Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Εξέγερση ή φυγή απέναντι στην εγγυημένη μιζέρια

Η πλειονότητα των νέων ανθρώπων, που εγκατέλειπαν τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκινώντας μια δύσκολη και συχνά επικίνδυνη πορεία στο άγνωστο της «Δύσης», δεν μιλούσαν για ιδεολογία και ιδεολογικά κίνητρα, παρά μόνον όταν καταλάβαιναν ότι αυτό μόνο γινόταν κατανοητό από τον δυτικό συνομιλητή τους. Περιγράφοντας ειλικρινά αυτό που τους ανάγκασε να φύγουν, μιλούσαν για το αίσθημα ασφυξίας μπροστά σε μιά προδιαγεγραμμένη ζωή, την απελπισία της συνειδητοποίησης ότι καμία δική τους ικανότητα, ενέργεια, πράξη ή επιλογή δεν μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά το, ερήμην τους προαποφασισμένο και έξωθεν καθοδηγούμενο, μέλλον τους. Προτιμούσαν τον κίνδυνο της λάθος επιλογής από τη μίζερη ασφάλεια της έλλειψης επιλογών.

Την περασμένη εβδομάδα, η φράση ενός μαθητή της τρίτης λυκείου θύμισε κάτι από τους τότε συνομηλίκους του της τότε Ανατολικής Ευρώπης: «Πολλοί συμμαθητές μου σκέφτονται να φύγουν από την Ελλάδα», είπε, κάνοντας σαφές ότι δεν αναφερόταν μόνο στις σπουδές. Διατύπωσε ακόμα το ήδη εμφανές: Οτι η πλειονότητα των συμμαθητών του αντιμετωπίζει ως προσβολή οποιαδήποτε προσπάθεια ταύτισής τους με οποιαδήποτε κόμματα. Στις δύο φράσεις αυτές περιέχονται πολλές από τις ερμηνείες για τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, τουλάχιστον από την πλευρά των νέων, πηγαίνοντας πολύ πέρα από την συγκυριακή καραμέλα της οικονομικής κρίσης που, ούτως ή άλλως, είναι ακόμα πολύ πιο «λάιτ» στην Ελλάδα.

Σε ολόκληρο τον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» και σίγουρα στην Ευρώπη, οι σημερινοί νέοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική να είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα έχει συνολικά χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης απ' ό,τι η προηγούμενη. Η κατάχρηση αστυνομικής βίας και η εγκληματική συμπεριφορά αστυνομικών δεν λείπει από καμία αστυνομία, όπως και από κανένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν έχει πλήρως εξοβελισθεί η φυσική τάση μιας κρατικής εξουσίας να αντιμετωπίζει «φιλικά» και με κάποια «κατανόηση» τις εκτροπές κρατικών οργάνων. Φυσικά, υπάρχουν τεράστιες ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές, που θα μπορούσαν από μόνες τους να εξηγήσουν γιατί στην Ελλάδα νέοι της μεσαίας τάξης μπορεί να αισθάνονται το ίδιο με τους αποκλεισμένους στο περιθώριο μετανάστες δεύτερης γενιάς στη Γαλλία.

Ομως η ασφυξία είναι πολύ βαθύτερη και σχεδόν αταξική για τους νέους μιας κοινωνίας που ακόμα δεν έχει ξεφύγει από τα σύνδρομα μιας παρελθούσας διαδικασίας αστικοποίησης. Η κοινωνική πίεση προς μία, οποιαδήποτε, τριτοβάθμια εκπαίδευση απλώς και μόνον ως γραφειοκρατική διαδικασία πρόσληψης στο Δημόσιο και ως εισιτήριο απόδρασης από την επαρχιακή μιζέρια εξακολουθεί να ασκείται από τις προηγούμενες γενιές που βίωσαν την πορεία αυτή, συνθλίβοντας ακόμα περισσότερο τους νέους στην άλλη πλευρά της τανάλιας ενός στείρου εξετασιοκεντρικού αποστηθιστικού συστήματος δομημένου γύρω από την ίδια λογική. Η ανολοκλήρωτη ακόμα διαδικασία κοινωνικοποίησης, δηλαδή η όχι επαρκής απεμπόληση κάθε δημιουργικής ικμάδας, επιτρέπει ακόμα στις νεαρές ηλικίες να βλέπουν το προδιαγεγραμμένο μέλλον στο Δημόσιο ή στην ιδιωτική σύμβαση των 700 ευρώ ως κατάντια ονείρων και όχι ως όνειρο βολέματος. Η κοινωνική απαξία κάθε δημιουργικής, άρα επικίνδυνης, πρωτοβουλίας διαιωνίζει έναν κύκλο συρρικνούμενης δημόσιας και μεταπρατικής ιδιωτικής μιζέριας, που καταρρέει όσο κλείνουν οι στρόφιγγες δανεισμού (ή αρπαγής σε μερικές περιπτώσεις). Αν οι συνομήλικοί τους αλλού ζούν την οικονομική κρίση ως συγκυριακό φαινόμενο, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή η κοινωνία τους είναι σε θέση να παραγάγει και να δημιουργήσει την έξοδό της από την κρίση, οι Ελληνες αισθάνονται το αντίθετο.

