Είναι βέβαιον ότι η συζήτηση θα πάρει διαφορετική τροπή. Τα γεγονότα στον Καύκασο, ζεστά ακόμα, θα χρωματίσουν με αναπάντεχες αποχρώσεις και θα ντοπάρουν με ασυνήθιστη τεστοστερόνη (αν δεν πνίξουν σε γενικευμένη απορία) την αναμενόμενη συζήτηση στη φθινοπωρινή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που ξεκινά σε μερικές μέρες σχετικά με τις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και για τη νέα έννοια της «ευθύνης για την προστασία» διεθνώς.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό, τη συζήτηση αυτή ωθούσαν περιπτώσεις όπως ο γαλλικός ρόλος στη Ρουάντα, οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» στη Σερβία, τα περίεργα βραχυκυκλώματα του ανθρωπισμού στο Νταρφούρ, η «διάσωση» των Ιρακινών από τον Σαντάμ Χουσεΐν, η πρόσφατη φυσική καταστροφή στη Βιρμανία και η άρνηση της βιρμανικής χούντας να δεχθεί απευθείας ξένη βοήθεια. Δεν βοηθούσαν όμως στο ξεκαθάρισμα μιας ισορροπιστικής πορείας που ξεκίνησε από το 2005, όταν η έννοια της «ευθύνης για την προστασία» (R2P από το responsibility to protect) αντιπαρατέθηκε επισήμως στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Βρετανία των Εργατικών του Τόνι Μπλερ ήταν ο χώρος και ο χρόνος όπου η φυσιολογική σοσιαλιστική ροπή προς την πρόταξη του κοινωνικού συνόλου έναντι του ατόμου, παντρεμένη με μια βολική μανιχαϊστική μεταφυσική περί καλού και κακού, άρχισε να ξεφεύγει ακόμα και από τη φασίζουσα εκτροπή του «nanny state», του «κράτους γκουβερνάντας», που μαζί με τη λογική της «πολιτικής ορθότητας» θέλει να ρυθμίσει λεπτομερώς την ατομική συμπεριφορά των πολιτών «για το καλό τους» και για το καλό του συνόλου.
Από εκεί, με τις παραπλανητικά βρώσιμες μπλεριανές θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής», η προβολή του μοντέλου σε διεθνές επίπεδο ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της συγκυρίας. Με μόνο μία χώρα, τις ΗΠΑ, να είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο του παγκόσμιου «κράτους γκουβερνάντας» στην πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή και με δεκάδες άλλες να προσφέρονται για τον ρόλο του «ατόμου» που θα πρέπει να καθοδηγηθεί ή να τιθασευτεί χάριν του κοινωνικού συνόλου (διεθνής κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια θα ήταν ακόμα και αν οι επιλεκτικές σοσιαλότροπες επιρροές (για τα αμερικανικά δεδομένα, προς αποφυγήν παρεξήγησης) του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, δεν μετέτρεπαν την ώσμωση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε παλίρροια.
Ηλογική των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», η χρήση στρατιωτικής βίας για λόγους που κάποιοι μπορούσαν να περιγράψουν ως «ανθρωπιστικούς» επιλέγοντας κάποιες ομάδες που χρειάζονται προστασία και ξεχνώντας άλλες, μπορεί να προκάλεσε αντιδράσεις, αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να ακυρώσουν την ορμή που έδινε η κυρίαρχη ομάδα χωρών στην επίσης κυρίαρχη «Δύση». Συγκερασμός των διαφορετικών απόψεων επιχειρήθηκε το 2005, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επικύρωσε ομοφώνως την αρχή της «ευθύνης για την προστασία», αποτυπώνοντας την αξία κάθε άποψης με βάση τη σχετική ισχύ κάθε πλευράς την εποχή εκείνη.
Ομως η δυσφορία, κυρίως των χωρών που δεν ανήκουν στη λεγόμενη «Δύση» και οι οποίες έβλεπαν την «ευθύνη για την προστασία» ως μια πολιτικώς ορθότερη διατύπωση-φερετζέ για την «ανθρωπιστική επέμβαση», μεγάλωσε. Η υποχώρηση της ηθικής αξίας της «Δύσης» μετά το συνεχές «ξεσάλωμα» της αμερικανικής ναυαρχίδας και των βρετανικών σκαφών συνοδείας, η αλλαγή στο διεθνές τοπίο με τα διαφαινόμενα όρια ισχύος της κυρίαρχης ομάδας και την αντίστοιχη αίσθηση σταδιακής ενίσχυσης και άλλων πόλων συμφερόντων και επιρροής (όπως η Κίνα και -δευτερευόντως ακόμα- η Ρωσία) οδήγησαν σε ηχηρότερη διατύπωση των επιφυλάξεων. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για να υιοθετήσει την αρχή της «ευθύνης για την προστασία» με την απόφαση 1674. Πολλές από τις χώρες που το 2005 ψήφισαν υπέρ στη Γενική Συνέλευση, διευκρίνισαν ότι αυτό για το οποίο δεσμεύτηκαν ήταν η περαιτέρω συζήτηση του θέματος.
Η πιο πρόσφατη επίκληση της R2P έγινε τον Μάιο του 2008 από τη Γαλλία, η οποία προσπάθησε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκρίνει τη χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», λόγω της άρνησης της χούντας της Βιρμανίας να επιτρέψει την απρόσκοπτη ανθρωπιστική αρωγή. Η αντίδραση από την Κίνα, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και τη Νότια Αφρική ήταν έντονη, όπως έντονος ήταν ο προβληματισμός όσων -και είναι πολλοί- βλέπουν την υπόθεση ως Δούρειο Ιππο για την παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και για τη νομιμοποίηση μονομερών στρατιωτικών επεμβάσεων.
Μέσα στον Ιούλιο, οι επιφυλάξεις ενισχύθηκαν από την έκδοση της έκτασης 500 σελίδων έκθεσης για τον ρόλο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη γενοκτονία της Ρουάντα. Το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης της αφρικανικής χώρας περιγράφει πώς η γαλλική «ανθρωπιστική παρέμβαση» ήταν στην πραγματικότητα συμμετοχή στην οργανωμένη σφαγή των Τούτσι, αλλά και των Χούτου που κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν Τούτσι. Περιγράφει πώς τα παλληκάρια της γαλλικής στρατιωτικής δύναμης «συμμετείχαν και οι ίδιοι άμεσα στις δολοφονίες» και πώς «διέπραξαν πλείστους βιασμούς προσφύγων Τούτσι», ενώ στρατιωτικοί και πολιτικοί επικεφαλής τους συμμετείχαν στην οργάνωση της σφαγής, προφανώς υπερασπιζόμενοι έτσι την αφρικανική δόξα, δηλαδή κάποια συμφέροντα της Γαλλίας, που αγωνίζεται να διατηρήσει τη διαρκώς συρρικνούμενη επιρροή της στην Αφρική.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η έκθεση δεν είναι απολύτως αντικειμενική και ότι αντικατοπτρίζει την αλλαγή του αφρικανικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, με νέες δυνάμεις να διαγκωνίζονται για τις καλύτερες θέσεις στο μεταβαλλόμενο μετα-αποικιακό τοπίο μιας πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχής. Είναι όμως ένα ακόμα στοιχείο από αυτά που διαμορφώνουν το κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αν και οι τελευταίες εξελίξεις το έχουν οδηγήσει στις πίσω θέσεις.
Η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία (και γύρω απ' αυτήν) είναι το στοιχείο που μοιραία θα κυριαρχήσει στη σκέψη όσων θα συζητήσουν το θέμα αυτό τον Σεπτέμβριο. Οχι μόνον επειδή (ελπίζεται ότι) θα είναι το πιο πρόσφατο, αλλά επειδή για πρώτη φορά δείχνει απτά ότι δεν υπάρχει μόνο μία «διεθνής γκουβερνάντα» και ότι την προστασία δεν την υφίστανται απαραιτήτως μόνον «οι άλλοι».
Μέχρι πριν από λίγο καιρό, τη συζήτηση αυτή ωθούσαν περιπτώσεις όπως ο γαλλικός ρόλος στη Ρουάντα, οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» στη Σερβία, τα περίεργα βραχυκυκλώματα του ανθρωπισμού στο Νταρφούρ, η «διάσωση» των Ιρακινών από τον Σαντάμ Χουσεΐν, η πρόσφατη φυσική καταστροφή στη Βιρμανία και η άρνηση της βιρμανικής χούντας να δεχθεί απευθείας ξένη βοήθεια. Δεν βοηθούσαν όμως στο ξεκαθάρισμα μιας ισορροπιστικής πορείας που ξεκίνησε από το 2005, όταν η έννοια της «ευθύνης για την προστασία» (R2P από το responsibility to protect) αντιπαρατέθηκε επισήμως στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Βρετανία των Εργατικών του Τόνι Μπλερ ήταν ο χώρος και ο χρόνος όπου η φυσιολογική σοσιαλιστική ροπή προς την πρόταξη του κοινωνικού συνόλου έναντι του ατόμου, παντρεμένη με μια βολική μανιχαϊστική μεταφυσική περί καλού και κακού, άρχισε να ξεφεύγει ακόμα και από τη φασίζουσα εκτροπή του «nanny state», του «κράτους γκουβερνάντας», που μαζί με τη λογική της «πολιτικής ορθότητας» θέλει να ρυθμίσει λεπτομερώς την ατομική συμπεριφορά των πολιτών «για το καλό τους» και για το καλό του συνόλου.
Από εκεί, με τις παραπλανητικά βρώσιμες μπλεριανές θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής», η προβολή του μοντέλου σε διεθνές επίπεδο ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της συγκυρίας. Με μόνο μία χώρα, τις ΗΠΑ, να είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο του παγκόσμιου «κράτους γκουβερνάντας» στην πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή και με δεκάδες άλλες να προσφέρονται για τον ρόλο του «ατόμου» που θα πρέπει να καθοδηγηθεί ή να τιθασευτεί χάριν του κοινωνικού συνόλου (διεθνής κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια θα ήταν ακόμα και αν οι επιλεκτικές σοσιαλότροπες επιρροές (για τα αμερικανικά δεδομένα, προς αποφυγήν παρεξήγησης) του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, δεν μετέτρεπαν την ώσμωση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε παλίρροια.
Ηλογική των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», η χρήση στρατιωτικής βίας για λόγους που κάποιοι μπορούσαν να περιγράψουν ως «ανθρωπιστικούς» επιλέγοντας κάποιες ομάδες που χρειάζονται προστασία και ξεχνώντας άλλες, μπορεί να προκάλεσε αντιδράσεις, αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να ακυρώσουν την ορμή που έδινε η κυρίαρχη ομάδα χωρών στην επίσης κυρίαρχη «Δύση». Συγκερασμός των διαφορετικών απόψεων επιχειρήθηκε το 2005, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επικύρωσε ομοφώνως την αρχή της «ευθύνης για την προστασία», αποτυπώνοντας την αξία κάθε άποψης με βάση τη σχετική ισχύ κάθε πλευράς την εποχή εκείνη.
Ομως η δυσφορία, κυρίως των χωρών που δεν ανήκουν στη λεγόμενη «Δύση» και οι οποίες έβλεπαν την «ευθύνη για την προστασία» ως μια πολιτικώς ορθότερη διατύπωση-φερετζέ για την «ανθρωπιστική επέμβαση», μεγάλωσε. Η υποχώρηση της ηθικής αξίας της «Δύσης» μετά το συνεχές «ξεσάλωμα» της αμερικανικής ναυαρχίδας και των βρετανικών σκαφών συνοδείας, η αλλαγή στο διεθνές τοπίο με τα διαφαινόμενα όρια ισχύος της κυρίαρχης ομάδας και την αντίστοιχη αίσθηση σταδιακής ενίσχυσης και άλλων πόλων συμφερόντων και επιρροής (όπως η Κίνα και -δευτερευόντως ακόμα- η Ρωσία) οδήγησαν σε ηχηρότερη διατύπωση των επιφυλάξεων. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για να υιοθετήσει την αρχή της «ευθύνης για την προστασία» με την απόφαση 1674. Πολλές από τις χώρες που το 2005 ψήφισαν υπέρ στη Γενική Συνέλευση, διευκρίνισαν ότι αυτό για το οποίο δεσμεύτηκαν ήταν η περαιτέρω συζήτηση του θέματος.
Η πιο πρόσφατη επίκληση της R2P έγινε τον Μάιο του 2008 από τη Γαλλία, η οποία προσπάθησε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκρίνει τη χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», λόγω της άρνησης της χούντας της Βιρμανίας να επιτρέψει την απρόσκοπτη ανθρωπιστική αρωγή. Η αντίδραση από την Κίνα, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και τη Νότια Αφρική ήταν έντονη, όπως έντονος ήταν ο προβληματισμός όσων -και είναι πολλοί- βλέπουν την υπόθεση ως Δούρειο Ιππο για την παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και για τη νομιμοποίηση μονομερών στρατιωτικών επεμβάσεων.
Μέσα στον Ιούλιο, οι επιφυλάξεις ενισχύθηκαν από την έκδοση της έκτασης 500 σελίδων έκθεσης για τον ρόλο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη γενοκτονία της Ρουάντα. Το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης της αφρικανικής χώρας περιγράφει πώς η γαλλική «ανθρωπιστική παρέμβαση» ήταν στην πραγματικότητα συμμετοχή στην οργανωμένη σφαγή των Τούτσι, αλλά και των Χούτου που κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν Τούτσι. Περιγράφει πώς τα παλληκάρια της γαλλικής στρατιωτικής δύναμης «συμμετείχαν και οι ίδιοι άμεσα στις δολοφονίες» και πώς «διέπραξαν πλείστους βιασμούς προσφύγων Τούτσι», ενώ στρατιωτικοί και πολιτικοί επικεφαλής τους συμμετείχαν στην οργάνωση της σφαγής, προφανώς υπερασπιζόμενοι έτσι την αφρικανική δόξα, δηλαδή κάποια συμφέροντα της Γαλλίας, που αγωνίζεται να διατηρήσει τη διαρκώς συρρικνούμενη επιρροή της στην Αφρική.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η έκθεση δεν είναι απολύτως αντικειμενική και ότι αντικατοπτρίζει την αλλαγή του αφρικανικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, με νέες δυνάμεις να διαγκωνίζονται για τις καλύτερες θέσεις στο μεταβαλλόμενο μετα-αποικιακό τοπίο μιας πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχής. Είναι όμως ένα ακόμα στοιχείο από αυτά που διαμορφώνουν το κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αν και οι τελευταίες εξελίξεις το έχουν οδηγήσει στις πίσω θέσεις.
Η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία (και γύρω απ' αυτήν) είναι το στοιχείο που μοιραία θα κυριαρχήσει στη σκέψη όσων θα συζητήσουν το θέμα αυτό τον Σεπτέμβριο. Οχι μόνον επειδή (ελπίζεται ότι) θα είναι το πιο πρόσφατο, αλλά επειδή για πρώτη φορά δείχνει απτά ότι δεν υπάρχει μόνο μία «διεθνής γκουβερνάντα» και ότι την προστασία δεν την υφίστανται απαραιτήτως μόνον «οι άλλοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου