Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2002

Η αυτοκρατορία του φόβου επιτίθεται

Πριν από ένα χρόνο, ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε τη μεγαλύτερη, εντυπωσιακότερη και πλέον πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην Ιστορία. Στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ήταν η τρομοκρατία και η αντιμετώπισή της. Σήμερα, ένα χρόνο αργότερα, η παγκόσμια προσοχή εστιάζεται σε κάτι τελείως διαφορετικό: τη στάση και την πολιτική των ΗΠΑ και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Σε κάποιο βαθμό, μέρος της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση ανήκει στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον. Αν αληθεύουν οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν προσφάτως, επί προεδρίας Κλίντον οι Ταλιμπάν και ο ηγέτης τους, μουλάς Ομάρ, είχαν αποφασίσει να απομακρύνουν από το Αφγανιστάν την οργάνωση Αλ Κάιντα και τον αρχηγό της, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η αμερικανική πυραυλική επίθεση στο Σουδάν και το Αφγανιστάν, που ακολούθησε τις βομβιστικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις αμερικανικές πρεσβείες της Κένυας και της Τανζανίας, άλλαξε το κλίμα και η στάση των Ταλιμπάν αντιστράφηκε. Η Αλ Κάιντα παρέμεινε στο Αφγανιστάν και στις 11 Σεπτεμβρίου έκανε την παρουσία της εκρηκτικά αισθητή στις ΗΠΑ.Για τη νέα υπό τον Τζορτζ Μπους κυβέρνηση των ΗΠΑ, μια κυβέρνηση σε αναζήτηση ουσιαστικής ταυτότητας και εσωτερικών ισορροπιών, η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε τον καταλύτη για την ενηλικίωσή της και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της.Οπως ήταν φυσικό, ο συγκλονισμένος από το πρώτο στην ιστορία πλήγμα εναντίον των ηπειρωτικών ΗΠΑ (το Περλ Χάρμπορ βρίσκεται στη Χαβάη) αμερικανικός λαός συσπειρώθηκε γύρω από το -σχεδόν μεταφυσικό για τους Αμερικανούς-σύμβολο του προέδρου, δίνοντάς του μέχρι και σήμερα ποσοστά δημοτικότητας που δεν θα μπορούσε ούτε καν να ονειρευτεί.Τ αυτοχρόνως διαμόρφωσε τα πολιτικά χαρακτηριστικά του προέδρου, καταλύοντας την αντίδραση ανάμεσα στις τάσεις ενός επιτελείου που ήδη έγερνε προς τα πλέον συντηρητικά κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας. Το πολιτικό περιβάλλον της μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχής ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκό για την ευδοκίμηση του άξονα των unilateralists Ντικ Τσένι - Ντόναλντ Ράμσφελντ και τη συμμαχία του με τους νεοσυντηρητικούς τύπου Πολ Γούλφοβιτς. Ανέδειξε ακόμα ακραίες συντηρητικές μικροομάδες, όπως αυτή του υπουργού Δικαιοσύνης Ασκροφτ, σε βαθμό ώστε να ενοχλούνται ακόμα και οι υπερσυντηρητικές παραθρησκευτικές οργανώσεις που τον στηρίζουν. Απέναντί τους, η πολιορκημένη ομάδα των μετριοπαθών multilateralists γύρω από τον Κόλιν Πάουελ δεν είχε καμία ελπίδα.Σημειολογικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτός που παρέμενε σε κρυφή προστατευμένη τοποθεσία δεν ήταν ο πρόεδρος Μπους αλλά ο αντιπρόεδρος Τσένι. Κάτι που επισήμως εξηγείται από την ανάγκη διαφύλαξης της σειράς διαδοχής σε περίπτωση που ο πρόεδρος πληγεί από το νέο εχθρό, όμως δημιουργεί την αίσθηση ότι προστατεύεται ο πολύτιμος εγκέφαλος έναντι του αναλώσιμου σώματος.Η μόνη κρυστάλλινα σαφής διατύπωση της νέας αμερικανικής πολιτικής συμπυκνώνεται σε μια φράση που περικλείει τόσο την πολιτική σκέψη του Ντικ Τσένι όσο και την προσωπικότητα του Τζορτζ Μπους με τη μανιχαϊκή διάσταση καλού - κακού. «Ή είσαστε με εμάς ή είσαστε με τους τρομοκράτες». Ή υποστηρίζετε τον πολιτισμό και το καλό (εμάς) ή τη βαρβαρότητα και το κακό (αυτούς). Αυτό είναι το «δόγμα Μπους» όπως διατυπώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2001 και το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει ο μοναδικός σταθερός άξονας μιας πολιτικής σε αναζήτηση.Στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Τσάρλς Κραουτχάμερ έγραφε ότι ο κόσμος έχει φθάσει σε μια «μονο-πολική στιγμή»1. Στο τέλος της δεκαετίας, ο Σάμουελ Χάντινγκτον αναφερόταν σε ένα «μονο-πολυ-πολικό» κόσμο που σταδιακά θα εξελισσόταν σε πολυπολικό2. Ακόμα και η σημερινή σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπους, Κοντολίζα Ράις, πριν από την εκλογική νίκη του σημερινού Αμερικανού προέδρου έγραφε ότι «η εξωτερική πολιτική σε μια ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα είναι σίγουρα διεθνιστική». Φρόντιζε βέβαια να διευκρινίσει ότι «αυτό θα το κάνει από τη σταθερή θέση του εθνικού συμφέροντος, όχι των συμφερόντων μιας φανταστικής διεθνούς κοινότητας»3.Λ ιγότερο από δύο χρόνια αργότερα ήρθε η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, η οποία έχει χαρακτηριστεί και «Δώρο του Μπιν Λάντεν προς τους Αμερικανούς υπερσυντηρητικούς». Το επακόλουθο «Δόγμα Μπους» έρχεται να διαψεύσει τις προβλέψεις για μια πορεία προς έναν πολυπολικό κόσμο με μια ενδιάμεση στάση στον «μονο-πολυπολισμό».Ακόμα και οι ιδέες του Ρίτσαρντ Χάας για τις ΗΠΑ να παίζουν το ρόλο του «παγκόσμιου σερίφη» με τη συνδρομή «τοπικών αποσπασμάτων» για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή τοπικών κρίσεων φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί. Ο Χάντινγκτον μιλά πλέον για μονο-πολικό σύστημα με «μία υπερδύναμη, καμία σημαντική μεγάλη δύναμη και πολλές μικρές δυνάμεις». Οπως λέει, η κυρίαρχη υπερδύναμη σε ένα τέτοιο σύστημα θα είναι σε θέση «να επιλύει μόνη της αποτελεσματικά σημαντικά διεθνή θέματα και κανένας συνδυασμός άλλων κρατών δεν θα έχει την ισχύ να την εμποδίσει να το κάνει»4.Στη λογική αυτή εξελίχθηκε η αμερικανική στάση στον ένα χρόνο που πέρασε από τη διατύπωση του δόγματος Μπους. Στο «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας» προστέθηκε, χωρίς να διατυπώνεται τόσο επιγραμματικά, το «δεν μας ενδιαφέρει αν όλοι είναι εναντίον μας».Αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της στάσης αυτής εκ μέρους του επικρατούντος άξονα στην αμερικανική ηγεσία είναι η αυτοπεποίθηση που του προσέφερε η ψυχολογία που διαμορφώθηκε στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η συσπείρωση της αμερικανικής κοινωνίας γύρω από το σύμβολο της προεδρικής εξουσίας, ο φόβος απέναντι στην απειλή της τρομοκρατίας, κάνουν την αμερικανική κοινή γνώμη να αποδέχεται μια πολιτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για την οποία κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα είχαν ξεσηκωθεί θύελλες αντιδράσεων.Προς το συμφέρον αυτής της ηγετικής ομάδας είναι λοιπόν η διατήρηση του κλίματος αυτού. Με την έννοια αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια έξαρση της αμερικανικής πολεμικής ρητορικής και μάλιστα από τους βασικούς εκπροσώπους της τάσης του μονοπολισμού - ηγεμονισμού, τον Ντικ Τσένι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ. Μια ρητορική που έχει ως άμεσο στόχο το Ιράκ αλλά οι βασικοί της αποδέκτες φαίνεται να είναι τόσο η αμερικανική κοινή γνώμη, που αρχίζει να εμφανίζει σημάδια κόπωσης, όσο και η διεθνής κοινότητα.Ελλείψει κινδυνολογικής/πολεμικής ανατροφοδότησης, η αμερικανική κοινή γνώμη αρχίζει να απομακρύνεται από τη λογική του απολύτου, αρχίζει να αντιμετωπίζει περισσότερο κριτικά τόσο τις πολεμικές δραστηριότητες στο εξωτερικό (Αφγανιστάν, όπου δεν υπάρχουν πλέον θεαματικές εξελίξεις αλλά μια τελμάτωση, που προμηνύει φθορά), όσο και στο εσωτερικό, όπου η πρακτική συλλήψεων, παρακολουθήσεων και περιγραφής των συνταγματικών εγγυήσεων αρχίζει να μην αποτελεί το αμυντικό αυτονόητο.Την τάση αυτή μπορεί να ανακόψει ελαφρά η συναισθηματική φόρτιση της πρώτης επετείου από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ομως και αυτή θα εξαχνωθεί σταδιακά. Για μονιμότερα αποτελέσματα απαιτείται επανατροφοδότηση, και κάτι τέτοιο μπορεί να προσφέρει σε κάποιο βαθμό η υπόθεση του Ιράκ. Οταν η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο ή κοντά σε πόλεμο, η έντονη αμφισβήτηση του προέδρου και της ηγεσίας μπορεί να παρουσιαστεί ότι αγγίζει τα όρια της προδοσίας. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά βολικό, ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο όπως η σημερινή, εν όψει των τμηματικών εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, καθώς οι πολιτικοί αντίπαλοι αναγκάζονται να αυτοπεριορίζουν την αντιπολιτευτική τους ρητορική.Η υπόθεση του Ιράκ έχει όμως ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, σε αυτή τη φάση. Η άνοδος των τόνων μπορεί να αποδοθεί στο ότι η αμερικανική ηγεσία έχει αποφασίσει την πραγματοποίηση κάποιου είδους επέμβασης σχετικά σύντομα. Μπορεί όμως και να αποτελεί το όχημα με το οποίο οι ΗΠΑ επιβάλλουν και επιβεβαιώνουν την ηγεμονική θέση τους στη διεθνή κοινότητα.Οπως έχει επισημάνει ο Νόαμ Τσόμσκι, οι ΗΠΑ συχνά όχι μόνο δεν επιθυμούν να δείξουν ότι ακολουθούν τη διεθνή νομιμότητα και τις κοινώς αποδεκτές αρχές συμπεριφοράς αλλά σκοπίμως επιδεικνύουν και «διαφημίζουν» την αδιαφορία τους για τη νομιμότητα αυτή και τη διεθνή κοινή γνώμη, προβάλλοντας την εικόνα μιας εκτός ελέγχου υπερδύναμης. Με τον τρόπο αυτό αναγκάζουν τη διεθνή κοινότητα να τις αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη προσοχή και υποχωρητικότητα5.Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει και ένας άλλος, ανωτέρου επιπέδου, στόχος. Η προβολή και επιβεβαίωση του αμερικανικού μονομερούς ηγεμονισμού που πρεσβεύει η κυρίαρχη ηγετική αλλά και να επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Και τίποτα δεν την επιβεβαιώνει καλύτερα από την αδυναμία ουσιαστικής αμφισβήτησης, όταν αυτή προβάλλεται.

1. The Unipolar Moment, America and the World 1990/1991, Foreign Affairs Magazine2. The Lonely Superpower, Foreign Affairs Magazine, March/April 1999.3. Condoleezza Rice, «Campaign 200 - Promoting the National Interest», Foreign Affairs Magazine, January/ February 20004. Stephen G. Books and William C. Wohlforth, «American Rrimacy in Perspective», Foreign Affairs July/August 20025. Νόαμ Τσόμσκι , «Προπαγάνδα και Κοινή Γνώμη». Επίκειται η έκδοση στα ελληνικά - εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: