Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Εξέγερση ή φυγή απέναντι στην εγγυημένη μιζέρια

Η πλειονότητα των νέων ανθρώπων, που εγκατέλειπαν τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκινώντας μια δύσκολη και συχνά επικίνδυνη πορεία στο άγνωστο της «Δύσης», δεν μιλούσαν για ιδεολογία και ιδεολογικά κίνητρα, παρά μόνον όταν καταλάβαιναν ότι αυτό μόνο γινόταν κατανοητό από τον δυτικό συνομιλητή τους. Περιγράφοντας ειλικρινά αυτό που τους ανάγκασε να φύγουν, μιλούσαν για το αίσθημα ασφυξίας μπροστά σε μιά προδιαγεγραμμένη ζωή, την απελπισία της συνειδητοποίησης ότι καμία δική τους ικανότητα, ενέργεια, πράξη ή επιλογή δεν μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά το, ερήμην τους προαποφασισμένο και έξωθεν καθοδηγούμενο, μέλλον τους. Προτιμούσαν τον κίνδυνο της λάθος επιλογής από τη μίζερη ασφάλεια της έλλειψης επιλογών.

Την περασμένη εβδομάδα, η φράση ενός μαθητή της τρίτης λυκείου θύμισε κάτι από τους τότε συνομηλίκους του της τότε Ανατολικής Ευρώπης: «Πολλοί συμμαθητές μου σκέφτονται να φύγουν από την Ελλάδα», είπε, κάνοντας σαφές ότι δεν αναφερόταν μόνο στις σπουδές. Διατύπωσε ακόμα το ήδη εμφανές: Οτι η πλειονότητα των συμμαθητών του αντιμετωπίζει ως προσβολή οποιαδήποτε προσπάθεια ταύτισής τους με οποιαδήποτε κόμματα. Στις δύο φράσεις αυτές περιέχονται πολλές από τις ερμηνείες για τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, τουλάχιστον από την πλευρά των νέων, πηγαίνοντας πολύ πέρα από την συγκυριακή καραμέλα της οικονομικής κρίσης που, ούτως ή άλλως, είναι ακόμα πολύ πιο «λάιτ» στην Ελλάδα.

Σε ολόκληρο τον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» και σίγουρα στην Ευρώπη, οι σημερινοί νέοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική να είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα έχει συνολικά χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης απ' ό,τι η προηγούμενη. Η κατάχρηση αστυνομικής βίας και η εγκληματική συμπεριφορά αστυνομικών δεν λείπει από καμία αστυνομία, όπως και από κανένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν έχει πλήρως εξοβελισθεί η φυσική τάση μιας κρατικής εξουσίας να αντιμετωπίζει «φιλικά» και με κάποια «κατανόηση» τις εκτροπές κρατικών οργάνων. Φυσικά, υπάρχουν τεράστιες ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές, που θα μπορούσαν από μόνες τους να εξηγήσουν γιατί στην Ελλάδα νέοι της μεσαίας τάξης μπορεί να αισθάνονται το ίδιο με τους αποκλεισμένους στο περιθώριο μετανάστες δεύτερης γενιάς στη Γαλλία.

Ομως η ασφυξία είναι πολύ βαθύτερη και σχεδόν αταξική για τους νέους μιας κοινωνίας που ακόμα δεν έχει ξεφύγει από τα σύνδρομα μιας παρελθούσας διαδικασίας αστικοποίησης. Η κοινωνική πίεση προς μία, οποιαδήποτε, τριτοβάθμια εκπαίδευση απλώς και μόνον ως γραφειοκρατική διαδικασία πρόσληψης στο Δημόσιο και ως εισιτήριο απόδρασης από την επαρχιακή μιζέρια εξακολουθεί να ασκείται από τις προηγούμενες γενιές που βίωσαν την πορεία αυτή, συνθλίβοντας ακόμα περισσότερο τους νέους στην άλλη πλευρά της τανάλιας ενός στείρου εξετασιοκεντρικού αποστηθιστικού συστήματος δομημένου γύρω από την ίδια λογική. Η ανολοκλήρωτη ακόμα διαδικασία κοινωνικοποίησης, δηλαδή η όχι επαρκής απεμπόληση κάθε δημιουργικής ικμάδας, επιτρέπει ακόμα στις νεαρές ηλικίες να βλέπουν το προδιαγεγραμμένο μέλλον στο Δημόσιο ή στην ιδιωτική σύμβαση των 700 ευρώ ως κατάντια ονείρων και όχι ως όνειρο βολέματος. Η κοινωνική απαξία κάθε δημιουργικής, άρα επικίνδυνης, πρωτοβουλίας διαιωνίζει έναν κύκλο συρρικνούμενης δημόσιας και μεταπρατικής ιδιωτικής μιζέριας, που καταρρέει όσο κλείνουν οι στρόφιγγες δανεισμού (ή αρπαγής σε μερικές περιπτώσεις). Αν οι συνομήλικοί τους αλλού ζούν την οικονομική κρίση ως συγκυριακό φαινόμενο, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή η κοινωνία τους είναι σε θέση να παραγάγει και να δημιουργήσει την έξοδό της από την κρίση, οι Ελληνες αισθάνονται το αντίθετο.

Οι νέοι, στην ηλικία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν έχουν στην πλειονότητά τους ακόμα αρπαγεί από τα, καραδοκούντα να τους προσφέρουν ελεγχόμενη εκτόνωση, πολιτικά κόμματα, τα οποία ούτως ή άλλως αδυνατούν όλο και περισσότερο να πείσουν ότι δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ασφυκτιούν, καθώς όχι μόνο δεν μπορούν να επηρεάσουν το μέλλον τους αλλά δεν μπορούν ούτε καν να εκφράσουν τη δυσφορία τους για όσα κληρονομούνται ως κοινωνικά αυτονόητα. Σε ακόμα χειρότερη θέση βρίσκονται οι οικονομικοί μετανάστες, που αποτελούν πλέον πάνω από το 10% του πληθυσμού της Ελλάδας. Γι' αυτούς και ιδίως για τα γεννημένα στην Ελλάδα παιδιά τους, η ασφυξία είναι απόλυτη, καθώς σχεδόν δεν τους αναγνωρίζεται η ίδια η ύπαρξη.

Με αυτή τη λογική, τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχουν αρκετά στοιχεία κοινά με την προ του Μαΐου '68 ευρωπαϊκή κατάσταση, όταν το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα σε μια κοινωνία διαμορφωμένη σε άλλες συνθήκες και τους νέους που ζούσαν στις τρέχουσες (τότε) συνθήκες έπρεπε με κάποιο τρόπο να κλείσει.

Η βάση αυτή της κοινωνικής πολιτισμικής υστέρησης δεν στηρίζει σήμερα στον ίδιο βαθμό τη δυσφορία των νέων παντού στην Ευρώπη. Η μεταπολεμική ευημερούσα αποχαύνωση του «Β.Β.Β.Β.D» (Boulot, Bouffer, Boir, Baiser, Dormir - Δουλειά, Φαΐ, Ποτό, Πήδημα, Υπνος) της δεκαετίας του '60 καθυστέρησε να φτάσει στον Νότο της Ευρώπης ή καλύφθηκε από άλλα, πιο επείγοντα θέματα (εμφύλιος και μετεμφυλιακή περίοδος στην Ελλάδα, δικτατορία στην Ισπανία και την Ελλάδα, κοινωνικοί και πολιτικοί σπασμοί στην Ιταλία με το προβληματικό οικονομικό υπόβαθρο για όλους). Ετσι, κατά μία έννοια, η διατυπωμένη με κλασικούς ασφαλίτικους όρους ανάλυση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών περί ύπαρξης ενός «τόξου» συνεργασίας γενικώς «επικίνδυνων για την δημόσια τάξη» ομάδων στην Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) μπορεί να περιέχει κάποια ψήγματα κοινωνικής ανάλυσης. Διότι στην περιοχή αυτή και ιδίως στην Ελλάδα, η ωρίμανση των συνθηκών ασφυξίας στο τμήμα της κοινωνίας που δεν έχει αποχαυνωθεί ακόμα συμπίπτει χρονικά με την παγκόσμια οικονομική κρίση (τον Μάιο του '68 οι νεανικές εξεγέρσεις έγιναν εν μέσω καλπάζουσας οικονομικής ευημερίας).

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

«Λόξυγγας», τέλος

Η αλλαγή τόνου δείχνει ότι ο «λόξυγγας» που προκάλεσε στις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία η υπόθεση της Γεωργίας τελειώνει, καθώς το θυμικό υποχωρεί, επιτρέποντας και πάλι τη σταδιακή έκφραση του ρεαλισμού. Αυτό υπαινίσσονται η χθεσινή συνάντηση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ και του Ρώσου πρεσβευτή στη Συμμαχία, που έγινε στις Βρυξέλλες, για πρώτη φορά μετά την εμπλοκή, καθώς και οι απευθείας συνομιλίες της Μόσχας με τη Βαρσοβία και την Πράγα για την αντιπυραυλική ασπίδα και τα ρωσικά αντίποινα.

Μια παράλληλη εξέλιξη, η χθεσινή δήλωση του διοικητή των ρωσικών στρατηγικών δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία δεν πρόκειται να προχωρήσει σε εγκατάσταση νέων πυραυλικών συστημάτων αν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν την ανάπτυξη του σχεδιαζόμενου αντιπυραυλικού συστήματος στην Τσεχία και την Πολωνία, αποτελεί στην πραγματικότητα επανάληψη της απειλής. Ομως η αλλαγή διατύπωσης επιτρέπει τη μετάβαση σε μια νέα φάση εκτόνωσης, αν και η άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ υπό τη νέα διοίκηση Ομπάμα, το θελήσει.

Θα πρόκειται στην πραγματικότητα για μια επαναδιαπραγμάτευση, για την οποία η Μόσχα έχει ήδη τοποθετήσει τα αρχικά όρια με μια σειρά κινήσεων: επίσκεψη ρωσικού στόλου στη Βενεζουέλα και την Κούβα, επιστροφή στις πωλήσεις όπλων προς τη Μέση Ανατολή (Λίβανος), πυρηνική και στρατιωτική συνεργασία με το Ιράν, έξοδος του ρωσικού στόλου (ό,τι έχει απομείνει) και υπογράμμιση των ρωσικών διεκδικήσεων στον όλο και πιο γυμνό από πάγους Βόρειο Πόλο. Οι λεπτομέρειες του μηνύματος πρέπει να είναι αρκετά ξεκάθαρες μέχρι ο βασικός συνομιλητής, ο Μπαράκ Ομπάμα, να αναλάβει τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Τι είδε ο ανταποκριτής

Εμφανής η δυσκολία των απεσταλμένων ξένων ΜΜΕ στην Αθήνα να κατανοήσουν τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, τουλάχιστον μέχρι να αποβάλουν την οπτική που έφεραν μαζί από τις χώρες τους. Με εξαίρεση κάποιους καλούς γνώστες της Ελλάδας, κανείς δεν μπορούσε να οργανώσει γρήγορα τη σκέψη του γύρω από μια κατάσταση αποκοπής όχι απλώς μιας κυβέρνησης από την κοινωνία, αλλά ενός κράτους σε διαρκή εχθρότητα και σύγκρουση με την κοινωνία. Αναζητούσαν όντως υπαρκτές αναλογίες με τα προβλήματα που ζουν οι κοινωνίες τους (οικονομική κρίση, αποκλεισμός κ.λπ.) με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι ιθαγενείς οραματίζονταν αυτάρεσκα την εξέγερση που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό να ξεκινά από τους δρόμους μιας Ελλάδας που φαντασιώνεται ότι ανήκει στον καπιταλιστικό σκληρό πυρήνα.

Η αλλοδαπή αυτή σκέψη, προβάλλοντας στην Ελλάδα ιδιότητες του «φυσιολογικού» κόσμου, δεν διανοείται την ιδιαιτερότητα της ιστορικής διαμόρφωσης ενός κράτους που λειτουργεί απέναντι στην κοινωνία σαν διορισμένο από μια ξένη δύναμη κατοχής και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο.

Με τους πυλώνες της κρατικής συγκρότησης στην Ελλάδα να ομονοούν μόνο απέναντι στον κοινό εχθρό, την κοινωνία, είναι φυσικό εκείνη να διαμορφώνεται από ομάδες συμφερόντων που δοκιμάζουν, ανάλογα με τις συνθήκες, διάφορες αναλογίες αντίστασης, δωσιλογισμού, σαμποτάζ και μαυραγοριτισμού.

Με τον ρυθμό ανανέωσης ρόλων να ξεπερνά τα Hertz μιας επίπεδης τηλεόρασης, το αγύμναστο μάτι του «απεσταλμένου» δικαιολογείται να μην αναγνωρίζει πρόσωπα, πράγματα και βαθύτερες αιτίες, προβάλλοντας από άλλες κοινωνίες που φοβούνται (ακόμα) τον «Κλέφτη» πιο πολύ απ' ό,τι τον «Αστυνόμο» τις πιο ευθύγραμμες σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Εκφράζοντας μια έντιμη απορία.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Η κρίση ως ευκαιρία αφύπνισης

Ο οικονομικός κατακλυσμός κάποτε θα περάσει. Οταν τραβηχτούν τα νερά, το τοπίο θα έχει αλλάξει. Οχι μόνον επειδή πολλά οικοδομήματα θα έχουν γκρεμιστεί, αλλά και επειδή η ανάγκη της επιβίωσης θα έχει οδηγήσει άτομα, ομάδες και χώρες σε αναζήτηση νέας ταυτότητας και ρόλου, φέρνοντάς τους αναγκαστικά σε επαφή με την πραγματικότητα.

Η εμμονή σε βολικές βεβαιότητες και η αποχαύνωση σε εικονικές πραγματικότητες χρειάζεται ίσως την οδυνηρή αυτή σύγκρουση για να υποχωρήσει, ώστε να επιτρέψει την αναζήτηση ρεαλιστικών επιλογών. Και με αυτή τη λογική, η οικονομική κρίση μπορεί εν τέλει να αποδειχθεί ευεργετική για χώρες, όπως η Ελλάδα.

Κατά τη δεκαετία του '70, το τεχνολογικό άλμα που άνοιγε τον δρόμο στη φτηνή υπολογιστική ισχύ επέτρεπε σε άτομα και συλλογικότητες να οραματίζονται την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της έντασης κεφαλαίου που είχε δημιουργήσει η ώριμη, ώς υπερώριμη, βιομηχανική εποχή. Ατομα και συλλογικότητες, που έμεναν έξω από το διαμορφωμένο βιομηχανικό περιβάλλον, έχοντας φθάσει αργά για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο της συσσώρευσης κεφαλαίου, διέκριναν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από την εξορία στις παρυφές του οικονομικού γίγνεσθαι μέσα από την παράκαμψη που πρόσφερε ο νέος συντελεστής παραγωγής, η πληροφορία και η προστιθέμενη αξία της διάδοσης και της επεξεργασίας της.

Οσοι έβλεπαν να έρχεται μια εποχή απόλυτης χειραφέτησης του ατόμου, το οποίο θα μπορούσε να διαθέτει πλέον πρόσβαση και δυνατότητα επεξεργασίας γνώσεων και πληροφοριών, που μέχρι τότε διέθεταν μόνον κρατικές ή μεγάλες επιχειρηματικές οντότητες, όσοι περίμεναν ότι μικρές χώρες που είχαν χάσει την ευκαιρία της βιομηχανικής επανάστασης θα έπαιρναν το επόμενο τρένο, διαψεύσθηκαν εν μέρει, όπως συχνά συμβαίνει με τους οραματιστές, όμως σε πολύ μικρότερο βαθμό απ' ό,τι περίμεναν και οι ίδιοι στις πλέον νηφάλιες στιγμές τους.

Ισχυρές βιομηχανικές δυνάμεις, σε κρατικό ή επιχειρηματικό επίπεδο, επέδειξαν την αναμενόμενη, ανάλογη του μεγέθους και του βολέματός τους, αδράνεια. Επιχειρήσεις, όπως η ΙΒΜ, αναγκάστηκαν να καταπιούν με εξαιρετικά οδυνηρό τρόπο τον αυτάρεσκο σαρκασμό τους απέναντι στους πιτσιρικάδες που άλλαξαν τον κόσμο από το γκαράζ του σπιτιού τους, φτιάχνοντας τους πρώτους προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Κρατικές οντότητες, όπως η ΕΣΣΔ, κλονίστηκαν συθέμελα όταν δεν μπόρεσαν να προσαρμόσουν τα εργαλεία της βιομηχανικής επιδίωξης «εξηλεκτρισμού» στη μετα-βιομηχανική ανάγκη «εξηλεκτρονισμού». Διαθέτοντας εργαλεία που κερδήθηκαν και διαμορφώθηκαν με μεγάλο κόπο και κόστος για να αναλύσουν, να περιγράψουν και να διαμορφώσουν μια συγκεκριμένη βιομηχανική κοινωνική πραγματικότητα, κατέβαλαν τελικά το κόστος της προσπάθειάς τους να σταματήσουν την ιστορία με τον δικό τους τρόπο, παγώνοντάς την στη φάση αναφοράς των εργαλείων τους αυτών.

Αλλοι προσαρμόστηκαν εξαιρετικά γρήγορα στη νέα πραγματικότητα, και το αποτέλεσμα δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό όσους προέβλεπαν ότι οι παραδοσιακές βιομηχανικές δυνάμεις θα βρουν νέους ανταγωνιστές. Χώρες όπως οι ΗΠΑ ξαφνιάζονται έτσι από την απώλεια της σχετικής προπορείας τους, όχι τόσο διότι οι ίδιες επιβράδυναν τον βηματισμό τους όσο διότι άλλοι επιτάχυναν τον δικό τους.

Η Ελλάδα δεν βρέθηκε ανάμεσα στις χώρες αυτές. Την ώρα που άλλες κοινωνίες αναζητούσαν μια δημιουργική παραγωγική θέση στη διεθνή οικονομία, η ελληνική κοινωνία αναζητούσε επιδοτήσεις από την ΕΟΚ και εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσει την καταναλωτική της πείνα. Οταν άλλοι επένδυαν παραγωγικά στη γνώση και στην πληροφορία, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, η ελληνική κοινωνία έβλεπε όλο και περισσότερο την εκπαίδευση -και ιδίως την ανώτατη- ως μια γραφειοκρατική διαδικασία για την εισαγωγή στο Δημόσιο. Η αδιαφορία της ή και η καχυποψία απέναντι σε κάθε δημιουργική εκδήλωση της γνώσης έσπρωξε το μεγαλύτερο μέρος των δημιουργικών μυαλών στο εξωτερικό για να προσφέρουν εκεί το βασικό υλικό της μετα-βιομηχανικής εποχής, την καινοτομία. Για να περηφανεύεται στη συνέχεια για τις επιτυχίες τους, φτάνει να μην απειλήσουν την τοπική παρασιτική χλωρίδα επιστρέφοντας στην Ελλάδα.

Η ελληνική φούσκα της εικονικής πραγματικότητας κάποια στιγμή θα έσκαγε, ανεξαρτήτως διεθνούς οικονομικής κρίσης. Το θέμα ήταν πότε θα έφθανε αυτή η στιγμή. Διότι τα νοικοκυριά, όπως και το ελληνικό κράτος, έχουν την τάση να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το επίπεδο διαβίωσης το οποίο, κάποια στιγμή, καλώς ή κακώς, τους προσφέρθηκε, στρεφόμενα αρχικά στις αποταμιεύσεις και, στη συνέχεια, στον δανεισμό. Μόνον όταν εξαντληθούν πλήρως και οι δυνατότητες δανεισμού, αρχίζει η επώδυνη προσαρμογή στην πραγματικότητα και στις αληθινές δυνατότητες.

Αν η διεθνής οικονομική κρίση επισπεύδει το σκάσιμο της φούσκας, δηλαδή την επαφή με την πραγματικότητα, θα έχει προσφέρει μια οδυνηρή, αλλά και πολύτιμη υπηρεσία. Αν η ελληνική κοινωνία, κακομαθημένη, όπως και πολλά από τα μεμονωμένα μέλη της από την «παραμύθα», ότι το σύμπαν τής χρωστάει χάρη για μόνη την ύπαρξή της, χρησιμοποιήσει την ευκαιρία αυτή για να ξεφύγει από τη στειρότητα, υπάρχει η περίπτωση να δημιουργήσει και να παράξει κάτι, έστω και αν αργήσει ακόμα να συνειδητοποιήσει τι δημιουργείται και τι παράγεται αλλού, σε όλους τους τομείς.

Από την οικονομική κρίση κερδισμένες -ή τουλάχιστον όχι χαμένες- δεν θα βγουν οι κοινωνίες όπου το θεωρητικά πιο δημιουργικό κομμάτι τους, οι νέοι, αναγκάζονται να διοχετεύσουν την ορμή τους σε όλο και πιο απελπισμένες διεκδικήσεις ενός συρρικνούμενου μεριδίου μιζέριας, αλλά εκείνες που ενθαρρύνουν, αναμένουν και απαιτούν τη δημιουργική συμμετοχή τους.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Να 'ναι καλά η Βομβάη...

Οι υπουργοί Εσωτερικών της Ε.Ε. που συνεδρίαζαν προχθές το βράδυ στις Βρυξέλλες πρέπει να ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τα νέα από τη Βομβάη. Μια επίθεση διαρκείας με ομήρους, αίμα και φλόγες, που τροφοδότησε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επί δύο ημέρες ήταν ό,τι καλύτερο για τις αέναες και άοκνες προσπάθειες των κυβερνήσεων και των γραφειοκρατιών που συναποτελούν την κρατική εξουσία να ελέγξουν τα πάντα.

Η φυσική αποστροφή και ο τρόμος τους απέναντι σε οτιδήποτε ξεφεύγει από τον στενό έλεγχό τους θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως. Η λήψη της προχθεσινής απόφασής τους για τον έλεγχο του Ίντερνετ, ακόμα και μέσω της εξ αποστάσεως διείσδυσης σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή με την υποχρέωση των παρόχων σύνδεσης σε χαφιεδισμό, ήταν απολύτως αναμενόμενη. Η λογική, άλλωστε, που επικρατεί είναι αυτή που προδίδει ο τίτλος του εισηγητή του σχετικού σχεδίου, του Γάλλου επιτρόπου Ζακ Μπαρό, αρμόδιου για θέματα Δικαιοσύνης, Ασφάλειας και Ελευθερίας, δηλαδή η υποταγή της Ελευθερίας στην Ασφάλεια με τη Δικαιοσύνη να επικουρεί τη σχέση αυτή.

Αν η έγκριση του σχεδίου από τους υπουργούς Εσωτερικών ήταν αναμενόμενη, αυτό που ήρθε ως θείο δώρο ήταν η επίθεση στη Βομβάη. Εδωσε την ευκαιρία να περάσει σχεδόν απαρατήρητη άλλη μία απόφαση περιστολής ελευθεριών και επέτρεψε στους φερόμενους ως αποφασίσαντες (τους υπουργούς) να δείχνουν στις τηλεοπτικές εικόνες για να προβάλουν την απόφασή τους ως αυτονόητη ή και μετριοπαθή. Κάποιοι απ' αυτούς, ανήκοντες στην ομάδα που πράγματι παίρνει ή προωθεί αποφάσεις, άφησαν ακόμα να εννοηθεί ότι τα γεγονότα στη Βομβάη δείχνουν ότι πρέπει να υπάρξει και συνέχεια.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Γιατί χαίρεται (και φοβάται) ο κόσμος του Ομπάμα

Με τους πάντες να αναζητούν πίσω από κάθε λέξη, που έχει ώς τώρα ξεστομίσει, την πολιτική που θα εφαρμόσει ο Μπαράκ Ομπάμα από το πρώτο λεπτό της πρώτης ώς το τελευταίο λεπτό τής εικαζόμενης δεύτερης προεδρικής του θητείας, η πιο λογική κουβέντα ακούστηκε από τον πρόεδρο του Ιράν, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ: «Πρόκειται για εκλογική περίοδο. Οποιοσδήποτε μπορεί να πει οτιδήποτε. Ετσι εμείς το αγνοούμε», είπε.

Η αγωνία για πρόβλεψη του μέλλοντος οδηγεί πολλούς να «διαβάζουν τη σπάλα» της ζωής του Ομπάμα, αναζητώντας εκεί τα σπέρματα της πολιτικής που θα ακολουθήσει, σε μια λογική που δεν απέχει πολύ από το «πήγε σχολείο στην Ινδονησία, άρα θα κλείσει το Γκουαντάναμο» και «έπαιζε μπάσκετ στη γειτονιά, άρα θα φτιάξει το σύστημα υγείας».

Ο βρετανικός «Εκόνομιστ» αναζητεί αναλογίες, γράφοντας ότι «αν ο κ. Ομπάμα μοιάζει με οποιονδήποτε στην πρόσφατη βρετανική Ιστορία, είναι με τον Τόνι Μπλερ, έναν άλλον ηγέτη από παντού και από το πουθενά που συνέθεσε χάρισμα, αισιοδοξία και πηγαία ρητορική». Το αμερικανικό «Νιούσγουικ» βλέπει αναλογίες με τον Ρόναλντ Ρίγκαν στις σχέσεις του Ομπάμα με τους ψηφοφόρους του.

Η προεκλογική περίοδος και οι εκλογές πέρασαν και τώρα οι οιωνοσκόποι εστιάζουν στα πρόσωπα που επιλέγει ή δεν επιλέγει για συνεργάτες του ο Ομπάμα, για να προβλέψουν την πολιτική του στην παραμικρή της λεπτομέρεια, ακόμα και για να προαναγγείλουν πού και πόσο θα ικανοποιήσει ή θα απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του και τους ανά τον κόσμο «ομπαμομανείς».

Ομως η πληρέστερη ερμηνεία του «φαινομένου Ομπάμα» και η καλύτερη πρόβλεψη του ρόλου που θα παίξει προέρχεται από κάτι τελείως διαφορετικό, το οποίο δεν αναφέρεται καθόλου στο όνομά του: την έκθεση για τις «Παγκόσμιες Τάσεις 2025», που έδωσε την περασμένη Παρασκευή στη δημοσιότητα το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, η έκθεση για τις τάσεις που θα διαμορφώσουν την παγκόσμια πραγματικότητα ώς το έτος 2025 δεν αποκαλύπτει κάτι άγνωστο ώς τώρα. Ομως κωδικοποιεί και αναλύει συστηματικά αυτό που διαπερνά ως αίσθηση και ως προβληματισμός κάθε γωνιά του κόσμου, εκτός από εκείνες όπου η σύγχυση ανάμεσα σε πολιτική και μικροπολιτική έχει πλέον παγιωθεί, όπως και η αντικατάσταση της αναλυτικής σκέψης από τον ιδεολογικό οπαδισμό.

Περιγράφοντας το «Παγκόσμιο Τοπίο του 2025», η έκθεση προβλέπει με σχετική βεβαιότητα ότι «η πρωτοφανής μετακίνηση σχετικού πλούτου και οικονομικής ισχύος, σε γενικές γραμμές από τη Δύση προς την Ανατολή, που έχει ήδη αρχίσει, θα συνεχισθεί». Από μόνη της η διαδικασία αυτή, επιταχυνόμενη από την τρέχουσα οικονομική κρίση και συνδυαζόμενη με την αναπόφευκτη μεταφορά ισχύος και επιρροής, αρκεί για να προκαλέσει τεκτονικές πολιτικές πιέσεις. Ενας ολόκληρος κόσμος με τις ρίζες του στην Ευρώπη, ο λεγόμενος Δυτικός, αρχίζει να υποπτεύεται την αγωνία μπροστά στο άγνωστο, μπροστά στην προοπτική ενός περιβάλλοντος που, για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες, δεν διαμορφώνεται απ' αυτόν, δεν ελέγχεται με τους δικούς του νόμους και δεν ερμηνεύεται από τις δικές του αναλύσεις.

Ο κρύος φόβος του αγνώστου ενισχύεται από την, έστω και ατελή, συνειδητοποίηση της νομοτέλειας των φυσικών μεγεθών. Και μόνη η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού κατά 1,2 δισεκατομμύρια μέχρι το 2025 ξεπερνά κατά πολύ τους βασικούς φυσικούς πόρους (ενέργεια, τροφή, νερό) του πλανήτη και η υπάρχουσα τεχνολογία δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, όπως και η υπάρχουσα κοινωνική ανάλυση δεν μπορεί να διαχειριστεί τις συνέπειες. Μια νέα τεχνολογική επανάσταση, που θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει τους διαθέσιμους πόρους, στα πρότυπα της «πράσινης» και της «βιομηχανικής» επανάστασης δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι θα έχει αυτή τη φορά δυτικό πρόσωπο. Και η κοινωνική ανάλυση και τα εργαλεία που θα χρειαστεί και θα γεννήσει δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι θα εξακολουθήσουν να έχουν ευρωπαϊκό, δηλαδή δυτικό πρόσωπο. Ακόμα και βασικές έννοιες, συνδεδεμένες, παρά τις δοκιμασίες τους, με τη «Δύση», όπως η «δημοκρατία», αποκτούν ασιατικό πρόσωπο με την «κρατική δημοκρατία», που με διάφορες εκδοχές δοκιμάζεται αυτή τη στιγμή.

Ενα τμήμα των δυτικών κοινωνιών δυσκολεύεται να ξεγράψει τις επενδύσεις του σε εσωτερικές, ενδο-δυτικές διαφωνίες κοσμοθεωριών, ιδεολογιών και οικονομικών συστημάτων. Φυσικό είναι να επιθυμεί το πάγωμα (το τέλος) της ιστορίας σε μια στιγμή του παρελθόντος, για την οποία αναπτύχθηκαν τα εργαλεία που εξακολουθεί να διαθέτει ή να διατηρεί τη συνήθεια του διαπληκτισμού για την καταλληλότητα του ενός ή του άλλου εργαλείου, ακόμα και όταν ολόκληρος ο μηχανισμός αναφοράς έχει αλλάξει.

Ενα άλλο τμήμα, όμως, ολοένα και μεγαλύτερο, επικεντρώνεται στην ευρύτερη ιστορική αλλαγή, διαισθανόμενο, για παράδειγμα, ότι δεν έχει τόσο σημασία αν ο Χάγεκ, ο Κέινς ή ο Φρίντμαν είχαν δίκιο, όταν σε λίγο η ίδια συζήτηση θα αφορά ονόματα που θα προφέρονται πιο δύσκολα από τους Δυτικούς. Για το τμήμα αυτό των δυτικών κοινωνιών, η απειλή αφορά κάθε κομμάτι του ευρύτερου δυτικού προτύπου, σημαδεύει εξίσου όλες τις αποχρώσεις. Ακόμα και για όσους αναγνωρίζουν στοιχεία δικαιοσύνης στην κατάρρευση του ευρωπαϊκού/δυτικού ιμπέριουμ, ο φόβος του αγνώστου δεν βρίσκεται μακριά.

Οι ΗΠΑ βρέθηκαν να αποτελούν τη ναυαρχίδα και το σύμβολο του δυτικού αυτού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Στην τρέχουσα ιστορική φάση είναι ίσως λιγότερο σημαντικό, αν ταυτοχρόνως αποτελούν ναυαρχίδα και σύμβολο ενός από τα αντιμαχόμενα δυτικά συστήματα με αναφορά στη δυτική βιομηχανική επανάσταση. Αυτό εξηγεί και τη συσπείρωση φαινομενικά ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων γύρω από τον Μπαράκ Ομπάμα, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό (κυρίως στο «δυτικό» τμήμα). Διότι οι επιμέρους διαφορές μπαίνουν στην άκρη προ του κοινού κινδύνου, έστω και αν η πλήρης αντιστροφή τής ιστορικής ροή είναι αδύνατη.

Αυτή είναι η δυναμική που στις ΗΠΑ έφερε στην εξουσία τον Μπαράκ Ομπάμα και που στο εξωτερικό οδήγησε σε μια «ομπαμομανία». Η διαχείριση της ιστορικής αλλαγής με τον ευνοϊκότερο ή τον λιγότερο οδυνηρό τρόπο για τις ΗΠΑ και για τη Δύση γενικότερα είναι η εντολή που έχει πάρει. Και αυτή θα είναι η πολιτική του.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Είναι πολλά τα... ασφάλιστρα, Αρη

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οποιαδήποτε αναφορά στη σύγχρονη πειρατεία αφορούσε τα Στενά της Μάλακα, ανάμεσα στη Σουμάτρα της Ινδονησίας και τη Μαλαισία. Σήμερα εστιάζεται σε ένα άλλο στρατηγικό σημείο σύγκλισης, σχεδόν στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος αλλά πολύ δυτικότερα.

Το «Κέρας της Αφρικής» απέναντι από την «Ευδαίμονα Αραβία», η σημερινή Σομαλία απέναντι από τη σημερινή Υεμένη, ανέκαθεν έπαιζε στρατηγικό ρόλο στον έλεγχο των προσβάσεων της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου και του Ινδικού Ωκεανού, ακόμα και πριν από τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ.

Με τη Σομαλία να αποτελεί ήδη ένα ακυβέρνητο κράτος και το κράτος στην Υεμένη να χαρακτηρίζεται ήδη «αδύναμο» και «ατελές», ολόκληρη η περιοχή, από τον βορρά της Κένυας (για να μην πούμε από τα βόρεια της Μαδαγασκάρης) μέχρι τη Σαουδική Αραβία μέσω του Κόλπου του Αντεν, είναι εκτός ελέγχου ακριβώς τη στιγμή που η στρατηγική της σημασία ενισχύεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αν πριν από λίγους μήνες ήταν εφικτό να αγνοηθούν οι πειρατικές επιθέσεις (στο κάτω κάτω δεν αφορούσαν παρά μόνο μερικές δεκάδες από τα 16.000 πλοία που περνούν από εκεί κάθε χρόνο), η σημερινή οικονομική κρίση δεν το επιτρέπει.

