Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Οι Γάλλοι επέλεξαν μια... αρσενική Θάτσερ

Τελικά η Γαλλία ψήφισε συναισθηματικά για να απορρίψει το συναίσθημα στην πολιτική. Φόβοι, ανησυχίες και, κυρίως, απογοητεύσεις έστρεψαν τους ψηφοφόρους εκείνους που μετακινούμενοι κρίνουν το αποτέλεσμα μακριά από τους, έστω και αχνούς, σοσιαλιστικούς συναισθηματισμούς της Σεγκολέν Ρουαγιάλ και τους προσανατόλισαν στην πυγμή υπεραναπλήρωσης ενός πυγμαίου σωματότυπου του Νικολά Σαρκοζί.
Η τηλεοπτική αναμέτρηση των δύο υποψηφίων είναι αυτή που παγίωσε και διεύρυνε τη διαφορά υπέρ του Σαρκοζί, όχι λόγω της λανθασμένης ανάγνωσης των προσδοκιών των Γάλλων εκ μέρους της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, όσο λόγω των περιορισμών που της επέβαλε η σοσιαλιστική ταυτότητά της, με όση χαλαρότητα και αν την αντιλαμβανόταν, καθώς και η συναισθηματική αοριστία που τη συνόδευε. Προφανής απόφαση και των δύο υποψηφίων ήταν να ανασκευάσουν την εικόνα που τους συνόδευε σε όλη την προεκλογική εκστρατεία. Ο Σαρκοζί κατάφερε να αποβάλει (για δύο ώρες) την τραχύτητα και την επιθετικότητά του, εμφανιζόμενος ως «ήρεμη δύναμη», με σαφείς, ξεκάθαρες θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα. Η Ρουαγιάλ πέτυχε να εμφανιστεί επιθετική. Ομως η επιθετικότητα αυτή εκφράσθηκε και πάλι ως συναίσθημα, ως οργή. Και όταν έλεγε «είμαι οργισμένη», αναφερόταν σε επίσης συναισθηματικά φορτισμένες αλλά και αφηρημένες έννοιες όπως «αδικία», «κοινωνική δικαιοσύνη» κ.λπ. Συνέχισε δηλαδή στο μοτίβο μιας προεκλογικής εκστρατείας στηριγμένης σε συχνές διακηρύξεις περί «Ελευθερίας, Ισότητας, Αδελφοσύνης», με μια ελαφριά επίπαση πρακτικών προτάσεων, συχνά όχι και τόσο επιτυχημένων (όπως τα στρατόπεδα αναμόρφωσης για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας). Μπορεί να έπεισε για τη δυνατότητά της να οργίζεται με την αδικία και για τις καλές της προθέσεις, δεν φαίνεται όμως να έπεισε για την ικανότητά της να μεταφράσει τις προθέσεις αυτές σε πρακτικές λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τους Γάλλους. «Εχουμε τελειώσει. Αν δεν αλλάξουμε ριζικά όλα όσα έχουμε μάθει, θα σβήσουμε. Και δεν το βλέπω να αλλάζουμε», έλεγε απογοητευμένος, σχεδόν φοβισμένος, φίλος Γάλλος δημοσιογράφος, από τους πλέον δραστήριους φοιτητές του Μάη του '68, έπειτα από μερικά ταξίδια στην Κίνα. Σήμερα, στα εξήντα του, σκέφτεται μήπως πρέπει να ακολουθήσει τις χιλιάδες των νεαρών, καλά εκπαιδευμένων Γάλλων, που ουσιαστικά «ψηφίζουν με τα πόδια τους» παίρνοντας την άγουσα για τη Βρετανία, όπου διακρίνουν (και βρίσκουν απ' ό,τι φαίνεται) απείρως περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, έκφρασης και δημιουργίας απ' όσες τους προσφέρει πλέον μια αγκυλωμένη γαλλική κοινωνία. Ολο και περισσότεροι ανάμεσά τους βλέπουν στις διεκδικήσεις του παρελθόντος και στα κεκτημένα του παρόντος, τα βαρίδια του μέλλοντος. Μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας ζει πλέον σε μια υποκειμενική πραγματικότητα που την οδηγεί να απαιτεί ρήξεις. Και με δεδομένο το ξέφτισμα των «υπαρκτών» ιδεολογικών προτύπων, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού «με χαμηλά λιπαρά» της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, και την απουσία νέων, στρέφεται στη διαχειριστική πυγμή που προβάλλει ο Νικολά Σαρκοζί, ακολουθώντας με καθυστέρηση τους γείτονές της στην επιλογή μιας αρσενικής Μάργκαρετ Θάτσερ. Στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές δεν αποκλείεται να αναπληρώσουν τη χρονική υστέρηση απέναντι στη Βρετανία, οδηγώντας σε μια νέα «συγκατοίκηση», αυτή τη φορά όχι ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά με την κλασική έννοια, αλλά με τη γαλλική εκδοχή της Θάτσερ στην προεδρία και τη γαλλική εκδοχή του Τόνι Μπλερ στην πρωθυπουργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: