Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2005

Η αποτυχία του πολυπολιτισμικού μοντέλου

Οπως κάθε θεαματικό κοινωνικό γεγονός, τα επεισόδια των περασμένων 11 ημερών στη Γαλλία προκάλεσαν ένα χείμαρρο υπερβολικών αντιδράσεων. Κάποιοι βλέπουν τη νέα Γαλλική Επανάσταση να γεννιέται στα παρισινά προάστια πριν εμπνεύσει τις ανά τον κόσμο καταπιεσμένες μάζες, άλλοι διαβλέπουν τον κίνδυνο δημιουργίας μιας ισλαμικής «πέμπτης φάλαγγας» στους κόλπους της Δύσης, ορισμένοι οσμίζονται χειραγώγηση από την ισλαμική τρομοκρατία, οι επενδύοντες στο φόβο άρχισαν να ζητούν απαγόρευση της μετανάστευσης και απελάσεις, οι Αγγλοσάξονες επιχαίρουν συγκαλυμμένα για τα προβλήματα μιας Γαλλίας που τους κάνει τον έξυπνο σε κοινωνικά θέματα, ο Ερντογάν λέει «αναζητήστε τη μαντίλα» και ο γνωστός Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι διαπιστώνει ότι πίσω από τα επεισόδια βρίσκεται η CIA και τα αμερικανικά σχέδια «να αποδυναμώσουν την Ευρώπη». Αν όμως αφεθούν στην άκρη οι βεβαιότητες της κάθε λογής ιδεολογικής τύφλωσης, οι ευσεβείς πόθοι και οι εξίσου ευσεβείς φόβοι, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι αυτό της απορίας. Η απορία ξεκινά από το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτοί που συμμετέχουν στα επεισόδια: ως αγνοί κοινωνικοί αγωνιστές, ως εξαθλιωμένα θύματα ενός άδικου κοινωνικού συστήματος, ως εγκληματίες και συμμορίες εμπόρων ναρκωτικών που αντιδρούν στα μέτρα μηδενικής ανοχής που επέβαλε τους τελευταίους μήνες ο Σαρκοζί ή ως απλοί χούλιγκαν που διαγωνίζονται στο άθλημα της σύγκρουσης με την αστυνομία; Αυτές οι ιδιότητες φαίνεται να ανακατεύονται σε αναλογίες που είναι αδύνατον να προσδιοριστούν, καθώς τα ίδια άτομα συνθέτουν την ακόμα ρευστή ταυτότητά τους μέσα στη δυναμική των εξελίξεων. Ετσι, η αδυναμία ακριβούς κατηγοριοποίησής τους οδηγεί σε περισσότερες απορίες σε ό,τι αφορά το «διά ταύτα», όσο και το «τι φταίει». Το μόνο που δεν επιτρέπει απορία είναι το προφανές: Οτι όλα τα μοντέλα ένταξης εισαγώμενων εθνικών μειονοτήτων στην Ευρώπη, είτε πρόκειται για το αγγλοσαξονικό, το γαλλικό ή οποιοδήποτε άλλο, έχουν αποτύχει. Ασχετα αν αντιμετωπίστηκαν στο πλαίσιο ενός «πολυ-πολιτισμικού» μοντέλου, ενός συστήματος υποχρεωτικής ένταξης στην τοπική κοινωνία ή οποιασδήποτε ενδιάμεσης κατάστασης, οι εθνικές μειονότητες, κυρίως όταν σε αυτές έχει επικρατήσει η δεύτερη γενιά, αρνούνται να ενταχθούν με τους όρους που τους επιβάλλονται. Το «πολυ-πολιτισμικό» μοντέλο απέτυχε, δήλωναν πριν από ένα χρόνο πολλοί Ολλανδοί πολιτικοί, κυρίως μετά τη δολοφονία του Βαν Γκογκ, για να συμφωνήσουν λίγο αργότερα Γάλλοι ομόλογοί τους της Σοσιαλδημοκρατίας. Για τέλος της ανεκτικότητας και για απελάσεις μιλά ο Τόνι Μπλερ στη Βρετανία μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο. Οι άλλες χώρες που διαθέτουν μεγάλο αριθμό εισαγώμενων εθνικών μειονοτήτων, όπως η Ιταλία, η Γερμανία και, κυρίως, η Ισπανία, προσπαθούν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ ελπίζοντας ότι η εμπειρία των άλλων θα λύσει εγκαίρως τις δικές τους απορίες. Φυσικά, η βάση των προβλημάτων δεν είναι ίδια για όλους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η ύπαρξη εισαγωμένων εθνικών μειονοτήτων αλλά και οι φορτίσεις που αυτές μεταφέρουν, δεν συνδέεται με κάποιο αποικιακό παρελθόν και γι' αυτό, ίσως, οι εντάσεις είναι μικρότερες. Ούτε τα μεγέθη είναι τα ίδια. Η Γαλλία και η Βρετανία πρέπει να διαθέτουν το μεγαλύτερο αριθμό, όμως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι διαφορετικά λόγω διαφορετικής αποικιοκρατικής ιστορίας, με τη Γαλλία να διαθέτει την πλέον κρίσιμη μάζα Βορειοαφρικανών. Με δεδομένα όλα αυτά, όλοι κοιτούν τη Γαλλία με την ελπίδα ότι οι δικοί της σπασμοί θα οδηγήσουν σε νέες συνταγές και σε απαντήσεις που θα μειώσουν τις δικές τους απορίες.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2005

Παγκοσμιοποίηση με ασιατικό πρόσωπο

Τα δάση που σκέπαζαν τη νήσο Μαδέρα κατά τον 15ο αιώνα αποψιλώθηκαν μέσα σε μερικά χρόνια, για να τροφοδοτήσουν με «μαδέρια» την αναδυόμενη, τότε, τεχνολογία της ωκεάνιας ναυσιπλοΐας. Το συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν, λόγω γεωγραφικής θέσης στις πύλες του ωκεανού, επέτρεψε στις χώρες της Ιβηρικής, την Ισπανία και την Πορτογαλία, να εκμεταλλευτούν την τεχνολογία αυτή για να ξεκινήσουν πριν από 600 χρόνια τον πρώτο κύκλο παγκοσμιοποίησης που είχε δυτικοευρωπαϊκό πρόσωπο.Ο κύκλος αυτός διευρύνθηκε λίγο αργότερα, όταν η ωρίμανση της ναυτικής τεχνολογίας έδωσε τη δυνατότητα σε Βρετανούς και Ολλανδούς να προχωρήσουν στην οργάνωση της πρώτης αυτής παγκοσμιοποίησης, βάζοντας τα θεμέλια του καπιταλισμού με την πρωτοφανή συγκέντρωση κεφαλαίου. Το κατά πόσον οι αξίες του προτεσταντισμού εξυπηρέτησαν την καπιταλιστική ανάπτυξη ή οι καπιταλιστικές ανάγκες αναζήτησαν ένα ταιριαστό σύστημα αξιών εξακολουθεί να συζητείται. (Βλέπε σημείωμα του Θανάση Γιαλκέτση στο «7» της «Κ.Ε», 21/8/2005, «Τι απέγινε η θρησκεία του κεφαλαίου;»). Παρ' όλα αυτά και παρά τη δυτικοευρωπαϊκή κηδεμονία, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ήταν αυτή της Κίνας, ακολουθούμενη από την ινδική. Πάνω από το μισό του παγκόσμιου ΑΕΠ παραγόταν στην Ασία.Ομως, όταν τα συσσωρευμένα κεφάλαια της Ευρώπης συνδυάστηκαν με το νέο τεχνολογικό κύμα της βιομηχανικής επανάστασης, έδωσαν την απόλυτη κυριαρχία στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Μπορεί έτσι κανείς να μιλήσει για ένα δεύτερο κύκλο παγκοσμιοποίησης με απόλυτη δυτική κυριαρχία, που κατέληξε στην «υπαρκτή» σήμερα παγκοσμιοποίηση, ταυτισμένη με την «αμερικανοποίηση».Οως στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ιδίως κατά τη δεκαετία του '90, η, έστω και πρωτόλεια, ωρίμανση των τεχνολογικών εξελίξεων που έφεραν τη μετα-βιομηχανική εποχή οδηγούν σε αυτό που είναι πιο ορατό σήμερα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα: την απαρχή ενός τρίτου κύκλου παγκοσμιοποίησης, που δεν ξέρουμε ακόμα πώς να χαρακτηρίσουμε. Η πείσμων άρνηση της φρενιτώδους τεχνολογικής εξέλιξης να μείνει ακίνητη όσο χρειάζεται, για να την μελετήσουμε και να την κατατάξουμε έστω και ονομαστικά, μας αναγκάζει να προσδιορίζουμε τη σημερινή κοινωνία με βάση το παρελθόν ως μετα-βιομηχανική. Ετσι και η άρνηση της παγκοσμιοποίησης να επιβραδύνει για λίγο για να τη «φωτογραφίσουμε», οδηγεί πολλούς να προσδιορίζουν τη σημερινή της φάση πάλι με βάση το παρελθόν, μιλώντας για τη «Μεγάλη Ανατροπή». Κυρίως από το 1995 και μετά, το «πάντρεμα» της πληροφορικής με τις τηλεπικοινωνίες και τις ταχυμεταφορές και η μετατροπή πολλών από τους συντελεστές της παραγωγής αλλά και των προϊόντων σε άυλα, η απόλυτη κυριαρχία μιας παγκόσμιας «lingua franca» για πρώτη φορά στην Ιστορία αποδέσμευσαν την οικονομική δραστηριότητα από τους χωροταξικούς περιορισμούς και οδήγησαν σε μερική χειραφέτηση από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Στην Κίνα, οι εξελίξεις αυτές ήρθαν τη στιγμή που οι διάδοχοι του Μάο Τσε Τούνγκ (και ειδικά ο Ντενγκ), αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, εμπνέονταν το περίεργο μοντέλο της «Σοσιαλιστικής Οικονομίας της Αγοράς» και τη θέση των αγριεμένων Ερυθροφρουρών, με το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο στο χέρι, έπαιρναν οι εξίσου αγριεμένοι νέοι επιχειρηματίες με τα εγχειρίδια του μάρκετινγκ υπό μάλης. Ο,τι έγινε μέσα σε μερικά χρόνια η Κίνα στον βιομηχανικό τομέα, έγινε στο ίδιο διάστημα μια άλλη χώρα με σοσιαλιστικό υπόβαθρο, η Ινδία, στον τομέα των υπηρεσιών, κάτι που περνά σχετικά απαρατήρητο, γιατί δεν συνεπάγεται εξαγωγή «ορατών» αγαθών. Ομως, μεταφέρει εξίσου πολλά κεφάλαια και θέσεις εργασίας από τη Δύση στην Ασία.Τα τελευταία χρόνια η Κίνα και η Ινδία παρουσιάζουν σχεδόν διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης και, ακόμα και αν η τάση δεν επιταχυνθεί, μέχρι το 2050 θα έχουν κλείσει την ψαλίδα με τις ΗΠΑ, πόσω μάλλον με την Ευρώπη.Μ αζί με την οικονομική ανάπτυξη έρχεται, βεβαίως, και η αυξημένη διεθνής επιρροή, έστω και αν οι δύο συγκεκριμένες χώρες προσπαθούν να κρατήσουν, επί του παρόντος, χαμηλό προφίλ. Σύντομα όμως θα είναι και αυτή πιο ορατή, ανάλογη της οικονομικής τους ανάπτυξης, του πληθυσμού τους και της στρατηγικής γεωγραφικής τους θέσης. Μια εξέλιξη που γίνεται ακόμα πιο ορμητική από τη βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων και τη διαφαινόμενη συνεργασία.Από το 2004, ανώτατοι αξιωματούχοι στη Σιγκαπούρη προειδοποιούσαν ότι «η ισορροπία επιρροής στην περιοχή αυτή μετακινείται ταχύτατα προς την Κίνα, όχι ακόμα η ισορροπία ισχύος αλλά η ισορροπία επιρροής». Και οι ίδιες οι ΗΠΑ, μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών και την έκθεσή του για τις παγκόσμιες προοπτικές μέχρι το 2020, παραδέχονται ότι «η παγκοσμιοποίηση είναι σε μεγάλο βαθμό μη αναστρέψιμη και κατά πάσαν πιθανότητα θα είναι λιγότερο δυτικοποιημένη».Η απάντηση των σημερινών κυρίαρχων της παγκοσμιοποίησης, Ευρώπης και ΗΠΑ, στην πρόκληση που γέννησε η επιτυχία και η διάχυση των δικών τους τεχνολογικών επιτευγμάτων παραμένει επί του παρόντος αμυντική. ΗΠΑ, Ευρώπη και Ρωσία προσπαθούν, η κάθε μία για λογαριασμό της, να εξασφαλίσουν προτιμησιακές πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις με τις δύο χώρες. Περιστασιακά καταφεύγουν σε εξαρτημένα ανακλαστικά του προστατευτικού παρελθόντος, όπως οι πρόσφατες ποσοστώσεις της Ε.Ε., που όμως δεν μπορούν να έχουν παρά προσωρινά αποτελέσματα και να θίγουν εξίσου τις δύο πλευρές. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν επιπλέον τη στρατιωτική τους ισχύ για να διατηρήσουν προβάδισμα στη γεωστρατηγική σκακιέρα και ιδίως στον τομέα ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων και της διακίνησης ενέργειας.Ο αυτοματισμός των νόμων της φύσης, με όλη την αγριότητά τους, επιτρέπει στα κοινωνικά συστήματα της Δύσης που βασίζονται στην αγορά να διαχειριστούν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, χωρίς όμως να αποτρέπουν την τελική επικράτηση του ισχυροτέρου. Αντιθέτως, ελλείψει αυτοματισμών, η προσπάθεια της ανθρώπινης διάνοιας να εξομαλύνει τη σκληρότητα των φυσικών νόμων δεν μπορεί να κινηθεί με την ίδια ταχύτητα, με αποτέλεσμα να καθυστερεί ακόμα και στη διαγνωστική θεώρηση του περιβάλλοντος. Συχνά, λοιπόν, εμφανίζεται το φαινόμενο θαυμαστών αναλυτικών εργαλείων του παρελθόντος και των εποικοδομημάτων τους να εκφυλίζονται σε μεταφυσική, που απλώς προσφέρει εσωτερική γαλήνη σε στιγμές δοκιμασίας με καθιερωμένες τελετουργίες και σύμβολα καλού και κακού.Από μία άποψη, η επικρεμάμενη «Μεγάλη Ανατροπή» μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη και ηθική στη λογική τού «και οι έσχατοι έσονται πρώτοι». Ομως, με εξαίρεση μειοψηφιών με ιδιαίτερη μεγαλοψυχία ή σύνδρομο του μάρτυρος, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι «πρώτοι» θα δεχθούν αδιαμαρτύρητα να γίνουν «έσχατοι». Και το «διά ταύτα» στοιχειοθετεί άλλο ένα ερώτημα, που δεν βρίσκει απάντηση στις βεβαιότητες του παρελθόντος.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2005

Τζιχάντ και υπαρκτή παγκοσμιοποίηση

Στην αγωνία του να πείσει ότι για την επίθεση που δέχτηκε η χώρα του στην καρδιά της, το Λονδίνο, δεν ευθύνεται η πολιτική του παρά πόδας του Μπους στο Αφγανιστάν και, ιδίως, στο Ιράκ, ο Τόνι Μπλερ δήλωσε ότι στόχος ήταν η σύνοδος των G8 στο Γκλενίγκλς και γενικότερα η λεγόμενη «Παγκοσμιοποίηση», η Δύση και ο δυτικός τρόπος ζωής.Η τέχνη της παραπληροφόρησης ή και του απλού ψεύδους απαιτεί συχνά να χρησιμοποιούνται αληθινά στοιχεία για να οδηγήσουν σε ψευδή συμπεράσματα. Το Λονδίνο δεν θα είχε ίσως καταστεί στόχος επίθεσης αν η βρετανική πολιτική δεν το είχε προσδέσει τόσο στενά (ώς δουλικά) στην αμερικανική, καθιστώντας τη Βρετανία σύμβολο «σταυροφορίας» εξ ίσου σημαντικό με τις ΗΠΑ. Διότι κατά τα άλλα, ο Μπλερ έχει δίκιο. Στη ρίζα της ακραίας ισλαμικής λογικής βρίσκεται η υπαρκτή παγκοσμιοποίηση. Και στις δηλώσεις του ο Μπλερ, σίγουρα άθελά του, είπε ακόμα μία αλήθεια, ταυτίζοντας την υπαρκτή παγκοσμιοποίηση με τη Δύση και το δυτικό πολιτισμό. Μιλώντας προσφάτως για την παγκοσμιοποίηση στο Τσάταμ Χάους του Λονδίνου, ο αρμόδιος για θέματα παγκοσμιοποίησης στο Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Αντερσον, προέβλεψε ότι στο μέλλον η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ή της εκλογίκευσης του παγκόσμιου περιβάλλοντος, όπως τη χαρακτήρισε, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε συγκρούσεις1. Διατηρώντας την οπτική μιας παγκοσμιοποίησης της αγοράς, προέβλεψε ότι οι συγκρούσεις θα είναι ανάμεσα στους «παίκτες» της αγοράς, όπως η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, η Κίνα ή η Ινδία. Αυτό που απέφυγε να αναφέρει είναι οι ήδη υπάρχουσες συγκρούσεις που έφερε η υπαρκτή παγκοσμιοποίηση, ξεκινώντας από τη Γένοβα και φτάνοντας στην 11η Σεπτεμβρίου και τα όσα ακολουθούν.Τη σύνδεση ανάμεσα στον ισλαμικό εξτρεμισμό και την παγκοσμιοποίηση ανέλυσε από το 1996 ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ στο βιβλίο «Τζιχάντ εναντίον Μακκόσμου», όπου Μακκόσμος η κοινωνία της παγκοσμιοποίησης στη λογική των επιχειρήσεων2. Αν και περιγράφει εξαιρετικά την αντίδραση στην υπαρκτή παγκοσμιοποίηση, χρησιμοποιώντας τη λέξη «Τζιχάντ» κινδυνεύει να χαρίσει στον ισλαμικό εξτρεμισμό την αντίσταση σε ένα μοντέλο κοινωνικού δαρβινισμού που προσδιορίζει το συγκεκριμένο τύπο παγκοσμιοποίησης.Οπως οι Μπους και Μπλερ προσπαθούν να εξαπατήσουν με τη ληστρική εκμετάλλευση του όρου «δημοκρατία», έτσι και οι εξτρεμιστές ισλαμιστές (κυρίως ουαχαβίτες) εξαπατούν με την πειρατεία του όρου «Τζιχάντ». Ο μαχητικός ισλαμικός εξτρεμισμός στην παραγματικότητα δεν στρέφεται εναντίον της παγκοσμιοποίησης γενικά, αλλά προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη φυσική παγκοσμιοποίηση στους κόλπους της ίδιας της «Ούμα», της παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας. Και προκειμένου να το πετύχει, εμφανίζεται ως ο μπροστάρης κατά της δυτικόστροφης υπαρκτής παγκοσμιοποίησης με τον ίδιο τρόπο που οι Μπους και Μπλερ εμφανίζονται ως οι πρωταγωνιστές κατά της τρομοκρατίας και πρωταθλητές της δημοκρατίας για να διατηρήσουν τη θέση τους στην ίδια παγκοσμιοποίηση των σχετικών πλεονεκτημάτων.Στην εποχή πριν από την παγκοσμιοποίηση, η «Ούμα» προσδιοριζόταν από την εφαρμογή των «πέντε πυλώνων» του Ισλάμ. Οποιος πίστευε στον Θεό (Αλλάχ), πλήρωνε το «ζάκατ» (συνεισφορά για τους φτωχούς), συμμετείχε στο «χατζ» (προσκύνημα στη Μέκκα), προσευχόταν καθημερινά και νήστευε όταν έπρεπε, αποτελούσε κύτταρο της «Ούμα». Εκείνη την εποχή για τους περισσότερους ήταν αυτονόητο ότι οι μουσουλμανικές κοινωνίες ήταν εξισλαμισμένες, δηλαδή είχαν ενστερνισθεί πλήρως τον αραβικό ισλαμικό πολιτισμό από τον οποίο ξεκίνησε το Ισλάμ. Ομως η ψευδαίσθηση του τύπου «μία θρησκεία, ένας πολιτισμός» άρχισε να ξεφτίζει όταν η υποδομή της παγκοσμιοποίησης εξαφάνισε τους φραγμούς των αποστάσεων. Η κυριαρχία της πληροφορίας και της μετάδοσής της έφερε τη συνειδητοποίηση ότι η «Ούμα» είναι πολύχρωμη, ότι η θρησκεία δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με ένα πολιτισμικό μοντέλο και ότι οι Αραβες αποτελούν μια συνεχώς συρρικνούμενη μειονότητα μεταξύ των μουσουλμάνων3.Σε θρησκευτικό επίπεδο, η διαπίστωση αυτή οδήγησε στη σύγκρουση ανάμεσα σε «υβριδικό» και «αυθεντικό» Ισλάμ. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, το κίνημα του Αγιατολάχ Χομέινι στο Ιράκ και των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Σε πολιτικό επίπεδο προκάλεσε την ανασφάλεια των ουαχαβιτών (κυρίως Σαουδαράβων και Πακιστανών) για την αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας τους (Σαουδική Αραβία) ως θεματοφυλάκων των ιερών τόπων της Μέκκας και της Μεδίνας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σημερινός μαχητικός ισλαμικός εξτρεμισμός είναι κυρίως ουαχαβιτικού πυρήνα και ότι τροφοδοτείται από στοιχεία αραβικού εθνικισμού, τη στιγμή που η αραβική συνιστώσα του Ισλάμ φθίνει.Οταν όμως ο ισλαμικός εξτρεμισμός άρχισε να φθίνει, μη έχοντας κατορθώσει να προσεταιρισθεί τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις «του παζαριού» και να επαναλάβει την επιτυχία του στο Ιράν, όπως γράφει ο Ζιλ Κεπέλ4, βρέθηκε ο νέος μεταψυχροπολεμικός «θρίαμβος» της Δύσης για να προσφέρει ένα δεκανίκι, εκκινώντας μια συμβιωτική σχέση.Μετά την αποτυχία του να καταλάβει την εξουσία όπου το αποπειράθηκε (Αλγερία, Αίγυπτο, Βοσνία) είδε τη βία να τον ξεπερνά «καταστρέφοντας τη δυνατότητα να συσπειρώνει διαφορετικές κοινωνικές ομάδες»5. Με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, ο ισλαμικός εξτρεμισμός εκμαίευσε ένα σωτήριο δώρο. Αναγορεύτηκε από την παγκόσμια υπερδύναμη, και μοναχικό/μοναδικό μεταψυχροπολεμικό πόλο εξουσίας, σε παγκόσμια δύναμη και πόλο εξουσίας σχεδόν ισότιμο της πρώην ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια, με την αμερικανο-βρετανική επίθεση στο Ιράκ είδε να ανοίγουν οι κρουνοί της τροφοδοσίας της με υλικό, έμψυχο και μη.Ξεκινώντας μια μακροχρόνια συμβιωτική σχέση, πρόσφερε σε αντάλλαγμα στις ΗΠΑ και τα προσαρτήματά τους τύπου Βρετανίας τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν από μελλοντικές αμφισβητήσεις το συγκριτικό πλεονέκτημά τους στη διαμόρφωση της υπαρκτής παγκοσμιοποίησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους και να ανατρέψουν την ανάδυση μιας παγκοσμιοποίησης των πολιτών. Και οι δύο πλευρές της συμβιωτικής σχέσης, έχοντας εξασφαλίσει την ύπαρξη ενός αντίθετου πόλου, έχουν απλουστεύσει τη διαδικασία αυτοπροσδιορισμού τους και έχουν αποκτήσει απλούστερη, σαφέστερη, πιο αναγνωρίσιμη αν και όχι απαραίτητα γνήσια ταυτότητα.Και καθώς η διατήρηση μιας συμβιωτικής σχέσης, όπως και κάθε σχέσης, θέλει φροντίδα, η ανταλλαγή δώρων κατά διαστήματα είναι απαραίτητη. Σε αντάλλαγμα της επίθεσης στο Λονδίνο, η βρετανική ανταπόδοση με την εν ψυχρώ εκτέλεση ενός αθώου Βραζιλιάνου ήταν άμεση.1. Globalization and Future Architectures: US National Intelligence Council's Report on the 2020 Project. Chatham House, 6/6/2005. 2. Benjamin Barber, «Jihad vs Mcworld». 3. Riaz Hassan, YaleGlobal, 17/4/2003. 4. Ζιλ Κεπέλ, «Τζιχάντ, ο Ιερός Πόλεμος», μετάφραση Ελένη Τσερεζόλε, εκδόσεις Καστανιώτη, 2001. 5. Ιδιος, συνέντευξη στην Ελένη Τσερεζόλε.

Σάββατο 28 Μαΐου 2005

Οι προκλήσεις που θα πρέπει να απαντηθούν

Στη Ρώμη, οι δημοκράτες της Αριστεράς έχουν γεμίσει τους τοίχους με αφίσες που καλούν τους Ιταλούς αριστερούς να επικοινωνήσουν με όσους Γάλλους γνωρίζουν, προτρέποντάς τους να ψηφίσουν «ναι» στο αυριανό δημοψήφισμα. Γερμανοί, Ισπανοί, Ελληνες, Βέλγοι και άλλοι πολιτικοί και ακτιβιστές από τις περισσότερες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης συμμετέχουν στις εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που γίνονται στη Γαλλία υπέρ του «ναι» ή υπέρ του «όχι» στο ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Από όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να σχηματίσει την εικόνα ότι η ευρωπαϊκή ιδέα είναι ισχυρότερη από ποτέ, καθώς η συμμετοχή στις πολιτικές ζυμώσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και μάλιστα σε επίπεδο βάσης, αποτελεί την πεμπτουσία της.Ομως η εικόνα που διοχετεύεται είναι διαφορετική. Περιγράφεται μια Ευρώπη σε κρίση τόσο βαθιά που αρκεί ένα «όχι» των Γάλλων στο αυριανό δημοψήφισμα, ίσως και ένα «όχι» των Ολλανδών ύστερα από μερικές μέρες, για να σημάνει η αρχή του τέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την εικόνα αυτή καλλιεργούν και προβάλλουν, κινδυνολογώντας ασυστόλως, οι υπέρμαχοι του «ναι» στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα προσπαθώντας να τρομάξουν τους ψηφοφόρους με τις συνέπειες που μπορεί να συνεπάγεται μια αρνητική ψήφος για την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αποτελεί επίσης ευσεβή πόθο τμήματος της εθνικιστικής άκρας Δεξιάς αλλά και μικρού τμήματος της Αριστεράς, που θεωρούν θετική εξέλιξη κάθε τρικλοποδιά στον ευρωπαϊκό βηματισμό.Οταν ο Ζακ Ντελόρ τόλμησε να πει ότι υπάρχει «σχέδιο Β» για την ευρωπαϊκή πορεία σε περίπτωση απόρριψης του Συντάγματος, οι ομοϊδεάτες του υπέρμαχοι του «ναι» τον ανάγκασαν να σιωπήσει, κατηγορώντας τον ότι έτσι προσφέρει άλλοθι σε όσους ψηφίσουν «όχι». Μέσα στο κλίμα των ημερών, κανείς από αυτούς δεν επισήμανε ότι η δήλωσή του θα μπορούσε να παρερμηνευτεί με τρόπο που να αγγίζει ένα από τα πραγματικά προβλήματα της Ε.Ε., αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο διευθυντήριο έχει επεξεργαστεί σχέδια που θα προωθήσει, αναλόγως των εξελίξεων.Διότι η Ε.Ε. δεν βρίσκεται σε κρίση λόγω του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Βρίσκεται σε κρίση διότι οι παγκόσμιες εξελίξεις και η απότομη διεύρυνσή της κατά 10 νέα μέλη τη φέρνουν απέναντι στις εσωτερικές της αντιφάσεις και αδυναμίες, η αντιμετώπιση των οποίων δεν μπορεί να αναβάλλεται επ' αόριστον. Το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» είναι μία απ' αυτές. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι -όσοι ψηφίζουν με κοινοτικούς όρους και όχι για να εκφράσουν τα αισθήματά τους απέναντι στη γαλλική κυβέρνηση- στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν αμφισβητούν την ίδια την Ευρώπη. Οι προερχόμενοι από την Αριστερά ανησυχούν κυρίως για το κατά πόσο η Ευρώπη οδηγείται σταδιακά στην υιοθέτηση αγγλοσαξονικών προτύπων στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, με περιορισμό του κοινωνικού κράτους, αύξηση των ωρών εργασίας, περιορισμό των αμειβόμενων υπερωριών, μέτρα για πιο «ευκίνητη» αγορά εργασίας. Οι προερχόμενοι από τη Δεξιά ανησυχούν περισσότερο για την εισαγωγή εργαζομένων από τις χώρες της τελευταίας διεύρυνσης και, πολύ περισσότερο, από το ενδεχόμενο μελλοντικής ένταξης της Τουρκίας. Και οι μεν και οι δε ανησυχούν για τη μετακίνηση βιομηχανικών μονάδων από τις χώρες της παλιάς Ευρώπης στις χώρες της διεύρυνσης ή ακόμα παραπέρα. Η τελευταία διεύρυνση της Ε.Ε. εισήγαγε στοιχεία παγκοσμιοποίησης στο εσωτερικό της Ενωσης. Για σημαντικό τμήμα πολιτών, η Ευρώπη δεν είναι πλέον μια ενιαία μονάδα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.Ολα αυτά αποτελούν πραγματικές προκλήσεις που κάποια στιγμή θα πρέπει να απαντηθούν. Οταν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κινδυνολογούν λέγοντας ότι σε περίπτωση απόρριψης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος η Ευρώπη «θα πέσει στα νύχια του Πεκίνου και του Νέου Δελχί» ή ότι «θα καταντήσει προάστιο της Σαγκάης», υπεραπλουστεύουν και υπερβάλλουν αφόρητα. Ομως, όπως κάθε υπερβολή, περιέχουν μια δόση αλήθειας.Μεγαλύτερη δόση αλήθειας περιέχει η προειδοποίηση ότι ενδεχόμενη απόρριψη του ευρωπαϊκού Συντάγματος θα φέρει αυτό ακριβώς που ανησυχεί πολλούς ψηφοφόρους. Θα δώσει δηλαδή στον Τόνι Μπλερ τη δυνατότητα να προωθήσει με μεγαλύτερη ορμή το αγγλοσαξονικό (ως και θατσερικό) μοντέλο οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η υπερβολή έγκειται στο ότι οι αντιστάσεις που κάτι τέτοιο θα συναντήσει γίνονται εμφανείς από την τύχη που είχε στη Γερμανία ο Γκέρχαρντ Σρέντερ λόγω των δικών του προσπαθειών μεταρρύθμισης. Η βρετανική εκδοχή αποδυναμώνεται ακόμα, όσο περνά ο χρόνος, από τη σταδιακή μείωση του ενθουσιασμού των νεοφώτιστων στο φιλελεύθερο μοντέλο χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Η επαφή με την πραγματικότητα αφορά όμως όλες τις πλευρές. Ο πρώην «Κόκκινος» και νυν «Πράσινος» Ντάνι (με άλλα λιγότερο κολακευτικά χρώματα για πολλούς από τους πρώην συντρόφους του), Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, αναφερόμενος στη γαλλική Αριστερά, δηλώνει στη βρετανική εφημερίδα «Ιντιπέντεντ»: «Κανείς δεν τόλμησε να τους πει ότι ζούμε σε έναν κόσμο δυνάμεων της αγοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχθούμε την ακραία θρησκεία του θατσερισμού ή ακόμα και του μπλερισμού. Οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να παντρευτούν την κοινωνική ευθύνη, μια κοινωνική αγορά».Ανεξαρτήτως επικύρωσης ή όχι του ευρωπαϊκού Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα που ανέδειξε η διαδικασία των δημοψηφισμάτων. Είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πραγματικότητα στη βάση της, δηλαδή το τέλος της βιομηχανικής φάσης για τις ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες και τη ρύθμιση της μετάβασής τους στη μεταβιομηχανική φάση. Μια διαδικασία που περιπλέκεται από την ένταξη στους κόλπους της Ε.Ε., με την πρόσφατη διεύρυνση, κοινωνιών όπου η βιομηχανική φάση διατηρεί προσωρινά κάποιες οπισθοφυλακές.Ενδεχόμενη επικύρωση του ευρωπαϊκού Συντάγματος από το σύνολο των κρατών-μελών θα καθυστερήσει αυτή τη διαδικασία, δίνοντας στην Ε.Ε. τη δυνατότητα να χρονοτριβεί με αέναους συμβιβασμούς, έναν από τους οποίους αποτελεί το ίδιο το Σύνταγμα. Ενδεχόμενη απόρριψή του θα οδηγήσει σε φρενήρη αναζήτηση νέων συμβιβασμών σε μια διαδικασία εξίσου χρονοβόρα, καθώς θα πρέπει να προηγηθεί κάποια ανασυγκρότηση.Μοναδική οδός παράκαμψης των χρονοβόρων διαδικασιών απέναντι σε μια διεθνή πραγματικότητα που δεν περιμένει, φαίνεται να είναι η δημοσίως διαψευδόμενη αλλά ευρέως συζητούμενη Ευρώπη δύο ή πολλαπλών ταχυτήτων. Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο που μπορεί να συνεπάγεται την ύπαρξη δύο προσεγγίσεων στον ευρωπαϊκό χώρο: της αγγλοσαξονικής και κάποιας σαν και αυτήν που περιγράφει ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. Μακροπρόθεσμα, αν το ένα μοντέλο δεν απορροφήσει το άλλο, προβάλλει ο κίνδυνος διαμόρφωσης εκ νέου δύο ή περισσότερων πόλων στην Ευρώπη. Κάτι που μπορεί να ολισθήσει σε ασταθή ισορροπία δυνάμεων δημιουργώντας εκ νέου το πρόβλημα που έλυσε η Ε.Ε. και οι πρόγονοί της, φέρνοντας τη μεγαλύτερη περίοδο ειρηνικής σταθερότητας στην ιστορία της Ευρώπης.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2005

Μύρισε «Ανοιξη των Αράβων»

Ο Τζορτζ Μπους έδωσε το σύνθημα στις 8 Μαρτίου και μέσα σε λίγες μέρες οι πάντες ασχολούνται με το κατά πόσο ζούμε τις απαρχές μιας «Ανοιξης των Αράβων», μιας διαδικασίας εκδημοκρατισμού των αραβικών κρατών ως αποτέλεσμα της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ και της ευρύτερης πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ.
Κάποιοι στις ΗΠΑ τρίβουν τα χέρια τους θεωρώντας ότι όσοι εναντιώθηκαν στην αμερικανική πολιτική, ιδίως Ευρωπαίοι, δεν θα ξέρουν πού να κρυφτούν, οι νεοσυντηρητικοί βγαίνουν, δειλά δειλά, από το καβούκι στο οποίο είχαν αποσυρθεί εσχάτως και όλοι μαζί θεωρούν ότι τώρα είναι η ευκαιρία να αλλάξουν το κλίμα, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.Στην Ευρώπη η «Ανοιξη των Αράβων», στο πρότυπο της «Ανοιξης της Πράγας», συνοδεύεται σχεδόν παγίως από ένα ερωτηματικό, όπως και η φράση «Επανάσταση του Κέδρου» για τον Λίβανο. Ενα ερωτηματικό πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στη φράση «Πορτοκαλί Επανάσταση» για την Ουκρανία, που παραπέμπει στη «Βελούδινη Επανάσταση» της Τσεχοσλοβακίας.«Αλλοθι» το ΙράκΛίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, ο Τζορτζ Μπους δήλωνε βέβαιος πως η Ιστορία θα δείξει ότι είχε δίκιο. Χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την πραγματοποίηση των εκλογών στο Ιράκ, ο αμερικανικός προπαγανδιστικός μηχανισμός οικοδόμησε μια εικόνα επιτυχίας του νεοσυντηρητικού οράματος σχεδόν παγκοσμίως. Συνέδεσε τις εκλογές στο Ιράκ με τις θετικές εξελίξεις στο Μεσανατολικό, τις αλλαγές στην Ουκρανία, τις αντισυριακές κινητοποιήσεις στον Λίβανο, θεοποίησε τον Τζορτζ Μπους ως κυρίαρχο αγωγό της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας, βασισμένης σε μια ιδιόμορφη ανάγνωση της μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αμερικανικής επιρροής στη Γερμανία και την Ιαπωνία και της διαδικασίας της εκ των έσω κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη του αιώνα.Ταύτιση με ΗΠΑΗ Κοντολίζα Ράις δηλώνει συνεσταλμένα ότι «δεν υπάρχει λόγος να θριαμβολογούμε (διότι) ο όποιος θρίαμβος δεν ανήκει στην Αμερική. Ανήκει στο ανθρώπινο πνεύμα, στην επιθυμία του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερος». Αλλοι έχουν φροντίσει προηγουμένως να ταυτίσουν τις έννοιες του ελεύθερου ανθρώπινου πνεύματος, της ελευθερίας και της δημοκρατίας με τις ΗΠΑ.Θα ήταν αντιαισθητικό (και αντιπαραγωγικό) αν κομπορρημονούσε πέραν του δέοντος ο Τζορτζ Μπους ή αν θριαμβολογούσε απροκάλυπτα η Κοντολίζα Ράις. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό αν το κάνουν εφημερίδες όπως η «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ή περιοδικά όπως το «Νιούσγουικ» που διαπιστώνουν, με κάποια έκπληξη, είναι αλήθεια, ότι ο Μπους είχε «βασικά δίκιο» όταν οραματιζόταν διαφορετικά τον αραβικό κόσμο και πως «διακήρυξε σταθερά την υπόθεση της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή σε μια στιγμή που λίγοι, στη Δύση, του έδιναν ελπίδες».Παλαιστινιακό «άλλοθι»Ολα αυτά, όμως, στηρίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια εξαιρετικά αποσπασματική ανάγνωση της πραγματικότητας. Είναι αλήθεια ότι στο Ιράκ πραγματοποιήθηκαν εκλογές, ότι στο Παλαιστινιακό φυσάει ευνοϊκότερος άνεμος, ότι η Συρία ωθείται να αποσύρει τις δυνάμεις της από τον Λίβανο μετά από 29 χρόνια. Ομως η βεβαιότητα ότι οι εκλογές στο Ιράκ, για παράδειγμα, θα οδηγήσουν απαραιτήτως σε θετικές εξελίξεις και όχι σε νέες αιματοχυσίες είναι σε μεγάλο βαθμό ιδεολογική-μεταφυσική. Στο Παλαιστινιακό, η αλλαγή κλίματος οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον θάνατο του Γιάσερ Αραφάτ και είναι εξαιρετικά απίθανο οι ΗΠΑ να θελήσουν να αναλάβουν την ευθύνη γι' αυτόν. Οπως σχολιάζει ο Ρόμπερτ Κάτνερ στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», «όταν ο Φιντέλ Κάστρο πεθάνει και η δημοκρατία έρθει στην Κούβα, ο Μπους θα διεκδινήσει εύσημα και γι' αυτό».Ο όποιος δημοκρατικός άνεμος φυσάει σε αραβικές χώρες δεν συνδέεται απαραιτήτως με τους... φυσητήρες της Ουάσιγκτον. Στο Κατάρ τα δημοκρατικά βήματα ξεκίνησαν το 2002. Εκεί εδρεύει το κατά γενική ομολογία πιο ελεύθερο αραβικό μέσο ενημέρωσης, το «Αλ Τζαζίρα». Και οι ΗΠΑ ασκούν συνεχείς πιέσεις στο Κατάρ να φιμώσει το δυσάρεστο γι' αυτές κανάλι.Και βεβαίως οι περιορισμένες τοπικές εκλογές με συμμετοχή μόνο των ανδρών στη Σουηδική Αραβία ή οι προεδρικές εκλογές στην Αίγυπτο δύσκολα πείθουν ότι είναι κάτι περισσότερο από διακοσμητικές.Δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς τι θα έκαναν οι ΗΠΑ στο εξωτικό ενδεχόμενο οι δημοκρατικές διαδικασίες να έφερναν στην εξουσία στο Ιράκ κάποιον σαν τον αλ Ζαρκάουι. Οπως ευλόγως επισημαίνει ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, Χουάν Κόουλ, «η Ουάσιγκτον θα βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αν οι ισλαμιστές συγκεντρώνονταν στην Τύνιδα για να απαιτήσουν την απομάκρυνση του Μπεν Αλί» από την εξουσία, ασκώντας το ίδιο δημοκρατικό δικαίωμα όπως οι οπαδοί της αντιπολίτευσης στον Λίβανο.Ουκρανία, Γεωργία κ.ά.Η κινητοποίηση των μεσαίων τάξεων της κοινωνίας (αφού προηγηθεί η δημιουργία τους όπου δεν υπάρχουν) είναι αυτή που έφερε τις ανατροπές στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αυτή που κυριάρχησε στις εξελίξεις της Ουκρανίας και, προηγουμένως, της Γεωργίας, αυτή που συγκροτεί τις κινητοποιήσεις στον Λίβανο. Ομως αυτή δεν είναι μονοσήμαντη όπως ισχυρίζεται το νεοσυντηρητικό ιδεολόγημα που τις θεωρεί εξ ορισμού συμμάχους των ΗΠΑ. Ενα ιδεολόγημα που επιλέγει να ξεχνά ότι η κινητοποίηση και εμπλοκή αυτών ακριβώς των τάξεων ήταν που έφερε την ανατροπή του φιλοαμερικανού Σάχη στο Ιράν.Παρ' όλα αυτά, με τα όποια ερωτήματα, επιφυλάξεις, διαφωνίες, ακόμα και οργισμένες αντιδράσεις, το θέμα απασχολεί όλο και πιο έντονα την Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης όσο και σε επίπεδο πολιτικών. Και γι' αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά η αμερικανική προπαγάνδα.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2005

Οταν έκανε εκλογές ο ... Τσολάκογλου

Ο «πρεσβευτής» των ΗΠΑ στο Ιράκ, Τζον Νεγκρεπόντε, έχει απόλυτο δίκιο: Οι εκλογές που διεξάγονται αύριο εκεί δεν θα κριθούν αποκλειστικά από το ποσοστό της συμμετοχής. Τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα κριθεί η νομιμότητα της ψηφοφορίας δεν μπορεί να είναι αποκλειστικώς ποσοτικά.Οπως επισημαίνει η Φίλις Μπένις στο Znet, «οι εκλογές δεν μπορούν να είναι νόμιμες όταν διεξάγονται υπό ξένη στρατιωτική κατοχή. Οταν η χώρα υποτίθεται ότι κυβερνάται από μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, η οποία και διεξάγει τις εκλογές και η οποία τοποθετήθηκε και διατηρείται στη θέση της από τον στρατό κατοχής. Οταν οι εκλογές θα είναι υπό τον τελικό έλεγχο αυτού του στρατού κατοχής. Και όταν είναι σχεδιασμένες να επιλέξουν μια νέα συνέλευση η οποία θα έχει την ευθύνη να σχεδιάσει ένα Σύνταγμα και να επιλέξει μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει κάτω από συνθήκες στρατιωτικής κατοχής».Η κατοχική ΕλλάδαΜε αυτή την έννοια, οι αυριανές εκλογές στο Ιράκ έχουν την ίδια αξία που θα είχαν εκλογές που θα διοργάνωνε η κυβέρνηση Τσολάκογλου στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ομως εδώ υπάρχει μια διαφορά: οι κυβερνήσεις Τσολάκογλου ή Ράλλη, στηριζόμενες από τους Γερμανούς κατακτητές, δεν διοργάνωσαν εκλογές, ενώ η κυβέρνηση Αλάουι, στηριζόμενη από τους Αμερικανούς, το κάνει.Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την αρχή της υποστήριξης οποιασδήποτε δημοκρατικής διαδικασίας, πόσο μάλλον δημοκρατικών εκλογών, εφ' όσον πράγματι είναι δημοκρατικές και δεν χρησιμοποιούνται ως άλλοθι επιβολής αντιδημοκρατικών επιλογών, ως ένα είδος «φερετζέ» που αποπειράται να σκεπάσει μια αποκρουστική πραγματικότητα ή να καλύψει τις απεγνωσμένες προσπάθειες απαγκίστρωσης της κατοχικής δύναμης. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι οι ΗΠΑ είναι απολύτως ειλικρινείς όταν ισχυρίζονται πως το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι να φέρουν τη δημοκρατία στο Ιράκ και ότι είναι έτοιμες να δεχθούν οποιαδήποτε κυβέρνηση, ακόμα και μία απολύτως εχθρική απέναντί τους, η πραγματικότητα δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Τεχνητό κράτοςΗ πληθυσμιακή σύσταση του Ιράκ, ενός τεχνητού κράτους όπως πολλά από αυτά που άφησε πίσω της η βρετανική αποικιοκρατία, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη μια ομαλή δημοκρατική διαδικασία. Ακόμα και κάτω από ιδανικές συνθήκες, η πλειοψηφία των σιιτών θα έχει τον απόλυτο έλεγχο του κράτους συνεργαζόμενη, προσωρινά και δύσκολα, με τους Κούρδους, που έχουν τους δικούς τους στόχους για ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Η μειοψηφία των σουνιτών, ακόμα και αν δεν αντιμετωπιστεί με εκδικητικό τρόπο από τους σιίτες, τους οποίους καταδυνάστευε επί Σαντάμ, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να αναλάβει την εξουσία με δημοκρατικό τρόπο. Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί μια εκλογική διαδικασία που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των σιιτών.Οπως επισημαίνει στην «Boston Globe» η δημοσιογράφος Μόλι Μπίνγκαμ, η οποία έχει μελετήσει καλά τις ιρακινές αντιστασιακές ομάδες, «κατά την απουσία μιας ισχυρής κυβέρνησης ή πολιτικής δομής δεν προκαλεί έκπληξη το ότι μια μουσουλμανική κοινότητα επιστρέφει στον κορανικό νόμο, έστω και προσωρινά». Ετσι ο αλ Ζαρκάουι βρίσκει καταφύγιο μεταξύ των σουνιτών που, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, αρχίζουν να ανοίγουν τα αυτιά τους στο θρησκευτικό - πολιτικό μήνυμα της Αλ Κάιντα, μη διακρίνοντας προοπτική αποδεκτής απ' αυτούς πολιτικής δομής.Δεν είναι τυχαίο ότι η αυριανή ημερομηνία ορίστηκε για τη διεξαγωγή των εκλογών κάτω από την ασφυκτική πίεση του σιίτη πνευματικού ηγέτη, Αγιατολάχ Αλί αλ Σιστάνι, που τελεσιγραφικά είχε διαμηνύσει στις ΗΠΑ ότι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον σιιτικό ποταμό αγανάκτησης αν οι εκλογές καθυστερήσουν περαιτέρω.Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι το ποσοστό της συμμετοχής στις αυριανές εκλογές δεν έχει καμία σημασία. Ομως η σημασία του δεν θα είναι απαραίτητα αυτή που επιθυμεί ο Τζον Νεγκρεπόντε, οι στόχοι του οποίου θα εξυπηρετούνταν από μια μεγάλη συμμετοχή των σουνιτών που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να μιλήσουν για θρίαμβο της δημοκρατίας και στους «νεοσυντηρητικούς» ή «νεο-ουιλσονιανούς» της Ουάσιγκτον να εδραιώσουν πάλι την κλονισμένη πίστη τους και να ανακτήσουν την -ελαφρά λαβωμένη λόγω ιρακινής περιπέτειας--επιρροή τους .Αντιθέτως, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ανησυχούν μήπως η συμμετοχή των σιιτών είναι πολύ μεγάλη, υπογραμμίζοντας έτσι το εθνοτικό χάσμα που επικρατεί στο Ιράκ. Θα πρέπει επίσης να ανησυχούν για την ισχύ των σιιτών που είναι προφανές ότι ανέχονται την αμερικανική κατοχή μόνο στον βαθμό που εξυπηρετεί τους στόχους τους. Και οι στόχοι αυτοί δεν συμπίπτουν απαραίτητα με τους αμερικανικούς.Η σιιτική πλειοψηφίαΟι πρώην υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ και Τζορτζ Σουλτζ, γράφουν στην «Ουάσιγκτον Ποστ», «μια πλουραλιστική κοινωνία θα αποτελούσε πράγματι μια ευτυχή εξέλιξη. Πρέπει όμως να προσέχουμε να μη βασίζουμε την πολιτική σε ευσεβείς πόθους. Αν μια δημοκρατική κυβέρνηση πρόκειται να ενοποιήσει ειρηνικά το Ιράκ, πολλά εξαρτώνται από το πώς η σιιτική πλειοψηφία ορίζει την εξουσία της πλειοψηφίας».Οι δύο πρώην υπουργοί επισημαίνουν ότι οι ιρακινές εκλογές της 30ής Ιανουαρίου, οι οποίες «μέχρι προσφάτως αντιμετωπίζονταν ως κατάληξη, περιγράφονται τώρα ως ξεκίνημα ενός εμφυλίου πολέμου». Το βέβαιο είναι ότι όπως έγινε και στο παρελθόν με άλλα «ορόσημα», όπως η «παράδοση της εξουσίας» στην προσωρινή κυβέρνηση και η αντικατάσταση του «πολιτικού διοικητή» Πολ Μπρέμερ από τον «πρεσβευτή» Τζον Νεγκρεπόντε, η σημασία τους δεν είναι αυτή που θα επιθυμούσε η Ουάσιγκτον.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2005

Ενας επώδυνος τοκετός

Συνήθως οι εκλογές κλείνουν μία φάση και ανοίγουν μία άλλη. Οι αυριανές παλαιστινιακές προεδρικές εκλογές κλείνουν το προπαρασκευαστικό και ανοίγουν το κυρίως τμήμα της μακράς και εξαιρετικά οδυνηρής μεταβατικής φάσης, στην οποία βρίσκεται το Μεσανατολικό τα τελευταία χρόνια. Η φράση «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», αν και κοινότοπη, εκφράζει την πραγματικότητα ιδίως αν συμπληρωθεί με το «και ακολουθούν τα δυσκολότερα».Η ίδια η πραγματοποίηση δημοκρατικών εκλογών από ένα αραβικό έθνος το οποίο δεν διαθέτει καν δικό του κράτος, που βρίσκεται υπό κατοχή και που υφίσταται καθημερινά τη βία των κατοχικών δυνάμεων, αποτελεί ένα ιστορικό επίτευγμα. Ομως, μακράν του να επιτρέπει επανάπαυση, οδηγεί σε μεγαλύτερες δυσκολίες την παλαιστινιακή κοινωνία η οποία πρέπει να στηρίξει τις επιλογές της δημοκρατικά εκλεγμένης ηγεσίας στην προσπάθεια επίλυσης του Μεσανατολικού. Και οι επιλογές αυτές δεν μπορούν παρά να καταλήγουν σε συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός, όπως κάθε συμβιβασμός σε θέματα για τα οποία έχει χυθεί πολύ αίμα, δεν μπορεί παρά να είναι έντονα οδυνηρός.Η ηγεσία που θα προκύψει από τις αυριανές εκλογές είναι σχεδόν δεδομένη. Ο πρώτος μετά τον Γιάσερ Αραφάτ πρόεδρος των Παλαιστινίων αναμένεται να είναι και ο πρώτος, μετά τον Αραφάτ, αρχηγός της μεγαλύτερης παλαιστινιακής οργάνωσης, της Φατάχ, ο Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν). Μαζί του έρχεται ένα τμήμα της ιστορικής ηγεσίας του Παλαιστινιακού Κινήματος, άνθρωποι που ξεπήδησαν από τον Μαύρο Σεπτέμβρη στην Ιορδανία, στελέχη που ίδρυσαν τη Φατάχ μαζί με τον Γιάσερ Αραφάτ.Ρεαλιστική πολιτικήΟπως λέει ένας από αυτούς, ο «θεωρητικός» της Φατάχ και σημερινός γενικός γραμματέας της στη Δυτική Οχθη, Χάνι αλ Χασάν, «αν πριν από 20 χρόνια μού έλεγες ότι θα συνομιλούσα με τους Ισραηλινούς, και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα... σήμερα υπάρχει ρεαλπολιτίκ...». Τη ρεαλιστική αυτή προσέγγιση νομιμοποιεί η αγωνιστική ιστορία της «ιστορικής ηγεσίας». Και η δρομολόγηση μιας ρεαλιστικής πολιτικής πορείας που θα κληροδοτηθεί στην επόμενη ηγεσία, αυτή που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό των κατεχόμενων εδαφών κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα, αποτελεί το κύκνειο άσμα της «ιστορικής ηγεσίας».Κατά κάποιο τρόπο, ο ρόλος αυτός έχει ανατεθεί στην «ιστορική ηγεσία», εκπροσωπούμενη από τον Μαχμούντ Αμπάς, από τη νέα γενιά πολιτικών ηγετών, που εκπροσωπείται από τον κρατούμενο στις ισραηλινές φυλακές, δημοφιλή πρώην ηγέτη της Φατάχ στη Δυτική Οχθη, Μαρουάν Μπαργούτι. Ανακοινώνοντας μέσα από τις φυλακές την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές για να την αποσύρει λίγες μέρες αργότερα υπέρ του Μαχμούντ Αμπάς, κατάφερε αφενός να περιβάλει με το πρόσθετο κύρος της δικής του αγωνιστικής ιστορίας τον υποψήφιο της Φατάχ, αφετέρου να στείλει το μήνυμα ότι με τη δική του στάση «επιτρέπει» τη νίκη του. Ετσι εξασφαλίζει για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, ακόμα και μέσα από τη φυλακή.Το «πολιτικό κεφάλαιο» αυτό, προστιθέμενο στην αύθαρτη από τους αναγκαίους πολιτικούς συμβιβασμούς και συγκρούσεις αγωνιστική ιστορία, θα δώσει έτσι στρατηγικό βάθος στην παλαιστινιακή ηγεσία. Η «ιστορική ηγεσία» θα καταβάλει το πολιτικό κόστος του ρεαλισμού, αφήνοντας στους κληρονόμους της ένα κληροδότημα σχετικά ελεύθερο βαρών.Η στάση του ΙσραήλΗ πορεία αυτή δεν μπορεί φυσικά να είναι ευθύγραμμη. Και σε μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν και από τη στάση του άλλου μισού της συμβιωτικής σχέσης, του Ισραήλ. Στο παρελθόν η ισραηλινή κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει στην πράξη την παλαιστινιακή ηγεσία να ηγηθεί μιας ειρηνευτικής πορείας και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την αδυναμία που η ίδια δημιούργησε ως άλλοθι για τη δική της αδιάλλακτη στάση. Σήμερα κάνει ό,τι μπορεί για να φανεί ότι διευκολύνει τη διεξαγωγή των παλαιστινιακών εκλογών. Στο μέλλον θα φανεί αν αυτή είναι μια ουσιαστική πολιτική επιλογή ή απλώς μια προσπάθεια οικοδόμησης ενός ακόμα άλλοθι προς μελλοντική χρήση.Σε συνάντηση που είχαμε μαζί του πριν από μερικές μέρες στη Χερτσελία, ο Χάνι αλ Χασάν είχε πει: «Για να κάνεις ειρήνη με το Ισραήλ, πρέπει να την κάνεις με όλους τους Ισραηλινούς. Διότι η συμφωνία του Οσλο ήταν μια συμφωνία ειρήνης μόνο με το Εργατικό Κόμμα».Πρόκειται για μια εξαιρετικά θαρραλέα από πολιτικής απόψεως διαπίστωση, λόγω του «διά ταύτα» που συνεπάγεται. Παραμένει να διαπιστωθεί αν και η ισραηλινή ηγεσία είναι αποφασισμένη να κάνει ειρήνη με όλους τους Παλαιστινίους και όχι μόνο με τη Φατάχ ή τον Μαχμούντ Αμπάς.