Ηδη το κλίμα που έχει δημιουργηθεί οδηγεί σε αύξηση των ασφαλίστρων για όσα πλοία πλέουν στην περιοχή. Οι αυξήσεις αυτές σε συνδυασμό με την αντίληψη του κινδύνου σπρώχνει όλο και περισσότερες εταιρείες να εγκαταλείπουν τη Διώρυγα του Σουέζ και να προσανατολίζονται στον περίπλου της Αφρικής. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, αποτέλεσμα είναι η τεράστια αύξηση του κόστους μεταφοράς αγαθών, ενέργειας και πρώτων υλών, στη χειρότερη δυνατή στιγμή, όταν η παγκόσμια οικονομία παλεύει με την ύφεση. Δεν είναι τυχαίο το ότι η λεγόμενη «Αλ Κάιντα», με μηνύματα τόσο του Οσάμα μπιν Λάντεν όσο και του Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, έχει θέσει εδώ και χρόνια ως στόχο τον έλεγχο της περιοχής, αντιλαμβανόμενη πλήρως την ευρύτερη αποσταθεροποίηση που κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει στη Δύση, αλλά και τη σημασία που έχει στον ανταγωνισμό της με το Ιράν.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Ηρθε ο μεσσίας;

Ο ρεαλισμός ολισθαίνει επικίνδυνα προς τον κυνισμό αν εμποδίζει τη συγκίνηση που προκαλεί η χαρά εκατομμυρίων Αφροαμερικανών, οι οποίοι βλέπουν έναν απ' αυτούς να φτάνει στην επενδεδυμένη με μεταφυσική αξία θέση του προέδρου των ΗΠΑ. Προς τον κυνισμό ολισθαίνει και όταν αγνοεί τη -σχεδόν επαναστατική για τα δεδομένα των σύγχρονων ΗΠΑ- χαρά της συμμετοχής ακόμα περισσότερων εκατομμυρίων Αμερικανών, σε μεγάλο ποσοστό νέων, που θεωρούν ότι «πήραν τη χώρα στα χέρια τους», αποσπώντας την από το έρπον πραξικόπημα των ιδεολόγων του τρόμου της οκταετίας Μπους. Προς την ίδια κατεύθυνση ολισθαίνει όταν δυσφορεί για τον ενθουσιασμό, διακρίνοντας σ' αυτόν το δάχτυλο που κλείνει την τρύπα του φράγματος, ανακόπτοντας την πορεία προς την ολοκληρωτική κατάρρευση όσων συμβολίζουν οι ΗΠΑ.

Ομως ο ρεαλισμός εξαφανίζεται πλήρως όταν τυφλώνεται από τον έρωτα, όταν το επί χρόνια (όχι μόνο του Μπους) ποδοπατημένο από την Ουάσιγκτον διεθνές συναίσθημα εκρήγνυται αναζητώντας στο πρόσωπο ενός νέου προέδρου τον μεσσία που θα επουλώσει όλα τα τραύματα, θα αναστρέψει όλες τις αδικίες και θα φέρει μια εποχή που

«ο λύκος θα κοιμάται μαζί με το αρνί».

Η χρονίζουσα δυσφορία για την ηγεμονική συμπεριφορά των ΗΠΑ, η οργή για τις ταπεινώσεις που η Ουάσιγκτον μοιράζει δεξιά και αριστερά αυτοαναιρείται ακαριαία όταν οι ταπεινωμένοι βλέπουν και τη σωτηρία τους να πηγάζει από εκεί, όταν χορεύουν στους δρόμους και στα πρωτοσέλιδα για την έλευση του μεσσία περιμένοντας να δείξει τον δρόμο για έναν πιο δίκαιο κόσμο και να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. «Ο τρώσας ιάσεται» αποτελεί απλή ευχή, ιδίως όταν ο «τρώσας» δεν σκοπεύει να αναληφθεί στους ουρανούς.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Ζητείται επούλωση...

Η «βούλα» του βρετανικού ναού του «φιλελευθερισμού», του περιοδικού «Εκόνομιστ», η υποστήριξη του νεο-φιλελεύθερου Φράνσις Φουκουγιάμα, αλλά και η ύπαρξη γύρω του οικονομικών συμβούλων που προέρχονται από επιχειρήσεις και οργανισμούς με ευθύνη για τη σημερινή οικονομική κρίση, ενδέχεται να ενισχύσουν τις αμφιβολίες όσων θεωρούν ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να φέρει την ουσιαστική αλλαγή στις ΗΠΑ. Κάποιοι, συγχέοντας τις έννοιες του κλασικού φιλελευθερισμού με αυτές του νεο-φιλελευθερισμού, ακόμα και του νεο-συντηρητισμού και ρίχνοντάς τες στο τσουβάλι όλων των κακών που αποδίδονται στις ΗΠΑ, θεωρούν ότι μια τέτοια υποστήριξη προδιαγράφει δυσοίωνα το μέλλον.

Ομως, η υποστήριξη προς έναν υποψήφιο δεν σημαίνει απαραίτητα ταύτιση με την πολιτική που αυτός θα ακολουθήσει, όταν μάλιστα αυτή δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη για κανέναν. Σε μεγάλο βαθμό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνδέεται με την επείγουσα ανάγκη επούλωσης των εξαιρετικά επώδυνων τραυμάτων που προκάλεσαν στις ΗΠΑ οι δύο τετραετίες Μπους και η μέχρι πρόσφατα επικράτηση των νεο-συντηρητικών. Τραύματα που, πέραν των άλλων, έπληξαν σοβαρά την αίγλη και την αξιοπιστία φιλοσοφιών και προσεγγίσεων που, καλώς ή κακώς, συνδέονται συμβολικά με τις ΗΠΑ, όπως οι ΗΠΑ συνδέονται με τη Δύση.

Σε αντίθεση με τον ΜακΚέιν, ο Μπαράκ Ομπάμα δείχνει ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κάτι, άσχετα με το ότι κανείς δεν είναι βέβαιος ότι θα το κάνει. Εχει δώσει την εικόνα (θα φανεί αν είναι πραγματική) της νηφαλιότητας που επιτρέπει μια δημιουργική σύνθεση, η οποία, ακριβώς επειδή δεν θα ικανοποιήσει κανέναν πουριτανό ιδεολόγο ή ζηλωτή, μπορεί να επιφέρει μια βιώσιμη ισορροπία. Ετσι ώστε όσοι θέλουν να τσακωθούν, να έχουν τουλάχιστον ένα σχετικό σταθερό έδαφος να στηρίξουν τα πόδια τους. Κάτι που επιθυμούν οι περισσότεροι, πέραν εκείνων (διαμετρικά αντίθετων θέσεων) που περιμένουν την ευκαιρία τους στην ολοκληρωτική κρίση και κατάρρευση.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Τα «παιδιά από το Σικάγο», το σοκ και οι εκλογές στις ΗΠΑ

Η φράση «παραλάβαμε χάος» δύσκολα ακούγεται από τα χείλη μη τριτοκοσμικών πολιτικών. Ομως, αν κάποιος δικαιούται να τη χρησιμοποιήσει, αυτός είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών της επόμενης εβδομάδας στις ΗΠΑ, όποιος και αν είναι. Το αν θα το κάνει είναι μια άλλη ιστορία, όπως και το κατά πόσο θα θελήσει ή θα μπορέσει να το εκμεταλλευτεί δημιουργικά.

Σε μια διαδικασία που περιγράφει γλαφυρότατα η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» μιλώντας για την «άνοδο του καπιταλισμού των καταστροφών», το σοκ που προκάλεσε στην αμερικανική κοινωνία η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου επέτρεψε την ανεμπόδιστη επέλαση και την ολοκληρωτική κατάληψη των ΗΠΑ από τα «παιδιά από το Σικάγο», τους επιγόνους τους και τις παραφυάδες τους, με τον ίδιο τρόπο που στο παρελθόν είχαν καταφέρει να εισβάλουν καταστροφικά στις κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής και ειδικά στη Χιλή του Πινοσέτ. Αν και ουδέποτε απούσα από τη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής σκηνής κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η ομάδα, που είχε ως «γκουρού» τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγου, Μίλτον Φρίντμαν, δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμόσει πλήρως τις ιδέες της για την πλήρη ελευθερία της αγοράς, δεν θα μπορούσε να πετύχει ακόμα και την ιδιωτικοποίηση του πολέμου και της εσωτερικής ασφάλειας των ΗΠΑ, αν δεν είχε βρει γόνιμο έδαφος στο «σάστισμα» μιας κοινωνίας ύστερα από ένα καταστροφικό γεγονός που, καλώς ή κακώς, ανέτρεπε ένα ολόκληρο περιβάλλον βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων. Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του σχολικού συστήματος στη Νέα Ορλεάνη, την κατάργηση τού, έστω και ασθενούς, συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και στέγασης αν δεν είχε την «ευκαιρία» που της έδωσε μια άλλη καταστροφή και το σοκ που προκάλεσε, αυτή του τυφώνα «Κατρίνα». Ο ίδιος ο Μίλτον Φρίντμαν, 93 ετών τότε, περιέγραψε συνοπτικά τη λογική του σοκ, επισημαίνοντας ότι έπειτα από μια καταστροφή η κυβέρνηση έχει ένα περιθώριο «έξι ώς εννέα μηνών μέσα στους οποίους πρέπει να επιτύχει μεγάλες αλλαγές. Αν δεν αρπάξει την ευκαιρία να ενεργήσει αποφασιστικά μέσα στην περίοδο αυτή, δεν θα έχει άλλη τέτοια ευκαιρία».

Ο Φρίντμαν πέθανε ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Νοεμβρίου 2006. Εχασε έτσι την ευκαιρία να δοκιμάσει τη λογική του από την αντίστροφη πλευρά, αυτή εκείνου που την υφίσταται. Πολλά από τα παιδιά του «από το Σικάγο», με όποιο όνομα και αν προτιμούν να αυτοπεριγράφονται πέραν του «νεο-φιλελεύθεροι» με το οποίο τους τσουβαλιάζουν οι άλλοι, έχουν σήμερα αυτή την ευκαιρία. Μόλις πριν από τρεις μέρες, ο επί δεκαετίες «τσάρος» της αμερικανικής οικονομίας, Αλαν Γκρίνσπαν, μίλησε σε επιτροπή του Κογκρέσου για προσωπικό «σοκ», απαντώντας καταφατικά σε ερώτηση γερουσιαστή σχετικά με την κατάρρευση της ιδεολογίας του εν μέσω της συνεχιζόμενης χρηματοπιστωτικής και ευρύτερης οικονομικής κρίσης.

Ο Αλαν Γκρίνσπαν έχει τη δυνατότητα να εκλογικεύσει τον συγκλονισμό από την κατάρρευση ενός συναισθηματικού οικοδομήματος, μιας ιδεολογίας, και να επικεντρωθεί σε μια τεχνική ανάλυση του πώς και γιατί. Η ευρύτερη αμερικανική κοινωνία, όμως, είναι αναγκασμένη να φτάσει στο σημείο αυτό μόνον αφού περάσει από την ψυχοπροστατευτική διαδικασία της άρνησης, της οργής και της τελικής αποδοχής. Η διαδικασία γίνεται πιο οδυνηρή και εκρηκτική, καθώς εμπλέκεται στη διαδικασία διαρκούς ανατροφοδότησης της συλλογικής αίσθησης ταυτότητας της αμερικανικής κοινωνίας.

Το αμερικανικό δεν είναι σε καμία περίπτωση το μοναδικό έθνος που ζει μέσα σε μια φούσκα φαντασιώσεων, ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων για «περιούσιους λαούς», «ομφαλούς της Γης», «ιστορικά πεπρωμένα» και «ηθικές υπεροχές». Ομως σειρά γεωγραφικών, γεωφυσικών, δημογραφικών και ιστορικών παραγόντων, σε συνδυασμό με κάποιους, ομολογουμένως επιτυχείς, χειρισμούς κατάφεραν να προστατεύσουν τη δική του φούσκα από την επαφή με τις αιχμηρές γωνίες της πραγματικότητας περισσότερο απ' ό,τι άλλες, επιτρέποντάς της να γιγαντωθεί επικίνδυνα. Ετσι το μοιραίο (ας συγχωρεθεί, ποιητική αδεία, η ντετερμινιστική φραστική εκτροπή) σκάσιμο μπορεί να έχει κατακλυσμιαία αποτελέσματα. Το επιβεβαιώνουν ήδη αυτοί που μελετούν και μετρούν τέτοια πράγματα, διαπιστώνοντας και τεκμηριώνοντας επιστημονικά ότι η χρηματοπιστωτική και η επακόλουθη οικονομική κρίση προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο συγκλονισμό στην αμερικανική κοινωνία απ' ό,τι ακόμα και η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.

Σε αυτό το «σοκ και δέος», οι πρώτοι που λογικά θα πρέπει να αναγνωρίσουν «ευκαιρίες» είναι τα «παιδιά από το Σικάγο» ή η νεο-φιλελεύθερη εκδοχή τους. Εξίσου λογικά θα πρέπει να αντιληφθούν ότι αυτή τη φορά οι «ευκαιρίες» δεν αφορούν τους ίδιους που μόλις εντοπίστηκαν να κρατούν στο χέρι την καρφίτσα η οποία έσκασε τη φούσκα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Δεν μπορεί να διαφύγει την προσοχή τους ότι την ερχόμενη εβδομάδα, τα μέλη της αμερικανικής κοινωνίας θα εκλέξουν έναν νέο πρόεδρο και σίγουρα θα συμφωνήσουν ότι το «σοκ» των ημερών θα αποτελέσει έναν παράγοντα.

Απλώς και μόνο για να αποφευχθεί άλλο ένα ντετερμινιστικό ολίσθημα, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ακόμα και αν νικήσει το δίδυμο ΜακΚέιν - Σάρα (Θεός φυλάξοι) Πέιλιν, η «ευκαιρία» και η αναγκαιότητα θα οδηγήσουν σε δημιουργικές αλλαγές. Εξασφαλίζοντας με την υπόθεση αυτή ένα σαθρό άλλοθι, μπορεί κανείς να κοιτάξει πιο σοβαρά το άλλο ενδεχόμενο και να αναρωτηθεί αν ένας πολιτικός από το Σικάγο, που σπούδασε και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου αλλά δεν αγγίχθηκε ιδιαίτερα από τον Μίλτον Φρίντμαν και τα «παιδιά του Σικάγου» μπορεί να εκπλήξει. Η «ευκαιρία» υπάρχει, η δυνατότητα να συσπειρώσει δυνάμεις και συνεργάτες υπάρχει. Για το κατά πόσον ο Μπαράκ Ομπάμα θα τα χρησιμοποιήσει και σε ποιο βαθμό... θα δείξει.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Οταν οι μικροί κάνουν τη ζημιά...

ο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ έχει 3.500 μέλη. Ακόμα και αν τα είχε επιστρατεύσει όλα, δεν θα προλάβαιναν τα τηλεφωνήματα που δέχεται τις τελευταίες ημέρες από Αμερικανούς πολίτες που ζητούν να μάθουν τις θέσεις του για την οικονομία και για την τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση. Κάποιοι από αυτούς ανήκουν στην ίδια κατηγορία με εκείνον τον οπαδό του ΜακΚέιν, που έντρομος με αυτό που έβλεπε ως επέλαση των «σοσιαλιστών» στο πρόσωπο του Μπαράκ Ομπάμα και της Νάνσι Πελόζι, κατηγορούσε τους Ρεπουμπλικανούς ότι δεν έκαναν ό,τι πρέπει για να γλιτώσουν από τα νύχια των κομμουνιστών. Στην κορύφωση της τρικυμίας εν κρανίω θέλουν απλώς να μάθουν τι τους περιμένει αν συμβεί το φανταστικό απευκταίο. Οι περισσότεροι όμως είναι οι προβληματισμένοι, αυτοί που αντιλαμβάνονταν ή απλώς υποψιάζονταν ότι η σημερινή κρίση έχει συστημικές ρίζες και, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους, ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν άγνωστους εξωτικούς γι' αυτούς χώρους.

Παρόμοια ερωτήματα δέχονται με αυξανόμενο ρυθμό και οι «αόρατοι» των αμερικανικών προεδρικών εκλογών. Κάποιες από τις 13 κομματικές υποψηφιότητες (πέραν των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών) για την προεδρία που διαθέτουν ψηφοδέλτιο σε έστω και μία Πολιτεία, καθώς και οι 9 ανεξάρτητοι υποψήφιοι συγκεντρώνουν περισσότερο από το συνηθισμένο (αν και πάντα μικρό) ενδιαφέρον.

Αυτό το ενδιαφέρον όμως μπορεί να οδηγήσει σε εκπλήξεις τη βραδιά των εκλογών της 4ης Νοεμβρίου, να αυξήσει τις πιθανότητες να επαναληφθεί το «φαινόμενο Νέιντερ», όταν ο Ραλφ Νέιντερ, το 2000, θεωρήθηκε από πολλούς ότι απέσπασε αρκετούς εν δυνάμει ψηφοφόρους του Αλ Γκορ, ώστε να στερήσει τη νίκη από τον Δημοκρατικό υποψήφιο, συμβάλλοντας έτσι (μαζί με τα περίεργα ψηφοδέλτια στη Φλώριδα) στη νίκη Μπους. Σήμερα ο Νέιντερ δεν αναμένεται να απειλήσει από μόνος του τον Ομπάμα, αποσπώντας σημαντικό ποσοστό από τις ψήφους των ανεξάρτητων. Ομως αν προστεθεί το έστω και μικρό ποσοστό ψήφων που ενδέχεται να συγκεντρώσουν άλλες υποψηφιότητες, όπως αυτή των Πρασίνων, ιδίως αν η σημερινή κρίση τούς χαρίσει λίγους ακόμα ψηφοφόρους, μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα σε κάποιες κρίσιμες Πολιτείες, όπου οι δύο βασικοί υποψήφιοι αναμένεται να δώσουν μάχη στήθος με στήθος.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Φουσκίτσες μπουρμπουλήθρες και μεγάλη φούσκα

Τα δάκρυα στα μάτια πολλών Ρεπουμπλικανών βουλευτών, την ώρα που το οικονομικό πακέτο διάσωσης ψηφιζόταν στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν ήταν μέρος της συνηθισμένης παράστασης, ούτε η κραυγή κάποιων ότι «σήμερα είναι η μέρα που καταρρέει η Αμερική» αποτελούσε θεατρινισμό. Στα μάτια τους, όπως στα μάτια πολλών ψηφοφόρων τους, έπαιζαν οι προπαγανδιστικές ταινίες της σκληρής εποχής του Ψυχρού Πολέμου, που έδειχναν μια κόκκινη παλίρροια να σκεπάζει σαν αίμα τον «Ελεύθερο Κόσμο» και αιματοβαμμένους Μπολσεβίκους να βυθίζουν τους κυνόδοντές τους στον σβέρκο των παιδιών τους.

Δεν είναι μόνοι τους. Σε άλλα μέρη του κόσμου πολλοί είναι αυτοί που συμφωνούν μαζί τους, με τη διαφορά ότι χαμογελούν αντί να δακρύζουν. Προχωρούν πέρα από την έκφραση ενός ικανοποιημένου «εμείς σας τα είχαμε πει, σας είχαμε προειδοποιήσει» και βλέπουν την κατάρρευση του καπιταλισμού και του συμβολικού προπυργίου του, με τον σοσιαλισμό να ξεχύνεται μέσα από τα χαλάσματα του κάστρου και βαρονικά κράτη να αποτινάσσουν την κυριαρχία του παραπαίοντος στυγερού ηγεμόνα.

Χωρίς όμως την απατηλή βοήθεια της μεταφυσικής, χωρίς καταφυγή σε πίστεις, ιδεοληψίες, ευσεβείς πόθους ή εξίσου ευσεβείς φόβους, απεκδυόμενος τη συναισθηματική επίδραση της εξελισσόμενης κρίσης, οφείλει κάποιος να αναζητήσει τις, ελάχιστες ήδη, υπάρχουσες βεβαιότητες πριν αγοράσει φτυάρι για να θάψει τις λίρες του στον κήπο ή όπλα για να εισβάλει στη Βαστίλλη ή τα χειμερινά ανάκτορα (ό,τι πέφτει πιο κοντά).

Η ύπαρξη της κρίσης είναι μια τέτοια βεβαιότητα, όπως βεβαιότητα αποτελεί το ότι η κρίση αυτή προέρχεται από τον καπιταλισμό και αυτόν κυρίως πλήττει. Με ασφάλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι εστιάζεται στο αγγλο-σαξονικό καπιταλιστικό πρότυπο και ειδικά στη μορφή που αυτό πήρε κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Εξίσου ασφαλώς μπορεί να υποτεθεί ότι το πρότυπο αυτό έχει εκμετρήσει το ζην και να προβλεφθεί ότι θα αντικατασταθεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα από κάποιο περισσότερο ρυθμιστικό-παρεμβατικό μοντέλο. Ομως, η βεβαιότητα και η ασφάλεια των προβλέψεων εξαφανίζονται όταν επιχειρηθεί απάντηση στο ερώτημα αν όλα αυτά θα οδηγήσουν σε ευρύτερη κατάρρευση του καπιταλισμού ή σε μια επίδειξη της φυσικής, άρα εγγενώς βάναυσης, ικανότητάς του για προσαρμογή, μετασχηματισμό και αυτο-ίαση.

Στη φυσική σύνδεση της γεω-οικονομίας με τη γεω-πολιτική, η ασφάλεια κάποιων στοιχειωδών διαπιστώσεων δεν αμφισβητείται ούτε από ανθρώπους όπως ο νεο-φιλελεύθερος, αν και μερικώς ανανήψας, Φράνσις Φουκουγιάμα (αυτός με το «Τέλος της Ιστορίας»). Στην τρέχουσα οικονομική κρίση βλέπει, όπως κάθε μη αόμματος, ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της αμερικανικής «ηθικής ισχύος», που μαζί με την προφανώς τρωθείσα οικονομική και την αφρόνως δαπανώμενη στρατιωτική συνθέτουν τη συνολική ισχύ που στηρίζει τον αμερικανικό πόλο εξουσίας. Η απόλυτη βεβαιότητα που διατυπώνει για την πλήρη ανάκαμψη, αφήνοντας ερωτήματα μόνον ως προς τον χρόνο, μπορεί να διαγραφεί άνετα ως μεταφυσική πεποίθηση από τον κατάλογο των βεβαιοτήτων, κάτι σαν το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι».

Ενα πρόσθετο στοιχείο αποδυνάμωσης του αμερικανικού προτύπου και, κατά συνέπεια, της αμερικανικής ισχύος/εξουσίας, είναι η αναδυόμενη αποσύνδεση του καπιταλισμού, ως οικονομικού προτύπου, από τη δημοκρατία, ως πολιτικό πρότυπο. Η εξαιρετική ορατότητα του, επί του παρόντος, επιτυχημένου κινεζικού προτύπου αυταρχικής διακυβέρνησης με καπιταλιστική οικονομία υπονομεύει σταθερά την από άμβωνος εκτοξευόμενη αυθεντία των Αμερικανών ιεροκηρύκων. Το ίδιο κάνουν άλλα, ίσως λιγότερο κραυγαλέα, πειράματα με διαφορετικές αναμίξεις που οδηγούν σε διαφορετικές πολιτικο-οικονομικές αποχρώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Ρωσία ώς τη Λατινική Αμερική.

Αρκεί, όμως, μόνη η προφανής ολόπλευρη αποδυνάμωση του μοναδικού πόλου εξουσίας για να αναδυθούν αυτομάτως άλλοι πόλοι, δημιουργώντας ένα πολυ-πολικό σύστημα; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βεβαιότητα μόνο σε περίπτωση που η κρίση δεν αφορούσε και τους άλλους ή αν οι άλλοι κατάφερναν κάπως να ξεπεράσουν καλύτερα και πιο γρήγορα την καταιγίδα. Ομως η Ευρώπη, παρά την αρχικά (εν μέρει δικαιολογημένη) αφ' υψηλού θεώρηση της κρίσης στις ΗΠΑ, βρέθηκε πολύ γρήγορα μπλεγμένη στη δίνη. Η Κίνα διαθέτει τα μισά συναλλαγματικά της αποθέματα σε αμερικανικά «χαρτιά». Επιπλέον, κινδυνεύει να δει την πλέον χρυσοφόρα εξωτερική της αγορά, τις ΗΠΑ, να συρρικνώνεται και το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και εμπορικό σύστημα, στο οποίο στηρίχτηκε η οικονομική της έκρηξη, να κλειδώνει. Ακόμα περισσότερο, αν όλοι αυτοί οι παράγοντες οδηγήσουν σε οπισθοδρόμηση της πρωτόγνωρης ευημερίας που απολαμβάνουν σημαντικά τμήματα του κινεζικού πληθυσμού, μπορεί να εξατμιστεί η συγκολλητική ουσία που συγκρατεί το πειραματικό μίγμα οικονομικού και πολιτικού συστήματος, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η Ρωσία, όπως μαρτυρεί και ο πανικός στις χρηματαγορές της, είναι πιθανό να δει την παγκόσμια ύφεση και τη συνεπαγόμενη ήδη ορατή κατάρρευση των ιλιγγιωδών τιμών του πετρελαίου να της στερεί τον μοχλό που οδήγησε στην οικονομική και πολιτική χειραφέτηση και την εσχάτως πανθομολογούμενη ανάδυσή της. Κάτω από τέτοιες διεθνείς συνθήκες, χώρες όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, ενδέχεται να χάσουν το ενεργειακό δίχτυ ασφαλείας που διευκολύνει τη διαμόρφωση μιας πιο ανεξάρτητης πολιτικής και τη διατήρηση ευρύτερων φιλοδοξιών.

Λογικό είναι να υποτεθεί ότι η τρέχουσα κρίση θα ξεφύγει κάποια στιγμή από τη φάση τού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και θα προαχθεί σε εκείνη τού «το αγώγι σέρνει τον αγωγιάτη», όπως έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται. Και το «αγώγι», η πραγματικότητα, δείχνει να σέρνει προς την κατεύθυνση τόσο διεθνών όσο και περιφερειακών επανασυσπειρώσεων και συνεργασιών. Σε διεθνές επίπεδο κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα διεθνή συμφωνία τύπου «Μπρέτον Γουντς». Σε περιφερειακό επίπεδο, ενδιαφέρον θα έχει να παρατηρηθεί αν χώρες όπως η Ισλανδία θα εγκαταλείψουν την αλαζονική στάση απέναντι στην Ε.Ε. και το ευρώ αυτού που ξαφνικά κέρδισε μερικά εκατομμύρια στο λαχείο ή αν η Βρετανία αρχίσει να κουράζεται από την «ιππαστί» στον Ατλαντικό στάση που κρατάει επί τόσα χρόνια.

Ακόμα, όμως, και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι πολιτικές ηγεσίες θα κινηθούν υπεύθυνα, κάτι όχι και τόσο βέβαιο, η όποια προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο κινδυνεύει να περιοριστεί σε περιπτωσιολογικό, προσωρινό και εγγενώς ασταθές επίπεδο αν δεν συνοδευθεί από μια, έστω και καθυστερημένη, συνειδητοποίηση: ότι μετά την εκπνοή της βιομηχανικής περιόδου, η ιστορική φάση, κατά την οποία το αποτύπωμα της Ευρώπης και των μεταγενέστερων υπερπόντιων προεκτάσεών της καθόριζε τη μορφή της υφηλίου, τελειώνει, μαζί με όλες τις θεωρίες και το πλέγμα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που διαμόρφωσαν οι ευρωπαϊκές πράσινες και βιομηχανικές επαναστάσεις και που τώρα αγκομαχούν στο κενό μέχρι να βγει η ψυχή τους. Και, όπως οι φούσκες των ακινήτων, του χρηματιστηρίου και των δανείων συνδυάστηκαν για να σκάσει η ευρύτερη οικονομική φούσκα, έτσι και αυτή αποτελεί πρόδρομο σύμπτωμα της μεγαλύτερης, της πραγματικά μεγάλης, φούσκας που δημιουργεί το επιθανάτιο αγκομαχητό.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Κάτι τρέχει με τους δίπλα

Οι ΗΠΑ καταγγέλλουν ότι η Συρία συγκεντρώνει στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με τον Λίβανο. Η Συρία τελικά το επιβεβαιώνει. Ο Λίβανος βουίζει από τις θεωρίες και τα σενάρια σχετικά με τις προθέσεις της Συρίας.

Η εφημερίδα «Αλ Μουστάκμπαλ», που εκδίδεται από τον Σαντρ Χαρίρι, ηγέτη ενός από τα μεγαλύτερα κόμματα της Συρίας, του «Συνασπισμού του Μέλλοντος», αναρωτιέται αν η Συρία μπορεί να «επιστρέψει άμεσα», δηλαδή να εισβάλει στον Λίβανο. Και φροντίζει να υπενθυμίσει ότι το 1976, η τότε εισβολή της Συρίας είχε αντιμετωπιστεί θετικά από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ (σχεδιάστηκε από τον Χένρι Κίσινγκερ, λέει), επειδή θα έθετε υπό έλεγχο την PLO και θα απέτρεπε μια περιφερειακή σύγκρουση.

Τα σενάρια που συνδέουν τις συριακές κινήσεις με μια κυοφορούμενη νέα περιφερειακή σύγκρουση την αναζητούν στο ενδεχόμενο πολεμικής ενέργειας εκ μέρους του Ισραήλ και/ή των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν. Οι θεωρίες κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις, ενδεικτικές όμως των δινορευμάτων που, ιδίως στη Μέση Ανατολή, καταργούν κάθε έννοια ευθύγραμμης προσέγγισης.

Για κάποιους η Συρία εγκαθιστά σταθμό ραντάρ στα ορεινά σύνορα με τον Λίβανο, κλείνοντας έτσι ένα από τα βασικά «παράθυρα» μιας ισραηλινής αεροπορικής επιδρομής στο Ιράν. Ο σταθμός ραντάρ συνδέεται από άλλους με μια άλλη πρόσφατη εξέλιξη. Τις συνεννοήσεις με τη Ρωσία για την επαναλειτουργία παλιάς σοβιετικής ναυτικής βάσης στα συριακά παράλια και την ανάγκη ανάπτυξης μιας «ομπρέλας» προστασίας στην περιοχή. Μπορεί βεβαίως να συνδέεται και με το κλείσιμο διόδων για επιχειρήσεις εναντίον ευαίσθητων συριακών εγκαταστάσεων, όπως ο περσινός ισραηλινός βομβαρδισμός συριακών εγκαταστάσεων που, κατά το Ισραήλ, ήταν πυρηνικές.

Οι ΗΠΑ, πάντως, ειδοποίησαν χθες τον Λίβανο να μην ανησυχεί διότι οι συριακές δυνάμεις δείχνουν να έχουν αμυντική διάταξη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: αμυντική απέναντι σε τι; Τι αναμένει η Συρία για να προετοιμάζεται αμυντικά; Το βέβαιο είναι ότι κάτι τρέχει στην περιοχή.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

«Επιστροφή» Τσένι

Είναι σίγουρα μια συμβολική κίνηση σε μια στιγμή που, ούτως ή άλλως, οι δυνατότητες αντίδρασης στις πρόσφατες ρωσικές ενέργειες δύσκολα ξεπερνούν το επίπεδο του απλού συμβολισμού. Ομως η απόφαση να σταλεί ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, στη Γεωργία, την Ουκρανία, το Αζερμπαϊτζάν και την Ιταλία (γιατί;) μέσα στις επόμενες μέρες μπορεί να έχει πρακτικές επιπτώσεις, πολύ πέραν μιας απλής συμβολικής έκφρασης υποστήριξης προς τις χώρες που αρχίζουν να αισθάνονται πλησιέστερα στον σβέρκο τους τη ρωσική ανάσα τη στιγμή που η πίστη τους στην αμερικανική προστασία δοκιμάζεται.

Ομως ο Τσένι δεν είναι ένας οποιοσδήποτε αντιπρόεδρος. Το γεγονός ότι κατά το τελευταίο διάστημα έχει εξαφανιστεί στο παρασκήνιο οφείλεται ακριβώς σ' αυτό. Η κυριαρχία του στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου και στη συμμαχία του με τους νεοφιλελεύθερους ευθύνεται για τα περισσότερα εκτρωματικά αποτελέσματα που οδήγησαν ακόμα και την κυβέρνηση Μπους σε μια σιωπηρή προσπάθεια να περισωθεί ό,τι απομένει. Ο Τσένι και οι νεοσυντηρητικοί μπήκαν στο ψυγείο και για ακόμα έναν λόγο. Για να μη μειώσουν ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες παραμονής των Ρεπουμπλικανών στην εξουσία, στο πρόσωπο του Τζον ΜακΚέιν.

Δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση Μπους το καλοσκέφτηκε όταν αποφάσισε να «αμολήσει» τον αντιπρόεδρο μέσα στον Σεπτέμβριο. Οπως επισημαίνουν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», «το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται σήμερα ο κόσμος είναι αυτός (ο Τσένι) να προκαλέσει περισσότερη δυσφορία και άγχη» και να δώσει στους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ την ευκαιρία ή τη δικαιολογία να αποφύγουν την αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Σε αυτή την περίπτωση ίσως η Ουάσιγκτον το ξανασκεφτεί.

Ενδέχεται όμως να θέλει να στείλει το αντίστροφο μήνυμα με παραλήπτη τη Μόσχα και τους Ευρωπαίους συμμάχους: ότι αν δεν γίνουν πιο δεκτικοί στις αμερικανικές θέσεις, υπάρχει κίνδυνος να σηκώσουν πάλι κεφάλι στην Ουάσιγκτον οι ανεξέλεγκτοι ιδεολόγοι που θα διοχετεύσουν την πικρία από τον πρόσφατο παραγκωνισμό τους σε ένα εκδικητικό αμόκ.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Η «ευθύνη της προστασίας» και οι ανθρωπιστικές βόμβες

Είναι βέβαιον ότι η συζήτηση θα πάρει διαφορετική τροπή. Τα γεγονότα στον Καύκασο, ζεστά ακόμα, θα χρωματίσουν με αναπάντεχες αποχρώσεις και θα ντοπάρουν με ασυνήθιστη τεστοστερόνη (αν δεν πνίξουν σε γενικευμένη απορία) την αναμενόμενη συζήτηση στη φθινοπωρινή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που ξεκινά σε μερικές μέρες σχετικά με τις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και για τη νέα έννοια της «ευθύνης για την προστασία» διεθνώς.

Μέχρι πριν από λίγο καιρό, τη συζήτηση αυτή ωθούσαν περιπτώσεις όπως ο γαλλικός ρόλος στη Ρουάντα, οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» στη Σερβία, τα περίεργα βραχυκυκλώματα του ανθρωπισμού στο Νταρφούρ, η «διάσωση» των Ιρακινών από τον Σαντάμ Χουσεΐν, η πρόσφατη φυσική καταστροφή στη Βιρμανία και η άρνηση της βιρμανικής χούντας να δεχθεί απευθείας ξένη βοήθεια. Δεν βοηθούσαν όμως στο ξεκαθάρισμα μιας ισορροπιστικής πορείας που ξεκίνησε από το 2005, όταν η έννοια της «ευθύνης για την προστασία» (R2P από το responsibility to protect) αντιπαρατέθηκε επισήμως στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Βρετανία των Εργατικών του Τόνι Μπλερ ήταν ο χώρος και ο χρόνος όπου η φυσιολογική σοσιαλιστική ροπή προς την πρόταξη του κοινωνικού συνόλου έναντι του ατόμου, παντρεμένη με μια βολική μανιχαϊστική μεταφυσική περί καλού και κακού, άρχισε να ξεφεύγει ακόμα και από τη φασίζουσα εκτροπή του «nanny state», του «κράτους γκουβερνάντας», που μαζί με τη λογική της «πολιτικής ορθότητας» θέλει να ρυθμίσει λεπτομερώς την ατομική συμπεριφορά των πολιτών «για το καλό τους» και για το καλό του συνόλου.

Από εκεί, με τις παραπλανητικά βρώσιμες μπλεριανές θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής», η προβολή του μοντέλου σε διεθνές επίπεδο ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της συγκυρίας. Με μόνο μία χώρα, τις ΗΠΑ, να είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο του παγκόσμιου «κράτους γκουβερνάντας» στην πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή και με δεκάδες άλλες να προσφέρονται για τον ρόλο του «ατόμου» που θα πρέπει να καθοδηγηθεί ή να τιθασευτεί χάριν του κοινωνικού συνόλου (διεθνής κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια θα ήταν ακόμα και αν οι επιλεκτικές σοσιαλότροπες επιρροές (για τα αμερικανικά δεδομένα, προς αποφυγήν παρεξήγησης) του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, δεν μετέτρεπαν την ώσμωση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε παλίρροια.

Ηλογική των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», η χρήση στρατιωτικής βίας για λόγους που κάποιοι μπορούσαν να περιγράψουν ως «ανθρωπιστικούς» επιλέγοντας κάποιες ομάδες που χρειάζονται προστασία και ξεχνώντας άλλες, μπορεί να προκάλεσε αντιδράσεις, αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να ακυρώσουν την ορμή που έδινε η κυρίαρχη ομάδα χωρών στην επίσης κυρίαρχη «Δύση». Συγκερασμός των διαφορετικών απόψεων επιχειρήθηκε το 2005, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επικύρωσε ομοφώνως την αρχή της «ευθύνης για την προστασία», αποτυπώνοντας την αξία κάθε άποψης με βάση τη σχετική ισχύ κάθε πλευράς την εποχή εκείνη.

Ομως η δυσφορία, κυρίως των χωρών που δεν ανήκουν στη λεγόμενη «Δύση» και οι οποίες έβλεπαν την «ευθύνη για την προστασία» ως μια πολιτικώς ορθότερη διατύπωση-φερετζέ για την «ανθρωπιστική επέμβαση», μεγάλωσε. Η υποχώρηση της ηθικής αξίας της «Δύσης» μετά το συνεχές «ξεσάλωμα» της αμερικανικής ναυαρχίδας και των βρετανικών σκαφών συνοδείας, η αλλαγή στο διεθνές τοπίο με τα διαφαινόμενα όρια ισχύος της κυρίαρχης ομάδας και την αντίστοιχη αίσθηση σταδιακής ενίσχυσης και άλλων πόλων συμφερόντων και επιρροής (όπως η Κίνα και -δευτερευόντως ακόμα- η Ρωσία) οδήγησαν σε ηχηρότερη διατύπωση των επιφυλάξεων. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για να υιοθετήσει την αρχή της «ευθύνης για την προστασία» με την απόφαση 1674. Πολλές από τις χώρες που το 2005 ψήφισαν υπέρ στη Γενική Συνέλευση, διευκρίνισαν ότι αυτό για το οποίο δεσμεύτηκαν ήταν η περαιτέρω συζήτηση του θέματος.

Η πιο πρόσφατη επίκληση της R2P έγινε τον Μάιο του 2008 από τη Γαλλία, η οποία προσπάθησε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκρίνει τη χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», λόγω της άρνησης της χούντας της Βιρμανίας να επιτρέψει την απρόσκοπτη ανθρωπιστική αρωγή. Η αντίδραση από την Κίνα, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και τη Νότια Αφρική ήταν έντονη, όπως έντονος ήταν ο προβληματισμός όσων -και είναι πολλοί- βλέπουν την υπόθεση ως Δούρειο Ιππο για την παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και για τη νομιμοποίηση μονομερών στρατιωτικών επεμβάσεων.

Μέσα στον Ιούλιο, οι επιφυλάξεις ενισχύθηκαν από την έκδοση της έκτασης 500 σελίδων έκθεσης για τον ρόλο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη γενοκτονία της Ρουάντα. Το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης της αφρικανικής χώρας περιγράφει πώς η γαλλική «ανθρωπιστική παρέμβαση» ήταν στην πραγματικότητα συμμετοχή στην οργανωμένη σφαγή των Τούτσι, αλλά και των Χούτου που κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν Τούτσι. Περιγράφει πώς τα παλληκάρια της γαλλικής στρατιωτικής δύναμης «συμμετείχαν και οι ίδιοι άμεσα στις δολοφονίες» και πώς «διέπραξαν πλείστους βιασμούς προσφύγων Τούτσι», ενώ στρατιωτικοί και πολιτικοί επικεφαλής τους συμμετείχαν στην οργάνωση της σφαγής, προφανώς υπερασπιζόμενοι έτσι την αφρικανική δόξα, δηλαδή κάποια συμφέροντα της Γαλλίας, που αγωνίζεται να διατηρήσει τη διαρκώς συρρικνούμενη επιρροή της στην Αφρική.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η έκθεση δεν είναι απολύτως αντικειμενική και ότι αντικατοπτρίζει την αλλαγή του αφρικανικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, με νέες δυνάμεις να διαγκωνίζονται για τις καλύτερες θέσεις στο μεταβαλλόμενο μετα-αποικιακό τοπίο μιας πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχής. Είναι όμως ένα ακόμα στοιχείο από αυτά που διαμορφώνουν το κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αν και οι τελευταίες εξελίξεις το έχουν οδηγήσει στις πίσω θέσεις.

Η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία (και γύρω απ' αυτήν) είναι το στοιχείο που μοιραία θα κυριαρχήσει στη σκέψη όσων θα συζητήσουν το θέμα αυτό τον Σεπτέμβριο. Οχι μόνον επειδή (ελπίζεται ότι) θα είναι το πιο πρόσφατο, αλλά επειδή για πρώτη φορά δείχνει απτά ότι δεν υπάρχει μόνο μία «διεθνής γκουβερνάντα» και ότι την προστασία δεν την υφίστανται απαραιτήτως μόνον «οι άλλοι».

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Οι ΗΠΑ «νίκησαν»

ριν από μερικά χρόνια, αν ρωσικά (ή σοβιετικά, λίγο νωρίτερα) άρματα μάχης έμπαιναν σε μια γειτονική χώρα, ο κόσμος θα είχε συγκλονιστεί. Σήμερα ο συγκλονισμός περιορίζεται σε πέντε-έξι χώρες, πατώντας σε ειδικές τραυματικές ιστορικές εμπειρίες. Οι υπόλοιποι, όσο ενοχλημένοι κι αν είναι, πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια για να μη δουν και την άλλη πλευρά του νομίσματος και για να μη μοιράσουν την ευθύνη, έστω και παρασκηνιακώς. Κατά μία έννοια, πρόκειται για άλλη μία αμερικανική επιτυχία. Από στρατιωτικής άποψης, η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία δεν είναι από μόνη της κάτι το συγκλονιστικό, με προφανή και τη σχετική προετοιμασία. Οπως και η αρχική στρατιωτική επικράτηση των ΗΠΑ σε όλες τις συγκρούσεις που ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια απέναντι σε στρατιωτικά απείρως υποδεέστερους αντιπάλους, είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο. Αναμενόμενη (πρέπει να) ήταν και η εκμετάλλευση του προηγούμενου που δημιούργησε η «δυτική» μεταψυχροπολεμική πρακτική, από τις κρυπτοφασίζουσες θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής» του Τόνι Μπλερ ώς την εφαρμογή τους σε «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» τύπου Κοσσυφοπεδίου. Το καινούργιο, το όχι τόσο αναμενόμενο στοιχείο, ήταν η αφομοίωση εκ μέρους μιας παραδοσιακά δυσκίνητης και συχνά «μπουνταλάδικης» ρωσικής ηγεσίας της αμερικανικής τεχνικής στον επικοινωνιακό τομέα της υπόθεσης, και μάλιστα με αρκετές βελτιώσεις. Στους τηλεοπτικούς δέκτες, οι ρωσικές φωνές (Λαβρόφ, Τσούρκιν) μιλούσαν άψογα αγγλικά, χωρίς μεταφυσικά ιδεολογήματα. Ο αντίπαλος δεν ήταν η Γεωργία αλλά ο «τρελός» Σαακασβίλι, όπως για τις ΗΠΑ αντίπαλος δεν ήταν η Σερβία ή το Ιράκ αλλά ο Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ. Ακόμα και το «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, βελτιώθηκε στο «επιλέξτε ανάμεσα σε μια σταθερή και αναπτυσσόμενη σχέση με τη Ρωσία και στην υποστήριξη ενός τρελού» του Λαβρόφ. Κάτι το ανήκουστο για το παρελθόν, ανώτατος αξιωματικός του στρατού, με επίσης άψογα αγγλικά (ενδεχομένως και επιλεγμένος ώστε να μην έχει βαριά ρωσικά χαρακτηριστικά), μίλησε για τις επιχειρήσεις με τον απαραίτητο χάρτη πίσω του. Ο ρωσικός στρατός μετέφερε ακόμα και ξένους δημοσιογράφους στην περιοχή των επιχειρήσεων, πηγαίνοντας κόντρα σε μια κουλτούρα χρόνιας μυστικοπάθειας και δυσπιστίας. Στην όλη υπόθεση, οι ΗΠΑ μπορούν να βρουν κάτι για το οποίο μπορούν να επαίρονται. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα θελήσουν να το κάνουν.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Ελαφρυντικό λόγω νεαρής ηλικίας

Ο πρόεδρος Σαακασβίλι υπερηφανευόταν πριν από λίγες μέρες ότι στην κυβέρνησή του όλοι είναι 20άρηδες και 30άρηδες. Ο ίδιος, 30άρης όταν ανέλαβε την εξουσία, σήμερα μόλις έχει μπει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Από τα Βαλκάνια ώς τον Καύκασο, σε ανεξάρτητες χώρες που προέκυψαν από τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του τέλους του 20ού αιώνα και από τη διάλυση οντοτήτων όπως η ΕΣΣΔ και η πρώην Γιουγκοσλαβία, μια στρατιά «πιτσιρικάδων» έχει καταλάβει όλες τις θέσεις εξουσίας που άφησε η παλαιότερη γενιά πολιτικών, η οποία γεφύρωσε τη μετάβαση από την παλιά στη νέα εποχή.

Σχεδόν στο σύνολό τους, κουβαλώντας τις αφίσες του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ όπως άλλοι, αλλού και άλλοτε τις αφίσες του Τσε Γκεβάρα, του Λένιν ή του Μάο, άφησαν πίσω τους τη λιπαρή γκριζάδα της σοσιαλιστικής εποχής που σκέπαζε ακόμα σαν πετρελαιοκηλίδα τις χώρες τους, για να κοιτάξουν με γουρλωμένα μάτια τα κραυγαλέα χρώματα της Αμερικής. Εφτασαν στα αμερικανικά πανεπιστήμια τη στιγμή της απόλυτης ευφορίας για τις ΗΠΑ, την ώρα των πανηγυρισμών για τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Συναισθηματικά ορθάνοιχτοι απορρόφησαν τα αξιακά φορτισμένα κηρύγματα των νεοσυντηρητικών που μεσουρανούσαν.

Ακόμα και όσοι δεν ενέδωσαν στις προσεγγίσεις μυστικών υπηρεσιών και άλλων, λιγότερο επίσημων ομάδων, γύρισαν στις χώρες τους με το μεταφυσικό πάθος του νεοφώτιστου πιστού. Οι ΗΠΑ ήταν το απόλυτο καλό, ο παντεπόπτης, παντογνώστης, παντοδύναμος, αλάνθαστος και ελεήμων. Το μόνο που ζητούσε ήταν ακλόνητη πίστη και έναν μικρό συμβολικό οβολό (μερικούς στρατιώτες στο Ιράκ, για παράδειγμα). Από τα Σκόπια ώς την Τιφλίδα η πολιτική τους, ιδίως η εξωτερική, στηρίχτηκε στην απόλυτη βεβαιότητα ότι η σύμπλευση και η ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον είναι το μόνο που χρειάζεται.

Η πίστη τους δοκιμάζεται σήμερα από την επαφή με τα εγκόσμια. Κινδυνεύει να δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο όταν οι προσευχές, με την αγωνία τού βαριά άρρωστου, μπροστά στα θαυματουργά εικονίσματα του ΝΑΤΟ και της Ουάσιγκτον, με τις δηλώσεις πίστης στις αξίες που αυτά συμβολίζουν (όπως η προχθεσινή του Μιχαήλ Σαακασβίλι, που δεν συνειδητοποιεί ακόμα ότι στις αξίες αυτές περιλαμβάνονται και οι «ειρηνευτικές» εισβολές αρμάτων μάχης, όπως αυτή της Μόσχας) δεν αποδειχθούν σωτήριες.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Το ξύπνημα της «αρκούδας» βραχυκύκλωσε τη Δύση

Ισως τώρα μαθαίνουμε να βγάζουμε τον σκασμό» δήλωσε, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Αμερικανός αξιωματούχος, αναφερόμενος στο προφανές «βραχυκύκλωμα» που έχουν προκαλέσει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ οι εξελίξεις στον Καύκασο.
Αν η απόφαση του Γεωργιανού προέδρου, Μιχαήλ Σαακασβίλι, για «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» manu militari, δεν αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου ενός καλά κρυμμένου σατανικού σχεδίου, που κανείς επί του παρόντος δεν μπορεί να διακρίνει και στο οποίο μπορεί να εντάσσονται οι αποκλειστικά φραστικές αντιδράσεις των ΗΠΑ και του περίγυρού τους, όλα δείχνουν ότι θα αποδειχθεί ο καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς τοπίου, ριζικά διαφορετικού από την ακινητοποιημένη φωτογραφία τής μεταψυχροπολεμικής εποχής.

Οσο ενοχλητική και αν της είναι η ρωσική επέμβαση, η λεγόμενη, χάριν οικονομίας, «Δύση» ελάχιστες δυνατότητες πρακτικής αντίδρασης διαθέτει, σε μεγάλο βαθμό με δική της ευθύνη. Στο στρατιωτικό επίπεδο, μια ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία, ακόμα και μια διελκυστίνδα τρόμου στο πρότυπο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, φαίνεται αδιανόητη, ακόμα και αν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν υπερεκταθεί στα όρια της εξάρθρωσης στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Οταν η εφημερίδα «Τάιμς» του Λονδίνου εκτιμά ότι η Ρωσία κινδυνεύει να καταστεί «παρίας» και να απομονωθεί, κινδυνεύει να ανασύρει μνήμες παλαιού δικού της δημοσιεύματος, σύμφωνα με το οποίο επικρατούσε «Καταιγίδα στη Μάγχη, η Ευρώπη (και όχι η νησιωτική Βρετανία) απομονωμένη». Η μόδα των κυρώσεων, με την οποία εκφράζεται τα τελευταία χρόνια η δυτική αντίδραση σε κράτη που χαρακτηρίζονται «παρίες», μάλλον εγγυάται την καλή λειτουργία ενός «μπούμερανγκ». Οπως επισημαίνει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» η Μάρθα Ολκοτ, του «Κληροδοτήματος Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη», ελάχιστα είναι τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη Δύση κατά της Ρωσίας, χωρίς να πληγεί η ίδια. «Ενα εμπορικό εμπάργκο κατά της Ρωσίας θα είναι σαν να κόβεις τη μύτη σου για να τιμωρήσεις το πρόσωπό σου, λόγω της δυτικής εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο». Ακόμα και το ερεθισμένο, λόγω ειδικών ιστορικών εμπειριών, θυμικό ορισμένων από τις νεότερες χώρες - μέλη της Ε.Ε., αργά ή γρήγορα θα συναντήσει τον ρεαλισμό ή τον κυνισμό τού «primum vivere, deinde philosophari».

Με μακροχρόνια προετοιμασία (όπως ισχυρίζεται ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάθιου Μπράιζα) ή χωρίς, η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την ισχύ που ανέκτησε όσο οι ΗΠΑ κοίταζαν ψυχαναγκαστικά το Ιράκ και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τροφοδοτώντας εμμέσως την ενεργειακή υστερία που γέμισε τα ρωσικά ταμεία και έδεσε ακόμα περισσότερο τη Δύση ως Λαοκόωντα στους ρωσικούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Ακόμα και αν η απώλεια του μέτρου εκ μέρους της Μόσχας ή μια καλοστημένη προβοκάτσια φορτώσει τη Ρωσία με ηθική απαξία, η πραγματικότητα δεν αλλάζει, με τον ίδιο τρόπο που τα αποτελέσματα τα οποία επιτυγχάνονται με τον πόλεμο σχεδόν ποτέ δεν ανατρέπονται πλήρως με τη διπλωματία.

Ασχετα με τον αν θα αποδεχθεί την ταμπέλα τής «ρεβιζιονιστικής δύναμης», η Ρωσία έχει ήδη ανατρέψει μέσα σε τρεις μέρες το διεθνές τοπίο. Εχει περάσει το μήνυμα στο «εγγύς εξωτερικό» ότι ο «δραγάτης» επιστρέφει. Και έχει βοηθήσει εκείνους -προερχόμενους κυρίως από πρώην σοσιαλιστικές χώρες στη φάση τού «έρωτα» με την Ουάσιγκτον- να πλησιάσουν προς τη συνειδητοποίηση ότι η φιλία και η υποστήριξη της Ουάσιγκτον δεν αποτελούν πανάκεια που θεραπεύει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». *

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Κοσσυφοπέδιο και Νότια Οσετία όλο και πιο κοντά...

«Το Κοσσυφοπέδιο και η Νότια Οσετία είναι δύο τελείως διαφορετικές περιπτώσεις, δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, το Κοσσυφοπέδιο είναι μοναδική περίπτωση». Τελεία και παύλα. Η δυτική επιχειρηματολογία στο θέμα αυτό εξαντλείται ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που τα αλλεπάλληλα «γιατί» οδηγούν κάποιους γονείς να κλείσουν τη συζήτηση δηλώνοντας: «Επειδή το λέω εγώ». Η απόφαση της γεωργιανής ηγεσίας να επέμβει στρατιωτικά, ανήμερα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, προς αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας στη Νότια Οσετία και η απολύτως αναμενόμενη -ως αυτονόητη- στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας αποδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τους ισχυρισμούς περί «διαφορετικών περιπτώσεων».

Η Γεωργία, όπως και η Σερβία, ήταν και παραμένει δύσκολο να «καταπιεί» την απόσχιση τμήματος του εδάφους της από την κυριαρχία της. Από τις στρατιωτικές περιπέτειες της εποχής του προέδρου Γκαμσαχούρντια και την τοπική παραλλαγή του ειδοποιού των απανταχού λαϊκιστών συνθήματος «η Γεωργία στους Γεωργιανούς», η Τιφλίδα έμοιαζε όλο και περισσότερο με το Βελιγράδι του Μιλόσεβιτς και η Τσχινβάλι με την Πρίστινα.

Τα μεταμφιεσμένα σε επιχειρήματα προσχήματα περί «μοναδικότητας» και «ιδιαιτερότητας» του Κοσσυφοπεδίου, αν και βολικά για κάθε χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα με οργανωμένες και εδαφικά προσδιορισμένες μειονότητες ή που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την επιλεκτική αναγνώρισή τους για την εξυπηρέτηση ευρύτερων στρατηγικών επιλογών, δεν άντεχαν σε μια έστω και γρήγορη εξέταση. Τα περί ιστορικής αυτονομίας (Κοσσυφοπέδιο) έναντι νεοπαγούς αυτονομίας (Νότια Οσετία) ξεχνούσαν τις περιόδους αυτονομίας της δεύτερης κατά μεγάλα διαστήματα στο παρελθόν. Τα περί διεθνώς αναγνωρισμένης αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου έναντι της έλλειψης διεθνούς τυπικής αναγνώρισης του αυτόνομου της Νότιας Οσετίας προσκρούουν στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η νεότερη ανακήρυξη αυτονομίας. Μέσα στη δίνη της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η αυτονομία ή η ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας από τη Γεωργία δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί διεθνώς, καθώς ούτε η ίδια η Γεωργία είχε ακόμα αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο από την ΕΣΣΔ κράτος και δεν αποτελούσε μέλος του ΟΗΕ. Τα περί αδυναμίας αυτόνομης οικονομικής επιβίωσης μιας περιοχής με μόνο 70.000 ώς 100.000 κατοίκους θα είχαν κάποια αξία αν δεν ίσχυε το ίδιο για το σχετικά μεγαλύτερο Κοσσυφοπέδιο, που εξαρτάται κατά τον ίδιο τρόπο σε μεγάλο βαθμό από τις προτιμησιακές οικονομικές σχέσεις με τις συγγενικές προς την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα γειτονικές χώρες.

Ακόμα και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, Χαβιέρ Σολάνα, παραδέχτηκε κάποια στιγμή ότι «είμαστε παγιδευμένοι εδώ... σε έναν διπλό μηχανισμό που μπορεί να έχει καλές επιπτώσεις για τον έναν αλλά όχι για τον άλλον. Μπορεί να μην είναι μια κατάσταση στην οποία όλοι θα είναι κερδισμένοι, αν και θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να αναζητήσουμε και να βρούμε μια τέτοια κατάσταση. Αλλά δεν θα είναι εύκολο».

Οι διαφορές υπάρχουν αλλά δεν είναι αυτές που αναφέρονται ως επιχειρήματα / προσχήματα. Σχετίζονται με τον γεωστρατηγικό ρόλο κάθε περιοχής και, κατ' επέκταση, με τα συμφέροντα που διακυβεύονται. Η Γεωργία, ιδίως μετά την «Επανάσταση των Ρόδων» που έφερε στην εξουσία τον φιλο-αμερικανό Μιχαήλ Σαακασβίλι, αποτελεί βασικό δυτικό/αμερικανικό ανάχωμα στον Καύκασο απέναντι στη Ρωσία και αναγκαίο κομμάτι ενεργειακής παράκαμψης της Ρωσίας, όπως με τον αγωγό Μπακού - Τιφλίδας - Τζεϊχάν. Η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ έχουν σημαντικά συμφέροντα επενδεδυμένα στη Γεωργία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν τη διάθεση να συγκρουστούν με την Τιφλίδα για τη Νότια Οσετία, σε αντίθεση με τη Σερβία που έχει πολύ λιγότερο σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο, άρα αποτελεί και έναν πολύ πιο «μαλακό» στόχο.

Από την άλλη πλευρά, παρά τις δηλώσεις και τις συμβολικές κινήσεις, η Ρωσία δεν έδειξε ποτέ να βιάζεται για την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας ή της Αμπχαζίας, προτιμώντας να διατηρεί τη σημερινή ερμαφρόδιτη κατάσταση των δύο αυτών περιοχών σαν ένα άσο στο μανίκι της για την ανάσχεση των αμερικανικών σχεδίων στο καυκασιανό υπογάστριό της.

Την κατάσταση ήρθε να εκβιάσει ο Μιχαήλ Σαακασβίλι με την «ολυμπιακή» στρατιωτική επέμβαση, που κάθε άλλο παρά βέβαιον είναι ότι είχε την έγκριση των Αμερικανών πατρώνων του, αν υποτεθεί ότι η Ουάσιγκτον του Μπους διατηρεί την όποια επαφή με τη λογική δείχνει να ανακτά εσχάτως. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να προσθέσει νέες ομοιότητες με το Κοσσυφοπέδιο και να οδηγήσει σε συγκρίσεις του ιδίου με τον Μιλόσεβιτς με ολίγη από Σαντάμ Χουσεΐν (κάθε άλλο παρά καλές δημόσιες σχέσεις για τους υποστηρικτές του). Προχωρώντας ακόμα περισσότερο από τον Σέρβο πρώην ηγέτη, εισέβαλε στρατιωτικά σε μια περιοχή όπου ήδη στάθμευε διεθνώς αναγνωρισμένη ειρηνευτική δύναμη (ρωσική) που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής, όπως είχαν μείνει οι Ολλανδοί στη Σρεμπρένιτσα. Με σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Νότιας Οσετίας να αναζητούν καταφύγιο ως πρόσφυγες στη ρωσική Βόρεια Οσετία και πάνω από το 2% των κατοίκων νεκρών μέσα σε λίγες ώρες, επιτρέπει στη Ρωσία να μιλά με άνεση για «εθνικές εκκαθαρίσεις», κάνοντας τις δικές του παρόμοιες δηλώσεις να ακούγονται ελάχιστα πειστικές.

Είναι αλήθεια ότι η πρωτοβουλία του ξεβόλεψε λίγο τη Ρωσία, αναγκάζοντάς τη να αντιδράσει ασυνήθιστα γρήγορα, για μια χώρα της οποίας η εξωτερική πολιτική σιχαίνεται τις εκπλήξεις. Ξεβόλεψε -μέσω της ρωσικής αντίδρασης- και όσους θεωρούν ότι οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις δεν (πρέπει να) γίνονται με βόμβες. Ταυτοχρόνως, όμως, έδωσε ο ίδιος τη δυνατότητα στη Ρωσία να μετριάσει τις αρνητικές για την ίδια επιπτώσεις, παρέχοντας «πάτημα» στους ρωσικούς ισχυρισμούς περί ενίσχυσης της νόμιμης στρατιωτικής της παρουσίας στη Ν. Οσετία, ενώ η περιορισμένη σε έκταση ρωσική στρατιωτική δράση στο Γκόρι μπορεί να δικαιολογηθεί ως αναγκαία στρατιωτική ενέργεια απομόνωσης του πεδίου της μάχης πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί στο Βελιγράδι και στις πολιτικές υποδομές της Σερβίας.

Δεν είναι γνωστό το σκεπτικό που οδήγησε τον Σαακασβίλι στη στρατιωτική επέμβαση. Θα ήταν εντυπωσιακό αν δεν είχε συνυπολογιστεί ο εξαναγκασμός της Ρωσίας σε αντίδραση, δεδομένης και της ανάγκης διατήρησης της εικόνας της ως υπερδύναμης, τόσο διεθνώς όσο και περιφερειακά, που αποτρέπει και την εκδήλωση αποσχιστικών φαινομένων στο εσωτερικό της. Εξίσου εντυπωσιακό θα ήταν αν δεν είχε εκτιμηθεί η αδυναμία ουσιαστικής πρακτικής επέμβασης στο πεδίο από τους ξένους υποστηρικτές του.

Ηταν και είναι δεδομένο ότι η διεθνής κοινότητα και ειδικά η δυτική δεν μπορούσε και δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό που ήδη επιδιώκει: την επιστροφή στο «στάτους κβο άντε», στην κατάσταση πριν την εκδήλωση της γεωργιανής στρατιωτικής επέμβασης. Και αυτό κατά πάσαν πιθανότητα θα συμβεί· όμως θα αφορά μόνο τη στρατιωτική παρουσία στη Νότια Οσετία. Διότι στο εξής οι προσπάθειες αποσύνδεσης της κατάστασης στη Νότια Οσετία από αυτήν στο Κοσσυφοπέδιο θα είναι πολύ πιο δύσκολες, η Γεωργία θα εξαρτάται πολύ περισσότερο από την καλή προαίρεση της Ρωσίας και οι πάτρωνες του Σαακασβίλι δεν θα είναι και πολύ ικανοποιημένοι από τη φωτιά που άναψε. Ενδεχομένως ούτε και οι πολίτες της Γεωργίας.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Ανασφάλεια και συνωμοσιολογία

Συνήθως η αντίφαση αυτή παρατηρείται σε μικρές χώρες, σε χώρες των οποίων η μικρή πληθυσμιακή μάζα συνδυάζεται με περιορισμένη εξωστρέφεια και ενισχυμένο επαρχιωτισμό, με μικρή ενεργό συμμετοχή στη διεθνή δημιουργική (ή και καταστροφική) διαδικασία.

Αντικειμενικά η Κίνα δεν ανήκει στις χώρες αυτές. Ομως το άνοιγμά της προς τον έξω κόσμο, με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, φέρνει στην επιφάνεια την ενδόμυχη ανασφάλεια, που εκφράζεται από τη μία πλευρά από τον διακαή πόθο αναγνώρισης της αξίας της από τον διεθνή περίγυρο και από την άλλη από τη συνωμοσιολογική δυσπιστία στα όρια της αναφυλακτικής αντίδρασης απέναντι στον περίγυρο αυτό.

Μια μικρή λεπτομέρεια, όπως η ελεύθερη πρόσβαση στο Ιντερνετ των ξένων δημοσιογράφων που καλύπτουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, υπέβαλε σε δυσανάλογη δοκιμασία τον ρεαλισμό, που σε γενικές γραμμές δείχνει η σημερινή κινεζική ηγεσία, πυροδοτώντας τα αυτοκαταστροφικά ανακλαστικά της. Μια λιγότερο φοβική προσέγγιση θα επέτρεπε να επικρατήσει η εκτίμηση ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι έχουν, ούτως ή άλλως, στις χώρες τους ελεύθερη πρόσβαση στο κομμάτι εκείνο του Ιντερνετ που η κινεζική κυβέρνηση θέλει να κρατήσει κρυφό στο εσωτερικό της χώρας. Οτι επικοινωνούν, έστω και ενδεχομένως παρακολουθούμενοι, με τους συναδέλφους τους στις χώρες τους και αλληλοενημερώνονται όσο βρίσκονται στην Κίνα. Δηλαδή, σε ό,τι τους αφορά, δεν είναι ουσιαστικά απαραίτητη η πρόσβαση που τους στερεί η Κίνα. Το θέμα γίνεται ουσιαστικό και συμβολικό από τη στιγμή που η κινεζική ηγεσία διανοείται να περιορίσει την πρόσβαση αυτή και, φυσικά, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οπως δεν μπορεί να αγνοηθούν τα φοβικά αντανακλαστικά που συνοδεύουν την εικόνα του προέδρου, Χου Τζιντάο, όταν αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που δεν του είχαν υποβληθεί γραπτώς εκ των προτέρων και, βεβαίως, αγνόησε πλήρως κάποιες που αφορούσαν ενοχλητικά εσωτερικά θέματα.

Οταν η κινεζική ηγεσία προσφέρει αυτοβούλως αρνητική εικόνα στους αγγελιαφόρους, στους οποίους βασίζεται για να μεταφέρουν θετική εικόνα προς τα έξω, δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται όταν στην εικόνα περιλαμβάνονται και μαύρα χρώματα. Ούτε να αφεθεί σε έναν προβλέψιμο φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης φοβικών αντιδράσεων.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Κίνα: Ολυμπιακοί Αγώνες και πολυ-πολικότητα μέσω παγκοσμιοποίησης

Τα πυροτεχνήματα που θα φωτίσουν σε 10 μέρες τον ουρανό του Πεκίνου, κλείνοντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, θα μπορούσαν να συμβολίζουν την εκρηκτικότητα ενός άλματος που αποφάσισε να τολμήσει η Κίνα πριν από μερικά χρόνια, χωρίς να είναι βέβαιη πού θα προσγειωθεί. Η κατάληξή του, με τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, θα γίνει σε μια χώρα διαφορετική απ' αυτή που το ξεκίνησε και η διαφορά δεν θα περιορίζεται, όπως σε άλλες χώρες που στο παρελθόν ανέλαβαν την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, στη μεταμόρφωση των υποδομών.

Κατά μία έννοια, η Κίνα πηγαίνει προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες με τις ίδιες επιφυλάξεις και τις ίδιες ανασφάλειες που έχει μια ντροπαλή έφηβη στην πρώτη της έξοδο με αγόρια. Η χώρα που κατά τον 15ο αιώνα έκαψε τον τεράστιο στόλο της που είχε φτάσει ώς την Αφρική, η χώρα με τα πεντακάταρτα πλοία που το 1551 έριχνε στη φυλακή όποιον έβγαινε στη θάλασσα με κάτι μεγαλύτερο από βαρκούλα, αυτή που το 1644 έκαψε τις νότιες παράκτιες περιοχές σε μήκος 1.000 χιλιομέτρων για να μην ξανακατασκευαστούν πλοία, εξακολουθεί να αισθάνεται άβολα με το άνοιγμά της προς τον έξω κόσμο.

Οι ιστορικές αλλαγές του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, η διαμόρφωση της έννοιας της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς», η εκτίμηση ότι «όσο μια γάτα πιάνει ποντίκια είναι μια καλή γάτα», ολόκληρη η σεισμική μετατόπιση που έφερε τη χώρα των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων στη θέση να φλερτάρει με την πρώτη θέση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ήταν ίσως πιο εύκολο να γίνουν αποδεκτές από τον συλλογικό κινεζικό ψυχισμό απ' ό,τι το άνοιγμα προς τα έξω με την είσοδο στη διεθνή κοινωνία των ενηλίκων.

Ο ίδιος ο Ντενγκ εξέφρασε αυτή την επιφυλακτικότητα το 1989 όταν περιέγραψε τις αρχές της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του: «Παρατηρήστε τις εξελίξεις με ηρεμία, διατηρήστε τη θέση μας, αντιμετωπίστε ήρεμα τις προκλήσεις, κρύψτε τις δυνατότητές μας και περιμένετε, παραμείνετε ελεύθεροι φιλοδοξιών, μη διεκδικήσετε ποτέ την ηγεσία», είπε. Το 1993, ο πρόεδρος Τζιάνγκ Ζεμίν τόνιζε: «Αποφύγετε την αντιπαράθεση».

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η προσπάθεια να περάσει η χώρα σχεδόν απαρατήρητη, η παθητική αυτή προσέγγιση, δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Χαρακτηριστική είναι η κινεζική στάση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου ως μόνιμο μέλος ανέκαθεν απέφευγε και εξακολουθεί να «αποφεύγει την αντιπαράθεση». Εχει ασκήσει πολύ λίγες φορές το δικαίωμα του βέτο, περιοριζόμενη συνήθως στην αποχή, εκτός αν θίγονται πολύ σημαντικά γι' αυτή θέματα, όπως αυτό της Ταϊβάν.

Η στάση αυτή δεν στηρίζεται μόνο στην «πονηριά του ανατολίτη», αυτού που αποφεύγει να προκαλέσει για να αποκοιμίσει τα αμυντικά αντανακλαστικά των ισχυρών μέχρι να είναι σε θέση να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά με τους δικούς του όρους. Δεν στηρίζεται αποκλειστικά ούτε στην τραυματική ιστορική εμπειρία της Κίνας κατά τον «αιώνα της ταπείνωσης από το 1842 ώς το 1949, όταν ξένες μεγάλες δυνάμεις καθόριζαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τις εσωτερικές εξελίξεις στην Κίνα.

Πηγάζει κυρίως από τον ίδιο ρεαλισμό που καθοδήγησε τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ, από τη ρεαλιστική αντίληψη ότι η Κίνα δεν έχει ολοκληρώσει μια βασική προϋπόθεση για την είσοδό της με αξιώσεις στο διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι: την ακριβή χαρτογράφηση του παγκόσμιου περιβάλλοντος και των σχέσεων που το καθορίζουν. Είναι όμως μια δυναμική πορεία που συνεχώς εξελίσσεται, φέρνοντας μαζί της την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση που μαρτυρεί η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κίνα έβλεπε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου την «αρχική φάση μιας πορείας προς την πολυ-πολικότητα», όπως έλεγε ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Κιάν Κισέν, αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι το τότε περιβάλλον είχε μόνον έναν πόλο, τις ΗΠΑ, αλλά εκτιμώντας και ότι αυτό δεν επρόκειτο να διαρκέσει. Ομως αυτό που δεν κράτησε πολύ ήταν η ίδια η εκτίμηση αυτή. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα οδήγησαν σε απογοήτευση σχετικά με την ικανότητα διεθνών παικτών, όπως η Ευρώπη, να περιορίσουν την αμερικανική κυριαρχία. Η κινεζική ηγεσία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι τα περι πολυ-πολικότητας ήταν «εκτός επαφής με την πραγματικότητα», όπως επισήμανε το 2001 ο Κινέζος πολιτικός επιστήμονας Γιονγκ Ντενγκ.

Ομως αυτό δεν οδήγησε σε πλήρη εγκατάλειψη της ιδέας, αλλά στην προσαρμογή της. Η κινεζική ηγεσία σταμάτησε να βλέπει την ανάδυση της πολυ-πολικότητας ως αποτέλεσμα ισορροπιών ισχύος και άρχισε να προσανατολίζεται σε έναν κόσμο διασυνδεδεμένων συμφερόντων και κοινών επιδιώξεων στον οποίο η διάχυση θα περιορίζει την κυριαρχία μεμονωμένων ηγεμονικών πόλων.

Η προσέγγιση αυτή συνδυάστηκε με την αλλαγή της αρχικής κινεζικής αντίληψης ότι η «παγκοσμιοποίηση» λειτουργεί σε όφελος της διατήρησης ενός πόλου εξουσίας, του αμερικανικού. Αντιθέτως, η νέα κινεζική ανάλυση βλέπει πλέον την παγκοσμιοποίηση ως στοιχείο ανάσχεσης της αμερικανικής ισχύος σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου «όλοι είναι κερδισμένοι». Θεωρεί έτσι ότι η πολυ-πολικότητα και η παγκοσμιοποίηση είναι δύο παράλληλες διαδικασίες που όμως συχνά τέμνονται για να οδηγήσουν σε μια πιο δημοκρατική παγκόσμια τάξη.

Για μια πλούσια σε συμβολισμούς κινεζική κουλτούρα, οι τεμνόμενοι ολυμπιακοί κύκλοι δύσκολα μπορούσαν να αγνοηθούν ως σύμβολο των όρων με τους οποίους η Κίνα βλέπει, στη φάση αυτή, το παγκόσμιο τοπίο. Και η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο εκφράζει την ενισχυόμενη κινεζική πεποίθηση ότι οι όροι αυτοί είναι ρεαλιστικοί.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Αλλο Σουδάν, άλλο Σερβία...

Η έκπληξη ανωτέρου στελέχους του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης για την Πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν ειλικρινής. Λίγα μέτρα έξω από την αίθουσα, όπου διεξαγόταν τότε η δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ρωτούσε γιατί δεν είχε ξαναδεί εκεί Ελληνες δημοσιογράφους. Οταν άκουσε, μεταξύ άλλων, ότι συντριπτικά μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης θεωρεί τη Δικαιοσύνη που απονέμει το δικαστήριο αυτό ως «δικαιοσύνη των νικητών», έδειξε να αποσυντονίζεται. «Ποιος είναι ο νικητής, υπάρχει νικητής»; Ηταν η πρώτη του αντίδραση, πιστή στην ελαφρώς ρομαντική πεποίθηση ότι ο ΟΗΕ και τα δικαστήριά του εκφράζουν την παγκόσμια συνισταμένη και τη διεθνή νομιμότητα. Η πρόσφατη τελείως διαφορετική αντιμετώπιση δύο διαφορετικών, αλλά συγγενικών, δικαστηρίων του ΟΗΕ ίσως τον διευκόλυνε. Η σύλληψη του Ράντοβαν Κάρατζιτς για την έκδοσή του στο ad hoc δικαστήριο του ΟΗΕ, που δημιουργήθηκε ειδικά για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, έγινε δεκτή με σχεδόν καθολικό ενθουσιασμό παγκοσμίως. Ξεκινώντας από τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, χαιρετίστηκε σχεδόν από τους πάντες. Λίγες μέρες νωρίτερα, η πρόταση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης του προέδρου του Σουδάν από το καινούργιο μόνιμο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ, είχε προκαλέσει τις «ξινές» αντιδράσεις των ίδιων, λίγο πολύ, ηγετών που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον «σεβασμό απέναντι στη λειτουργία της Δικαιοσύνης» και στα πολιτικά προβλήματα που τους προκαλούσε μια τέτοια κίνηση. Οι ΗΠΑ, μάλιστα, έσπευσαν να υπενθυμίσουν ότι οι ίδιες δεν έχουν συνυπογράψει την ίδρυση του δικαστηρίου αυτού και, άρα, δεν το αναγνωρίζουν (δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση τη σύλληψη του Σουδανού προέδρου). Οι δικαστές του ΟΗΕ μπορεί όντως να είναι ανεξάρτητοι πολιτικών σκοπιμοτήτων, στον βαθμό που οι εθνικοί δικαστές έχουν την ίδια ανεξαρτησία. Μπορεί η αναγκαία για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου σύμβαση της «εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη» να βρίσκει αναλογία σε διεθνές επίπεδο. Οπως όμως συμβαίνει και στην εθνική Δικαιοσύνη, η συγκεκριμένη «εντολή», που συνοδεύει τη δημιουργία ad hoc ειδικών δικαστηρίων, σε συνδυασμό με τη δυσφορία, που προκαλεί σε ισχυρούς πόλους εξουσίας το σχετικά ανεξέλεγκτο της τακτικής δικαιοσύνης, υπονομεύει την «έξωθεν καλή μαρτυρία».

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Απόψυξη σχέσεων...


Είναι σε θέση η κυβέρνηση Μπους να κάνει κάτι το θεαματικό που δεν θα περιλαμβάνει δυνατές λάμψεις, κρότους, εκρήξεις και τουλάχιστον μερικές χιλιάδες νεκρούς; Αν δεν υπήρχε αυτό το ερώτημα, οι πληροφορίες περί προσέγγισης της Ουάσινγκτον με την Τεχεράνη, περί αποκατάστασης της αμερικανικής διπλωματικής παρουσίας στο Ιράν έπειτα από 30 χρόνια, θα γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτές. Αν δεν αποτελούσαν εμπόδιο οι επιφυλάξεις που έχτισε η Ιστορία από το 2001 και μετά, οι ενδείξεις προσέγγισης που εμφανίζονται με επιταχυνόμενο ρυθμό εδώ και πάνω από ενάμιση χρόνο θα είχαν ήδη γίνει πιστευτές.

Η απόψυξη των σχέσεων με την Τεχεράνη είναι η λογική πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ακριβώς επειδή είναι λογική, γίνεται δύσκολα πιστευτή, όταν εμφανίζεται να την ακολουθεί μια κυβέρνηση που προκάλεσε κατ' επανάληψη «Σοκ και Δέος» με τον σχεδόν μεταφυσικό παραλογισμό της.

Ομως είναι βέβαιο ότι κάτι κινείται. Είναι σίγουρο ότι ένα τμήμα, τουλάχιστον, της αμερικανικής ηγεσίας είναι διατεθειμένο να αλλάξει προσέγγιση, στο πρότυπο της επιτυχημένης εγκατάλειψης της αρχικής «καουμπόικης» στάσης του Μπους απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Δεν είναι βέβαιο ότι έχει ακόμα πειστεί ή αναγκαστεί να συμπλεύσει «Νέο Αμερικανικό Ρεαλισμό» που πρεσβεύει η Κοντολίζα Ράις και το υπόλοιπο που, πάντως, εμφανίζεται όλο και πιο αποδυναμωμένο.

Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η αλλαγή στάσης δικαιολογείται από την ύπαρξη ενδείξεων ότι το Ιράν αρχίζει να πιέζεται από τις κυρώσεις και αλλάζει στάση. Φέρνουν παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση της γαλλικής πετρελαϊκής εταιρείας «Τοτάλ» να αποσύρει τα σχέδιά της για την υγροποίηση ιρανικού φυσικού αερίου. Αυτό που αποφεύγουν να πουν είναι ότι το παράδειγμα λειτουργεί στην πραγματικότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διότι το κενό που άφησε η συνδεδεμένη με τα δυτικά συμφέροντα «Τοτάλ» καλύφθηκε αμέσως από τη ρωσική «Γκαζπρόμ», δίνοντας έναν ακόμα βαθμό στην επεκτεινόμενη ρωσική ενεργειακή αυτοκρατορία, πολύ σημαντικότερη στο διεθνές γεωστρατηγικό παιχνίδι.

Επί του παρόντος, το απολύτως δεδομένο είναι η ενίσχυση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας που φαίνεται να έχει αναλάβει, όπως στην περίπτωση Συρίας-Ισραήλ, την εργολαβία της μεσολάβησης Ιράν-ΗΠΑ.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

G8: Ασχοληθείτε μαζί μας ακόμα και βρίζοντας

Οι καλές εποχές του Σιάτλ και της Γένοβας πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι συμμετέχοντες στις συναντήσεις κορυφής της ομάδας των περισσότερο αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών (G8) πρέπει να έφυγαν από την τελευταία, στην Ιαπωνία, με τα απομεινάρια κάποιας πικρής γεύσης στο στόμα, που σίγουρα δεν οφειλόταν στην εξαιρετικά φροντισμένη ιαπωνική κουζίνα που γεύτηκαν.

Η γεύση αυτή πρέπει να ήταν γνώριμη σε έναν απ' αυτούς, τον Τζορτζ Μπους, αν υποτεθεί ότι έχει αντιληφθεί τι συνέβη κατά την τελευταία, αποχαιρετιστήρια, περιοδεία του στην Ευρώπη. Κανείς δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ούτε καν οι διαδηλωτές. Στη Γερμανία, μάλιστα, του το είπαν κατάμουτρα, δηλώνοντας ότι τον θεωρούν «τελειωμένο», που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούν μαζί του.

Οι ηγέτες της G7, αργότερα G7+1 και τελικά G8, είχαν αποκοιμηθεί πολύ πέραν της ώρας που θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι η ομάδα τους και οι συμβολικές συνάξεις της οδεύουν προς τον αναχρονισμό με ρυθμό ταχύτερο απ' ό,τι το σύνολο σχεδόν των τυπικών θεσμών και άτυπων συμφωνιών, ομάδων και «διευθυντηρίων» που διαμορφώθηκαν φωτογραφίζοντας το παγκόσμιο τοπίο που δημιούργησε η λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, έστω και ρετουσαρισμένων από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η ανάμνηση μιας ασπρόμαυρης στατικής φωτογραφίας διατηρήθηκε στην εποχή του έγχρωμου κινηματογράφου, ακόμα και του σημερινού τρισδιάστατου ΙΜΑΧ, με τη βοήθεια και εκείνων που συνέχισαν να της δίνουν σημασία, έστω και για να προσπαθήσουν να τη σκίσουν, να τη φτύσουν ή να την κάψουν συγκρουόμενοι με τους Αμερικανούς αστυνομικούς στο Σιάτλ, τρώγοντας ξύλο και σφαίρες από τους μπερλουσκονικούς αστυνομικούς στη Γένοβα.

Η παραπλανητική εικόνα και για τις δύο πλευρές διασώθηκε προσωρινά, όταν αποφάσισαν να συνεδριάζουν πλέον «στα όρη στ' άγρια βουνά» για τον φόβο των Ιουδαίων-διαδηλωτών. Μπόρεσαν να διατηρήσουν για λίγο ακόμα τον μύθο, αποδίδοντας την όλο και μεγαλύτερη ηρεμία των ετήσιων συναντήσεών τους στο άχαρο των διαδηλώσεων μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον στόχο τους και στην αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας και όχι στην αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ασημαντότητάς τους, έστω και ως συμβολικών στόχων.

Στη συνάντηση της Ιαπωνίας, πριν από μία εβδομάδα, ακόμα και ο πάντα «σπινταρισμένος» Νικολά Σαρκοζί εμφανίστηκε αναχρονιστικός, αν και λιγότερο από τους υπόλοιπους. Διέγνωσε τη διαφορά φάσης ανάμεσα στην Ομάδα των 8 και την παγκόσμια πραγματικότητα και ζήτησε τη διεύρυνση της G8, ώστε να μη συζητά για την παγκόσμια οικονομία χωρίς τις μεγαλύτερες ανερχόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική), για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες χωρίς τη χώρα με τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα του κόσμου (Κίνα) ή για την ενέργεια και το πετρέλαιο χωρίς τις μεγαλύτερες (πλην Ρωσίας) πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, για το περιβάλλον χωρίς τις χώρες με την πλέον καλπάζουσα αύξηση ρύπων και για την ανακούφιση των χειμαζόμενων πληθυσμών χωρίς την εκπροσώπησή τους.

Ομως και αυτή η διαπίστωση αναφέρεται στο παρελθόν, έστω και στο πιο πρόσφατο, και σίγουρα όχι στο μέλλον. Προϋποθέτει ότι μεμονωμένες ισχυρές, σε ορισμένους τομείς ή συνολικά, κρατικές οντότητες διατηρούν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν και να ελέγξουν, όπως στο παρελθόν, τις διεθνείς παλιρροϊκές κινήσεις, έστω και σε συνεννόηση μεταξύ τους. Ομως όλα δείχνουν ότι η δυνατότητα αυτή διαχέεται όλο και πιο πολύ σε περισσότερους παίκτες, όλο και συχνότερα μη κρατικούς και σε κατά περίπτωση συνεχώς μεταβαλλόμενες συνεργατικές σχέσεις μεταξύ τους. Εν δυνάμει απαντήσεις με τη μείωση του αριθμού των ανεξάρτητων παικτών και την υπαγωγή τους σε ισχυρές δομές με κρίσιμο ειδικό βάρος, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι εν τη γενέσει τους προσπάθειες μίμησής της σε διάφορες περιοχές του κόσμου, παραμένουν ημιτελείς. Μένοντας εγκλωβισμένες σ' αυτή την ενδιάμεση φάση συνεισφέρουν, αντί να περιορίζουν, στη διεθνή ασάφεια και αφασία, φτάνοντας ώς το σημείο να περιορίζουν παράγοντες, όπως η εθνική κυριαρχία κρατικών παικτών, χωρίς να καταλήγουν στη διαμόρφωση ευρύτερων και ισχυρότερων κυριαρχικών δομών.

Ημιάτυπες ομάδες, όπως η G8, μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία, ακριβώς λόγω της χαλαρής δομής τους, κάτι που τους δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα να προσαρμοστούν γρηγορότερα στον πραγματικό κόσμο απ' ό,τι άλλες, πιο δομημένες και με μεγαλύτερο ουσιαστικό αντίκρισμα. Ακόμα και σε περίπτωση που η ακαμψία των συστατικών τους τις διατηρήσει σε αφασία, η ολίσθησή τους προς την ουσιαστική εκτός θέματος ανυπαρξία θα είναι ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός. Ο γδούπος της κατάρρευσης θα είναι πιο ηχηρός στην περίπτωση άλλων φωτογραφικών ακινητοποιήσεων της ιστορικής εξέλιξης που παίρνουν σειρά, όπως το «τούκα προ» της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων του 1968. Και όλα δείχνουν ότι η συνθήκη αυτή έχει εκμετρήσει το ζην και είναι η πρώτη που θα γκρεμοτσακιστεί.

Ασχετα με το αν πρόκειται για την πτώση όσων ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστησε κυρίαρχους στις δεκαετίες που ακολούθησαν ή για την «άνοδο των υπολοίπων», όπως υποστηρίζει ο διευθυντής του «Νιούσγουικ», Φαρίντ Ζακαρία, στο τελευταίο βιβλίο του, το μεταπολεμικό περιβάλλον αποτελεί ήδη παρελθόν, όσο και αν η συνειδητοποίηση ακολουθεί με χρονική διαφορά τις εξελίξεις. Και σε πολλές περιπτώσεις οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι οι τελευταίοι που το συνειδητοποιούν, με τη διαίσθηση των πολιτών να βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα, έστω και αν υπερβάλλει στην εκτίμηση ότι είναι «τελειωμένοι».

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Παιχνίδια (;) πολέμου

Οι τελετουργικές επιδείξεις ισχύος ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν πλησιάζουν γρήγορα το όριο που διαχωρίζει την προειδοποιητική και ενισχυτική μιας χορογραφημένης διαπραγματευτικής διαδικασίας φάση με εκείνη της συνεχούς ανατροφοδότησης ενός φαύλου κύκλου κλιμάκωσης με σχεδόν νομοτελειακή εκρηκτική κορύφωση. Οι διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ανάψει το «πράσινο φως» για μια ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Ιράν και ότι παραμένουν προσηλωμένες στη διπλωματική προσέγγιση, δεν ακούγονται ιδιαίτερα καθησυχαστικές για δύο λόγους:

1Συμπίπτουν χρονικά με δηλώσεις αμερικανικών κύκλων, που πρόσκεινται σε κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με τις οποίες το «πράσινο φως» θα δοθεί στο μέλλον, αν δεν έχει ήδη δοθεί μεταχρονολογημένο.

2Συνοδεύονται από τις δηλώσεις της Κοντολίζα Ράις, σύμφωνα με τις οποίες οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν φίλους και συμμάχους αν δεχθούν επίθεση από το Ιράν.

Ακόμα και αν το πρώτο δεν ισχύει, οι δηλώσεις της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών δεν λειτουργούν μόνο ως προειδοποίηση προς την Τεχεράνη. Δίνουν τη διαβεβαίωση στο Ισραήλ, αλλά και σε κύκλους της αμερικανικής εξουσίας, όπως η περί τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι ομάδα, ότι αν προχωρήσουν σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς θα το κάνουν με δεδομένη την προστασία από τις επιπτώσεις και ότι οποιαδήποτε ενέργειά τους θα σύρει τις ΗΠΑ σε αναγκαστική συμμετοχή.

Μπορεί δηλαδή να δημιουργηθεί μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που πριν από δύο χρόνια οδήγησε σε παγίδευση του Ισραήλ σε έναν αποτυχημένο πόλεμο στον Λίβανο, όταν η συνεργασία ανεπίσημων συγγενικών πολιτικο-στρατιωτικών σκληροπυρηνικών μηχανισμών στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ εγκλώβισε την ισραηλινή ηγεσία, αλλά και την επίσημη Ουάσιγκτον, σε επιλογές που ενδεχομένως θα είχαν αποφύγει και οι οποίες τελικά κατέληξαν σε βάρος τους. Η επίδειξη πυραυλικής ισχύος στα ετήσια γυμνάσια των «Φρουρών της Επανάστασης» στο Ιράν και η σχετική ρητορική δεν είναι κάτι το καινούργιο και, εν πάση περιπτώσει, είναι αναμενόμενη και απολύτως προβλέψιμη όταν έχουν προηγηθεί απειλητικές δηλώσεις και κινήσεις, όπως η σκόπιμη διαρροή των πληροφοριών σχετικά με την άσκηση της ισραηλινής αεροπορίας, που έγινε προσφάτως με τη συνεργασία και της Ελλάδας. Προηγούμενες παρόμοιες ασκήσεις, όπως εκείνη του Φεβρουαρίου 2007, που προκάλεσε επεισόδιο στην Κάρπαθο, είχε γίνει προσπάθεια να κρατηθούν μυστικές. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τότε, το Ισραήλ παρουσίασε προχθές με τυμπανοκρουσίες αεροσκάφος Γκάλφστριμ με εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου. Το ίδιο αεροσκάφος συμμετείχε τότε στο επεισόδιο της Καρπάθου και σε άλλες ασκήσεις στη Μεσόγειο. Ομως τότε δεν είχε επιλεγεί η δημοσιοποίηση του γεγονότος, που θα υποχρέωνε την Τεχεράνη σε επίσης δημόσια απάντηση.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Το δίκιο του «όχι»

Εκ πρώτης όψεως δεν έχει άδικο, όσο και αν ο λόγος του προκαλεί υποψίες λαϊκισμού ή αν δεν πείθονται όλοι για τα κίνητρά του. Οταν ζητά μια ισχυρή αλλά δημοκρατική Ευρώπη, όταν καταγγέλλει το δημοκρατικό έλλειμμα, ακόμα και όταν αναφέρεται απαξιωτικά στον πρόεδρο της Κομισιόν, λέγοντας ότι «δεν εκπροσωπεί κανέναν» ο «κύριος όχι» του ιρλανδικού δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη της Λισαβόνας (βλέπε διπλανή συνέντευξη) διατυπώνει μια σειρά απλών φράσεων που δύσκολα απορρίπτονται. Οταν ισχυρίζεται ότι η επιθυμία για μια πραγματικά ισχυρή, άρα και δημοκρατική, Ευρώπη είναι αυτή που εκφράζεται μέσω της καταψήφισης της συνθήκης, προβάλλει ένα ισχυρό επιχείρημα που μπορεί να εξηγήσει και την «παράδοξη» συμπεριφορά των ψηφοφόρων μιας από τις πλέον «φιλοευρωπαϊκές» χώρες, που ωφελήθηκε όσο λίγες από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία, οι ίδιοι ψηφοφόροι που ψήφισαν «όχι», φέρονται από τις δημοσκοπήσεις να υποστηρίζουν σε ποσοστό 87%.

Οταν προαναγγέλλει ότι η οργάνωσή του θα προσπαθήσει να κινητοποιήσει όλους τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους προς την κατεύθυνση αυτή κατά τις ευρωεκλογές του 2009 (βοηθούμενη και από το άμεσα αναγνωρίσιμο στις περισσότερες χώρες-μέλη απλό λατινικό όνομά της «Λίμπερτας», που ξεπερνά τους εκτός Ελλάδας, Κύπρου και Βουλγαρίας γλωσσικούς φραγμούς) αναδεικνύει ένα ακόμα συστατικό του «δημοκρατικού ελλείμματος» της Ε.Ε. Την σε συνέργεια με τις ευρωπαϊκές θεσμικές ρυθμίσεις εκ της βάσης υπονόμευσης έστω και των ψηγμάτων δημοκρατικότητας με την αντιμετώπιση των ευρωεκλογών από τους ψηφοφόρους σαν μια καλά οργανωμένη δημοσκόπηση επί εσωτερικών θεμάτων.

Πάντα εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσυπογράψει πολλά από τα επιχειρήματα και τους στόχους του, αποδεχόμενος την ειλικρίνειά τους και θεωρώντας ότι υπηρετούν ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό όραμα. Τα εξαρτημένα ανακλαστικά που έχει διαμορφώσει η ευρωπαϊκή Ιστορία του 20ού αιώνα εισάγουν όμως καλοπροαίρετες επιφυλάξεις, ζητούν προσεκτικό ζύγισμα της απλότητας του πολιτικού λόγου απέναντι στην απλοϊκότητα και τον λαϊκισμό και την αντιπαραβολή προτάσεων δημοκρατικών πρακτικών, όπως τα δημοψηφίσματα, στην καταγραφείσα ιστορικά διαστροφή τους μερικές φορές σε εργαλεία εξυπηρέτησης εκτροπών.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Ταξίδι στα γνώριμα μέρη της διαφθοράς

Είναι σαν τη γλυκειά αίσθηση του γνώριμου, του ήδη βιωμένου, που έχεις όταν επισκέπτεσαι για πρώτη φορά την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη ή τη Νέα Υόρκη. Σε κάθε γωνιά, η εικόνα που συλλέγει το μάτι επενδύεται με ιστορίες, πρόσωπα και εικόνες από τα βιβλία της Ιστορίας, των Θρησκευτικών ή από τον αμερικανικό κινηματογράφο. Οσα βλέπεις για πρώτη φορά είναι παρηγορητικά οικεία, σαν το φαγητό της μαμάς, φορτισμένα από πριν με συναισθήματα των οποίων η πηγή έχει σχεδόν ξεχαστεί.

Αυτή η αίσθηση της νοσταλγικής θαλπωρής διευκολύνει ένα τολμηρό ταξίδι. Γιατί χρειάζεται αρκετή τόλμη, ευσυνειδησία, αγανάκτηση ή απλή ξεροκεφαλιά έστω και για να ξεφυλλίσεις τις 592 σελίδες του εγχειριδίου του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για να ρίξεις μια ματιά στη «Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς», να δεις τις εκθέσεις της «Διεθνούς Διαφάνειας» και να ενημερωθείς από τις εργασίες της «Διεθνούς Ομάδας Συντονισμού κατά της Διαφθοράς» ή της «Ομάδας Δικαστικής Ακεραιότητας» που διατύπωσε τις «Αρχές της Μπανγκαλόρ» για τη δικαστική πρακτική.

Το όλο εγχείρημα θα πυροδοτούσε απλώς μια ανάμνηση της θλιβερής στειρότητας των μαθητικών χρόνων αν κάθε λέξη δεν ήταν γνώριμη, αν κάθε παράγραφος δεν ξυπνούσε την αίσθηση του deja vu, αν σε κάθε σελίδα δεν αναφωνούσες αρκετές φορές: «Αυτό το ξέρω, αυτό το έχω δει». Αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, η βαρεμάρα δεν θα σου επέτρεπε να θαυμάσεις τον ολοκληρωμένο και πολιτικώς ορθό τρόπο με τον οποίο κάποιοι περιγράφουν αποτελεσματικά αυτό που εσύ θα διατύπωνες πιο χυδαία και συναισθηματικά, με κάποια από τις χορταστικές, απείρως περιεκτικές, εκτονωτικές λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου.

Από τις γνώριμες λέξεις (διαπλοκή, πελατειακές σχέσεις, έλλειψη διαφάνειας), η αναγνωριστική «βόλτα» στην «εργαλειοθήκη» του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της διαφθοράς που, σημαδιακό αυτό, εκδίδει το «Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Εγκλημα», προτιμά να εστιάσει για μια μελλοντική νέα επίσκεψη στο 5ο κεφάλαιο, αυτό περί «Κοινωνικής Πρόληψης» λόγω της αίσθησης ότι, όπως και πολλά άλλα πράγματα, η διαφθορά δεν επιβάλλεται άνωθεν αλλά προκύπτει από τις συστημικές στρεβλώσεις και τις δομικές ατέλειες στην εξελικτική πορεία μιας κοινωνίας. Μια κατάσταση που φέρνει κάθε μέλος της κοινωνίας απέναντι στο «δίλημμα του φυλακισμένου» της Θεωρίας των Παιγνίων και όχι μόνο τους πολιτικούς στους οποίους αναφέρεται εύστοχα στο σχετικό άρθρο του στην «Οικονομία» της χθεσινής «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Θοδωρής Πελαγίδης.

Σε μια κοινωνία κατεστημένης διαφθοράς τα άνωθεν χρησιμοποιούμενα «εργαλεία» καταπολέμησης (νομικά, κατασταλτικά, προληπτικά, παιδαγωγικά, προαγωγής της διαφάνειας) δεν αρκούν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο που δημιουργεί «φυλακισμένους» και καθιστά αυτονόητα τα «διλήμματα». Το αποτέλεσμά τους κινδυνεύει να μην ξεπερνά το ανασήκωμα των ώμων και ένα ειρωνικό πικρό χαμόγελο. Ακόμα και το «εργαλείο» κινητοποίησης της «Κοινωνίας των Πολιτών» αποσαθρώνεται στον βαθμό που «καπελώνεται» -ή υπάρχει η αίσθηση ότι «καπελώνεται»- από τους ίδιους πολιτικούς ή άλλους μηχανισμούς, που θεωρούνται υπεύθυνοι για τον «εγκλωβισμό» ή εκείνους που συνοδεύονται από την υποψία ότι η όποια διαφοροποίησή τους, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, οφείλεται απλώς σε έλλειψη ευκαιριών.

Σ' ένα τέτοιο περιβάλλον, η επισήμανση του ΟΗΕ ότι «η εγκατάσταση λαϊκών προσμονών υπέρ της ακεραιότητας και κατά της διαφθοράς, που ενισχύει την αξιοπιστία των μεταρρυθμίσεων και εμπνέει δημόσια εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των μεταρρυθμισμένων θεσμών πάντα θα έρχεται με καθυστέρηση έναντι της πραγματικής προόδου», μοιάζει σαν να βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο, καθώς προϋποθέτει την έστω και ελάχιστη αξιοπιστία προκειμένου να υπάρξει «πραγματική πρόοδος».

Οταν η έλλειψη αυτής της αξιοπιστίας είναι ή θεωρείται ότι είναι, δεδομένη, ακόμα και συγκροτημένες εκστρατείες κατά της διαφθοράς, πόσο μάλιστα αποσπασματικές ή προκύπτουσες από τυχαία περιστατικά, οδηγούν σε έναν περαιτέρω κοινωνικό εγκλωβισμό, λειτουργώντας ως επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας και όχι ως προσπάθειες αλλαγής της.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απαραίτητα αρνητική, καθώς μπορεί να οδηγήσει στη συγκέντρωση μιας «κρίσιμης μάζας» δυσφορίας, που θα εκφραστεί με την εκρηκτική απαίτηση συνολικής αλλαγής σκηνικού. Μιας αλλαγής-ρήξης που, κατά πάσαν πιθανότητα, θα αποκλείσει τις «φυλακισμένες» στα διλήμματά τους δυνάμεις, ακόμα και εκείνες που δεν φέρουν ακέραιη την ευθύνη του εγκλωβισμού τους.

Δεν είναι όμως απαραίτητα ούτε θετική, καθώς μια τέτοια, σχεδόν επαναστατική κοινωνική αλλαγή, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε ακραίο λαϊκισμό στις πιο αποκρουστικές φασίζουσες μορφές του, όπως προειδοποιεί η παγκόσμια Ιστορία ή, έστω, να προσφέρει έδαφος για τη ραγδαία περιστολή ελευθεριών στο πρότυπο του «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» με τον οποίο εγκαινιάστηκε ο 21ος αιώνας. Ο συνδυασμός με μια παγκόσμια αλλά και τοπική οικονομική κρίση, σε μεγάλο βαθμό απότοκο της διαφθοράς με την ευρύτερη ώς την πλέον στενή έννοια, δυσκολεύει τους λιγότερο παρορμητικούς, αυτούς που πριν επιχειρήσουν κάποιο άλμα θέλουν να έχουν κάποια εικόνα, έστω και στο περίπου, του πού θα προσγειωθούν.

Γι' αυτούς, ένα ταξίδι στη μελέτη της διαφθοράς, όπως και κάθε γρήγορο διερευνητικό ταξίδι ακόμα και σε γνώριμους εκ των προτέρων τόπους, δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις και λύσεις. Απλώς προσθέτει ερωτήματα, απορίες, ανησυχίες και φόβους. Και την ελπίδα ότι κάποια μελλοντική περιήγηση ή κάποιος άλλος πιο θαρραλέος περιηγητής θα τους διοχετεύσει λυτρωτικά.