Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

«Φίλος μεν ο Κρέων» ...αλλά για ποιο λόγο;

«Η παραδοσιακή φιλία και συνεργασία των δύο λαών» ή, στην εκπτωτική της συσκευασία, «η μακροχρόνια φιλία και συνεργασία των δύο λαών» ήταν, είναι και θα είναι μία από τις απαραίτητες κενολογίες που συνοδεύουν τις δημόσιες ομιλίες επίσημων επισκεπτών σε «φίλες και συμμάχους» χώρες. Η φουμαροειδής αξία τους συχνά υπολείπεται ακόμα και της σημασίας «για τα πανηγύρια» και της επαφής με την πραγματικότητα που έχουν οι κλασικοί υψιπετείς γυμνασιαρχικοί «δεκάρικοι» των ανά τον κόσμο εθνικών και τοπικών επετείων. Οι συμμετέχοντες στην παράσταση και οι επίσημοι κριτικοί το αντιλαμβάνονται πλήρως, άρα μικρό το κακό.

Στο λιγότερο κυνικά προστατευμένο τμήμα του ακροατηρίου, όμως, «λέγε λέγε το κοπέλι» πατάει σε συναισθήματα, «ανάδελφες» ανασφάλειες και αναζητήσεις τού συνανήκειν για να δημιουργήσει συλλογικές αντιλήψεις περί φιλίας, ομοδοξίας και δικαίου που θα προκαλούσαν τους περί φιλίας ορισμούς και αναλύσεις, από την εποχή του Αριστοτέλη ώς εκείνη του Προυστ, του Χάιντεγκερ, του Γκάνταμερ και του Ντεριντά.

Σύγχρονο παράδειγμα και έναυσμα, η νέα σύγχυση, η απορία, στην «αίσθηση» περί φιλίας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Κούρδους. Μιας υποκειμενικής αντίληψης νεοπαγούς όσο και ισχυρής των τελευταίων δεκαετιών, που δείχνει να αναζητεί σήμερα νέα αζιμούθια, τα οποία μπορούν να ανιχνευθούν μόνο μέσω της δημιουργικής όσο και εξοντωτικής διαδικασίας των «ad nauseam» επαναλαμβανόμενων «γιατί» της παιδικής αναλυτικής περιέργειας.

Πέρα από τα συνθετικά «αυτονόητα» της ενήλικης λογικής, γιατί είναι φίλοι οι Κούρδοι ή οποιοσδήποτε άλλος; Η «αίσθηση», κατά τον Αριστοτέλη, της φιλίας είναι μία από τις προϋποθέσεις, πρέπει να συνυπάρχει με καλή προαίρεση, αμοιβαιότητα και αναγνώριση, από διάλογο. Ο αριστοτέλειος ορισμός της φιλίας, επανερμηνευόμενος στην εξέλιξη της κοινωνίας αλλά πάντα ισχυρός, περιλαμβάνει ως προϋποθέσεις την συν-ύπαρξη, τη συν-ομιλία, την κοινή επιδίωξη του καλού, την αυτογνωσία και τη γνώση του άλλου. Εξαιρώντας την κοινή επιδίωξη του καλού, ερμηνευόμενη με σημερινούς λιγότερο μεταφυσικούς όρους ως επιδίωξη του δικαίου, είναι πολύ συζητήσιμο αν εκπληρούνται ουσιαστικά οι υπόλοιποι όροι.

Αν υποτεθεί ότι η κοινή υποκειμενική αντίληψη περί δικαίου, στην προκειμένη περίπτωση αναφορικά στο δικαίωμα ενός λαού για αυτοπροσδιορισμό, αυτοδιάθεση και αυτονομία, είναι επαρκής αιτία φιλίας για έναν λαό που συμμερίζεται την αδικία, έχοντας βγει πολύ πρόσφατα από τη δική του οδυνηρή παρόμοια εγκυμοσύνη, γιατί η ίδια αντίληψη φιλίας δεν επεκτείνεται εξίσου στους πόνους της κύησης άλλων λαών όπως οι Αλβανοί (Κοσσυφοπέδιο) ή οι Τσετσένοι, όταν μάλιστα με κάποιους από αυτούς εκπληρούνται περισσότερο οι προϋποθέσεις της συνύπαρξης και της συνομιλίας;

Παραμένοντας στους Κούρδους, γιατί ένα τμήμα αντιμετωπίζεται περισσότερο φιλικά από τα υπόλοιπα, έστω και αν όλα έχουν τον ίδιο δίκαιο σκοπό; Γιατί οι τακτικές επιλογές στόχων και οι τακτικές αναζητήσεις συμμαχιών κάποιων Κούρδων είναι πιο συμπαθείς, έστω και αν η πλειοψηφία επιλέγει να επιδιώξει τον ίδιο, δίκαιο πάντα, στόχο με διαφορετική μεθοδολογία; Γιατί ο κουρδικός εθνικισμός είναι συμπαθής όταν αφορά το τουρκικό έδαφος αλλά λιγότερο συμπαθής όταν αφορά το συριακό ή το ιρανικό ή όταν ερμηνεύεται ως διαμελισμός του Ιράκ; Γιατί οι ίδιες μέθοδοι για τον ίδιο στόχο ερμηνεύονται ως δίκαιες στην περίπτωση των Κούρδων και ως άδικες στην περίπτωση των Κοσοβάρων Αλβανών και αντιστοίχως, γιατί οι αντιδράσεις απέναντί τους προκαλούν καταδίκη στη μία περίπτωση και ανοχή στην άλλη;

Ακόμα, γιατί η υποστήριξη του ίδιου του δίκαιου στόχου αρχίζει να αναζητεί τον βηματισμό της όταν η ανάγκη εξυπηρέτησής του οδηγεί σε συνεργασία των Κούρδων με τις ΗΠΑ και σε σύγκρουση όχι μόνο με τον τουρκικό αλλά και με τον αραβικό εθνικισμό; Και γιατί ο αραβικός εθνικισμός δεν ενοχλεί τόσο όταν συναντάται με τον τουρκικό;

Σε όλα αυτά τα γιατί, και σε πολλά άλλα, μπορούν να υπάρξουν πολλές αξιόλογες απαντήσεις, με διαφορετικό βαθμό υποκειμενισμού αλλά και με αξιόλογα επιχειρήματα. Οποιες και αν είναι αυτές, όμως, καταρρίπτουν τις λαϊκές δοξασίες περί φιλίας, προαιώνιας ή νέας. Μπορεί ένα μέρος τους να εξηγεί γιατί «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» και το αντίθετο. Κάποιες, πιο προχωρημένες, μπορεί ακόμα να εξηγούν και το πιο περίπλοκο «ο εχθρός του εχθρού μου μπορεί να μην είναι πάντα φίλος μου». Ομως όλες ανεξαιρέτως αναγκάζονται να αναφερθούν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε διαπλοκή, αλληλεπίδραση και ανάδραση συμφερόντων. Να περιγράψουν δηλαδή όχι μια φιλία αλλά μια απλή συναλλαγή.

Η σύγχυση της συναλλαγής με τη φιλία μπορεί να είναι ανώδυνη όταν περιορίζεται σε ρητορικές εξάρσεις και αμοιβαίες φιλοφρονήσεις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Γίνεται όμως επικίνδυνη όταν παραμορφώνει την ακριβή αντίληψη του περιβάλλοντος και τη συμπεριφορά που αυτή καθορίζει.

Καταφεύγοντας σε άλλη μία αναλογία -μοιραία ακροβατική- ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ο λιγότερο ισχυρός σε κάθε τυπικό ή άτυπο κοινωνικό δίκτυο έχει παρατηρηθεί ότι καταφέρνει να «διαβάσει», να αναγνωρίσει και να χαρτογραφήσει τις εσωτερικές σχέσεις πολύ καλύτερα από τον ισχυρό, για τον απλούστατο λόγο ότι πρέπει να βρει τον δρόμο του μέσα από αυτές. Αντιθέτως, τα υψηλότερα ιεραρχικά κλιμάκια δεν χρειάζονται την ανάλυση αυτή στον ίδιο βαθμό, καθώς η ισχύς που πηγάζει από την ιεραρχική τους θέση τούς επιτρέπει να περνούν από πάνω σαν οδοστρωτήρες. Οπως ο διευθυντής μιας εταιρείας, οι ΗΠΑ μπορούν να μην είναι ιδιαιτέρως ακριβείς στην ανάγνωση των λεπτομερειών μιας παγκόσμιας ιεραρχικής δομής, καθώς η έλλειψη ακρίβειας απορροφάται από την ισχύ τους. Οπως ο νεαρός υπάλληλος της ίδιας εταιρείας, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να είναι πολύ ακριβής στη χαρτογράφηση της ιεραρχικής δομής, να προσδιορίσει με ακρίβεια τη θέση, τις διασυνδέσεις και την επιρροή του καθενός σ' αυτήν, να αναγνωρίσει με την ίδια ακρίβεια πιθανούς ανταγωνιστές, αντιπάλους και συμμάχους και να αναγνωρίσει επακριβώς τις διαφορές ανάμεσα σε φίλους και συμμάχους, περιστασιακούς ή μη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: