Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2005

Οταν έκανε εκλογές ο ... Τσολάκογλου

Ο «πρεσβευτής» των ΗΠΑ στο Ιράκ, Τζον Νεγκρεπόντε, έχει απόλυτο δίκιο: Οι εκλογές που διεξάγονται αύριο εκεί δεν θα κριθούν αποκλειστικά από το ποσοστό της συμμετοχής. Τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα κριθεί η νομιμότητα της ψηφοφορίας δεν μπορεί να είναι αποκλειστικώς ποσοτικά.Οπως επισημαίνει η Φίλις Μπένις στο Znet, «οι εκλογές δεν μπορούν να είναι νόμιμες όταν διεξάγονται υπό ξένη στρατιωτική κατοχή. Οταν η χώρα υποτίθεται ότι κυβερνάται από μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, η οποία και διεξάγει τις εκλογές και η οποία τοποθετήθηκε και διατηρείται στη θέση της από τον στρατό κατοχής. Οταν οι εκλογές θα είναι υπό τον τελικό έλεγχο αυτού του στρατού κατοχής. Και όταν είναι σχεδιασμένες να επιλέξουν μια νέα συνέλευση η οποία θα έχει την ευθύνη να σχεδιάσει ένα Σύνταγμα και να επιλέξει μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει κάτω από συνθήκες στρατιωτικής κατοχής».Η κατοχική ΕλλάδαΜε αυτή την έννοια, οι αυριανές εκλογές στο Ιράκ έχουν την ίδια αξία που θα είχαν εκλογές που θα διοργάνωνε η κυβέρνηση Τσολάκογλου στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ομως εδώ υπάρχει μια διαφορά: οι κυβερνήσεις Τσολάκογλου ή Ράλλη, στηριζόμενες από τους Γερμανούς κατακτητές, δεν διοργάνωσαν εκλογές, ενώ η κυβέρνηση Αλάουι, στηριζόμενη από τους Αμερικανούς, το κάνει.Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την αρχή της υποστήριξης οποιασδήποτε δημοκρατικής διαδικασίας, πόσο μάλλον δημοκρατικών εκλογών, εφ' όσον πράγματι είναι δημοκρατικές και δεν χρησιμοποιούνται ως άλλοθι επιβολής αντιδημοκρατικών επιλογών, ως ένα είδος «φερετζέ» που αποπειράται να σκεπάσει μια αποκρουστική πραγματικότητα ή να καλύψει τις απεγνωσμένες προσπάθειες απαγκίστρωσης της κατοχικής δύναμης. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι οι ΗΠΑ είναι απολύτως ειλικρινείς όταν ισχυρίζονται πως το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι να φέρουν τη δημοκρατία στο Ιράκ και ότι είναι έτοιμες να δεχθούν οποιαδήποτε κυβέρνηση, ακόμα και μία απολύτως εχθρική απέναντί τους, η πραγματικότητα δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Τεχνητό κράτοςΗ πληθυσμιακή σύσταση του Ιράκ, ενός τεχνητού κράτους όπως πολλά από αυτά που άφησε πίσω της η βρετανική αποικιοκρατία, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη μια ομαλή δημοκρατική διαδικασία. Ακόμα και κάτω από ιδανικές συνθήκες, η πλειοψηφία των σιιτών θα έχει τον απόλυτο έλεγχο του κράτους συνεργαζόμενη, προσωρινά και δύσκολα, με τους Κούρδους, που έχουν τους δικούς τους στόχους για ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Η μειοψηφία των σουνιτών, ακόμα και αν δεν αντιμετωπιστεί με εκδικητικό τρόπο από τους σιίτες, τους οποίους καταδυνάστευε επί Σαντάμ, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να αναλάβει την εξουσία με δημοκρατικό τρόπο. Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί μια εκλογική διαδικασία που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των σιιτών.Οπως επισημαίνει στην «Boston Globe» η δημοσιογράφος Μόλι Μπίνγκαμ, η οποία έχει μελετήσει καλά τις ιρακινές αντιστασιακές ομάδες, «κατά την απουσία μιας ισχυρής κυβέρνησης ή πολιτικής δομής δεν προκαλεί έκπληξη το ότι μια μουσουλμανική κοινότητα επιστρέφει στον κορανικό νόμο, έστω και προσωρινά». Ετσι ο αλ Ζαρκάουι βρίσκει καταφύγιο μεταξύ των σουνιτών που, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, αρχίζουν να ανοίγουν τα αυτιά τους στο θρησκευτικό - πολιτικό μήνυμα της Αλ Κάιντα, μη διακρίνοντας προοπτική αποδεκτής απ' αυτούς πολιτικής δομής.Δεν είναι τυχαίο ότι η αυριανή ημερομηνία ορίστηκε για τη διεξαγωγή των εκλογών κάτω από την ασφυκτική πίεση του σιίτη πνευματικού ηγέτη, Αγιατολάχ Αλί αλ Σιστάνι, που τελεσιγραφικά είχε διαμηνύσει στις ΗΠΑ ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον σιιτικό ποταμό αγανάκτησης αν οι εκλογές καθυστερήσουν περαιτέρω.Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι το ποσοστό της συμμετοχής στις αυριανές εκλογές δεν έχει καμία σημασία. Ομως η σημασία του δεν θα είναι απαραίτητα αυτή που επιθυμεί ο Τζον Νεγκρεπόντε, οι στόχοι του οποίου θα εξυπηρετούνταν από μια μεγάλη συμμετοχή των σουνιτών που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να μιλήσουν για θρίαμβο της δημοκρατίας και στους «νεοσυντηρητικούς» ή «νεο-ουιλσονιανούς» της Ουάσιγκτον να εδραιώσουν πάλι την κλονισμένη πίστη τους και να ανακτήσουν την -ελαφρά λαβωμένη λόγω ιρακινής περιπέτειας--επιρροή τους .Αντιθέτως, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ανησυχούν μήπως η συμμετοχή των σιιτών είναι πολύ μεγάλη, υπογραμμίζοντας έτσι το εθνοτικό χάσμα που επικρατεί στο Ιράκ. Θα πρέπει επίσης να ανησυχούν για την ισχύ των σιιτών που είναι προφανές ότι ανέχονται την αμερικανική κατοχή μόνο στον βαθμό που εξυπηρετεί τους στόχους τους. Και οι στόχοι αυτοί δεν συμπίπτουν απαραίτητα με τους αμερικανικούς.Η σιιτική πλειοψηφίαΟι πρώην υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ και Τζορτζ Σουλτζ, γράφουν στην «Ουάσιγκτον Ποστ», «μια πλουραλιστική κοινωνία θα αποτελούσε πράγματι μια ευτυχή εξέλιξη. Πρέπει όμως να προσέχουμε να μη βασίζουμε την πολιτική σε ευσεβείς πόθους. Αν μια δημοκρατική κυβέρνηση πρόκειται να ενοποιήσει ειρηνικά το Ιράκ, πολλά εξαρτώνται από το πώς η σιιτική πλειοψηφία ορίζει την εξουσία της πλειοψηφίας».Οι δύο πρώην υπουργοί επισημαίνουν ότι οι ιρακινές εκλογές της 30ής Ιανουαρίου, οι οποίες «μέχρι προσφάτως αντιμετωπίζονταν ως κατάληξη, περιγράφονται τώρα ως ξεκίνημα ενός εμφυλίου πολέμου». Το βέβαιο είναι ότι όπως έγινε και στο παρελθόν με άλλα «ορόσημα», όπως η «παράδοση της εξουσίας» στην προσωρινή κυβέρνηση και η αντικατάσταση του «πολιτικού διοικητή» Πολ Μπρέμερ από τον «πρεσβευτή» Τζον Νεγκρεπόντε, η σημασία τους δεν είναι αυτή που θα επιθυμούσε η Ουάσιγκτον.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2005

Ενας επώδυνος τοκετός

Συνήθως οι εκλογές κλείνουν μία φάση και ανοίγουν μία άλλη. Οι αυριανές παλαιστινιακές προεδρικές εκλογές κλείνουν το προπαρασκευαστικό και ανοίγουν το κυρίως τμήμα της μακράς και εξαιρετικά οδυνηρής μεταβατικής φάσης, στην οποία βρίσκεται το Μεσανατολικό τα τελευταία χρόνια. Η φράση «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», αν και κοινότοπη, εκφράζει την πραγματικότητα ιδίως αν συμπληρωθεί με το «και ακολουθούν τα δυσκολότερα».Η ίδια η πραγματοποίηση δημοκρατικών εκλογών από ένα αραβικό έθνος το οποίο δεν διαθέτει καν δικό του κράτος, που βρίσκεται υπό κατοχή και που υφίσταται καθημερινά τη βία των κατοχικών δυνάμεων, αποτελεί ένα ιστορικό επίτευγμα. Ομως, μακράν του να επιτρέπει επανάπαυση, οδηγεί σε μεγαλύτερες δυσκολίες την παλαιστινιακή κοινωνία η οποία πρέπει να στηρίξει τις επιλογές της δημοκρατικά εκλεγμένης ηγεσίας στην προσπάθεια επίλυσης του Μεσανατολικού. Και οι επιλογές αυτές δεν μπορούν παρά να καταλήγουν σε συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός, όπως κάθε συμβιβασμός σε θέματα για τα οποία έχει χυθεί πολύ αίμα, δεν μπορεί παρά να είναι έντονα οδυνηρός.Η ηγεσία που θα προκύψει από τις αυριανές εκλογές είναι σχεδόν δεδομένη. Ο πρώτος μετά τον Γιάσερ Αραφάτ πρόεδρος των Παλαιστινίων αναμένεται να είναι και ο πρώτος, μετά τον Αραφάτ, αρχηγός της μεγαλύτερης παλαιστινιακής οργάνωσης, της Φατάχ, ο Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν). Μαζί του έρχεται ένα τμήμα της ιστορικής ηγεσίας του Παλαιστινιακού Κινήματος, άνθρωποι που ξεπήδησαν από τον Μαύρο Σεπτέμβρη στην Ιορδανία, στελέχη που ίδρυσαν τη Φατάχ μαζί με τον Γιάσερ Αραφάτ.Ρεαλιστική πολιτικήΟπως λέει ένας από αυτούς, ο «θεωρητικός» της Φατάχ και σημερινός γενικός γραμματέας της στη Δυτική Οχθη, Χάνι αλ Χασάν, «αν πριν από 20 χρόνια μού έλεγες ότι θα συνομιλούσα με τους Ισραηλινούς, και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα... σήμερα υπάρχει ρεαλπολιτίκ...». Τη ρεαλιστική αυτή προσέγγιση νομιμοποιεί η αγωνιστική ιστορία της «ιστορικής ηγεσίας». Και η δρομολόγηση μιας ρεαλιστικής πολιτικής πορείας που θα κληροδοτηθεί στην επόμενη ηγεσία, αυτή που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό των κατεχόμενων εδαφών κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα, αποτελεί το κύκνειο άσμα της «ιστορικής ηγεσίας».Κατά κάποιο τρόπο, ο ρόλος αυτός έχει ανατεθεί στην «ιστορική ηγεσία», εκπροσωπούμενη από τον Μαχμούντ Αμπάς, από τη νέα γενιά πολιτικών ηγετών, που εκπροσωπείται από τον κρατούμενο στις ισραηλινές φυλακές, δημοφιλή πρώην ηγέτη της Φατάχ στη Δυτική Οχθη, Μαρουάν Μπαργούτι. Ανακοινώνοντας μέσα από τις φυλακές την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές για να την αποσύρει λίγες μέρες αργότερα υπέρ του Μαχμούντ Αμπάς, κατάφερε αφενός να περιβάλει με το πρόσθετο κύρος της δικής του αγωνιστικής ιστορίας τον υποψήφιο της Φατάχ, αφετέρου να στείλει το μήνυμα ότι με τη δική του στάση «επιτρέπει» τη νίκη του. Ετσι εξασφαλίζει για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, ακόμα και μέσα από τη φυλακή.Το «πολιτικό κεφάλαιο» αυτό, προστιθέμενο στην αύθαρτη από τους αναγκαίους πολιτικούς συμβιβασμούς και συγκρούσεις αγωνιστική ιστορία, θα δώσει έτσι στρατηγικό βάθος στην παλαιστινιακή ηγεσία. Η «ιστορική ηγεσία» θα καταβάλει το πολιτικό κόστος του ρεαλισμού, αφήνοντας στους κληρονόμους της ένα κληροδότημα σχετικά ελεύθερο βαρών.Η στάση του ΙσραήλΗ πορεία αυτή δεν μπορεί φυσικά να είναι ευθύγραμμη. Και σε μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν και από τη στάση του άλλου μισού της συμβιωτικής σχέσης, του Ισραήλ. Στο παρελθόν η ισραηλινή κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει στην πράξη την παλαιστινιακή ηγεσία να ηγηθεί μιας ειρηνευτικής πορείας και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την αδυναμία που η ίδια δημιούργησε ως άλλοθι για τη δική της αδιάλλακτη στάση. Σήμερα κάνει ό,τι μπορεί για να φανεί ότι διευκολύνει τη διεξαγωγή των παλαιστινιακών εκλογών. Στο μέλλον θα φανεί αν αυτή είναι μια ουσιαστική πολιτική επιλογή ή απλώς μια προσπάθεια οικοδόμησης ενός ακόμα άλλοθι προς μελλοντική χρήση.Σε συνάντηση που είχαμε μαζί του πριν από μερικές μέρες στη Χερτσελία, ο Χάνι αλ Χασάν είχε πει: «Για να κάνεις ειρήνη με το Ισραήλ, πρέπει να την κάνεις με όλους τους Ισραηλινούς. Διότι η συμφωνία του Οσλο ήταν μια συμφωνία ειρήνης μόνο με το Εργατικό Κόμμα».Πρόκειται για μια εξαιρετικά θαρραλέα από πολιτικής απόψεως διαπίστωση, λόγω του «διά ταύτα» που συνεπάγεται. Παραμένει να διαπιστωθεί αν και η ισραηλινή ηγεσία είναι αποφασισμένη να κάνει ειρήνη με όλους τους Παλαιστινίους και όχι μόνο με τη Φατάχ ή τον Μαχμούντ Αμπάς.