Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ο Νταβούτογλου, η Τουρκία, τα οράματα και οι άλλοι

Γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τότε που βρέθηκα, σχεδόν από λάθος ύστερα από παρεξήγηση για την ώρα πραγματοποίησης μιας συνέντευξης, στον τελευταίο όροφο ενός ξενοδοχείου, πάνω στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, όπου ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τής Τανσού Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών, Χικμέτ Τσετίν, μιλούσε σε Τούρκους πρεσβευτές και πανεπιστημιακούς για την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Η σχετικά «κλειστή» εκείνη ομιλία, με μοναδική ξένη παρουσία αυτήν της «Ε», δεν είχε μετάφραση, έτσι ο ανταποκριτής της «Ε», Αρης Αμπατζής, ανέλαβε να μεταφράζει ψιθυριστά στο αυτί μου επί δύο ολόκληρες ώρες, όσο κράτησε η ομιλία. Αντίδοτο στη φυσική υπνωτική δράση μιας δίωρης ομιλίας μεταφρασμένης ψιθυριστά και, ενδεχομένως, χωρίς τις λεπτές αποχρώσεις λόγου με τις οποίες ο ομιλητής προσπαθούσε να διατηρήσει την προσήλωση του ακροατηρίου, ήταν η προσμονή της σίγουρα ενδιαφέρουσας αναφοράς στην Ελλάδα. Πλήρης απογοήτευση. Λίγο πριν από το τέλος της δίωρης ομιλίας, ο Χικμέτ Τσετίν είπε: «Υπάρχουν και μερικά προβλήματα στη σχέση μας με την Ελλάδα». Αυτό ήταν!

Την εποχή εκείνη η Τουρκία αναζητούσε τον νέο ρόλο της μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, την αστάθεια στον Καύκασο, την ανάδυση νέων (συχνά τουρκόφωνων) κρατών στην Κεντρική Ασία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τον χρωματισμό των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν από το Κουρδικό. Η ομιλία τού Χικμέτ Τσετίν αποτελούσε έκφραση εκείνης της αναζήτησης, στην οποία η Ελλάδα είχε παρεμπίπτοντα ρόλο.

Η ωρίμανση αυτής της αναζήτησης αλλά και οι αλλαγές που η ωρίμανση αυτή έχει προκαλέσει στο εσωτερικό της Τουρκίας εκφράστηκαν πριν από μερικές μέρες, όταν στις 10 Ιανουαρίου ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, μίλησε στο 2ο συνέδριο πρέσβεων, στη πόλη Μάρντιν, με θέμα «Από τον αρχαίο πολιτισμό στην παγκοσμιοποιημένη τάξη».

Ολόκληρη η ομιλία, αλλά ακόμα και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποίησε, δίνει την εικόνα της κατεύθυνσης που έχει επιλέξει αυτή τη στιγμή η Τουρκία αλλά και των μεθόδων που χρησιμοποιεί. Ανασυνθέτει την παγκοσμιοποίηση, με την ευρεία έννοια, με τα περί πολιτισμών του Σάμιουελ Χάντιγκτον, σε μια σύνθεση που έχει χαρακτηριστεί «νεο-οθωμανική». Αναφέρεται στον Μωάμεθ τον Πορθητή για να δείξει τη συνθετική απορρόφηση των αρχαίων πολιτισμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώστε να καταλήξει στη διαπίστωση ότι «εμείς τους εκπροσωπούμε όλους. Γιατί ο αρχαίος πλούτος που έχουμε μας κάνει να συναντιόμαστε με όλους τους πολιτισμούς της Ανατολής, έχουμε πάρει κάτι από όλες αυτές τις κουλτούρες, ταυτόχρονα όμως με την έννοια της πολιτικής κουλτούρας βρισκόμαστε στο κέντρο της Δύσης». Και τονίζει ότι η Τουρκία έχει πλέον αυτό που της έλειπε: την «αυτοπεποίθηση».

Σε συνδυασμό με την ορθή διαπίστωση πως ο 19ος αιώνας ήταν «ευρωκεντρικός», ο 20ός αιώνας είχε κέντρο τον Ατλαντικό, αλλά ο 21ος αιώνας μπορεί να γίνει «συμμετοχικός», επιδεικνύει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να περιγράψει ένα νέο παγκόσμιο σύστημα με βάση τις αρχές της «δεκτικότητας», της «συμμετοχικότητας», της «συνθετικότητας», όλα στοιχεία της «αρχαίας» αλλά και της σημερινής τουρκικής πολιτικής, όπως λέει.

Με το βλέμμα κυρίως προς τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική μιλά για «κατάργηση συνόρων» με τη λογική της Ε.Ε. στην Ευρώπη, προφανώς με κεντρικό πόλο την Τουρκία που, μαζί με τα Βαλκάνια, αποτελεί γέφυρα προς την Ευρώπη.

Ολα αυτά θα μπορούσαν πολύ εύκολα να απορριφθούν ως συνηθισμένες, ιδίως στα Βαλκάνια και την πρώην «Εγγύς» Ανατολή, μεγαλοστομίες, μικρομεγαλισμοί και μεγαλοϊδεατισμοί. Ακόμα και αν αντιμετωπιστούν ως κάτι περισσότερο από όνειρα θερινής ή άλλης, νυκτός, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι θα ήταν δυνατόν να ξυπνήσουν τα αμυντικά αντανακλαστικά κατεστημένων παγκόσμιων δυνάμεων απέναντι στο διεκδικητικό θράσος ενός υπερφιλόδοξου σφετεριστή.

Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Σε πλήρη αντίθεση με ό,τι κάνουν συνήθως οι μεγαλόστομοι μεγαλοϊδεατιστές, η σημερινή πολιτική της Τουρκίας, όπως διαμορφώνεται από τον Νταβούτογλου και την κυβέρνηση Ερντογάν, έχει καταφέρει να εμπλέξει τους δικούς της στόχους και τα δικά της συμφέροντα με τους γενικότερους στόχους και συμφέροντα αυτών που θα μπορούσαν να τους καταρρίψουν, μια ταύτιση στον πυρήνα που επιτρέπει την πολυτέλεια ακόμα και συγκρούσεων στην περιφέρεια.

Το μείζον περιγράφεται συνοπτικά από την έκθεση της STRATFOR για τις παγκόσμιες εξελίξεις κατά τη δεκαετία 2010 - 2020: «Η Τουρκία αναδύεται ως περιφερειακός ηγέτης με αυτοπεποίθηση, με ισχυρό στρατό και οικονομία. Αναμένουμε να συνεχιστεί αυτή η τάση και βλέπουμε την Τουρκία να αναδύεται ως η κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη. Η αύξηση της τουρκικής ισχύος και επιρροής κατά την επόμενη δεκαετία είναι ένας από τους λόγους που προβλέπουμε με εμπιστοσύνη την αποκλιμάκωση του πολέμου ΗΠΑ - Τζιχαντιστών και τη μεταμόρφωση του θέματος του Ιράν. Η δυναμική στην περιοχή ανάμεσα στη Μεσόγειο και το Ιράν -ακόμα και στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία- θα επαναπροσδιοριστεί από την επανανάδυση της Τουρκίας...»

Σε ό,τι αφορά τους πληθυσμούς «μέχρι την Υεμένη» -που διατηρούν αναμνήσεις, όχι απαραίτητα θετικές, από την εποχή της οθωμανικής επικυριαρχίας- το στρίμωγμά τους ανάμεσα στις ακρότητες των φανατικών και τη διεφθαρμένη αυταρχικότητα των φιλοδυτικών καθεστώτων ή τον υποβοηθούμενο από τον ισλαμικό εξτρεμισμό δυτικό ρατσιστικό αποκλεισμό, κάνει την τουρκική ομπρέλα να φαίνεται ελκυστική (βλέπε υποδοχή των Τούρκων στην αποκλεισμένη Λωρίδα της Γάζας). Ακόμα και κυβερνήσεις χωρών όπως η Αίγυπτος, που φυσιολογικά θα ανησυχούσαν από την αμφισβήτηση της δικής τους πρωτοκαθεδρίας στην έκφραση του αραβικού/μουσουλμανικού κόσμου, αναγκάζονται να συμβιβαστούν σε μια συνεργατική σχέση με την Τουρκία.

Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τη μέχρι στιγμής επιτυχία της κυβέρνησης Ερντογάν, όχι απλώς να παραμείνει στην εξουσία, παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις του κεμαλικού κατεστημένου, αλλά και να προχωρήσει στη συνεχή αποδυνάμωσή του. Για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε Τούρκος εθνικιστής/κεμαλιστής δυσκολεύεται να τα βάλει με μια κυβέρνηση που υπόσχεται, και δείχνει να πετυχαίνει, την ανάκτηση, μέρους έστω, της παλιάς δόξας.

Η κυβέρνηση Ερντογάν καταφέρνει έτσι να εξασφαλίσει στο εσωτερικό και το εξωτερικό ένα μείγμα αναγκαίας υποστήριξης και ανοχής, ώστε να προχωρήσει -για να διατηρήσουμε τις οθωμανικές αναλογίες, προφανώς αγαπητές στον Νταβούτογλου- σε ένα είδος σύγχρονου Τανζιμάτ. Η δυτικόστροφη φιλελεύθερη μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε το 1839, μπορεί να μη διέσωσε την ήδη καταρρέουσα τότε οθωμανική αυτοκρατορία, επέτρεψε όμως την ανάδυση των δυνάμεων που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Τουρκία. Που τώρα οραματίζεται νέες ισορροπίες. Και η διαφορά ανάμεσα στους οραματιστές πολιτικούς και τους ονειροπαρμένους λαϊκιστές είναι η επιτυχία.