Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2002

Φιλί ζωής ή στερνό αντίο;

Πριν από μερικές μέρες το δολάριο έπεσε πάλι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα απέναντι τόσο στο ευρώ όσο και στο γεν. Τα χρηματιστήρια σε Ευρώπη και Αμερική κατακρημνίσθηκαν άλλη μια φορά. Τόσο η αμερικανική όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία είναι βέβαιο ότι περνούν από μια φάση δοκιμασίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι οικονομικές δυσχέρειες οφείλονται ή όχι στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Είναι αλήθεια ότι η εμφάνιση των οικονομικών στοιχείων που έδειχναν πως οι ΗΠΑ μπαίνουν σε περίοδο ύφεσης συνέπεσαν με την επίθεση στις ΗΠΑ. Ομως τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν κυρίως την κατάσταση που επικρατούσε στο παρελθόν και δείχνουν ότι η αμερικανική οικονομία είχε μπει σε ύφεση πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Το ΑΕΠ είχε αρχίσει να μειώνεται από το πρώτο τρίμηνο του 2001 και δεν επέστρεψε σε θετικό πρόσημο παρά το τελευταίο τρίμηνο.Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι η 11η Σεπτεμβρίου συνέβαλε στο να βγουν οι ΗΠΑ από την οικονομική ύφεση του 2001. Αν και το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έπεσε κατά 7,13% την πρώτη μέρα λειτουργίας του, μια εβδομάδα μετά την επίθεση, και οι καταναλωτικές δαπάνες σημείωσαν απότομη πτώση, οι αντιδράσεις της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας με την εσπευσμένη προώθηση σημαντικής ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους και τις αλεπάλληλες γενναίες μειώσεις των επιτοκίων προκάλεσαν αύξηση της ενεργού ζήτησης και αντιστροφή της πτωτικής πορείας.Κλεισμένη μέσα στο νάρθηκα του Συμφώνου Σταθερότητας, η Ευρώπη αντέδρασε με πολύ πιο συγκρατημένες μειώσεις επιτοκίων και άλλα μέτρα. Ετσι, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν αντέστρεψε την υφεσιακή πορεία της, η οποία όμως ήταν και παραμένει σχετικά ήπια.Λαμβανομένου υπόψη του ότι η οικονομία των ΗΠΑ και της Ευρώπης αλληλοεπηρεάζονται, παραμένει το ερώτημα ποια από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού θα αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα καλύτερα την κρίση. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και δευτερευόντως, εξ αντανακλάσεως, την Ευρώπη, η αρχική φάση της οικονομικής ύφεσης δεν οφείλεται τόσο στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, τα οποία απλώς ενέτειναν μια τάση που ήδη είχε εμφανιστεί. Σ τις επιπτώσεις από την οικονομική πολιτική των περασμένων ετών, επί κυβέρνησης Κλίντον, προστέθηκαν τα τεράστια σκάνδαλα στις μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις και οι πτωχεύσεις καθώς και το «ξεφούσκωμα» της «φούσκας» των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Οπως επισημαίνει ο οικονομολόγος της «Κρεντί Λιονέ», Ζαν - Πολ Μπετμπέζ, «η αμερικανική οικονομία δίνει δυο μάχες: τη μια κατά του εξωτερικού εχθρού ασφαλείας και την άλλη κατά του εσωτερικού εχθρού των πτωχεύσεων».Κατά παράδοξο τρόπο, οι οικονομικές επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αρχίζουν να γίνονται περισσότερο αισθητές σήμερα, ένα χρόνο αργότερα. Στο διάστημα που πέρασε ολόκληροι τομείς οικονομικής δραστηριότητας δοκιμάστηκαν ιδιαίτερα έντονα, όπως οι αερομεταφορές, η αεροπορική βιομηχανία, ο κλάδος των ασφαλειών και ο τουρισμός.Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Μπους μπορεί να ανέκοψαν τα πρώτα συμπτώματα, όμως διπλασίασαν το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται μεσοπρόθεσμα, δηλαδή από δω και πέρα. Ετσι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στην ανάκαμψη και στη νέα ολίσθηση προς την ύφεση.Ενας παράγοντας που μπορεί να κρίνει αν η πορεία της αμερικανικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας θα ακολουθήσει τη μία ή την άλλη κατεύθυνση είναι η υπόθεση του Ιράκ. Ενδεχόμενη στρατιωτική δράση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επηρεάσει τόσο το γενικότερο αίσθημα ασφαλείας της οικονομίας όσο και τις τιμές του πετρελαίου. Οπως δήλωσαν πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ, μια τέτοια στρατιωτική περιπέτεια θα έχει «καταστροφικά» αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία.Α πό την άλλη, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την πορεία των επιχειρήσεων στο Ιράκ. Αν η όποια επιχείρηση αναληφθεί στεφθεί από επιτυχία γρήγορα, το αρνητικό κλίμα θα αναστραφεί ενώ ταυτοχρόνως ενδέχεται να σημειωθεί μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Φυσικά τίποτα δεν εγγυάται ότι οι πολεμικές περιπέτειες θα καταλήξουν κατ' (αμερικανική) ευχή.Ενας άλλος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο είναι η τεράστια αύξηση των αμερικανικών αμυντικών δαπανών. Ο Τζορτζ Μπους αύξησε τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ κατά 50 δισεκατομμύρια δολάρια, ανεβάζοντάς τον στα 379 δισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο από αυτό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, επί προεδρίας Ρίγκαν. Πρόκειται για το 40% του συνόλου των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών.Οπως είναι φυσικό, οι πολεμικές βιομηχανίες είδαν τα κέρδη τους και την αξία των μετοχών τους να εκτινάσσονται στα ύψη. Μια από τις μεγαλύτερες, η «Λόκχιντ Μάρτιν», ανακοίνωσε διπλασιασμό των κερδών της. Ο δείκτης μετοχών των πολεμικών βιομηχανιών στη Γουόλ Στριτ παρουσιάζει αύξηση 10%, σε εποχή που άλλοι δείκτες μειώνονται ώς και πάνω από 20%.Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι οι πολεμικές βιομηχανίες θα μπορέσουν να αποδειχθούν ατμομηχανή της οικονομίας. Στην περίοδο μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου προβλήθηκε κατά κόρον το «μέρισμα της ειρήνης», δηλαδή το κέρδος για την οικονομία και την κοινωνία από τη μείωση των αμυντικών δαπανών και τη διοχέτευση πόρων σε άλλους τομείς. Οι διαδικασίες δομικών αλλαγών, ώστε μια οικονομία που μέχρι εκείνη τη στιγμή κατασκεύαζε άρματα μάχης να αρχίσει να κατασκευάζει γεωργικούς ελκυστήρες, δεν αποδείχθηκαν τόσο απλές. Θα είναι απλούστερο το αντίθετο; Θα μπορέσει η οικονομία να κάνει το άλμα από το «μέρισμα της ειρήνης» στο «μέρισμα του πολέμου»;

Δεν υπάρχουν σχόλια: