Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Ποιος κέρδισε τελικά στη Λιβύη του Καντάφι;

Η λέξη «ξεβρακώνομαι» δεν χρησιμοποιείται ποτέ στη διπλωματική γλώσσα, ούτε καν στις καθωσπρέπει συζητήσεις ή τις σοβαρές αναλύσεις.

Ομως, τον τελευταίο καιρό, η στάση μιας σειράς ηγετών δυτικών χωρών απέναντι στη Λιβύη του Καντάφι και στον ίδιο τον Μουαμάρ Καντάφι προσωπικά, έχει δώσει λαβή σε κατηγορίες ότι «ξεβρακώθηκαν».

Κάποιοι, σαν τον Μπερλουσκόνι, που υποδέχθηκε πριν από λίγο καιρό στην Ιταλία τον Καντάφι, κάνοντας ότι δεν βλέπει μερικές από τις σκόπιμες προσβολές του Λίβυου ηγέτη, απάντησαν ουσιαστικά ότι αμάρτησαν για το παιδί τους, δηλαδή για τα συμφέροντα της χώρας τους, αφήνοντας τη φαντασία να πλανάται πάνω από τεράστιου εύρους επενδύσεις του λιβυκού κρατικού ταμείου διαχείρισης του πλούτου που φέρνει το πετρέλαιο ή πάνω από την πρόσβαση στους λιβυκούς υδρογονάνθρακες, υγρούς και αέριους.

Αλλοι, όπως έγινε την περασμένη εβδομάδα με τον πρόεδρο της Ελβετίας που επισκέφθηκε τη Λιβύη και ζήτησε «συγγνώμη», επειδή οι Αρχές της χώρας του είχαν συλλάβει και ταλαιπωρήσει για λίγες ώρες τα παιδιά του Καντάφι όταν αυτά παρανόμησαν σε ελβετικό έδαφος, κάνουν ότι δεν ακούν τις κατηγορίες για δουλικότητα που εξαπολύουν εναντίον τους πολλοί από τους συμπατριώτες τους.

Κάποιοι άλλοι, κυρίως αυτοί (ΗΠΑ, Βρετανία) που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του σχετικού σκηνικού που φέρνει τη Λιβύη του Καντάφι να ξαναμπαίνει στα καλύτερα σαλόνια γιορτάζοντας σήμερα τα 40 χρόνια από την ανατροπή του βασιλιά Ιντρις (τότε καλού φίλου της «Δύσης»), καταγγέλλουν εκ του ασφαλούς ενέργειες όπως η απόφαση της κυβέρνησης της Σκωτίας να αφήσει ελεύθερο τον έναν από τους δύο Λίβυους που έχουν καταδικαστεί για την ανατίναξη του αεροσκάφους της Pan Am πάνω από το Λόκερμπι της Σκωτίας, έχοντας αφήσει τον Σκωτσέζο υπουργό Δικαιοσύνης να βγάλει το φίδι από την τρύπα και να προσφέρει (και εκ μέρους τους) στον Καντάφι ένα καλό δώρο για τα 40ά γενέθλια του κινήματός του, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα όλων.

Είναι όμως αυτή η πραγματική εικόνα; Πρόκειται για τη νίκη κάποιων, των δυτικών κυβερνήσεων ή του Καντάφι ή απλώς αυτό που φαίνεται σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και του «ξεβρακώματος», αποτελεί το ευτυχές αποτέλεσμα μιας πολιτικής που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για το μέλλον των διεθνών σχέσεων σε δύσκολες περιπτώσεις; Διότι η υπόθεση της Λιβύης χρησιμοποιείται ως παράδειγμα επιτυχημένης σκληρής διπλωματίας, το αποτέλεσμα της οποίας είναι θετικό για όλους και μπορεί να καθοδηγήσει την προσέγγιση άλλων περιπτώσεων, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η πολιτική που ξεκίνησε ο Μπιλ Κλίντον, αλλάζοντας τις μέχρι τότε αποτυχημένες προσεγγίσεις Ρίγκαν και Μπους πατρός, και την οποία, παραδόξως, δεν άλλαξε ο πρόεδρος Μπους ο νεότερος σε μια σπάνια επίδειξη ορθολογισμού, είχε ως αποτέλεσμα η Λιβύη όχι μόνο να εγκαταλείψει τα προγράμματα απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής και να διακόψει την υποστήριξη της τρομοκρατίας αλλά και να μετατραπεί από μέρος του προβλήματος σε μέρος της λύσης του. Ετσι, το πρώην κράτος-παρίας έγινε και πάλι δεκτό στα καλύτερα σαλόνια, προς αμοιβαίο όφελος, έστω και αν αγνοεί τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ.

Η επιτυχία αυτή, τουλάχιστον από τη δυτική οπτική, οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαμόρφωση της πολιτικής πιέσεων σε άλλες περιπτώσεις και σε προβληματισμό για το κατά πόσον οι συνθήκες είναι συγκρίσιμες, ειδικά στις περιπτώσεις του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.

Ως γενικά συμπεράσματα, η δυτική ανάλυση καταγράφει τα εξής:

1. Τα καθεστώτα-παρίες, ακόμα και τα σκληρότερα, μπορούν να αλλάξουν, όταν η αλλαγή εξυπηρετεί καλύτερα τους βασικούς τους στόχους, όπως η παραμονή στην εξουσία.

2. Η επιδίωξη αλλαγής καθεστώτος, σε αντίθεση με την αλλαγή πολιτικής, είναι αντιπαραγωγική. Ενα καθεστώς θα παλέψει μέχρι τέλους για την επιβίωσή του. Αντιθέτως, οι διαβεβαιώσεις που έδιναν, ακόμα και εμπράκτως, τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ και η Βρετανία ότι δεν επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος αλλά την αλλαγή της πολιτικής του, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην επιτυχία της προσέγγισης της Λιβύης. Αντιθέτως, αναφορές του Μπους περί άξονα του κακού σχετικά με τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, έπεισαν τις δύο αυτές χώρες ότι στόχος της Ουάσιγκτον ήταν η ανατροπή των καθεστώτων τους.

3. Είναι απαραίτητες η συνέπεια και η σταθερότητα, τόσο στις κυρώσεις ή τις απειλές κυρώσεων, δηλαδή στο σκέλος της ράβδου, όσο και στο σκέλος της ανταμοιβής, δηλαδή του καρότου.

4. Τόσο η ράβδος όσο και το καρότο θα πρέπει να προέρχονται από πολλές πλευρές με την ίδια σταθερότητα και αξιοπιστία.

5. Χρειάζεται ευελιξία, ώστε να γίνονται οι κατάλληλες υποχωρήσεις την κατάλληλη στιγμή.

6. Η μυστική διπλωματία φέρνει αποτελέσματα, ιδίως όταν αναμιγνύνονται πλευρές για τις οποίες το «πρόσωπο» ή η βιτρίνα έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ολα αυτά ενισχύουν τη λογική του Μπαράκ Ομπάμα, για συνομιλίες, όχι μόνο με τους φίλους αλλά και με τους εχθρούς. Χρησιμεύουν ακόμα ως παράδειγμα του τι μπορεί να κερδίσει μια χώρα επιστρέφοντας στην αγκαλιά της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας. Αυτή τουλάχιστον είναι η ανάλυση της Δύσης. Δεν είναι και τόσο σαφές ποια είναι η ανάλυση της άλλης πλευράς, όπως της Τεχεράνης ή της Πιονγκγιάνγκ.


Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Εκλογές στο Αφγανιστάν, σημαντικές όσο στις ΗΠΑ

Αν υπάρχουν κάποιοι στις ΗΠΑ που αναπολούν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (υπάρχουν), σκέφτονται πως, αν τα πράγματα είχαν μείνει σε εκείνη τη φάση, σήμερα θα μπορούσαν να πανηγυρίζουν για «νίκη» στο Αφγανιστάν.

Διότι, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά την εισβολή τους εκεί, παρά τις αυτοκαταστροφικές ιδεοληπτικές νευρώσεις των κυβερνήσεων Μπους, βρίσκονται (ελαφρώς) σε λιγότερο κακή κατάσταση απ' ό,τι βρίσκονταν οι Σοβιετικοί μερικά χρόνια μετά τη δική τους εισβολή, έστω και αν το μέλλον διαγράφεται κάθε άλλο παρά ευοίωνο.

Ομως, σήμερα το περιβάλλον δεν επιτρέπει τέτοιου είδους ανόητους παιδιάστικους ανταγωνισμούς, ειδικά σε ένα θέμα που, κατά σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, καταφέρνει να παίζει ακούσια καθοριστικό ρόλο στο σύνολο των παγκόσμιων γεωπολιτικών εξελίξεων. Οι έμποροι στην αγορά της Καμπούλ, οι γιδοβοσκοί στα βουνά, οι λαθρέμποροι στα ορεινά περάσματα, οι καλλιεργητές παπαρούνας, ακόμα και οι Ταλιμπάν με τα μαύρα τουρμπάνια, δύσκολα μπορούν να φανταστούν ότι οι ενέργειές τους επηρεάζουν την ανάδυση νέων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ινδία, τη διαμόρφωση του μελλοντικού ρόλου παλαιών δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ρωσία ή τη διατήρηση και κατακρήμνιση συλλογικών οντοτήτων, όπως το ΝΑΤΟ.

Ο ακούσιος αυτός ρόλος δεν είναι καινούργιος για το Αφγανιστάν. Από τότε που η επέλαση του Τζένγκις Χαν κατέστρεψε τη δυνατότητά του να ενώνει τους γείτονές του μέσω του Δρόμου του Μεταξιού και από τη στιγμή που η βρετανική αυτοκρατορία τού ανέθεσε για πρώτη φορά τον ρόλο να χωρίζει, αποτελώντας ανάχωμα ανάμεσα στην ίδια και την τσαρική Ρωσία, παίρνοντας τη σημερινή του μορφή, το Αφγανιστάν παίζει ρόλο στο διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι, μια χωρίζοντας και μια ενώνοντας τη Νότια Ασία με την Κεντρική Ασία και την Ευρασία και μια χωρίζοντάς τες. Ιδιαίτερα στο διάστημα μετά την αναδίπλωση της βρετανικής αυτοκρατορίας και τη διάσπαση της Ινδίας με τη δημιουργία του Πακιστάν και του Μπανγκλαντές, ο ρόλος αυτός έγινε πολύ πιο περίπλοκος, με αποκορύφωμα τα τελευταία 30 χρόνια πολέμου.

Σήμερα το Αφγανιστάν δεν αποτελεί απλώς ανάχωμα απέναντι στη Ρωσία. Δεν παρέχει μόνο στρατηγικό βάθος στο Πακιστάν, δηλαδή δεν εμπλέκεται μόνο στην αντιπαράθεσή του με την Ινδία και κατ' επέκταση στις σχέσεις της Ινδίας με τις ΗΠΑ και την Κίνα (η οποία, παρεμπιπτόντως, αποκτά όλο και μεγαλύτερο ρόλο, έστω και με χαρακτηριστικά αθόρυβο τρόπο). Δεν παίζει μόνο ρόλο-κλειδί στις σχέσεις Δύσης - Ιράν, ούτε ο ρόλος του περιορίζεται με τη συμμετοχή του στους αλγόριθμους για τον Περσικό Κόλπο. Δεν βρίσκεται, μαζί με το Πακιστάν, μόνο στο επίκεντρο του εξτρεμιστικού ισλαμισμού ή του «ισλαμοφασισμού». Δεν παίζει μόνο καθοριστικό ρόλο στις πυρηνικές ισορροπίες Πακιστάν και Ινδίας. Ούτε αποτελεί μόνο τη λυδία λίθο, στην οποία δοκιμάζεται η ίδια η ύπαρξη μιας συμμαχίας, που ξεκινά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, του ΝΑΤΟ. Εχει το, σχεδόν μοναδικό παγκοσμίως, προνόμιο να τα κάνει όλα αυτά ταυτοχρόνως.

Με την έννοια αυτήν, οι προεδρικές εκλογές που θα γίνουν την ερχόμενη Πέμπτη στο Αφγανιστάν θα μπορούσαν να έχουν τεράστια διεθνή σημασία, καθώς μόνον οι εκλογές στις ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ίσως περισσότερο τον διεθνή περίγυρο. Και, με την ίδια έννοια, δικαιολογούν αυξημένο ενδιαφέρον ακόμα και στην Ελλάδα, ακόμα και στην καρδιά του Αυγούστου.

Ομως οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι, όσο σημαντικές και αν είναι, οι αφγανικές εκλογές στην παρούσα φάση δεν είναι παρά ένα τμήμα της διαμορφούμενης στρατηγικής απεγκλωβισμού από το Αφγανιστάν με την όσο το δυνατόν ταχύτερη «αφγανοποίησή» του. Το κατά πόσον ο νέος πρόεδρος θα αποκτήσει κάποιο ρόλο ευρύτερο από αυτόν του «δημάρχου της Καμπούλ», στον οποίο είχε καταδικάσει τον Χαμίντ Καρζάι η ιδεολογική αναπηρία του Τζορτζ Μπους και των περί αυτόν, εξαρτάται από κατά πόσον η «ρεάλ πολιτίκ» έχει πλέον εδραιωθεί στην Ουάσιγκτον, κατά πόσον υπάρχουν ακόμα περιθώρια αυτή να συγκρατήσει την αποδυνάμωση των αμερικανικών συμμαχιών και της αμερικανικής επιρροής και το κατά πόσον οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ θα αντέξουν για πολύ ακόμα τη συνεχή γκρίνια για αύξηση του ρόλου τους στο Αφγανιστάν (ή τουλάχιστον την αποτροπή της μείωσής του).

Παρ' όλα αυτά, ακόμα και για όσους δεν συμμερίζονται την αμερικανική θρησκευτική βεβαιότητα ότι η δημοκρατία (με την έννοια της πραγματοποίησης εκλογών) θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, ακόμα και η ίδια η διεξαγωγή των εκλογών παρουσιάζει ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον αυτό δεν το επισημαίνουν τόσο οι δηλώσεις ανωτάτων αξιωματούχων του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων όσο οι αυξανόμενες επιθέσεις (αυτοκτονίας ή άλλες) των Ταλιμπάν, αλλά και οι εντεινόμενες επιχειρήσεις των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων. Διότι τόσο η διεξαγωγή τους όσο και το αποτέλεσμά τους μπορούν να αποτελέσουν μια ένδειξη της πορείας που θα πάρουν οι προσπάθειες «αφγανοποίησης» του Αφγανιστάν, με τη συνεργασία πολλών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες και οι μετριοπαθέστεροι Ταλιμπάν.

Με δεδομένο ότι οι δυτικές δυνάμεις θα χρειαστεί να παραμείνουν στο Αφγανιστάν τουλάχιστον για άλλα 20 με 30 χρόνια, όπως λένε ανώτατοι αξιωματικοί των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων (που ξέρουν καλύτερα απ' όλους από τέτοια πράγματα), οι εκλογές της Πέμπτης ίσως δώσουν μια ιδέα για το κάτω από ποιες συνθήκες θα παραμείνουν.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Τι να το κάνουν το μυαλό όταν έχουν... κάμερες

Πριν από μερικές δεκαετίες, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές χειρός, κυκλοφόρησε μια μικρή αφίσα με τον «Σνούπι», που κρατούσε ένα κομπιουτεράκι στο χέρι του και έλεγε: «Τι να το κάνεις το μυαλό, αν έχεις μπαταρίες».

Σήμερα, εν μέσω συζητήσεων για κάμερες, ΕΥΠικές συσκευές «συνακρόασης» κινητών τηλεφώνων και φακέλωμα του DNA, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν θα πρέπει να αποδεχθεί τις θεωρίες περί τεχνολογικού ντετερμινισμού και αν θα πρέπει να τις επεκτείνει στον κοινωνικό έλεγχο. Να προβληματιστεί, δηλαδή, για το κατά πόσον η προϋπάρχουσα πρόθεση άσκησης κοινωνικού ελέγχου εξυπηρετείται από τις προσφερόμενες τεχνολογίες ή αν από μόνη της η προσφορά τεχνολογιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικό έλεγχο δημιουργεί την επιθυμία χρήσης τους. Ταυτοχρόνως όμως αναρωτιέται και για κάτι πολύ πιο απλό: «Τι να το κάνεις το μυαλό αν έχεις όλη αυτή την τεχνολογία στη διάθεσή σου» και, κατ' επέκταση, μήπως ο σχεδόν γραφικός λούμπεν χαφιές του παρελθόντος, με το μουστάκι-ποντικοουρά και το λίγδικο καβουράκι διέθετε περισσότερη ευφυΐα από τον αποχαυνωμένο μπροστά σε μια σειρά οθονών σύγχρονο εντεταλμένο μπανιστιρτζή.

