Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

ΘΕΡΙΝΗ ΡΑΣΤΩΝΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Γύρω στις 140.000 Τούρκοι, κατ' άλλους 200.000, «παραθερίζουν» στο βουνό, στα εκτεταμένα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ. Μερικοί σπάνε την ανία με εκδρομές πέραν των συνόρων ή συσφίγγοντας τις σχέσεις τους με τις γειτονικές κατασκηνώσεις στο Ιράν με την οργάνωση κοινών βομβαρδισμών πυροβολικού στα κουρδικά βουνά.Λίγο νοτιότερα, παρόμοιος αριθμός Αμερικανών αναζητούν μεγαλύτερες δόσεις αδρεναλίνης ιδρωκοπώντας στην καυτή άμμο ή τις ακόμα πιο καυτές κροκάλες των ερήμων, σε αχνιστά βαλτοτόπια ή ανάμεσα σε καυτούς πλίνθινους τοίχους χωριών και πόλεων στο χρώμα του περιβάλλοντος. Αλλοι συμπατριώτες τους, όπως χιλιάδες απ' αυτούς που επιλέγουν κρουαζιέρα για τις διακοπές τους, αναρωτιούνται αν η ανία των διακοπών εν πλω αξίζει τελικά τον κόπο και φλερτάρουν με τη «λαμαρινίαση» στα πυρωμένα από τον καυτό ήλιο γκρίζα πλοία. Οι καπεταναίοι βλαστημούν με γνήσιο ναυτικό τρόπο, προσπαθώντας να μην τρακάρουν μεταξύ τους οι τρεις ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων που διαγκωνίζονται για χώρο στα ζεστά νερά του Περσικού Κόλπου, πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια.Ακόμα πιο πέρα, τα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν συγκεντρώνουν πιο διεθνή πελατεία, ΝΑΤΟϊκής συμμετοχής γαρ, σε βαθμό που οι διάφορες ομάδες τσακώνονται μεταξύ τους αλληλοκατηγορούμενες ότι έχουν καταστρέψει τη γνησιότητα της περιοχής.Δεν πρόκειται όμως περί απλού τουριστικού σουλάτσου, αλλά περί της εφαρμογής στην πράξη τού, αγγλοσαξωνικής εμπνεύσεως θεσμού του «sandwich cource», δηλαδή της παρεμβολής ενός έτους εργασιακής εμπειρίας στις ανώτατες σπουδές, κατά τη διάρκεια του οποίου αποκτάται πρακτική εμπειρία, εμπεδώνεται, αλλά και δοκιμάζεται η θεωρητική διδασκαλία που έχει προηγηθεί και γεννάται θεωρητικός προβληματισμός για το μέλλον.Η μέθοδος βοηθά να ξεπεραστεί εν μέρει η αδράνεια της κατεστημένης επιστημονικής σκέψης και η ανασφαλής περιχαράκωση σε ακλόνητες βασικές παραδοχές. Η αδράνεια αυτή αλλά και η ευρύτερη κοινωνική αδράνεια στην αναγνώριση, χειρισμό και ενσωμάτωση επιταχυνόμενων πραγματικών αλλαγών εκφράζεται και στην κορυφαία -όχι με την έννοια του καλού και του κακού, αλλά με την έννοια των συνολικών κοινωνικών επιπτώσεων- δραστηριότητα του πολέμου.Από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε κανένας «βιομηχανικός πόλεμος», κανένας πόλεμος στον οποίο το σύνολο της κοινωνίας των εμπλεκόμενων πλευρών με ολόκληρο το παραγωγικό δυναμικό της να διαμορφώθηκε ώστε να στηρίζει τις μαζικές πολεμικές δραστηριότητες με βιομηχανική, δηλαδή μαζική, ισχύ. Ο λεγόμενος «Ψυχρός Πόλεμος», που θα μπορούσε να αποκτήσει τέτοια μορφή αν δεν είχε εισαχθεί το στοιχείο του πυρηνικού οπλοστασίου, ποτέ δεν εξελίχθηκε σε πόλεμο, αλλά παρέμεινε σε φάση «διένεξης» ή «αντιπαράθεσης». Ακόμα και στο επίπεδο της αντιπαράθεσης αυτής, η πλευρά η οποία επέλεξε την αυστηρότερη προσήλωση στο πρότυπο του «βιομηχανικού πολέμου», εμπλέκοντας περισσότερο την κοινωνία της στην εξυπηρέτησή του, ήταν αυτή που κατέρρευσε.Στο διάστημα αυτό, η χρήση «βιομηχανικής ισχύος», ενός υποσυνόλου του «βιομηχανικού πολέμου», ουδέποτε οδήγησε σε στρατηγική νίκη όπως έδειξε ο πόλεμος της Κορέας, του Βιετνάμ, οι γαλλικές εμπειρίες στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, η βρετανική και γαλλική επιδρομή στο Σουέζ, ο σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο 8χρονος πόλεμος Ιράκ - Ιράν και οι σημερινοί πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Στην καλύτερη περίπτωση πρόσφερε κάποιες απλές επιτυχίες σε τακτικό επίπεδο, που όμως δεν επηρέασαν τη συνολική στρατηγική έκβαση. Ακόμα και η νίκη της Βρετανίας στα Φόκλαντ/Μαλβίνες, αν και χρησιμοποιείται συχνά ως παράδειγμα επιτυχίας, παραμένει αμφιλεγόμενη τόσο σε ό,τι αφορά την πραγματική ή όχι χρήση βιομηχανικής ισχύος όσο και σε ό,τι αφορά την επιτυχία σε τακτικό, υποστρατηγικό ή στρατηγικό επίπεδο.Η απορία που προκύπτει από την αδυναμία συμβιβασμού των πρακτικών αποτελεσμάτων με τις κατεστημένες παραδοχές, οι ρίζες των οποίων φτάνουν ώς τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, εκφράζεται σήμερα με όρους όπως «ασύμμετρος πόλεμος», λες και η ασυμμετρία δεν ήταν ανέκαθεν βασική επιδίωξη κάθε εμπολέμου. Η σημερινή χρήση του όρου εκφράζει έτσι απλώς την αμήχανη δυσφορία απέναντι στη φυσιολογική άρνηση του αντιπάλου να παίξει με τους δικούς σου όρους επιδιώκοντας να επιβάλει τους δικούς του.Το ότι η προσπάθεια αυτή αποδεικνύεται σταθερά επιτυχής οδηγεί το μοντέλο του «βιομηχανικού πολέμου» και της «βιομηχανικής ισχύος» σε έναν φαύλο κύκλο αποδυνάμωσής τους, ακόμα και ως απειλής. Οταν η Τουρκία χρησιμοποίησε την απειλή χρήσης μαζικής στρατιωτικής ισχύος συγκεντρώνοντας δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, άρματα μάχης, πυροβόλα και τα συναφή στα σύνορα με τη Συρία για να επιτύχει την εκδίωξη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν από τη Δαμασκό, πέτυχε τον στόχο της, κυρίως επειδή το διακύβευμα (η τύχη του Οτζαλάν) δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη Συρία.Η σημερινή συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα σύνορα του Βορείου Ιράκ δύσκολα μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα. Η επίδειξη ισχύος μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνον όταν πείθει ότι η ισχύς αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά απέναντι σε έναν αντίπαλο που υπερασπίζεται ζωτικά συμφέροντα, άρα είναι διατεθειμένος να απορροφήσει το κόστος.Α ν η πολεμική ισχύς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για την επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου, δεν έχει στρατηγική χρησιμότητα. Και αν αυτό γίνεται αντιληπτό, δεν έχει χρησιμότητα ούτε η επίδειξή της. Το υπόδειγμα του πολέμου αλλάζει και, συνήθως αυτός που το αντιλαμβάνεται και προσαρμόζεται τελευταίος είναι αυτός που αισθάνεται ασφαλέστερος και ισχυρότερος στο παλιό υπόδειγμα. Πρόκειται για μια οδυνηρή γι' αυτόν διαδικασία, όπως αντιλήφθηκε και ο Ναπολέων στον καταστροφικό γι' αυτόν πόλεμο στην Ισπανία, όταν οι Ισπανοί άτακτοι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το δικό του, κυρίαρχο μέχρι τότε, υπόδειγμα πολέμου, εξαπολύοντας με τους δικούς τους όρους «guerilas» (μικρούς πολέμους) και εισάγοντας έναν νέο όρο στην ιστορία.Η επίδειξη «βιομηχανικής ισχύος», η παράταξη αρμάτων, πυροβόλων, αεροσκαφών και κανονιοφόρων/αεροπλανοφόρων, οδηγείται έτσι στην ίδια θέση που πήραν οι ασκήσεις «πυκνής τάξης» στην μετα-ναπολεόντειο βιομηχανική εποχή, έστω και αν οι στρατιωτικοί ιθύνοντες χρειάστηκαν έναν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για να αντιληφθούν ότι, μαζί με τις παρελάσεις, χρειάζονται μόνο για να τονώνουν το φρόνημα, κυρίως το δικό τους.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:«The new western way of war», Martin Shaw, Polity Press, 2005, Cambridge.«The Utility of Force, the art of war in the Modern world», Rupert Smith, Penguin, 2006, London.«The End of Iraq», Peter W. Galbraith, Simon & Shuster, 2006, London.«COBRA ΙΙ, the inside story of the invasion and occupation of Iraq», Michael Gordon & Bernard Trainor, Atlantic Books, 2007, London.«Η Θεωρία του Πολέμου», Παναγιώτης Κονδύλης, Θεμέλιο, 1997, Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: