλία ή ότι το κλείσιμο κάποιου δρόμου αποτελεί πλουτοπαραγωγική δραστηριότητα που εντάσσεται στον ετήσιο προϋπολογισμό.

Χειρότεροι απ' όλους, εκείνοι που, ενώ είχαν γνώση της πραγματικότητας σε έναν κόσμο όπου μια χώρα αποτελεί κόκκο άμμου, όχι μόνον απέφυγαν να ενημερώσουν οι ίδιοι την ελληνική κοινωνία, αλλά φρόντισαν να ξεσκίσουν οποιονδήποτε προσπαθούσε να το κάνει. Εκείνοι που ερμήνευσαν τον κόσμο με όρους δικαίου και αδίκου, αποφεύγοντας όμως επιμελώς να περιγράψουν την πραγματικότητά του. Ακόμα χειρότεροι, εκείνοι που καλλιέργησαν την άποψη ότι ο πολίτης είναι ανεύθυνος, ότι ακόμα και για τις ατομικές πράξεις που τραυματίζουν βάναυσα την κοινωνία ευθύνεται κάποια νεφελώδης μεταφυσική οντότητα και ότι η κοινωνία δεν έχει ευθύνη και δεν καταβάλλει το τίμημα για τις επιλογές της.

Οσοι δεν ενημέρωσαν εγκαίρως την κοινωνία ότι οι κερδοσκόποι ανέκαθεν αποτελούσαν και αποτελούν μέρος του τοπίου, ότι οι παροχές είναι προσωρινές όταν προέρχονται από δανεικά, ότι η παραγωγή χρήματος δεν είναι απλώς θέμα τυπογραφείου, ότι, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα παραμύθια, στον πραγματικό κόσμο δεν επιβραβεύονται πάντα η αρετή και το δίκαιο. Και, βέβαια, εκείνοι που δεν εξήγησαν τη διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο και στο υστερόβουλο ατομικό συμφέρον.

Λαμόγια είναι όλοι εκείνοι που στέρησαν από την ελληνική κοινωνία το δικαίωμα της επιλογής, στερώντας της τις πληροφορίες εκείνες που θα της επέτρεπαν να αποφασίσει με βάση την πραγματικότητα και στέλνοντάς τη χωρίς χάρτες σε δύσκολη πορεία σε κακοτράχαλο έδαφος. Και, βέβαια, όσοι υποσχέθηκαν να πολεμήσουν μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος των άλλων.

Τεράστια η ευθύνη και όσων ήξεραν και δεν ενημέρωσαν. Των δημοσιογράφων που δεν σιτίζονταν από τα πρυτανεία των κομμάτων και του κομματικού κράτους και δεν μαστούρωναν ψέλνοντας μέσα στα θυμιάματα των όποιων ιδεολογικών εκκλησιών. Οσων από εμάς που, αν και ελεύθεροι από συναισθηματικές παρωπίδες και μεταφυσικές αναπηρίες, φοβηθήκαμε να αντιμετωπίσουμε το στραβοκοίταγμα του συναδέλφου μας στο διπλανό γραφείο, αισθανθήκαμε αδύναμοι απέναντι στον πόλεμο των κομματικών στρατών και την αντίδραση μιας κοινωνίας που επιλέγει να πιστεύει το ψέμα της προπαγάνδας, καθώς αυτό μπορεί να χτιστεί και να προσαρμοστεί στα συμφέροντα και τις προκαταλήψεις της, ενώ απορρίπτει τη δυσάρεστη αλήθεια που δεν πλάθεται.

Το σπάσιμο του παραμορφωμένου κουκουλιού, που χτίστηκε μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτο. Η διαρκής σύγκρουσή του με την πραγματικότητα καθιστούσε αναπόφευκτη μια κρίση σαν την τρέχουσα. Οι διαχειριστές της κρίσης, αυτοί που έτυχε να μείνουν όρθιοι τη δεδομένη στιγμή στο παιχνίδι με τις «μουσικές καρέκλες», έχουν περιορισμένες επιλογές, τύπου προσφυγής σε «πακέτα σωτηρίας» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, κήρυξης στάσης πληρωμών, αναδιάταξης του χρέους ή μετατροπής της Ελλάδας σε περίκλειστη από τσιμεντένια πολυβολεία Αλβανία του Εμβέρ Χότζα.

Τίποτα απ' αυτά δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση, παρά μόνο να κερδίσει, περισσότερο ή λιγότερο, χρόνο. Μέχρι να ολοκληρωθεί και να εκφραστεί καθαρτήρια η ήδη διαφαινόμενη συνειδητοποίηση εκ μέρους της κοινωνίας που τροφοδοτεί την οργή κατά του συνόλου του πολιτικού συστήματος και όχι μόνο κατά των κομμάτων εξουσίας.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Η Γερμανία, ο Κατσίνσκι, η Ρωσία και το ΔΝΤ

Η συμφωνία για τη στήριξη της Ελλάδας από τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ.
Η ανατροπή της κυβέρνησης στην Κιργιζία. Η πτώση του αεροσκάφους του προέδρου της Πολωνίας, Λεχ Κατσίνσκι, στη Ρωσία. Η υπογραφή στην Πράγα της συμφωνίας ΗΠΑ - Ρωσίας για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων. Η έναρξη κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Νορντ Στριμ. Οι Γερμανοί στρατιώτες στο Αφγανιστάν που σκότωσαν την περασμένη εβδομάδα κατά λάθος πέντε Αφγανούς στρατιώτες... Μερικά γεγονότα που δεν είναι καθόλου άσχετα μεταξύ τους, ιδίως όταν προστίθεται σ' αυτά η συγκολλητική ουσία της έλλειψης σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν, να απορροφήσουν, να ελέγξουν και να εκφράσουν βαθειές συναισθηματικές φορτίσεις.

Η κατάρρευση του διεθνούς περιβάλλοντος, που δημιούργησε η λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και διατήρησε η κατάψυξη του Ψυχρού Πολέμου ξεκίνησε πριν από 25-30 χρόνια. Ισως όχι και τόσο περίεργο είναι το γεγονός ότι στο επίκεντρο της σημερινής, δεύτερης μεταβατικής φάσης, βρίσκονται οι ίδιες χώρες που πρωταγωνίστησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: η Γερμανία και η Ρωσία, με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις να αντιδρούν στη δυναμική που αυτές δημιουργούν και κάποιες, όπως η Ελλάδα στην παρούσα φάση, να προσφέρονται παρανάλωμα στον ρόλο του καταλύτη, όπως στη δεκαετία του 1930 η Τσεχοσλοβακία και, εν τέλει, η Πολωνία.

Στις 19 Μαρτίου, στο Βερολίνο, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δήλωσε ξεκάθαρα αυτό που πριν από είκοσι χρόνια προκαλούσε ανατριχίλα στη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Φρανσουά Μιτεράν: «Τη δεκαετία του '90, μετά την επανένωση (της Γερμανίας) όλοι οι Ευρωπαίοι είπαν ότι η Γερμανία θα έπρεπε, επιτέλους, να γίνει μια φυσιολογική χώρα... Σήμερα η Γερμανία είναι μια φυσιολογική χώρα και μερικοί εξακολουθούν να μην είναι ευχαριστημένοι...»

Οπως κάθε «φυσιολογική» χώρα, η Γερμανία φροντίζει πλέον το συμφέρον της, όπως το βλέπει η ίδια, αντί να προσπαθεί συνεχώς να εξιλεωθεί για το παρελθόν της, με τον ίδιο τρόπο που στέλνει πλέον γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν ή αλλού, αντί να εξορκίζει οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίσει τον γερμανικό μιλιταρισμό.

Η ελληνική κρίση ήρθε, ίσως, λίγο πρόωρα. Σε συνδυασμό με την ευρύτερη διεθνή οικονομική κρίση, ανάγκασε τη Γερμανία να δείξει το νέο «φυσιολογικό» πρόσωπο πριν να είναι πλήρως έτοιμη να προβάλει την οικονομική της αποτελεσματικότητα, όχι πλέον ως υποστήριγμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά ως οδοστρωτήρα που θα της εξασφαλίσει την ασφάλεια ενός οικονομικού «Lebensraum», αντί του φυσικού που αναζητούσε κάποτε ο γερμανικός εθνικισμός - αντίδοτο στην ιστορική ανασφάλεια μιας στρατηγικά εκτεθειμένης θέσης στο μέσον της μεγάλης ευρωπαϊκής πεδιάδας, ανάμεσα σε δυνάμεις όπως η Γαλλία από τη μία και η Ρωσία από την άλλη.

Παρόμοια γεωγραφική συγκυρία, η εκτεθειμένη θέση στην πεδιάδα ανάμεσα σε δύο κατ' επανάληψη επιθετικές δυνάμεις, τη Γερμανία και τη Ρωσία, τροφοδοτεί τη μόνιμη αγωνία της Πολωνίας και τον συνακόλουθο πολωνικό εθνικισμό (μόνιμο σύμπτωμα και αποτέλεσμα της ανασφάλειας) που εξέφραζε στη φάση αυτή ο πρόεδρος της Πολωνίας, Λεχ Κατσίνσκι. Ηδη στην Πολωνία, εν μέσω θύελλας θεωριών συνωμοσίας, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί από πιθανό ώς βέβαιο ότι για δεύτερη φορά στο ίδιο μέρος, στο Κατίν, η Ρωσία εξόντωσε την πολωνική πατριωτική ελίτ, που θα μπορούσε να αντισταθεί στα μελλοντικά της σχέδια κατά του πολωνικού λαού. Κάποιοι θυμούνται ακόμα και μέχρι τώρα ανεξιχνίαστη πτώση στο Γιβραλτάρ του αεροσκάφους που μετέφερε τον πρόεδρο της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στρατηγό Σικόρσκι, μαζί με τη θεωρία ότι επρόκειτο για δολοφονία, προκειμένου να απομακρυνθεί ένα σημαντικό εμπόδιο στο μεταπολεμικό «ξεπούλημα» της Πολωνίας στην ΕΣΣΔ.

Η σταδιακή μετατροπή της Γερμανίας σε «φυσιολογική» χώρα δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τη βιωματικά εδρασμένη ανησυχία της Πολωνίας, ιδίως αν συνδυαστεί με τη σταθερή σύσφιγξη των σχέσεων του Βερολίνου με τη Μόσχα, που ξύνει τους πολωνικούς εφιάλτες. Η σύμπτωση, στις 9 Απριλίου, της επίσημης τελετής έναρξης κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Νορντ Στριμ που μεταφέρει, μέσω της Βαλτικής, φυσικό αέριο από τη Ρωσία απευθείας στη Γερμανία παρακάμπτοντας όχι μόνο την Ουκρανία και τις χώρες της Βαλτικής, αλλά και την Πολωνία, κάθε άλλο παρά βοηθά στον κατευνασμό των πολωνικών φόβων και ανησυχιών για έναν νέο γερμανο-ρωσικό άξονα.

Οι φόβοι αυτοί ενισχύονται από την όλο και μεγαλύτερη επίδειξη αυξανόμενης ρωσικής αυτοπεποίθησης. Μόλις την περασμένη εβδομάδα η Ρωσία έδειξε, στην περίπτωση της Κιργιζίας, ότι είναι και αυτή πλέον σε θέση να υποθάλπει «χρωματιστές» επαναστάσεις, λίγο καιρό από τότε που πέτυχε την ακύρωση των αποτελεσμάτων της αμερικανόπνευστης «χρωματιστής» επανάστασης στην Ουκρανία.

Το γεγονός ότι στην υπόθεση της «ελληνικής κρίσης» η Πολωνία ήταν μάλλον υποστηρικτική στις θέσεις της Γερμανίας για σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα και γενικά απέναντι στους παραβάτες της δημοσιονομικής πειθαρχίας βασίζεται σε μια ευαίσθητη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στις πάγιες ευαισθησίες της Πολωνίας και τον συγκυριακό προσανατολισμό της προς τον οικονομικό φιλελευθερισμό, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων οικονομικού δαρβινισμού που περιλαμβάνει. Ο θάνατος του Κατσίνσκι και οι προεδρικές εκλογές που θα ακολουθήσουν μπορεί να πυροδοτήσουν μια αλλαγή αυτής της ισορροπίας.

Μπορεί στην Πολωνία η ανασφάλεια, άρα και ο εθνικισμός, να είναι πιο έντονα. Ομως, η νεοπαγής «φυσιολογική» αυτοπεποίθηση της Γερμανίας και η σχέση της με την επίσης αυξανόμενη «αυτοπεποίθηση» της Ρωσίας προκαλούν ρίγη ανησυχίας και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Κλασική αντίδραση, η αναθέρμανση, ύστερα από μια περίοδο στην κατάψυξη, επιθυμιών για ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στην Ευρώπη ως εγγύηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το ΔΝΤ είναι ένας «αμερικανοκρατούμενος» θεσμός.

Στη φάση αυτή η Γερμανία είναι ίσως ανέτοιμη να ξεσηκώσει περισσότερες ευρωπαϊκές ανησυχίες. Στη λογική αυτή κάποιος συμβιβασμός στο θέμα της «ελληνικής κρίσης» μπορεί να συνδυαστεί με την αναγνώριση ευρωπαϊκού ρόλου για το ΔΝΤ. Οχι τόσο με την έννοια της σκληρής τιμωρίας για κάθε άσωτο, αλλά με την έννοια του καταπραϋντικού βαθύτερων ανησυχιών.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Ελληνικός καταλύτης για το διεθνές νομισματικό σύστημα;

Την περασμένη Πέμπτη, η Ελλάδα πήρε αναστολή εκτέλεσης.
Γι' αυτήν τα πράγματα είναι αναγκαστικά απλά, όπως και οι μη μεταφυσικές επιλογές της. Η διασύνδεσή της με τα συμφέροντα της ευρωζώνης είχε όση ισχύ χρειαζόταν για να της εξασφαλίσει μία (τελευταία;) ευκαιρία εξορθολογισμού της κοινωνίας της και αποβολής απ' αυτήν των στοιχείων ελληναράδικου παρασιτισμού, που την εξουθένωσαν και την εξοντώνουν ακόμα και ως ξενιστή. Αυτό είναι όλο.

Πολύ πιο σύνθετη είναι η κατάσταση που διαμόρφωσε την αντιμετώπιση του θέματος εκ μέρους της υπόλοιπης ευρωζώνης, της Ε.Ε. και, ιδίως, της Γερμανίας. Διότι, όσο κι αν η αναγκαιότητα τις συρρικνώνει, η πλευρά αυτή διατηρούσε και διατηρεί ακόμα κάποιες δυνατότητες επιλογών και ενεργητικής παρέμβασης στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος.

Εχει κατά κόρον αναλυθεί το χυδαία κομματικό τμήμα των επιρροών που μπορεί να έχουν οδηγήσει την καγκελάριο Μέρκελ της Γερμανίας στην τήρηση μιας σκληρής στάσης απέναντι στην Ελλάδα. Πρόκειται για αυτό που αναφέρεται στις επικείμενες τοπικές εκλογές του Μαΐου και τη συνακόλουθη κομματική ανάγκη της Μέρκελ να μην πάει κόντρα στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων που, ενοχλημένοι όχι μόνον από την οικονομική ανευθυνότητα αλλά και τον ωμό προκλητικό εξυπνακισμό που έχει συνδεθεί στη συνείδησή τους με την ελληνική κοινωνία, ευχαρίστως θα έβλεπαν την αναβίωση των μεσαιωνικών βασανιστηρίων πριν την διά της πυράς εκτέλεση της Ελλάδας.

Εχουν αναλυθεί επίσης οι μικροπολιτικοί λόγοι πίσω από τη συμπεριφορά άλλων σημαντικών παικτών, όπως τα αποτελέσματα των τελευταίων περιφερειακών εκλογών και η προβλεπόμενη απειλή από τον Ντομινίκ-Στρος Καν στις προεδρικές εκλογές του 2012 για τον Νικολά Σαρκοζί.

Σε λιγότερο κομματικό-μικροπολιτικό επίπεδο, έχει επίσης γίνει αναφορά, αν και όχι τόσο διεξοδική, στον ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικά στην ευρωζώνη, σε μια ενδεχόμενη ωρίμανση της οπτικής, που δεν βλέπει πλέον μια «ευρωπαϊκή Γερμανία» αλλά μια «γερμανική Ευρώπη». Με την εκπνοή του μεταπολεμικού περιβάλλοντος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Γερμανία είχε ουσιαστικά εκχωρήσει κάθε διεθνή ρόλο στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ασχολούμενη σχεδόν απερίσπαστη με την οικοδόμηση των εσωτερικών της ισορροπιών, θέλει να αναθεωρήσει τον ρόλο της, επιτρέποντας να βγει στο φως μεγαλύτερο τμήμα του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού. Ακόμα περισσότερο, βιάζεται να το κάνει, καθώς τόσο οι αντικειμενικές συνθήκες όσο και οι ιστορικές εμπειρίες οδηγούν στην εκτίμηση ότι το όποιο «παράθυρο ευκαιρίας» δεν θα μείνει ανοιχτό για πάντα. Το αμερικανικό κέντρο διεθνών μελετών STRATFOR, επικαλούμενο κυρίως τα γερμανικά δημογραφικά στοιχεία, εκτιμά ότι η διάρκειά του δεν θα είναι μεγαλύτερη της δεκαετίας.

Η ελληνική κρίση πfρfοσφέρει μια ευκαιρία στη Γερμανία, να επιδιώξει την άσκηση αμεσότερου ελέγχου στην Ευρώπη, σε σημείο που ορισμένοι μιλούν ήδη για αναβίωση των οραμάτων για τη Mitteleuropa, όχι με τη γεωγραφική έννοια του όρου αλλά με τη χρήση που απέκτησε από το 1915, αναφερόμενος στη γερμανική ηγεμονία στην κεντρική Ευρώπη. Ως αντιστάθμισμα, δίνει την ευκαιρία έγκαιρης αφύπνισης των αμυντικών αντανακλαστικών άλλων δυνάμεων, τόσο μέσα όσο και έξω από τη Γερμανία. Ο διχασμός στη γερμανική πολιτική σκηνή και οι επικρίσεις μεγάλου τμήματος (και μάλιστα του σοβαρότερου) του γερμανικού Τύπου για τη στάση της Μέρκελ απέναντι στην Ευρώπη, όπως αυτή εκδηλώθηκε την περασμένη εβδομάδα, αυτό δείχνουν.

Αυτό που δεν απασχόλησε, ώς τώρα, τη σχετική ανάλυση, είναι ο ευρύτερος ρόλος της ελληνικής κρίσης ως καταλύτη στη σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς νομισματικού συστήματος, προσαρμοσμένου στη δυναμική της παγκόσμιας γεωστρατηγικής πραγματικότητας και στο ξεθώριασμα της φωτογραφικής ακινητοποίησης των διεθνών δομών στα αποτελέσματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η μετάβαση από τον διπολικό μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό κόσμο στον διαμορφούμενο πολυ-πολικό, με ενδιάμεση σύντομη στάση στη μονοπολική φάση της αμερικανικής πλήρους επικυριαρχίας, σημαίνει και πίεση για τη μετάβαση από ένα σύστημα ενός μοναδικού αποθεματικού νομίσματος (του δολαρίου) προς ένα σύστημα πολλαπλών αποθεματικών νομισμάτων.

Αυτή η νομισματική έκφραση της γεωπολιτικής πραγματικότητας προαπαιτεί προσαρμογή των θεσμών, που δημιουργήθηκαν ακριβώς για τη διατήρηση της ισορροπίας του προηγούμενου διεθνούς νομισματικού συστήματος, κυρίως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ακόμα και αν δεν πραγματοποιηθούν οι προτάσεις-προβλέψεις για την επέκταση της χρήσης των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων ως ενός υπερεθνικού νομίσματος (όπως έχει προτείνει η Κίνα, αλλά και άλλοι), το ΔΝΤ θα χρειαστεί να αναβαθμίσει τον ρόλο του, έτσι ώστε να μην περιορίζεται στις χώρες της οικονομικής περιφέρειας.

Με την Ευρώπη ως σύνολο να αποτελεί από απόψεως ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τη μεγαλύτερη «χώρα» στον κόσμο, η είσοδος του ΔΝΤ στην ευρωζώνη με την ευκαιρία της ελληνικής κρίσης είναι ένα σημαντικό βήμα. Τόσο το γεγονός αυτό όσο και τα υπόλοιπα, που αφορούν τη διαμόρφωση του σχετικού βάρους κάθε νομίσματος (και όχι απλώς της συναλλαγματικής του ισοτιμίας), αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ανά πενταετία αναθεώρηση της συμμετοχής κάθε ενός από τα νομίσματα (δολάριο ΗΠΑ, γεν Ιαπωνίας, στερλίνα και ευρώ) που συμμετέχουν στο καλάθι αναφοράς των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων θα γίνει μέσα στο 2010.

Τελικά, η ελληνική κρίση μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης εξελίξεων πολύ πέραν της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Φούσκες δεν έχει μόνον η οικονομία

Πριν από 15 περίπου χρόνια, πολιτική συντάκτις μεγάλης βρετανικής κεντροαριστερής εφημερίδας, έχοντας πιεί μερικά ποτηράκια λιβανέζικο κρασί στο Αμμάν της Ιορδανίας, ήταν ιδιαίτερα επιθετική απέναντι στην Ελλάδα με την επαναληπτική παιδική εμμονή που δίνει συχνά το οινόπνευμα: «Πιστεύετε ότι η χώρα σας θα παίξει ποτέ κάποιο ρόλο, ότι θα χρειασθεί ποτέ να ασχοληθεί κανείς μαζί σας, νομίζετε ότι έχει σημασία η ύπαρξή σας;».

Σήμερα, με την Ελλάδα να φεύγει σιγά σιγά από τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου (και ειδικά του βρετανικού) όπου είχε την καθημερινή τιμητική της επί εβδομάδες, η ανάμνηση αυτή ξεπηδά αυθόρμητα μαζί με μια ελαφριά διάθεση (αυτο)σαρκασμού. Διότι, ύστερα από την τραυματική φάση τής, συχνά υπερβολικής, ενασχόλησης των πάντων μαζί της, κατά την εβδομάδα που πέρασε μάθαμε ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον απλώς η χώρα της οποίας η αφροσύνη, η τεμπελιά και η ανικανότητα απειλούν την ευρωζώνη, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, αλλά μπορεί να είναι και αυτή που αφυπνίζει την παγκόσμια συνείδηση απέναντι στους κινδύνους χρηματοπιστωτικών προϊόντων και πρακτικών απείρως τοξικότερων από εκείνα που, με έναυσμα το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ, οδήγησαν στον πρώτο γύρο της διεθνούς κρίσης.

Αφού εμπεδώθηκε πλήρως η ευθύνη της Ελλάδας, μαθαίνουμε τώρα από τον διεθνή Τύπο, ιδίως τον αγγλοσαξονικό, ότι η τευτονική λιτότητα, η αποτελεσματικότητα και η αποταμιευτική αρετή της Γερμανίας είναι περισσότερο απειλητικές για τη συλλογική ευημερία απ' ό,τι η νοτιοευρωπαϊκή μεσογειακή λατρεία τού φαίνεσθαι και του «έχει ο Θεός». Ακούμε πλέον ανοιχτά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας ίσως είναι μεγαλύτερο ακόμα και από αυτό της Ελλάδας, ότι όχι μόνον το χρέος αλλά και το δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ πλησιάζει ή και ξεπερνά το ελληνικό. Αρχίζουμε να μαθαίνουμε για τη φούσκα των επισφαλών δανείων που μπορεί να απειλήσει τις τράπεζες της Κίνας, ιδίως αν σκάσει και η τεράστια κινεζική φούσκα των ακινήτων...

Προβάλλει, δηλαδή, ο κίνδυνος να πέσουμε στην παρηγορητική παγίδα προσφιλών συμψηφισμών και μύθων, εστιάζοντας επιλεκτικά σε αποσπασματικές, περιπτωσιολογικές και επιφανειακές ομοιότητες και αφήνοντας έξω από το κάδρο τις κεντρικές ουσιαστικές διαφορές ή καλύπτοντάς τις πίσω από επιμελώς οικοδομημένα τείχη μεταφυσικών άλλοθι. Και η βασική διαφορά είναι μία: ανεξαρτήτως εσωτερικής διαστρωμάτωσης και καταμερισμού, η συνισταμένη κάθε μίας από τις κοινωνίες αυτές παράγει πλούτο.

Εδώ και κάποιες δεκαετίες, σε μια εντυπωσιακή συνέργεια φύσει αντιπάλων δυνάμεων, η ελληνική κοινωνία διδάχθηκε να παράγει άλλοθι για την έλλειψη παραγωγής, δημιουργίας, καινοτομίας, δηλαδή για την αποστροφή απέναντι στην παραγωγή εισοδήματος που θα μπορούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο δανεισμού για την ανακύκλωση του χρέους. Βολεμένο, είτε στην παρασιτική, σιτιζόμενη από την πελατειακή φαυλότητα του Δημοσίου, επιχειρηματικότητα, είτε στην αντιμετώπιση της παιδείας ως γραφειοκρατικής διαδικασίας εισόδου στο Δημόσιο και εξασφάλισης θέσεων σε επετηρίδες και καταλόγους επιδομάτων, μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας μεταδίδει τη στειρότητά του ακόμα και στα υγιή κομμάτια που συχνά βρίσκονται αντιμέτωπα με τη λογική «εδώ είναι Ελλάδα, αν δεν σ' αρέσει πήγαινε αλλού». Με αποτέλεσμα όντως να «πηγαίνει αλλού» παράγοντας εκεί γνώση, καινοτομία και πλούτο.

Οι κοινωνίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας και η συνισταμένη των κοινωνιών της Ε.Ε. αγωνιούν, σχεδόν υπαρξιακά, για τη διατήρηση της πρωτοπορίας στην εκπαίδευση και την απολύτως συνδεδεμένη με αυτήν καινοτομία. Η Κίνα παράγει τεράστιο αριθμό επιστημόνων. Και αν η επιστημονική έρευνα ακόμα υπολείπεται κατά πολύ ποιοτικά, η δυναμική που φέρνει ο όγκος της υπόσχεται ραγδαία βελτίωση του επιπέδου της.

Με την αναπόδραστη λογική του «primum vivere, deinde philosophari», η Κίνα συνειδητά δίνει ανισόρροπη έμφαση στις τεχνικές ειδικότητες και στις θετικές επιστήμες, ιδίως τις εφαρμοσμένες. Σε διαφορετική φάση ανάπτυξης, έχοντας ξεπεράσει τη φάση αναζήτησης ποσότητας και αναζητώντας διεύρυνση των ορίων της ποιότητας, χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, που σε μεγάλο βαθμό έχουν εξασφαλίσει τα επιστημονικά-παραγωγικά «προς το ζην», διορθώνουν τις ανισορροπίες του παρελθόντος, επανεισάγοντας στοιχεία ανθρωπιστικών επιστημών που είχαν αφαιρεθεί από την εκπαίδευση.

Ακόμα και αυτό στην Ελλάδα χρησιμεύει ως άλλοθι αδράνειας για τη διατήρηση της αντίστροφης ανισορροπίας, αυτής που διαβάζει εν κενώ το «cogito ergo sum» του Καρτέσιου αντιμετωπίζοντας το «cogito» (σκέφτομαι) ως ικανή προϋπόθεση του «sum» (υπάρχω) και περιφρονεί οτιδήποτε μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή, παράγοντας τεχνοφοβικές πνευματικές ελίτ, που θεωρούν πως για τα πάντα αρκούν αναζητήσεις της κατηγορίας «πόσοι άγγελοι χωρούν στο κεφάλι μιας καρφίτσας».

Βαφτίζοντας αυτάρεσκα στην αίγλη της αρχαίας Αγοράς τις καφενειακού τύπου συζητήσεις περί του χρόνου της δεδομένης κατάρρευσης των όποιων «άλλων», αναλώνονται στις περισσότερες των περιπτώσεων στη μανιασμένη οικοδόμηση άλλοθι αδράνειας, παρασιτισμού και αυτοθαυμασμού, προς αντικατάσταση όσων επιμένει να γκρεμίζει η πραγματικότητα.

Ετσι, η κρίση, που χτύπησε κατάμουτρα την ελληνική κοινωνία έδωσε ίσως την ευκαιρία να συνειδητοποιηθούν, τουλάχιστον από ένα τμήμα της, τα όρια της ανερμάτιστης αυταρέσκειας που οικοδομήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα τραύματα που προκάλεσε η διεθνής κατακραυγή στην έμφυτα ετεροπροσδιοριζόμενη νότια και ανατολίτικη συλλογική ψυχή αναζητούν εναγωνίως βάλσαμο, που θα επιτρέψει τη διατήρηση της γνώριμης φούσκας αυταπάτης. Και η ψευδαίσθηση ότι η πίεση της πραγματικότητας μειώνεται, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διατηρήσει την ελληνική κοινωνία βαλσαμωμένη στην εικονική πραγματικότητά της.


Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Φόβοι και στερεότυπα ξεστρατίζουν την Ευρώπη

«Υπάρχει ένα καθήκον εις τον τόπον αυτόν. Και το καθήκον αυτό είναι να μελετήσωμεν ημείς αυτοί τον εαυτόν μας...».

Η φράση, με την οποία ο Περικλής Γιαννόπουλος ξεκινά την πραγματεία του «Η σύγχρονη ζωγραφική», επιτρέπει πολλές αναγνώσεις πέραν εκείνης των αρχικών προθέσεών του και, σίγουρα, έχει περισσότερους παραλήπτες από τους Ελληνες των αρχών του προηγούμενου αιώνα (και εντεύθεν).

Η έλλειψη αυτογνωσίας, η ανασφάλεια ταυτότητας, οι ενδόμυχοι φόβοι και οι αγωνίες χρειάζονται ένα ελάχιστο σπρώξιμο από μια κρίση, ώστε να ξεπεράσουν το όριο κάτω από το οποίο καλύπτονταν από την πολιτική ορθότητα της ευγένειας ή, έστω, διασκεδάζονταν με μια απλή ανεκδοτολογία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε για να προσφερθεί ως το πρόσωπο που συμβολίζει το πέρασμα στη φάση, κατά την οποία η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μετεξελίσσεται σε κρίση των πραγματικών οικονομιών, της δίνει το αμφίβολο προνόμιο του κεντρικού ρόλου σε έναν νέο λαϊκιστικό κύκλο αναβίωσης κλασικών στερεοτύπων.

Εδώ και καιρό, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (πριν ακόμα σπεύσει επικουρικά η Ιρλανδία), λαμβάνοντας το ακρωνύμιο PIGS από το αγγλοσαξωνικό ή αγγλοσαξωνικής λογικής κυρίαρχο διεθνές ρεύμα, καλούνται να ανταποκριθούν στο καλά εδραιωμένο στερεότυπο, που θέλει τους νότιους/Λατίνους καλοπερασάκηδες, τεμπέληδες, λίγο ή πολύ απατεώνες. Οσο τα οικονομικά πράγματα ζορίζουν για όλους, οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις τείνουν να τα επιβεβαιώνουν και να τα ενισχύουν ενώ, ταυτοχρόνως, τα ίδια στερεότυπα, διασφαλίζουν μια σχετική περίοδο ηθικής χάριτος για τους κατά κανόνα αγγλοσαξωνικής λογικής συνεργούς (κατ' άλλους για τους εκμαυλιστές) τους.

ΗΕλλάδα, μαζί με την Ιταλία, ανέκαθεν συνοδευόταν από τα χειρότερα στερεότυπα στη λογική: «ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας». Τη στιγμή ακριβώς που η οικονομική κρίση προκαλούσε τη μέγιστη ανασφάλεια διεθνώς, η Ελλάδα φρόντισε να επιβεβαιώσει κάποια απ' αυτά και προσφέρθηκε ως ο αδύναμος κρίκος, από κάθε άποψη.

Επί πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις της Αθήνας, με τις πελατειακές σχέσεις να τις κρατούν δέσμιες σε μια διαρκή ανάδραση με τα πλέον απομυζητικά τμήματα της κοινωνίας και τους ιδρυτικούς μύθους της μεταπολίτευσης, έχτισαν τις προϋποθέσεις, ώστε η Ελλάδα να αναλάβει, σχεδόν εθελοντικά, τον στερεοτυπικό ρόλο του Εφιάλτη στις ευρωπαϊκές Θερμοπύλες.

Και εκεί... μπλέξαμε τα στερεότυπά μας. Διότι στερεοτυπικός δεν είναι μόνον ο τρόπος που βλέπουμε ο ένας τον άλλον, αλλά και ο τρόπος που ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Και αυτοί που βλέπουν τον εαυτό τους ως υπερασπιστή των ευρωπαϊκών οικονομικών Θερμοπυλών είναι πρωτίστως οι Γερμανοί. Ακόμα και χυδαίες αντιδράσεις τύπου «Focus» και κάποιων «σατιρικών» τηλεοπτικών εκπομπών ήταν αναμενόμενες, λόγω του τρόμου που προκαλεί στη γερμανική κοινωνία κάθε οικονομική απειλή.

Η εικόνα, που τυπικά θέλει τους Γερμανούς νευρωτικούς με την οικονομική και νομισματική σταθερότητα για μια σειρά ουσιαστικά μεταφυσικών λόγων, κρύβει το σχεδόν υπαρξιακό υπόβαθρο αυτής της στάσης, άρα και τις υπερβολικές αντιδράσεις σε κάθε απειλή, είτε αυτές εκφράζονται κόσμια, αλλά υπερβολικά αυστηρά (και ίσως αυτοκαταστροφικά) από δηλώσεις αξιωματούχων είτε διατυπώνονται με πιο «λαϊκό» τρόπο.

Στη μέση της αχανούς ευρωπαϊκής πεδιάδας βορείως των Αλπεων, η Γερμανία αντιμετώπιζε ανέκαθεν πρόβλημα ασφάλειας. Η έλλειψη σοβαρών φυσικών εμποδίων σήμαινε ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης από περισσότερες από μία πλευρές, κάτι που της στερούσε κάθε έννοια στρατηγικού βάθους. Παραδοσιακά, αυτή η ανασφάλεια καλυπτόταν με δύο τρόπους: στρατιωτική ισχύ και οικονομική ισχύ και σταθερότητα.

Μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρωτική αποτυχία της προσπάθειας βίαιης οικοδόμησης «ζωτικού χώρου» (Lebensraum), η Γερμανία εγκατέλειψε πλήρως τη στρατιωτική προσέγγιση για τη δημιουργία φυσικού στρατηγικού βάθους. Με σημαντική βοήθεια από τις ΗΠΑ, ωθήθηκε προς τον κατευνασμό των φόβων της μέσω της οικοδόμησης ενός ασφαλούς οικονομικού και νομισματικού χώρου και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στη γεωγραφική εξάπλωσή του ως ζώνης ασφαλείας διά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οποιαδήποτε απειλή στο κατασκεύασμα αυτό εκλαμβάνεται, όχι απαραίτητα συνειδητά, ως υπαρξιακή και η θεωρούμενη, καλώς ή κακώς, ως πηγή της απειλής αντιμετωπίζεται με ανάλογη έξαψη του θυμικού.

Στην άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, στη φάση αυτή, οι στερεοτυπικές αναφορές στη γερμανική «λαϊκή» αντίδραση προκαλούν πολύ μεγαλύτερη αντίδραση απ' ό,τι φυσιολογικά αξίζουν, διότι αγγίζουν και εδώ έναν από τους βασικούς «υπαρξιακούς» φόβους, καθώς σχετίζονται ευθέως με την επίθεση σε σύμβολα, που χρησιμεύουν ως σταθερά σημεία για τη στήριξη μιας κατά τα άλλα ατελώς δομημένης αντίληψης συλλογικής ταυτότητας. Και εδώ η αντίδραση του θυμικού ανασύρει στερεότυπα, σχεδόν αποκλειστικά από τη ναζιστική φάση της Γερμανίας, δείχνοντας πόσο εύκολα χαράζεται ακόμα η στιλπνή επιφάνεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τουλάχιστον, όσο δεν παρεμβαίνουν οι «ψυχραιμότεροι» για να ξεφουσκώσουν τα συναισθήματα. Και για να συνδέσουν τα σημερινά πυροτεχνήματα με την ουσία των πραγμάτων. Όπως κάνει το σκίτσο του Στάθη στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, όπου η χίμαιρα μιας Ακρόπολης/γοτθικού ναού με αρχιτέκτονα τον Ικτίνο και εργολάβο τον αρχιμάστορα του καθεδρικού ναού της Κολωνίας υπενθυμίζει το βάθος των προκλήσεων, των ελπίδων και των απειλών για την Ευρώπη και τα επιμέρους συστατικά της.


Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ο Νταβούτογλου, η Τουρκία, τα οράματα και οι άλλοι

Γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τότε που βρέθηκα, σχεδόν από λάθος ύστερα από παρεξήγηση για την ώρα πραγματοποίησης μιας συνέντευξης, στον τελευταίο όροφο ενός ξενοδοχείου, πάνω στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, όπου ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τής Τανσού Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών, Χικμέτ Τσετίν, μιλούσε σε Τούρκους πρεσβευτές και πανεπιστημιακούς για την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Η σχετικά «κλειστή» εκείνη ομιλία, με μοναδική ξένη παρουσία αυτήν της «Ε», δεν είχε μετάφραση, έτσι ο ανταποκριτής της «Ε», Αρης Αμπατζής, ανέλαβε να μεταφράζει ψιθυριστά στο αυτί μου επί δύο ολόκληρες ώρες, όσο κράτησε η ομιλία. Αντίδοτο στη φυσική υπνωτική δράση μιας δίωρης ομιλίας μεταφρασμένης ψιθυριστά και, ενδεχομένως, χωρίς τις λεπτές αποχρώσεις λόγου με τις οποίες ο ομιλητής προσπαθούσε να διατηρήσει την προσήλωση του ακροατηρίου, ήταν η προσμονή της σίγουρα ενδιαφέρουσας αναφοράς στην Ελλάδα. Πλήρης απογοήτευση. Λίγο πριν από το τέλος της δίωρης ομιλίας, ο Χικμέτ Τσετίν είπε: «Υπάρχουν και μερικά προβλήματα στη σχέση μας με την Ελλάδα». Αυτό ήταν!

Την εποχή εκείνη η Τουρκία αναζητούσε τον νέο ρόλο της μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, την αστάθεια στον Καύκασο, την ανάδυση νέων (συχνά τουρκόφωνων) κρατών στην Κεντρική Ασία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τον χρωματισμό των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν από το Κουρδικό. Η ομιλία τού Χικμέτ Τσετίν αποτελούσε έκφραση εκείνης της αναζήτησης, στην οποία η Ελλάδα είχε παρεμπίπτοντα ρόλο.

Η ωρίμανση αυτής της αναζήτησης αλλά και οι αλλαγές που η ωρίμανση αυτή έχει προκαλέσει στο εσωτερικό της Τουρκίας εκφράστηκαν πριν από μερικές μέρες, όταν στις 10 Ιανουαρίου ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, μίλησε στο 2ο συνέδριο πρέσβεων, στη πόλη Μάρντιν, με θέμα «Από τον αρχαίο πολιτισμό στην παγκοσμιοποιημένη τάξη».

Ολόκληρη η ομιλία, αλλά ακόμα και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποίησε, δίνει την εικόνα της κατεύθυνσης που έχει επιλέξει αυτή τη στιγμή η Τουρκία αλλά και των μεθόδων που χρησιμοποιεί. Ανασυνθέτει την παγκοσμιοποίηση, με την ευρεία έννοια, με τα περί πολιτισμών του Σάμιουελ Χάντιγκτον, σε μια σύνθεση που έχει χαρακτηριστεί «νεο-οθωμανική». Αναφέρεται στον Μωάμεθ τον Πορθητή για να δείξει τη συνθετική απορρόφηση των αρχαίων πολιτισμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώστε να καταλήξει στη διαπίστωση ότι «εμείς τους εκπροσωπούμε όλους. Γιατί ο αρχαίος πλούτος που έχουμε μας κάνει να συναντιόμαστε με όλους τους πολιτισμούς της Ανατολής, έχουμε πάρει κάτι από όλες αυτές τις κουλτούρες, ταυτόχρονα όμως με την έννοια της πολιτικής κουλτούρας βρισκόμαστε στο κέντρο της Δύσης». Και τονίζει ότι η Τουρκία έχει πλέον αυτό που της έλειπε: την «αυτοπεποίθηση».

Σε συνδυασμό με την ορθή διαπίστωση πως ο 19ος αιώνας ήταν «ευρωκεντρικός», ο 20ός αιώνας είχε κέντρο τον Ατλαντικό, αλλά ο 21ος αιώνας μπορεί να γίνει «συμμετοχικός», επιδεικνύει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να περιγράψει ένα νέο παγκόσμιο σύστημα με βάση τις αρχές της «δεκτικότητας», της «συμμετοχικότητας», της «συνθετικότητας», όλα στοιχεία της «αρχαίας» αλλά και της σημερινής τουρκικής πολιτικής, όπως λέει.

Με το βλέμμα κυρίως προς τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική μιλά για «κατάργηση συνόρων» με τη λογική της Ε.Ε. στην Ευρώπη, προφανώς με κεντρικό πόλο την Τουρκία που, μαζί με τα Βαλκάνια, αποτελεί γέφυρα προς την Ευρώπη.

Ολα αυτά θα μπορούσαν πολύ εύκολα να απορριφθούν ως συνηθισμένες, ιδίως στα Βαλκάνια και την πρώην «Εγγύς» Ανατολή, μεγαλοστομίες, μικρομεγαλισμοί και μεγαλοϊδεατισμοί. Ακόμα και αν αντιμετωπιστούν ως κάτι περισσότερο από όνειρα θερινής ή άλλης, νυκτός, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι θα ήταν δυνατόν να ξυπνήσουν τα αμυντικά αντανακλαστικά κατεστημένων παγκόσμιων δυνάμεων απέναντι στο διεκδικητικό θράσος ενός υπερφιλόδοξου σφετεριστή.

Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Σε πλήρη αντίθεση με ό,τι κάνουν συνήθως οι μεγαλόστομοι μεγαλοϊδεατιστές, η σημερινή πολιτική της Τουρκίας, όπως διαμορφώνεται από τον Νταβούτογλου και την κυβέρνηση Ερντογάν, έχει καταφέρει να εμπλέξει τους δικούς της στόχους και τα δικά της συμφέροντα με τους γενικότερους στόχους και συμφέροντα αυτών που θα μπορούσαν να τους καταρρίψουν, μια ταύτιση στον πυρήνα που επιτρέπει την πολυτέλεια ακόμα και συγκρούσεων στην περιφέρεια.

Το μείζον περιγράφεται συνοπτικά από την έκθεση της STRATFOR για τις παγκόσμιες εξελίξεις κατά τη δεκαετία 2010 - 2020: «Η Τουρκία αναδύεται ως περιφερειακός ηγέτης με αυτοπεποίθηση, με ισχυρό στρατό και οικονομία. Αναμένουμε να συνεχιστεί αυτή η τάση και βλέπουμε την Τουρκία να αναδύεται ως η κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη. Η αύξηση της τουρκικής ισχύος και επιρροής κατά την επόμενη δεκαετία είναι ένας από τους λόγους που προβλέπουμε με εμπιστοσύνη την αποκλιμάκωση του πολέμου ΗΠΑ - Τζιχαντιστών και τη μεταμόρφωση του θέματος του Ιράν. Η δυναμική στην περιοχή ανάμεσα στη Μεσόγειο και το Ιράν -ακόμα και στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία- θα επαναπροσδιοριστεί από την επανανάδυση της Τουρκίας...»

Σε ό,τι αφορά τους πληθυσμούς «μέχρι την Υεμένη» -που διατηρούν αναμνήσεις, όχι απαραίτητα θετικές, από την εποχή της οθωμανικής επικυριαρχίας- το στρίμωγμά τους ανάμεσα στις ακρότητες των φανατικών και τη διεφθαρμένη αυταρχικότητα των φιλοδυτικών καθεστώτων ή τον υποβοηθούμενο από τον ισλαμικό εξτρεμισμό δυτικό ρατσιστικό αποκλεισμό, κάνει την τουρκική ομπρέλα να φαίνεται ελκυστική (βλέπε υποδοχή των Τούρκων στην αποκλεισμένη Λωρίδα της Γάζας). Ακόμα και κυβερνήσεις χωρών όπως η Αίγυπτος, που φυσιολογικά θα ανησυχούσαν από την αμφισβήτηση της δικής τους πρωτοκαθεδρίας στην έκφραση του αραβικού/μουσουλμανικού κόσμου, αναγκάζονται να συμβιβαστούν σε μια συνεργατική σχέση με την Τουρκία.

Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τη μέχρι στιγμής επιτυχία της κυβέρνησης Ερντογάν, όχι απλώς να παραμείνει στην εξουσία, παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις του κεμαλικού κατεστημένου, αλλά και να προχωρήσει στη συνεχή αποδυνάμωσή του. Για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε Τούρκος εθνικιστής/κεμαλιστής δυσκολεύεται να τα βάλει με μια κυβέρνηση που υπόσχεται, και δείχνει να πετυχαίνει, την ανάκτηση, μέρους έστω, της παλιάς δόξας.

Η κυβέρνηση Ερντογάν καταφέρνει έτσι να εξασφαλίσει στο εσωτερικό και το εξωτερικό ένα μείγμα αναγκαίας υποστήριξης και ανοχής, ώστε να προχωρήσει -για να διατηρήσουμε τις οθωμανικές αναλογίες, προφανώς αγαπητές στον Νταβούτογλου- σε ένα είδος σύγχρονου Τανζιμάτ. Η δυτικόστροφη φιλελεύθερη μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε το 1839, μπορεί να μη διέσωσε την ήδη καταρρέουσα τότε οθωμανική αυτοκρατορία, επέτρεψε όμως την ανάδυση των δυνάμεων που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Τουρκία. Που τώρα οραματίζεται νέες ισορροπίες. Και η διαφορά ανάμεσα στους οραματιστές πολιτικούς και τους ονειροπαρμένους λαϊκιστές είναι η επιτυχία.


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ενα κεράκι, χωρίς φλόγα, για τον Μπαράκ Ομπάμα

Σε μερικές χώρες υπάρχουν κάποιοι που θα εκτιμούσαν τον Μπαράκ Ομπάμα μόνο αν αποδεικνυόταν ένα είδος Αμερικανού Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Αν δηλαδή κατέληγε ο τελευταίος πρόεδρος των ΗΠΑ που θα προήδρευε της διάλυσής τους κατά την κορύφωση των εσωτερικών συστημικών αδιεξόδων τους.

Οι περισσότεροι απ' αυτούς διατηρούσαν και διατηρούν κάποια, έστω ελάχιστη, επαφή με το περιβάλλον, με αποτέλεσμα να θεωρούν κάτι τέτοιο εξ αρχής αδύνατον και, άρα, να απορρίπτουν ολοκληρωτικά τον Ομπάμα από την πρώτη στιγμή. Κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι, που φαντάζονταν τον μετασχηματισμό των ΗΠΑ σε κάτι ανάμεσα στην Ανδόρα και τη Σάνγκρι Λα, με καταλύτη τον Ομπάμα, είναι βέβαιο ότι σήμερα, ένα χρόνο μετά την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου του 2009, αισθάνονται απογοήτευση.

Το θέμα όμως είναι ότι η λέξη «απογοήτευση» ακούγεται και μεταξύ «κανονικών» ανθρώπων, κυρίως στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα ο Μπαράκ Ομπάμα να έχει απολέσει δημοφιλία ταχύτερα από κάθε άλλο πρόεδρο (ακόμα και από τον Τζορτζ Μπους, ο οποίος αντιθέτως ήταν πιο δημοφιλής ένα χρόνο μετά την εκλογή του, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τον προβληματισμό σχετικά με την ευθυκρισία του κοινού/εκλογικού σώματος). Η ερμηνεία είναι απλή. Για τους αντιπάλους του, τους Ρεπουμπλικάνους, ο Μπαράκ Ομπάμα απλώς επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους τους: ότι πρόκειται για έναν Σοσιαλιστή, δηλαδή έναν πράκτορα του σκότους, που απεργάζεται την καταστροφή κάθε τι καλού και ιερού στον κόσμο. Οπως δηλαδή βλέπει σήμερα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και την «αντεπανάσταση» το ΚΚΕ, για να επιστρέψουμε στην αρχική αναλογία.

Κατά τον χρόνο που πέρασε, κάθε δήλωση του Μπαράκ Ομπάμπα, για την οικονομία, το Γκουαντάναμο, τα βασανιστήρια και, πάνω απ' όλα, το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης απλώς επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους τους. Από την άλλη πλευρά, για πολλούς απ' αυτούς που τον ψήφισαν, κάθε πράξη του για την οικονομία, το Γκουαντάναμο, τα βασανιστήρια και, πάνω απ' όλα, το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, δείχνει ότι κακώς ανέστειλαν τον κυνισμό τους κατά τις τελευταίες εκλογές, επιτρέποντας στον εαυτό τους να επενδύσει κάποιες ελπίδες ουσιαστικής αλλαγής. Οπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Νόαμ Τσόμσκι στη συνέντευξή του που δημοσιεύεται στη χθεσινή «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ένας «κεντρώος» πολιτικός. Ομως, σε σύγκριση με τον Τζορτζ Μπους (ή μάλλον τον Ντικ Τσένι και την αυλή των Πριγκίπων του Σκότους) το «κεντρώος» ακούγεται για κάποιους ριζοσπαστικό, έστω και αν αφήνει άλλους ανικανοποίητους.

Περιέργως, ο Ομπάμα διατηρεί περισσότερο την αίγλη του διεθνώς, παρά και το ισχυρό πλήγμα που του κατάφερε η άκαιρη βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, για την οποία προσπάθησε να δείξει ότι δεν φέρει ευθύνη ο ίδιος. Εκτός των ΗΠΑ, η ανακούφιση από την εξαφάνιση των ιδεοληπτικών υστεριών της εποχής Μπους και η επιστροφή ενός, έστω και ατελούς, ρεαλισμού στις διεθνείς κινήσεις των ΗΠΑ επιτρέπουν επί του παρόντος να διατηρείται μια στάση αναμονής, προκειμένου να φανούν τα τελικά αποτελέσματα των διεθνών πρωτοβουλιών της Ουάσιγκτον.

Μέσα σε ένα χρόνο, η κυβέρνηση Ομπάμα επανέφερε τη σχέση με τη Ρωσία σε λειτουργικό «επαγγελματικό» επίπεδο, σταμάτησε τις χοντροκομμένες διχαστικές κινήσεις στην Ευρώπη και διεύρυνε τους διαύλους επικοινωνίας με την Κίνα. Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς έκανε στο Ιράκ (με την έννοια του τελικού αποτελέσματος), όπου η κατάσταση παραμένει ουσιαστικά απρόβλεπτη, ενώ είναι σαφές ότι ενισχύει τη στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν, ενδεχομένως και ως άλλοθι πριν αποφασίσει να αφήσει τη χώρα στην τύχη της.

Στην πραγματικότητα, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θα κριθεί τελικά από το πόσους στρατιώτες θα στείλει στο Αφγανιστάν ή θα αποσύρει από το Ιράκ. Σταδιακά, η αμερικανική εμπλοκή στις δύο αυτές χώρες μετατρέπεται σε ένα είδος αντιπερισπασμού, σε κάτι που τραβά την προσοχή από τα δύο κομβικά σημεία όπου η κρισιμότητα των διακυβευμάτων και των χειρισμών επιβάλλει πιο ψύχραιμες μεθόδους: το Μεσανατολικό και το Πακιστάν.

Σε ό,τι αφορά το Μεσανατολικό, αρχίζει πλέον να γίνεται εμφανές ότι η Ουάσιγκτον του Ομπάμα έχει αποφασίσει να αναθέσει τη σχετική εργολαβία στην Αγκυρα του Ερντογάν. Ξεκινώντας από το περυσινό Νταβός (συμπτωματικά μόλις είχε αναλάβει την προεδρία ο Μπαράκ Ομπάμα), οι τουρκικές επιθέσεις στο Ισραήλ γίνονται όλο και πιο έντονες. Με την Ουάσιγκτον να μην αντιδρά στην ένταση μεταξύ των δύο κομβικών συμμάχων της, ενισχύεται σταθερά η αίσθηση ότι ο Μπαράκ Ομπάμα είναι αυτός που μιλά στο Ισραήλ διά στόματος Ερντογάν, ο οποίος λέει όσα δεν μπορεί να πει δημοσίως ο Αμερικανός πρόεδρος. Είναι επίσης εμφανές ότι η Τουρκία λειτουργεί στην ευρύτερη Μέση Ανατολή «in loco» ΗΠΑ, αποτελεί δηλαδή ένα είδος «αντ' αυτού» μέσω της οποίας ο Μπαράκ Ομπάμα τηρεί τις υποσχέσεις του για διάλογο όχι μόνο με τους φίλους αλλά και με τους αντιπάλους, συνδιαλεγόμενος, μέσω Αγκυρας, με τη Συρία, τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και το Ιράν.

Στο Ιράν, καθώς η ισλαμική επανάσταση περνάει τις εσωτερικές αναταράξεις που ιστορικά συγκλονίζουν κάθε επαναστατικό καθεστώς στην εξέλιξή του (φυσικά και φυσιολογικά αντικείμενο εκμετάλλευσης ή και υποδαύλισης από άλλες δυνάμεις), οι ΗΠΑ μαζί με το Ισραήλ και, πιθανώς, τη Βρετανία χρησιμοποιούν με το ένα χέρι όσα αποσταθεροποιητικά εργαλεία διαθέτουν, προετοιμάζουν όμως με το άλλο χέρι την Τουρκία, ως μελλοντικό συνομιλητή της διάδοχης κατάστασης.

Εκεί που τα πράγματα καλύπτονται από τον ανοιχτό πόλεμο, είναι στο Πακιστάν. Με τα αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη να χτυπούν συνεχώς στόχους στις φυλετικές περιοχές του Πακιστάν και τις αμερικανικές δυνάμεις να κυνηγούν Ταλιμπάν από την άλλη πλευρά των βουνών, στο Αφγανιστάν (και τις «ειδικές δυνάμεις» να δρουν κρυφά ένθεν κακείθεν) σηκώνεται κουρνιαχτός που σκεπάζει τις άλλες προετοιμασίες, τόσο σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Ινδίας όσο και τον μελλοντικό ρόλο που θα αναλάβει το Ιράν αλλά και, πάλι, η Τουρκία, που ήδη προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τους Ταλιμπάν.

Κατά μία έννοια, οι συμβολικές ημερομηνίες (100 πρώτες ημέρες, 6μηνο, ένα έτος), που όλο και περισσότερο χρησιμοποιούνται με κάποια αυθαιρεσία για τη μέτρηση των επιδόσεων, αδικούν έναν πρόεδρο ή μία κυβέρνηση, καθώς δεν επιτρέπουν πάντα να προβλεφθεί η απόδοση πολιτικών, πρωτοβουλιών και κινήσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Με τον Ομπάμα να κλείνει την ερχόμενη Πέμπτη ένα χρόνο στην εξουσία, το μόνο σίγουρο είναι αυτό που, πέραν συναισθηματικών παραισθήσεων, ήταν προφανές εξ αρχής: δεν πρόκειται για έναν αντισυστημικό επαναστάτη αλλά για έναν κεντρώο ρεαλιστή πολιτικό. Για τα υπόλοιπα... το αποτέλεσμα θα δείξει.