Από την εποχή του Ιταλού εγκληματολόγου Τσέζαρε Λομπρόζο, τον 19ο αιώνα, και την ανάπτυξη των πρώτων βιομετρικών συστημάτων αναγνώρισης, η τεχνολογία έχει επιστρατευτεί για τον κοινωνικό έλεγχο, με την έννοια της επιβολής κανόνων, με την πρόληψη των παραβιάσεων και τη σχετική αύξηση της πιθανότητας εντοπισμού ή σύλληψης των όποιων παραβατών. Η τάση αυτή κορυφώθηκε προς το τέλος του 20ού αιώνα και την αρχή του 21ου, με την εξέλιξη και ωρίμανση τεχνολογιών παρακολούθησης, ελέγχου και βιομετρικής αναγνώρισης, που μετατρέπουν σταδιακά άψυχες συσκευές σε ελεγκτές της ανθρώπινης συμπεριφοράς [από τον ταχογράφο στα φορτηγά, ο οποίος τώρα εμπλουτίζεται με συστήματα GPS που επιτρέπουν την πλήρη παρακολούθηση της κίνησής τους, ώς τα κινητά τηλέφωνα που επιτρέπουν στους γονείς να παρακολουθούν τις κινήσεις των παιδιών τους ή τα προγράμματα γονικού (ή άλλου) ελέγχου στο Διαδίκτυο και αυτά που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να μετρούν την αποδοτικότητα των υπαλλήλων τους, ακόμη και ώς τις κάρτες που επιτρέπουν στα σουπερμάρκετ να γνωρίζουν περισσότερα για τις συνήθειές σου απ' ό,τι εσύ ο ίδιος].

Στην ιδιωτική σφαίρα, η χρήση τεχνολογίας είναι εξαιρετικά ελκυστική, κυρίως επειδή είναι εντάσεως κεφαλαίου και όχι εργασίας. Για παράδειγμα, ένας γονιός αγοράζει ένα ασύρματο σύστημα παρακολούθησης του μωρού του και έτσι αποδεσμεύεται από την ανάγκη να είναι συνεχώς δίπλα του ή παρακολουθώντας μέσω κινητού τηλεφώνου τις κινήσεις του έφηβου γιου του, νομίζει ότι δεν χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια για να δημιουργήσει μια μακροχρόνια σχέση με το παιδί του ώστε να έχει έγκαιρη ειδοποίηση όταν κάτι πάει στραβά.

Στον βαθμό που παρόμοια κριτήρια κόστους-απόδοσης εισάγονται σταδιακά στον δημόσιο τομέα, η μετατόπιση προς τη χρήση της τεχνολογίας είναι απολύτως λογική. Ενα σύστημα κοινωνικού ελέγχου βασισμένο σε κάμερες, μικρόφωνα, αναγνώριση βιομετρικών δεδομένων, διασύνδεση ηλεκτρονικών αρχείων κ.λπ. είναι έντασης κεφαλαίου, ενώ ένα αντίστοιχης αποτελεσματικότητας σύστημα με επίσημους ή ανεπίσημους πληροφοριοδότες και αναλυτές είναι έντασης εργασίας. Στη βάση αυτή, λογικό είναι το ότι, αν και η ιδέα μιας πανίσχυρης αστυνομίας που γνωρίζει τα πάντα προκειμένου να προστατέψει το ύψιστο αγαθό, δηλαδή το κράτος, κυριάρχησε στη Γαλλία του 18ου αιώνα, η κυριαρχία της τεχνολογίας στον κοινωνικό έλεγχο βρήκε το πλέον πρόσφορο έδαφος στην αγγλοσαξονική λογική, με τη Βρετανία να κατέχει σήμερα τα πρωτεία παγκοσμίως στις κάμερες παρακολούθησης, ενδεχομένως και σε άλλες τεχνολογικές μεθόδους ελέγχου και επιβολής συμμόρφωσης.

Εν μέρει, ως άλλοθι για την όλο και μεγαλύτερη κρατική χρήση τεχνολογίας για τον κοινωνικό έλεγχο προβάλλεται η διαθεσιμότητα των τεχνολογιών προς χρήση από τα επί μέρους άτομα, κάτι υπό όρους ψευδές. Για παράδειγμα, μπορεί το Twitter και το YouTube να χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον πριν από λίγο καιρό στο Ιράν για τον συντονισμό και την επικοινωνία των διαδηλωτών προς τα έξω, όμως αυτή η δυνατότητα βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο δύο εταιρειών. Και ίσως δεν θα παρεχόταν αδιαλείπτως, αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είχε ζητήσει από την Twitter να μη διακόψει την παροχή για την τακτική συντήρηση του συστήματος, όπως ήταν προγραμματισμένο. Μπορεί κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί το αντίθετο. Δεν πρόκειται λοιπόν για αντίσταση στην εξουσία και στον έλεγχο, αλλά για αντίσταση σε έναν συγκεκριμένο πόλο εξουσίας και ελέγχου, με την ενδεχόμενη υποταγή σε έναν άλλον, ίσως λιγότερο ευδιάκριτο.

Πέραν αυτού, με ή χωρίς προσχήματα, οι ασκούντες τον έλεγχο εξακολουθούν να διαθέτουν τα κλασικά όπλα. Με το πρόσχημα της παιδεραστίας ή της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, προσπαθούν να νομοθετήσουν περιορισμούς στο Διαδίκτυο. Μπορούν να νομοθετήσουν υποχρεώσεις παρόχων (υπηρεσιών δικτύου, κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας) να λειτουργούν ως εκπρόσωποι των κρατικών μηχανισμών παρακολούθησης και ελέγχου. Μπορούν ακόμη να καταστήσουν αυτοτελή αδικήματα τη χρήση τεχνολογικών μέσων όταν αυτή είναι προς όφελος του πολίτη (όπως βιντεοσκόπηση ή μαγνητοφώνηση παρανομούντων αστυνομικών ή άλλων κρατικών υπαλλήλων) ή άλλων μέσων τεχνολογικής αντίστασης, όπως οι συσκευές εντοπισμού ραντάρ της Τροχαίας. Μπορούν επίσης να απαγορεύσουν την κατοχή ορισμένων «εξισωτικών» τεχνολογιών από ιδιώτες, με την ίδια λογική που η φεουδαλική Ιαπωνία είχε απαγορεύσει τη χρήση πυρίτιδας και πυροβόλων όπλων, καθώς κάτι τέτοιο θα εξίσωνε την ισχύ των απλών χωρικών με αυτή των σκληρά εκπαιδευμένων στην τέχνη του πολέμου με σπαθί ευγενών σαμουράι.

Ηεξάρτηση από την τεχνολογία παρακολούθησης και ελέγχου συνεπάγεται συνήθως και άλλες εξαρτήσεις, κυρίως από τις πηγές της τεχνολογίας. Είναι ασύνηθες, ο πάροχος μιας τέτοιου είδους τεχνολογίας, είτε ως ιδιώτης είτε ως κρατική οντότητα, να τη διαθέτει σε τρίτους χωρίς να έχει φροντίσει τη δική του θωράκιση απέναντί της ή ακόμη και τη χρήση της εκ μέρους του «από την πίσω πόρτα», ανάλογα με τα συμφέροντά του, τα οποία δεν ταυτίζονται απαραιτήτως πάντα με αυτά του τελικού χρήστη.

Σε ένα άλλο επίπεδο, η χρήση της τεχνολογίας, όπως στην περίπτωση των γιατρών που σταδιακά παραδίδουν τις διαγνωστικές ικανότητές τους σε όλο και πιο σύνθετες τεχνολογίες, οδηγεί σε μια όλο και στενότερη οπτική. Εστιάζοντας στο δέντρο και όχι στο δάσος, απειλεί να οδηγήσει σε μυωπία απέναντι σε ευρύτερα συστημικά πλαίσια και στην αναγνώριση μακροπρόθεσμων τάσεων και επιπτώσεων. Δηλαδή, η προώθηση τεχνολογίας για κοινωνικό έλεγχο με την εκμετάλλευση συγκυριών ανασφάλειας είναι αντιπαραγωγική. Ακόμη και όταν (και για όσους) ο κοινωνικός έλεγχος είναι το ζητούμενο.