Οι νέοι, στην ηλικία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν έχουν στην πλειονότητά τους ακόμα αρπαγεί από τα, καραδοκούντα να τους προσφέρουν ελεγχόμενη εκτόνωση, πολιτικά κόμματα, τα οποία ούτως ή άλλως αδυνατούν όλο και περισσότερο να πείσουν ότι δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ασφυκτιούν, καθώς όχι μόνο δεν μπορούν να επηρεάσουν το μέλλον τους αλλά δεν μπορούν ούτε καν να εκφράσουν τη δυσφορία τους για όσα κληρονομούνται ως κοινωνικά αυτονόητα. Σε ακόμα χειρότερη θέση βρίσκονται οι οικονομικοί μετανάστες, που αποτελούν πλέον πάνω από το 10% του πληθυσμού της Ελλάδας. Γι' αυτούς και ιδίως για τα γεννημένα στην Ελλάδα παιδιά τους, η ασφυξία είναι απόλυτη, καθώς σχεδόν δεν τους αναγνωρίζεται η ίδια η ύπαρξη.

Με αυτή τη λογική, τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχουν αρκετά στοιχεία κοινά με την προ του Μαΐου '68 ευρωπαϊκή κατάσταση, όταν το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα σε μια κοινωνία διαμορφωμένη σε άλλες συνθήκες και τους νέους που ζούσαν στις τρέχουσες (τότε) συνθήκες έπρεπε με κάποιο τρόπο να κλείσει.

Η βάση αυτή της κοινωνικής πολιτισμικής υστέρησης δεν στηρίζει σήμερα στον ίδιο βαθμό τη δυσφορία των νέων παντού στην Ευρώπη. Η μεταπολεμική ευημερούσα αποχαύνωση του «Β.Β.Β.Β.D» (Boulot, Bouffer, Boir, Baiser, Dormir - Δουλειά, Φαΐ, Ποτό, Πήδημα, Υπνος) της δεκαετίας του '60 καθυστέρησε να φτάσει στον Νότο της Ευρώπης ή καλύφθηκε από άλλα, πιο επείγοντα θέματα (εμφύλιος και μετεμφυλιακή περίοδος στην Ελλάδα, δικτατορία στην Ισπανία και την Ελλάδα, κοινωνικοί και πολιτικοί σπασμοί στην Ιταλία με το προβληματικό οικονομικό υπόβαθρο για όλους). Ετσι, κατά μία έννοια, η διατυπωμένη με κλασικούς ασφαλίτικους όρους ανάλυση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών περί ύπαρξης ενός «τόξου» συνεργασίας γενικώς «επικίνδυνων για την δημόσια τάξη» ομάδων στην Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) μπορεί να περιέχει κάποια ψήγματα κοινωνικής ανάλυσης. Διότι στην περιοχή αυτή και ιδίως στην Ελλάδα, η ωρίμανση των συνθηκών ασφυξίας στο τμήμα της κοινωνίας που δεν έχει αποχαυνωθεί ακόμα συμπίπτει χρονικά με την παγκόσμια οικονομική κρίση (τον Μάιο του '68 οι νεανικές εξεγέρσεις έγιναν εν μέσω καλπάζουσας οικονομικής ευημερίας).

Δεν υπάρχουν σχόλια: