Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

«Τα πάντα ρει» και στη νέα δεκαετία

Τέτοιες μέρες, πριν από δέκα χρόνια, ολόκληρος ο κόσμος περίμενε με αγωνία την πρώτη Πρωτοχρονιά του 21ου αιώνα, την αρχή της τρίτης χιλιετίας για τους χριστιανούς και την κατάρρευση των υπολογιστών σε όλο τον κόσμο, με τον «ιό της χιλιετίας», τον γνωστό και με το χαϊδευτικό Υ2Κ, εν μέσω απίστευτης τερατολογίας και θεωριών συνωμοσίας.

Θα έλεγε κανείς πως ελάχιστα άλλαξαν, διότι, λίγο πριν από το κλείσιμο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ασχολούμαστε με έναν άλλο ιό, τον γνωστό και με το χαϊδευτικό Η1Ν1, εν μέσω νέας απίστευτης τερατολογίας και θεωριών συνωμοσίας.

Η εντύπωση, όμως, είναι απατηλή. Κατά την εναρκτήρια δεκαετία του αιώνα, σχεδόν το μόνο που παρέμεινε σταθερό είναι η ανθρώπινη φύση (άρα και η εμμονή στις θεωρίες συνωμοσίας). Ξεκίνησε με έναν νωθρό εφησυχασμό και με την ελπίδα, που, για κάποιο λόγο, συνοδεύει πάντα τις «στρογγυλές» ημερομηνίες, για να καταλήξει σε έναν απολογισμό κρίσεων. Κρίση περιβάλλοντος. Κρίση κλίματος. Κρίση οικονομική. Κρίση χρηματοπιστωτική. Κρίση τρομοκρατίας. Κρίση πολεμική. Κρίση διαφθοράς. Κρίση διακυβέρνησης. Κρίση κοινωνική. Κρίση ιδεολογική.

Επιτέλους, όλα πάνε καλά...

Οι εσχατολογικές προσδοκίες συνοδεύουν κάθε «στρογγυλή» ημερομηνία, όσο αυθαίρετη και αν είναι η ημερομηνία αναφοράς. Από κτίσεως Ρώμης, από τη γέννηση του Χριστού, από την 6η μέρα της δημιουργίας ή από την Εγίρα, η μεταφυσική σημασία των αιώνων και των χιλιετιών αγγίζει, στο μυαλό ακόμα και των λιγότερο επιρρεπών, μέχρι και τα κυκλώματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ομως, ο κόσμος δεν τελείωσε στο 2000 των χριστιανών, που, ελέω πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, αποτελεί σημείο αναφοράς και για όλους τους υπόλοιπους.

Θα φλέρταρε ίσως κανείς με τη μεταφυσική, αν αναζητούσε, στη δεκαετία που κλείνει σε τρεις μέρες, την επιβεβαίωση μιας άλλης επένδυσης συναισθημάτων στις «στρογγυλλές» ημερομηνίες, αυτή τη φορά με την έννοια του ξεκινήματος. Ομως, το διάστημα 2000 ώς 2009, που κλείνει, δύσκολα σε αφήνει «να αγιάσεις».

Από το 2000 και μετά εκδηλώθηκαν, έγιναν αντιληπτές ή συνειδητοποιήθηκαν αλλαγές, που έχουν συντελεστεί, δρομολογηθεί ή αναζητούν προς το παρόν κατεύθυνση. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις μαρτυρούν τους σπασμούς μιας εποχής, που αναζητά τον διάδοχό της και το ταρακούνημα, που διακόπτει και αναστρέφει την εντροπία, δηλαδή την πορεία από μια κατάσταση πλήρους αναταραχής στην πλήρη ηρεμία (του τάφου).

Ακόμα και χωρίς τη μεσολάβηση πρακτόρων της Ιστορίας, όπως οι αρπακτικοί τραπεζίτες και χρηματιστές ή οι φανατικοί κυνικοί ιδεολόγοι της παρέας Τζορτζ Μπους και Οσάμα Μπιν Λάντεν, η οσμή της αλλαγής θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, αντιληπτή, ακόμα και από τους χρόνια συναχωμένους. Αυτό που ακόμα αργεί να γίνει αντιληπτό είναι το βάθος και η έκταση της αλλαγής που πρέπει να ξεκινήσει από την πλήρη αναγνώριση της ίδιας της ταυτότητας της κρίσης (του συνόλου των επί μέρους κρίσεων).

Εδώ και καιρό, ο φυσικός ανθρώπινος συντηρητισμός, η ανάγκη δικαίωσης ελπίδων και απόδοσης συναισθηματικών επενδύσεων εμποδίζει την πλήρη αντίληψη. Στο τέλος του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου, κάποιοι είδαν το τέλος του σοσιαλισμού, το τέλος της Ιστορίας, το τέλος του καπιταλισμού, το τέλος της παγκοσμιοποίησης κ.λπ., ανάλογα με τις προσωπικές επενδύσεις τους, με τον ίδιο τρόπο που επιμένουν να αναλύουν τον αναδυόμενο κόσμο με τα εργαλεία και τη ρητορική του παρελθόντος, ενισχύοντας την απορία και την αμηχανία.

Οπως επισημαίνει ο Stanley Feldman, γράφοντας περί Αξιών, Ιδεολογίας και της Δομής των Πολιτικών Απόψεων στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Ψυχολογίας της Οξφόρδης (Oxford Hanbook of Political Psychology, Oxford University Press), «αν και πολιτικοί, φιλόσοφοι και πολιτικοί επιστήμονες συχνά συζητούν για την πολιτική σαν να ήταν οργανωμένη σε μια και μοναδική διάσταση Δεξιάς - Αριστεράς, πάνω από 50 χρόνια έρευνας της κοινής γνώμης έχει δείξει ότι ένα μονοδιάστατο πρότυπο ιδεολογίας αποτελεί κακή περιγραφή των πολιτικών απόψεων για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων οπουδήποτε».

Αν η πραγματικότητα αυτή δεν κατάφερε να διαπεράσει επί τόσα χρόνια το βόλεμα σε ένα απλουστευτικό πρότυπο, που στηρίχτηκε στη γαλλική εθνοσυνέλευση του 1791, οι αλλαγές στην ίδια την αντίληψη της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, που σημειώθηκαν παγκοσμίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, φαίνεται να μην έχουν καμιά ελπίδα έκφρασης προς το παρόν, όπως μαρτυρεί και η αμήχανη χρήση προθεμάτων τύπου «νέο» ή «μετά» μπροστά από τους διάφορους -ισμούς.

Η γαλλική επανάσταση διαμόρφωσε επί δύο αιώνες, όχι μόνο την ευρωπαϊκή, αλλά και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Διαμόρφωσε το ατομικό και το συλλογικό φαντασιακό και την αίσθηση ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, σε σχέση με την έννοια του εθνικού κράτους. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, μια σειρά εξελίξεων μεταμόρφωσε τόσο έντονα το περιβάλλον, ώστε η εμμονή σε εργαλεία και πρότυπα που προέρχονται από την Ευρώπη και αναφέρονται στις ευρωπαϊκές εξελίξεις των τελευταίων δύο αιώνων της δεύτερης χιλιετίας, αφήνει όλο και περισσότερο μια αίσθηση ανεπάρκειας και παρακμής.

Με τις προς την αντίθετη κατεύθυνση εκδηλώσεις θυμικού να έχουν όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα απεγνωσμένης αμυντικής συναισθηματικής έκρηξης μπροστά στο αχαρτογράφητο, και τον προβληματισμό περί «παγκοσμιοποίησης» να αναζητά βάλσαμο, εστιάζοντας παραπλανητικά στην οικονομία, το άτομο προσδιορίζεται όλο και λιγότερο από εθνικά στοιχεία και εκφράζει τη συλλογικότητά του όλο και περισσότερο σε υπερ-εθνικές ή μετα-εθνικές ομάδες.

Με όλες τις επιμέρους κρίσεις του τοκετού, διαμορφώνεται έτσι μια παγκόσμια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να περιγραφεί με μοντέλα παγωμένα στον τόπο (Ευρώπη) και τον χρόνο (ευρωπαϊκό/χριστιανικό). Κατά πάσα πιθανότητα, διαμορφώνεται μια πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη, η περιγραφή της οποίας είναι, ακόμα, αδύνατη.

Με αυτή την έννοια, πέρα από τα πεπερασμένα της ατομικής μας καθημερινότητας, ο υπόλοιπος αιώνας, η υπόλοιπη χιλιετία, υπόσχονται πολλά.


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Οικονομική κρίση και περιβάλλον ζητούν επαναστατικές λύσεις

Κατά μία έννοια, περιβάλλον και διαφθορά λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας ενοχλείται με την περιβαλλοντική αναισθησία των άλλων με τον ίδιο τρόπο που εξοργίζεται με την αλλότρια διαφθορά, συχνά χωρίς να υποπτεύεται την προσωπική του ευθύνη ή υποκρινόμενος ότι την αγνοεί.

Ακόμα και ο τρόπος που «κρύβονται» μέσα στα αυτονόητα κάθε κοινωνίας, η δυσκολία αναγνώρισής τους -πέρα από την περιπτωσιολογία- έχει κοινά στοιχεία.

Την ίδια την αναγνώριση του προβλήματος εμποδίζουν, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, χρόνιες δυσπιστίες και ελλείψεις αξιοπιστίας, ιστορικά τραύματα, συντηρητικές αγκυλώσεις και έλλειψη φαντασίας.

Με τις 192 κρατικές οντότητες που συνομιλούν εδώ και μία εβδομάδα για την κλιματική αλλαγή, αυτή η δυναμική έχει μεταφερθεί στην Κοπεγχάγη. Και εκεί γίνεται το πρώτο λάθος. Η συζήτηση αφορά την «κλιματική αλλαγή», ένα τμήμα μόνο του ευρύτερου προβλήματος σχετικά με την αλλαγή του περιβάλλοντος. Διότι αυτό που αλλάζει γύρω μας δεν είναι μόνο το κλίμα, αλλά τα πάντα. Και αλλάζουν εδώ και καιρό. Η υπεράντληση νερού από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα δεν έχει σχέση (τουλάχιστον όχι άμεση) με την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, όμως έχει μεγάλες επιπτώσεις στο περιβάλλον, οδηγώντας ακόμα και σε καθιζήσεις εδαφών. Το ίδιο ισχύει με την υπεραλίευση, τη μεταφορά νέων ειδών σε περιβάλλοντα όπου η εισαγωγή τους ανατρέπει την οικολογική ισορροπία (παράδειγμα, τα τοξικά φύκια στη Μεσόγειο), ο ευτροφισμός συνεπεία αγροτικών πρακτικών, η συσσώρευση τοξικών ουσιών από τη γεωργία και τη βιομηχανία, η αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους με τεράστια τεχνικά έργα (φράγματα, εκτροπές ποταμών, αποξηράνσεις ελών, αλλαγές ακτογραμμών).

Με τον ίδιο τρόπο που κατοικημένες περιοχές της Ελλάδας πλημμυρίζουν επειδή κάποιοι μπάζωσαν τους χειμάρρους ή κατασκεύασαν με λάθος τρόπο κάποιο τεχνικό έργο, ολόκληρη η Νέα Ορλεάνη στις ΗΠΑ πλημμύρισε από τον τυφώνα Κατρίνα σε μεγάλο βαθμό επειδή τα τεχνικά έργα που είχαν γίνει για την προστασία της ήταν λάθος σχεδιασμένα και εκτελεσμένα. Στην Αθήνα ρίχνει συχνότερα λασποβροχή επειδή τα αυτοκίνητα 4x4 τρίβουν με τα λάστιχά τους την κρούστα που κρατά σταθερή την άμμο της Σαχάρας. Το σημαντικότερο: στις αρχές του 20ού αιώνα, η Γη είχε 1,65 δισ. κατοίκους. Σήμερα, έναν αιώνα μετά, έχει πάνω από 6 δισ. και σε μερικά χρόνια θα έχει πάνω από 7 δισ.

Ολα αυτά δεν περιλαμβάνονται στη συζητούμενη ενότητα «κλιματική αλλαγή», αν και συνδέονται αμφίδρομα μαζί της σε μια συνέργεια που ενισχύει τις επιπτώσεις τους. Οσο σημαντική και αν είναι, πρόκειται για μία μόνο παράμετρο της «αλλαγής του περιβάλλοντος».

Χρειάστηκε πολύς χρόνος και ενέργεια, απλώς και μόνο για να αναγνωριστεί η ύπαρξή της. Μέχρι σήμερα παραμένουν οι διχογνωμίες σχετικά με το αν είναι ανθρωπογενής ή όχι. Ακόμα και στην ιδανική περίπτωση που μέσα στην εβδομάδα η σύνοδος καταλήξει στην τέλεια συμφωνία και όχι απλώς στον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό, αυτή θα αφορά ένα σημαντικό τμήμα του προβλήματος της «περιβαλλοντικής αλλαγής».

Το κλίμα και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου χρειάζονται διεθνείς διασκέψεις και διεθνείς συμφωνίες διότι είναι πλανητικά. Δεν αναγνωρίζουν σύνορα, εθνικές κυριαρχίες, εθνικές ευαισθησίες, ανασφάλειες, ταυτότητες ή συμφέροντα. Το κλίμα αλλάζει και αλλάζει για όλους, έστω και αν κάποιοι φαντάζονται ότι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές ή ενδέχεται να ευνοηθούν απ' αυτές. Είναι κάτι σαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και, εν τέλει, οικονομική κρίση. Οι περισσότερες εξαιρέσεις αποδεικνύονται βραχυπρόθεσμες.

Οπως και στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης, υπάρχει η διεθνής διάσταση που προϋποθέτει τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ διεθνών παικτών. Υπάρχει όμως και η διάσταση που αντιμετωπίζεται με εθνικές συνεννοήσεις και μέτρα, έστω και αν κάποια απ' αυτά απαιτούν διεθνή συντονισμό.

Η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων απαιτεί συνδυασμό έκτακτων και μόνιμων δομικών μέτρων, εγκατάλειψη στρεβλών πρακτικών και παγιωμένων δομών που φθάνουν στα όριά τους. Χρειάζεται ταυτόχρονη περικοπή δαπανών και αύξηση εσόδων. Προϋποθέτει συνεχή προσαρμογή στο διεθνές περιβάλλον και διαρκή αναζήτηση καινοτομίας για διατήρηση ή αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Ακριβώς τα ίδια ισχύουν για το περιβάλλον. Η κρίση του κλίματος, πόσω μάλλον η ευρύτερη κρίση του περιβάλλοντος, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί απλώς και μόνο με τη μείωση των εκπομπών ή με την αποτροπή περαιτέρω δυσμενών ανθρωπογενών παρεμβάσεων, που σε κάποιο βαθμό είναι και αναπόφευκτες. Απαιτούνται σοβαρές επενδύσεις σε καινοτομία και συνεργασία για την ισοστάθμισή τους και την ανάταξη των σημαντικότερων ζημιών που έχουν ήδη γίνει.

Και στις δύο περιπτώσεις, όλα αυτά μοιραία συνεπάγονται συγκρούσεις. Δεδομένου του μεγέθους των προβλημάτων και της μακροχρόνιας εδραίωσής τους, το μέγεθος των συγκρούσεων αυτών οδηγεί σε περιβάλλον που αγγίζει το επαναστατικό. Και καθώς οι επαναστάσεις, ό,τι και αν αφορούν, είναι οδυνηρές γενεσιουργοί διαδικασίες, η συγγένεια οικονομίας και περιβάλλοντος ίσως επιτρέψει την «με έναν πόνο γέννα», έναν τοκετό διδύμων ή και τριδύμων, αν συμπεριληφθεί και η διαφθορά.


Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Οταν έχει ξαστεριά, πώς να «πέσεις από τα σύννεφα»;

Μεγάλο μέρος της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης είναι αφιερωμένο σε ένα και μοναδικό σκοπό: την πρόβλεψη του μέλλοντος. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, της ένταξης δηλαδή ενός μεμονωμένου ατόμου σε ένα πλαίσιο κανόνων, συνηθειών, ηθών και εθίμων που ρυθμίζουν τη δική του συμπεριφορά απέναντι στους υπόλοιπους, αλλά και τη συμπεριφορά των υπολοίπων απέναντί του εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό.

Τόσο το άτομο όσο και το κοινωνικό σύνολο μπορεί έτσι, με βάση κάποιες σταθερές και με σχετική ασφάλεια, να προβλέψει το μέλλον. Είναι σε θέση να προβλέψει ότι αν περάσει ένα φανάρι με πράσινο, δεν πρόκειται να συγκρουστεί (τηρουμένων των επιφυλάξεων για τις ατέλειες της διαδικασίας κοινωνικοποίησης στην Ελλάδα), ξέρει ότι αν χαμογελάσει ευγενικά και χαιρετήσει κάποιον συνήθως θα αντιμετωπίσει αντίστοιχη συμπεριφορά και ότι αν συμπεριφερθεί προσβλητικά, συνήθως θα προκαλέσει αρνητική αντίδραση, μερικές φορές βίαιη.

Στην ίδια λογική, τη χρήση της εμπειρίας του παρελθόντος για την πρόβλεψη του μέλλοντος, βασίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα στη Γη. Κάποιες βασικές σταθερές, όπως το ότι δεν «θα ανοίξει η γη να σε καταπιεί», δεν «θα σου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι» ή εσύ ο ίδιος δεν «θα πέσεις από τα σύννεφα» έστω και αν καμιά φορά μπορείς να «φας κεραμίδα στο κεφάλι», παρέχουν ένα στοιχειώδες πλαίσιο ασφάλειας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Οταν για σημαντικά θέματα, όπως ο θάνατος και τα επέκεινα, δεν διατίθενται αρκετές πληροφορίες, είναι τέτοια η ανάγκη πρόβλεψης του μέλλοντος, ώστε καλύπτει το κενό με μεταφυσικά σωσίβια.

Η ίδια διαδικασία ισχύει στη διεθνή κοινωνία. Με τον ρόλο των ατόμων να καλύπτεται από τα κράτη ή άλλες συλλογικότητες με υπερ-κρατικό ή υπο-κρατικό χαρακτήρα, η ύπαρξη ενός βασικού σταθερού φυσικού πλαισίου αναφοράς επιτρέπει τη δευτερογενή ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής οργάνωσης, είτε ατύπων εθιμικών είτε τυπικών, όπως διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες. Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, διεθνείς συνθήκες ναυσιπλοΐας, οικονομικής εκμετάλλευσης, χρήσης υδάτινων πόρων ή δικαιωμάτων αλιείας, στηρίζονται στην αποδοχή ότι οι φυσικές συνθήκες στις οποίες αναφέρονται παραμένουν, πάνω-κάτω, σταθερές.

Τι γίνεται, όμως, όταν τα ποτάμια στερεύουν, οι ακτογραμμές αλλάζουν, οι υφαλοκρηπίδες μεταβάλλονται, οι πληθυσμοί των ψαριών εξαφανίζονται; Τι συμβαίνει όταν ηπειρωτικού μεγέθους πάγοι παύουν να σκεπάζουν την Αρκτική, αποκαλύπτοντας τη θάλασσα ή όταν πάγοι που παρέμεναν εκτός της θάλασσας στην Ανταρκτική, σκεπάζουν σταδιακά ως νερό τις ακτές; Τι γίνεται όταν το πρωτοφανές βάρος των πάνω από 7 δισεκατομμύρια κατοίκων ξεπερνά τις δυνατότητες παραγωγής τροφίμων που έφερε η «πράσινη επανάσταση»;

Από την ερχόμενη εβδομάδα, ο κόσμος συζητά στην Κοπεγχάγη την κλιματική αλλαγή και τους τρόπους επιβράδυνσης και, αν είναι δυνατόν, ανάσχεσης της εξέλιξής της. Μετά την αλλαγή της στάσης της Κίνας και των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση συγκεκριμένων στόχων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αναμένεται να γίνει ένα βήμα προς τα εμπρός, έστω και δειλό, για την αντιμετώπιση της απειλής για τις παγκόσμιες βασικές παραδοχές.

Ακόμα όμως και σε περίπτωση πλήρους επιτυχίας της συνόδου της Κοπεγχάγης και άλλων παρόμοιων, ακόμα και στην ιδανική έκβαση των προσπαθειών για την ανακοπή της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, δεν πρόκειται να εξαλειφθούν οι ήδη δρομολογημένες αλλαγές που θα μεταβάλουν την εικόνα του φυσικού κόσμου, όπως έχουμε μάθει να τον θεωρούμε δεδομένο και, κατά συνέπεια, όλα τα πρότυπα ζωής και ανάπτυξης, καθιστώντας επείγουσα την αναζήτηση νέων.

Τα αναπτυξιακά πρότυπα άρχισαν να αμφισβητούνται πριν προκύψει το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Από τη δεκαετία του '60, «Τα όρια της Ανάπτυξης» της Λέσχης της Ρώμης έθεσαν το θέμα και εισήγαγαν στο λεξιλόγιο των όλο και πιο αμήχανων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα τον όρο πασπαρτού «αειφόρος ανάπτυξη». Σήμερα, με την κλιματική αλλαγή να έχει προστεθεί στην εξίσωση, ο όρος έχει εξελιχθεί, συχνά κρύβοντας την ίδια αμηχανία, σε «πράσινη ανάπτυξη». Ακόμα και όταν δεν πρόκειται περί απλών πολιτικών πυροτεχνημάτων, η αμηχανία είναι αναπόφευκτη, από τη στιγμή που αναγνωρίζεται μεν η ανάγκη προσαρμογής των αναπτυξιακών και των οικονομικών μοντέλων και εργαλείων στις βασικές φυσικές αλλαγές, διατηρείται όμως η απορία σχετικά με το ποια μοντέλα και εργαλεία είναι αυτά που καλούνται να προσαρμοστούν και με το κατά πόσο πρέπει να προηγηθούν άλλες, ήδη πολύ καθυστερημένες προσαρμογές τους σε τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές.

Στο «Η Τέχνη του Πολέμου», ο Σουν Τζου γράφει ότι πριν από οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια πρέπει να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν πέντε παράγοντες, ο καιρός, το έδαφος, το ηθικό, η πολιτική και η ηγεσία. Ο καιρός και το έδαφος συνδέονται προφανώς και αμέσως με την κλιματική αλλαγή. Το ηθικό, η πολιτική και η ηγεσία, μεταφερόμενα στον αέναο εσωτερικό «πόλεμο» των ανθρώπινων κοινωνιών, έχουν ήδη υπονομευθεί από την ανεπάρκεια των απαντήσεων του παρελθόντος. Οι τοπικές και υπερ-τοπικές πιέσεις που αναμένεται να ασκήσουν στους πληθυσμούς οι αλλαγές στους δύο πρώτους συντελεστές (καιρός, έδαφος) ενδέχεται να οδηγήσουν τον τρίτο (ηθικό) σε σημείο ανατροπής, που θα καταστήσει πλέον υποχρεωτική την αλλαγή των τελευταίων δύο (πολιτική, ηγεσία).


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Εξω οι Αζόρες από τη Λισαβόνα (και τις Βρυξέλλες)

Κάθονται μέσα στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού. Ανήκουν στην Πορτογαλία, δηλαδή στην Ευρώπη, αλλά δύο απ' αυτά ακουμπάνε στην ηπειρωτική πλάκα της Αμερικής. Στις ειδήσεις, οι Αζόρες απασχολούν κυρίως τα δελτία καιρού, όταν μιλάνε για τον «αντικυκλώνα των Αζορών» που θρονιάζεται από πάνω τους και αλλάζει την πορεία των αεροχειμάρρων πάνω από την Ευρώπη.

Ομως, κατά τα τελευταία χρόνια, τα 17 μικρά και μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους των Αζορών επηρεάζουν την Ευρώπη πολύ περισσότερο απ' ό,τι ως ρυθμιστές του υετού που την ποτίζει ή την πλημμυρίζει. Και, καθώς η οδυνηρή διαδικασία επικύρωσης της συνθήκης της Λισαβόνας, της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Αζορών, οδεύει προς το τέλος της, όλα δείχνουν ότι ετοιμάζονται να την επηρεάσουν ακόμη περισσότερο.

Στις 16 Μαρτίου 2003, η συμβολική θέση των Αζορών στο μέσον της απόστασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για τη συνάντηση κορυφής όσων ήθελαν να σύρουν με κάθε τρόπο όσο το δυνατόν περισσότερους σε έναν πόλεμο στο Ιράκ, δηλαδή τους Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ, με την ευγενή φιλοξενία τού τότε πρωθυπουργού της Πορτογαλίας, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Η διευκόλυνση αλλότριας πολιτικής, που πρόσφερε ο όχι ιδιαίτερα επιτυχημένος «αριστερός» πρωθυπουργός της Πορτογαλίας ανταμείφθηκε λίγο καιρό αργότερα, όταν διορίστηκε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενισχύοντας την αίσθηση των τελευταίων ετών ότι η ανάληψη κάποιων από τις κορυφαίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης προϋποθέτει και τη σύμφωνη γνώμη της Ουάσιγκτον, σε αναγνώριση προσφερθεισών υπηρεσιών και σε προσδοκία νέων. Μια αίσθηση που ενισχύεται από τον διορισμό ως υπάτου εκπροσώπου Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της Ε.Ε., του επίσης αριστερής προέλευσης και Ιβηρα Χαβιέρ Σολάνα, αμέσως μετά την εξαιρετικά βολική για την Ουάσιγκτον και τις ανά την Ευρώπη παραφυάδες της θητείας του ως Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, κατά την ευαίσθητη περίοδο της ΝΑΤΟϊκής εμπλοκής στην πρώην Γιουγκοσλαβία και της δοκιμής στην πράξη των θεωριών περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής» τού τότε νέου πρωθυπουργού της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ.

Και να που το όνομα του Τόνι Μπλερ κυριαρχεί εδώ και καιρό στις συζητήσεις για τη θέση του νέου προέδρου της Ευρώπης, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης της συνθήκης της Λισαβόνας. Ακόμη και μετά την υποτιθέμενη «κατάρριψή» του κατά την σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, κάποιοι, όπως η βρετανική εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», επιμένουν, κυρίως στη λογική ότι ο πρώτος πρόεδρος της Ε.Ε. δεν θα πρέπει να είναι κάποιος διεθνώς άγνωστος.

Μια λογική που αντιστρέφει τις έννοιες «διάσημος» και «διαβόητος» με τον ίδιο τρόπο που η μπλερική έκδοση της οργουελικής «newspeak» μιλούσε κάποτε για «ηθική εξωτερική πολιτική» και ο ίδιος ο Μπλερ εξακολουθεί να προβάλλει ως απόλυτη νομιμοποιητική συνθήκη κάθε ανομίας την προσωπική του «συνείδηση», όπως άλλοι κάνουν το ίδιο με τις «συλλογικές αποφάσεις».

Για ποιο λόγο, όμως, η βρετανική κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν και των Εργατικών επιμένει να προωθεί το όνομα του Τόνι Μπλερ; Διότι, δεν μπορεί να μη γνωρίζει ότι συνήθως τα ονόματα που ακούγονται νωρίς για τέτοιου είδους θέσεις, σπάνια φθάνουν στο στάδιο της τελικής επιλογής. Σίγουρα ξέρει τις αντιδράσεις, στα όρια της αποστροφής, που προκαλεί σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης αλλά και πέρα απ' αυτήν το πρόσωπο του Μπλερ, αλλά και ο «μπλερισμός» ως πολιτική φιλοσοφία. Αναμφίβολα συνειδητοποιεί ότι σε μια συγκυρία, κατά την οποία οι Σοσιαλιστές είναι δεύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο και οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών-μελών βρίσκονται στα χέρια της κεντροδεξιάς, είναι πολύ δύσκολο ώς αδύνατο ο πρώτος πρόεδρος της Ε.Ε. να είναι, έστω και τυπικά, Σοσιαλιστής (Εργατικός). Φυσικά, αντιλαμβάνεται ότι η χώρα των εξαιρέσεων, η Βρετανία, που δεν συμμετέχει στην Ευρωζώνη ή στο Σένγκεν, δεν μπορεί εύκολα να προεδρεύσει όλων αυτών, έστω και με το επιχείρημα ότι ίσως έτσι έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη.

Η βρετανική εξωτερική πολιτική, όσο και αν δεν είναι τελείως προστατευμένη από την απύθμενη βλακεία που κατά περιόδους επιδεικνύει κάθε γραφειοκρατία, συνήθως δεν είναι τόσο αφελής. Και όπως γνωρίζει κάθε διπλωμάτης, δηλαδή κάθε διαπραγματευτής, συχνότατα οι διακηρυγμένες επιδιώξεις δεν ταυτίζονται με τον πραγματικό στόχο.

Εχοντας επενδύσει τόση ενέργεια στην προώθηση της υποψηφιότητας Μπλερ, η Βρετανία (και με την πρόσθετη ιδιότητα του dealer των ΗΠΑ) θα εξασφαλίσει, κατά πάσαν πιθανότητα, ένα βραβείο παρηγοριάς, όταν οι προτάσεις της καταρριφθούν. Και καθώς η δεύτερη θέση στη νέα ευρωπαϊκή ιεραρχία λογικά (και συμφωνημένα) ενδέχεται να κρατηθεί για τη δεύτερη πολιτική δύναμη (τους Σοσιαλιστές), ένας βρετανός Εργατικός, λιγότερο αμφιλεγόμενος από τον Τόνι Μπλερ τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό της Βρετανίας που, ούτως ή άλλως, σύντομα θα βρεθεί χωρίς δουλειά, μπορεί να είναι η λύση. Κάποιος σαν τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, για παράδειγμα, που τον τελευταίο καιρό κόπτεται όλο και περισσότερο για την Ευρώπη και για τη σχέση της Βρετανίας μαζί της.


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Ο σοσιαλισμός, η μοναδικότητα και ο Δανός υδραυλικός

Ολοι έσπευσαν να το επισημάνουν: η νίκη του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα έρχεται σε αντίθεση με την ευρύτερη τάση στην Ευρώπη, που θέλει τα σοσιαλιστικά/σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να υποχωρούν σε πείσμα όσων είχαν επενδύσει στην παγκόσμια οικονομική κρίση (και απ' ό,τι φαίνεται μόνο σ' αυτήν) όλη την αφέλεια των ευσεβών πόθων τους.

Με το πορτογαλικό σοσιαλιστικό κόμμα να κερδίζει την πρωτιά στις εκλογές, να χάνει όμως μεγάλο μέρος της δύναμής του και να αναζητεί τώρα εταίρους για την κυβέρνηση και τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες στο χειρότερο μεταπολεμικό ποσοστό τους, η ισπανική «Ελ Παΐς» παρατήρησε ότι η νίκη του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα αποτελεί «μόνο μία ανάσα» για τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην εξουσία μόνο στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Βρετανία, τη Σλοβενία και την Ουγγαρία. Αν ευοδωθούν οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης, θα ξαναβρεθούν στην εξουσία και στην Πορτογαλία, έστω και όχι μόνοι τους, ενώ στην Αυστρία και την Ολλανδία συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνασπισμού με την Κεντροδεξιά. Ομως στη Βρετανία οι Εργατικοί του Γκόρντον Μπράουν διακρίνουν πλέον πεντακάθαρα, όχι το φως στην άκρη του τούνελ, αλλά το φωτάκι πάνω από την έξοδο, ενώ αντίστοιχα σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν στην Ισπανία και οι σοσιαλιστές του Χοσέ Λουίθ Ροντρίγκες Θαπατέρο, που έχει χάσει την εμπιστοσύνη τού 72% των πολιτών, σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση.

Λιγότερο από ένα χρόνο νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 2008, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, με μέλη 33 σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα δημοσίευαν το μανιφέστο τους για το 2009. Με αναφορές στην «έξυπνη πράσινη ανάπτυξη», την «καινοτομία» την «πράσινη τεχνολογία» και την ανάπτυξη της ευρυζωνικής υποδομής συστήθηκαν στο ευρωπαϊκό κοινό ως «δύναμη αλλαγής», κατηγορώντας τους συντηρητικούς του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για «τυφλή πίστη» στην αγορά, με αποτελέσματα ορατά στην οικονομική κρίση.

Λίγους μήνες αργότερα, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν έδειξε ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες πείστηκαν, καθώς διατήρησαν και ενίσχυσαν το προβάδισμα της Κεντροδεξιάς στο Ευρωκοινοβούλιο. Από τότε εξαίρεση στη γενική τάση αποτέλεσε η Ελλάδα και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ, που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως συγκυριακή.

Λίγους μήνες αργότερα, το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου κατέρριψε τους ευσεβείς πόθους όσων θεωρούσαν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ περιστασιακή. Επί του παρόντος όμως δεν μπορούν με την ίδια ευκολία να τροφοδοτήσουν τις ελπίδες των ανά την Ευρώπη σοσιαλιστών.

Η άνοδος ενός σοσιαλιστικού κόμματος αποτελεί μοναδικότητα στη σημερινή Ευρώπη. Το ερώτημα είναι κατά πόσον η μοναδικότητα αυτή αποτελεί προάγγελο μιας τάσης αναβίωσης της ελκυστικότητας των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων και επιτυχούς διείσδυσης της ρητορικής περί «πράσινης ανάπτυξης» και της συνθηματολογίας τύπου «ναι, μπορούμε» του Μπαράκ Ομπάμα ή οφείλεται κυρίως σε ένα άθροισμα ελληνικών «μοναδικοτήτων», που δύσκολα μπορεί να εμφανιστεί σε άλλη, ευρωπαϊκή ή μη, χώρα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι ελπίδες ότι μια ευρύτερη πολιτική πλατφόρμα μπορεί να καταστεί ειδοποιός των σοσιαλιστικών κομμάτων σε βαθμό που να λειτουργεί ως έρμα στις καταιγίδες των τοπικών ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας, δύσκολα στηρίζονται.

Αναμφίβολα, στην κοινωνία κάθε χώρας υπάρχουν ιδιαιτερότητες, που ερμηνεύονται ιστορικά και επηρεάζουν την πολιτική συμπεριφορά έξω από το σύστημα αναφοράς Δεξιάς-Αριστεράς. Το άθροισμα και η ένταση αυτών των ιδιαιτεροτήτων κατά τα τελευταία χρόνια δίνουν στην Ελλάδα μια πραγματική μοναδικότητα στη σημερινή Ευρώπη. Η μοναδικότητα αυτή δεν εκφράζεται πλέον παθητικά, με την καθυστέρηση εμφάνισης φαινομένων κατά μία ή δύο δεκαετίες σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την υπόλοιπη Ευρώπη. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με την πτώση των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, δεν μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ούτε κατ' ελάχιστον σε μια τέτοια διαφορά φάσης.

Τα τελευταία χρόνια, ίσως με μια μικρή ανάπαυλα την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αυξάνει συνεχώς το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που αισθάνεται μια συνολική απογοήτευση. Η απογοήτευση αυτή δεν περιορίζεται απέναντι στην πολιτική εκπροσώπηση της ελληνικής κοινωνίας (που, ούτως ή άλλως, στην κομματικά συντεταγμένη έκφρασή της γίνεται αντιληπτή όλο και περισσότερο ως αποσυνδεδεμένη από το σοβαρό κομμάτι της πραγματικότητας). Επεκτείνεται απέναντι σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως βαθύτατο ενδεή συντηρητισμό (όχι με την έννοια Δεξιάς - Αριστεράς) και στειρότητα της ελληνικής κοινωνίας και φτάνει στην απώλεια ελπίδας για την ίδια τη χώρα.

Ομως ακόμα και για τους (όλο και περισσότερους) ανθρώπους που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για να έχουν τη δυνατότητα διαφυγής από αυτό που βλέπουν ως επικείμενο ναυάγιο, με την εγκατάσταση και εργασία τους σε άλλες χώρες, διατηρείται κάποια ελπίδα αποτροπής του ναυαγίου. Κάτι τέτοιο είχε εκφραστεί προ μηνών, μεταξύ αστείου και σοβαρού, από κάποιον πολιτικό που μίλησε για την ανάγκη να αναλάβουν για λίγο ξένοι τη διακυβέρνηση της χώρας ώστε, όντας έξω από το σύστημα παθογένειας, να μπορέσουν να το αντιμετωπίσουν.

Στον δρόμο για να αποκτήσει κρίσιμη μάζα έκφρασης, αυτή η μερίδα του πληθυσμού, προερχόμενη κυρίως από τη μεσαία τάξη, λειτουργεί συχνά αντίστροφα από αυτό που προσδοκούν οι παραδοσιακοί πολιτικάντηδες. Σε μια χώρα γεμάτη αρνητικές (υπάρχουν βέβαια και κάποιες καλές) «μοναδικότητες» σε κάθε τομέα, αρχίζοντας από την παγκόσμια μοναδικότητα του «μη ρίχνετε χαρτιά στη λεκάνη», αισθάνονται ως πολυτέλεια τα κομματικά, ακόμα και τα ξεθυμασμένα ιδεολογικά διλήμματα. Κραυγάζοντας «primum vivere, deinde philosofari»), κάποιοι απ' αυτούς αναζήτησαν κάποια ελπίδα, πειθόμενοι από τις κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον του Γιώργου Παπανδρέου πολιτικοί του αντίπαλοι, λέγοντας ότι είναι μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, ότι είναι Σκανδιναβός ή Αμερικανός πολιτικός.

Διότι όταν τα υδραυλικά απειλούν να σε πνίξουν, ο Δανός υδραυλικός δίνει κάποια ελπίδα. Κάτι που δεν συνεπάγεται αυτομάτως κέρδος για τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, παρά μόνο μακροπρόθεσμα, σε περίπτωση θεαματικής επιτυχίας.


Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Ποιος κέρδισε τελικά στη Λιβύη του Καντάφι;

Η λέξη «ξεβρακώνομαι» δεν χρησιμοποιείται ποτέ στη διπλωματική γλώσσα, ούτε καν στις καθωσπρέπει συζητήσεις ή τις σοβαρές αναλύσεις.

Ομως, τον τελευταίο καιρό, η στάση μιας σειράς ηγετών δυτικών χωρών απέναντι στη Λιβύη του Καντάφι και στον ίδιο τον Μουαμάρ Καντάφι προσωπικά, έχει δώσει λαβή σε κατηγορίες ότι «ξεβρακώθηκαν».

Κάποιοι, σαν τον Μπερλουσκόνι, που υποδέχθηκε πριν από λίγο καιρό στην Ιταλία τον Καντάφι, κάνοντας ότι δεν βλέπει μερικές από τις σκόπιμες προσβολές του Λίβυου ηγέτη, απάντησαν ουσιαστικά ότι αμάρτησαν για το παιδί τους, δηλαδή για τα συμφέροντα της χώρας τους, αφήνοντας τη φαντασία να πλανάται πάνω από τεράστιου εύρους επενδύσεις του λιβυκού κρατικού ταμείου διαχείρισης του πλούτου που φέρνει το πετρέλαιο ή πάνω από την πρόσβαση στους λιβυκούς υδρογονάνθρακες, υγρούς και αέριους.

Αλλοι, όπως έγινε την περασμένη εβδομάδα με τον πρόεδρο της Ελβετίας που επισκέφθηκε τη Λιβύη και ζήτησε «συγγνώμη», επειδή οι Αρχές της χώρας του είχαν συλλάβει και ταλαιπωρήσει για λίγες ώρες τα παιδιά του Καντάφι όταν αυτά παρανόμησαν σε ελβετικό έδαφος, κάνουν ότι δεν ακούν τις κατηγορίες για δουλικότητα που εξαπολύουν εναντίον τους πολλοί από τους συμπατριώτες τους.

Κάποιοι άλλοι, κυρίως αυτοί (ΗΠΑ, Βρετανία) που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του σχετικού σκηνικού που φέρνει τη Λιβύη του Καντάφι να ξαναμπαίνει στα καλύτερα σαλόνια γιορτάζοντας σήμερα τα 40 χρόνια από την ανατροπή του βασιλιά Ιντρις (τότε καλού φίλου της «Δύσης»), καταγγέλλουν εκ του ασφαλούς ενέργειες όπως η απόφαση της κυβέρνησης της Σκωτίας να αφήσει ελεύθερο τον έναν από τους δύο Λίβυους που έχουν καταδικαστεί για την ανατίναξη του αεροσκάφους της Pan Am πάνω από το Λόκερμπι της Σκωτίας, έχοντας αφήσει τον Σκωτσέζο υπουργό Δικαιοσύνης να βγάλει το φίδι από την τρύπα και να προσφέρει (και εκ μέρους τους) στον Καντάφι ένα καλό δώρο για τα 40ά γενέθλια του κινήματός του, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα όλων.

Είναι όμως αυτή η πραγματική εικόνα; Πρόκειται για τη νίκη κάποιων, των δυτικών κυβερνήσεων ή του Καντάφι ή απλώς αυτό που φαίνεται σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και του «ξεβρακώματος», αποτελεί το ευτυχές αποτέλεσμα μιας πολιτικής που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για το μέλλον των διεθνών σχέσεων σε δύσκολες περιπτώσεις; Διότι η υπόθεση της Λιβύης χρησιμοποιείται ως παράδειγμα επιτυχημένης σκληρής διπλωματίας, το αποτέλεσμα της οποίας είναι θετικό για όλους και μπορεί να καθοδηγήσει την προσέγγιση άλλων περιπτώσεων, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η πολιτική που ξεκίνησε ο Μπιλ Κλίντον, αλλάζοντας τις μέχρι τότε αποτυχημένες προσεγγίσεις Ρίγκαν και Μπους πατρός, και την οποία, παραδόξως, δεν άλλαξε ο πρόεδρος Μπους ο νεότερος σε μια σπάνια επίδειξη ορθολογισμού, είχε ως αποτέλεσμα η Λιβύη όχι μόνο να εγκαταλείψει τα προγράμματα απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής και να διακόψει την υποστήριξη της τρομοκρατίας αλλά και να μετατραπεί από μέρος του προβλήματος σε μέρος της λύσης του. Ετσι, το πρώην κράτος-παρίας έγινε και πάλι δεκτό στα καλύτερα σαλόνια, προς αμοιβαίο όφελος, έστω και αν αγνοεί τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ.

Η επιτυχία αυτή, τουλάχιστον από τη δυτική οπτική, οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαμόρφωση της πολιτικής πιέσεων σε άλλες περιπτώσεις και σε προβληματισμό για το κατά πόσον οι συνθήκες είναι συγκρίσιμες, ειδικά στις περιπτώσεις του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.

Ως γενικά συμπεράσματα, η δυτική ανάλυση καταγράφει τα εξής:

1. Τα καθεστώτα-παρίες, ακόμα και τα σκληρότερα, μπορούν να αλλάξουν, όταν η αλλαγή εξυπηρετεί καλύτερα τους βασικούς τους στόχους, όπως η παραμονή στην εξουσία.

2. Η επιδίωξη αλλαγής καθεστώτος, σε αντίθεση με την αλλαγή πολιτικής, είναι αντιπαραγωγική. Ενα καθεστώς θα παλέψει μέχρι τέλους για την επιβίωσή του. Αντιθέτως, οι διαβεβαιώσεις που έδιναν, ακόμα και εμπράκτως, τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ και η Βρετανία ότι δεν επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος αλλά την αλλαγή της πολιτικής του, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην επιτυχία της προσέγγισης της Λιβύης. Αντιθέτως, αναφορές του Μπους περί άξονα του κακού σχετικά με τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, έπεισαν τις δύο αυτές χώρες ότι στόχος της Ουάσιγκτον ήταν η ανατροπή των καθεστώτων τους.

3. Είναι απαραίτητες η συνέπεια και η σταθερότητα, τόσο στις κυρώσεις ή τις απειλές κυρώσεων, δηλαδή στο σκέλος της ράβδου, όσο και στο σκέλος της ανταμοιβής, δηλαδή του καρότου.

4. Τόσο η ράβδος όσο και το καρότο θα πρέπει να προέρχονται από πολλές πλευρές με την ίδια σταθερότητα και αξιοπιστία.

5. Χρειάζεται ευελιξία, ώστε να γίνονται οι κατάλληλες υποχωρήσεις την κατάλληλη στιγμή.

6. Η μυστική διπλωματία φέρνει αποτελέσματα, ιδίως όταν αναμιγνύνονται πλευρές για τις οποίες το «πρόσωπο» ή η βιτρίνα έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ολα αυτά ενισχύουν τη λογική του Μπαράκ Ομπάμα, για συνομιλίες, όχι μόνο με τους φίλους αλλά και με τους εχθρούς. Χρησιμεύουν ακόμα ως παράδειγμα του τι μπορεί να κερδίσει μια χώρα επιστρέφοντας στην αγκαλιά της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας. Αυτή τουλάχιστον είναι η ανάλυση της Δύσης. Δεν είναι και τόσο σαφές ποια είναι η ανάλυση της άλλης πλευράς, όπως της Τεχεράνης ή της Πιονγκγιάνγκ.


Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Εκλογές στο Αφγανιστάν, σημαντικές όσο στις ΗΠΑ

Αν υπάρχουν κάποιοι στις ΗΠΑ που αναπολούν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (υπάρχουν), σκέφτονται πως, αν τα πράγματα είχαν μείνει σε εκείνη τη φάση, σήμερα θα μπορούσαν να πανηγυρίζουν για «νίκη» στο Αφγανιστάν.

Διότι, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά την εισβολή τους εκεί, παρά τις αυτοκαταστροφικές ιδεοληπτικές νευρώσεις των κυβερνήσεων Μπους, βρίσκονται (ελαφρώς) σε λιγότερο κακή κατάσταση απ' ό,τι βρίσκονταν οι Σοβιετικοί μερικά χρόνια μετά τη δική τους εισβολή, έστω και αν το μέλλον διαγράφεται κάθε άλλο παρά ευοίωνο.

Ομως, σήμερα το περιβάλλον δεν επιτρέπει τέτοιου είδους ανόητους παιδιάστικους ανταγωνισμούς, ειδικά σε ένα θέμα που, κατά σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, καταφέρνει να παίζει ακούσια καθοριστικό ρόλο στο σύνολο των παγκόσμιων γεωπολιτικών εξελίξεων. Οι έμποροι στην αγορά της Καμπούλ, οι γιδοβοσκοί στα βουνά, οι λαθρέμποροι στα ορεινά περάσματα, οι καλλιεργητές παπαρούνας, ακόμα και οι Ταλιμπάν με τα μαύρα τουρμπάνια, δύσκολα μπορούν να φανταστούν ότι οι ενέργειές τους επηρεάζουν την ανάδυση νέων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ινδία, τη διαμόρφωση του μελλοντικού ρόλου παλαιών δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ρωσία ή τη διατήρηση και κατακρήμνιση συλλογικών οντοτήτων, όπως το ΝΑΤΟ.

Ο ακούσιος αυτός ρόλος δεν είναι καινούργιος για το Αφγανιστάν. Από τότε που η επέλαση του Τζένγκις Χαν κατέστρεψε τη δυνατότητά του να ενώνει τους γείτονές του μέσω του Δρόμου του Μεταξιού και από τη στιγμή που η βρετανική αυτοκρατορία τού ανέθεσε για πρώτη φορά τον ρόλο να χωρίζει, αποτελώντας ανάχωμα ανάμεσα στην ίδια και την τσαρική Ρωσία, παίρνοντας τη σημερινή του μορφή, το Αφγανιστάν παίζει ρόλο στο διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι, μια χωρίζοντας και μια ενώνοντας τη Νότια Ασία με την Κεντρική Ασία και την Ευρασία και μια χωρίζοντάς τες. Ιδιαίτερα στο διάστημα μετά την αναδίπλωση της βρετανικής αυτοκρατορίας και τη διάσπαση της Ινδίας με τη δημιουργία του Πακιστάν και του Μπανγκλαντές, ο ρόλος αυτός έγινε πολύ πιο περίπλοκος, με αποκορύφωμα τα τελευταία 30 χρόνια πολέμου.

Σήμερα το Αφγανιστάν δεν αποτελεί απλώς ανάχωμα απέναντι στη Ρωσία. Δεν παρέχει μόνο στρατηγικό βάθος στο Πακιστάν, δηλαδή δεν εμπλέκεται μόνο στην αντιπαράθεσή του με την Ινδία και κατ' επέκταση στις σχέσεις της Ινδίας με τις ΗΠΑ και την Κίνα (η οποία, παρεμπιπτόντως, αποκτά όλο και μεγαλύτερο ρόλο, έστω και με χαρακτηριστικά αθόρυβο τρόπο). Δεν παίζει μόνο ρόλο-κλειδί στις σχέσεις Δύσης - Ιράν, ούτε ο ρόλος του περιορίζεται με τη συμμετοχή του στους αλγόριθμους για τον Περσικό Κόλπο. Δεν βρίσκεται, μαζί με το Πακιστάν, μόνο στο επίκεντρο του εξτρεμιστικού ισλαμισμού ή του «ισλαμοφασισμού». Δεν παίζει μόνο καθοριστικό ρόλο στις πυρηνικές ισορροπίες Πακιστάν και Ινδίας. Ούτε αποτελεί μόνο τη λυδία λίθο, στην οποία δοκιμάζεται η ίδια η ύπαρξη μιας συμμαχίας, που ξεκινά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, του ΝΑΤΟ. Εχει το, σχεδόν μοναδικό παγκοσμίως, προνόμιο να τα κάνει όλα αυτά ταυτοχρόνως.

Με την έννοια αυτήν, οι προεδρικές εκλογές που θα γίνουν την ερχόμενη Πέμπτη στο Αφγανιστάν θα μπορούσαν να έχουν τεράστια διεθνή σημασία, καθώς μόνον οι εκλογές στις ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ίσως περισσότερο τον διεθνή περίγυρο. Και, με την ίδια έννοια, δικαιολογούν αυξημένο ενδιαφέρον ακόμα και στην Ελλάδα, ακόμα και στην καρδιά του Αυγούστου.

Ομως οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι, όσο σημαντικές και αν είναι, οι αφγανικές εκλογές στην παρούσα φάση δεν είναι παρά ένα τμήμα της διαμορφούμενης στρατηγικής απεγκλωβισμού από το Αφγανιστάν με την όσο το δυνατόν ταχύτερη «αφγανοποίησή» του. Το κατά πόσον ο νέος πρόεδρος θα αποκτήσει κάποιο ρόλο ευρύτερο από αυτόν του «δημάρχου της Καμπούλ», στον οποίο είχε καταδικάσει τον Χαμίντ Καρζάι η ιδεολογική αναπηρία του Τζορτζ Μπους και των περί αυτόν, εξαρτάται από κατά πόσον η «ρεάλ πολιτίκ» έχει πλέον εδραιωθεί στην Ουάσιγκτον, κατά πόσον υπάρχουν ακόμα περιθώρια αυτή να συγκρατήσει την αποδυνάμωση των αμερικανικών συμμαχιών και της αμερικανικής επιρροής και το κατά πόσον οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ θα αντέξουν για πολύ ακόμα τη συνεχή γκρίνια για αύξηση του ρόλου τους στο Αφγανιστάν (ή τουλάχιστον την αποτροπή της μείωσής του).

Παρ' όλα αυτά, ακόμα και για όσους δεν συμμερίζονται την αμερικανική θρησκευτική βεβαιότητα ότι η δημοκρατία (με την έννοια της πραγματοποίησης εκλογών) θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, ακόμα και η ίδια η διεξαγωγή των εκλογών παρουσιάζει ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον αυτό δεν το επισημαίνουν τόσο οι δηλώσεις ανωτάτων αξιωματούχων του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων όσο οι αυξανόμενες επιθέσεις (αυτοκτονίας ή άλλες) των Ταλιμπάν, αλλά και οι εντεινόμενες επιχειρήσεις των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων. Διότι τόσο η διεξαγωγή τους όσο και το αποτέλεσμά τους μπορούν να αποτελέσουν μια ένδειξη της πορείας που θα πάρουν οι προσπάθειες «αφγανοποίησης» του Αφγανιστάν, με τη συνεργασία πολλών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες και οι μετριοπαθέστεροι Ταλιμπάν.

Με δεδομένο ότι οι δυτικές δυνάμεις θα χρειαστεί να παραμείνουν στο Αφγανιστάν τουλάχιστον για άλλα 20 με 30 χρόνια, όπως λένε ανώτατοι αξιωματικοί των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων (που ξέρουν καλύτερα απ' όλους από τέτοια πράγματα), οι εκλογές της Πέμπτης ίσως δώσουν μια ιδέα για το κάτω από ποιες συνθήκες θα παραμείνουν.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Τι να το κάνουν το μυαλό όταν έχουν... κάμερες

Πριν από μερικές δεκαετίες, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές χειρός, κυκλοφόρησε μια μικρή αφίσα με τον «Σνούπι», που κρατούσε ένα κομπιουτεράκι στο χέρι του και έλεγε: «Τι να το κάνεις το μυαλό, αν έχεις μπαταρίες».

Σήμερα, εν μέσω συζητήσεων για κάμερες, ΕΥΠικές συσκευές «συνακρόασης» κινητών τηλεφώνων και φακέλωμα του DNA, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν θα πρέπει να αποδεχθεί τις θεωρίες περί τεχνολογικού ντετερμινισμού και αν θα πρέπει να τις επεκτείνει στον κοινωνικό έλεγχο. Να προβληματιστεί, δηλαδή, για το κατά πόσον η προϋπάρχουσα πρόθεση άσκησης κοινωνικού ελέγχου εξυπηρετείται από τις προσφερόμενες τεχνολογίες ή αν από μόνη της η προσφορά τεχνολογιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικό έλεγχο δημιουργεί την επιθυμία χρήσης τους. Ταυτοχρόνως όμως αναρωτιέται και για κάτι πολύ πιο απλό: «Τι να το κάνεις το μυαλό αν έχεις όλη αυτή την τεχνολογία στη διάθεσή σου» και, κατ' επέκταση, μήπως ο σχεδόν γραφικός λούμπεν χαφιές του παρελθόντος, με το μουστάκι-ποντικοουρά και το λίγδικο καβουράκι διέθετε περισσότερη ευφυΐα από τον αποχαυνωμένο μπροστά σε μια σειρά οθονών σύγχρονο εντεταλμένο μπανιστιρτζή.

Από την εποχή του Ιταλού εγκληματολόγου Τσέζαρε Λομπρόζο, τον 19ο αιώνα, και την ανάπτυξη των πρώτων βιομετρικών συστημάτων αναγνώρισης, η τεχνολογία έχει επιστρατευτεί για τον κοινωνικό έλεγχο, με την έννοια της επιβολής κανόνων, με την πρόληψη των παραβιάσεων και τη σχετική αύξηση της πιθανότητας εντοπισμού ή σύλληψης των όποιων παραβατών. Η τάση αυτή κορυφώθηκε προς το τέλος του 20ού αιώνα και την αρχή του 21ου, με την εξέλιξη και ωρίμανση τεχνολογιών παρακολούθησης, ελέγχου και βιομετρικής αναγνώρισης, που μετατρέπουν σταδιακά άψυχες συσκευές σε ελεγκτές της ανθρώπινης συμπεριφοράς [από τον ταχογράφο στα φορτηγά, ο οποίος τώρα εμπλουτίζεται με συστήματα GPS που επιτρέπουν την πλήρη παρακολούθηση της κίνησής τους, ώς τα κινητά τηλέφωνα που επιτρέπουν στους γονείς να παρακολουθούν τις κινήσεις των παιδιών τους ή τα προγράμματα γονικού (ή άλλου) ελέγχου στο Διαδίκτυο και αυτά που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να μετρούν την αποδοτικότητα των υπαλλήλων τους, ακόμη και ώς τις κάρτες που επιτρέπουν στα σουπερμάρκετ να γνωρίζουν περισσότερα για τις συνήθειές σου απ' ό,τι εσύ ο ίδιος].

Στην ιδιωτική σφαίρα, η χρήση τεχνολογίας είναι εξαιρετικά ελκυστική, κυρίως επειδή είναι εντάσεως κεφαλαίου και όχι εργασίας. Για παράδειγμα, ένας γονιός αγοράζει ένα ασύρματο σύστημα παρακολούθησης του μωρού του και έτσι αποδεσμεύεται από την ανάγκη να είναι συνεχώς δίπλα του ή παρακολουθώντας μέσω κινητού τηλεφώνου τις κινήσεις του έφηβου γιου του, νομίζει ότι δεν χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια για να δημιουργήσει μια μακροχρόνια σχέση με το παιδί του ώστε να έχει έγκαιρη ειδοποίηση όταν κάτι πάει στραβά.

Στον βαθμό που παρόμοια κριτήρια κόστους-απόδοσης εισάγονται σταδιακά στον δημόσιο τομέα, η μετατόπιση προς τη χρήση της τεχνολογίας είναι απολύτως λογική. Ενα σύστημα κοινωνικού ελέγχου βασισμένο σε κάμερες, μικρόφωνα, αναγνώριση βιομετρικών δεδομένων, διασύνδεση ηλεκτρονικών αρχείων κ.λπ. είναι έντασης κεφαλαίου, ενώ ένα αντίστοιχης αποτελεσματικότητας σύστημα με επίσημους ή ανεπίσημους πληροφοριοδότες και αναλυτές είναι έντασης εργασίας. Στη βάση αυτή, λογικό είναι το ότι, αν και η ιδέα μιας πανίσχυρης αστυνομίας που γνωρίζει τα πάντα προκειμένου να προστατέψει το ύψιστο αγαθό, δηλαδή το κράτος, κυριάρχησε στη Γαλλία του 18ου αιώνα, η κυριαρχία της τεχνολογίας στον κοινωνικό έλεγχο βρήκε το πλέον πρόσφορο έδαφος στην αγγλοσαξονική λογική, με τη Βρετανία να κατέχει σήμερα τα πρωτεία παγκοσμίως στις κάμερες παρακολούθησης, ενδεχομένως και σε άλλες τεχνολογικές μεθόδους ελέγχου και επιβολής συμμόρφωσης.

Εν μέρει, ως άλλοθι για την όλο και μεγαλύτερη κρατική χρήση τεχνολογίας για τον κοινωνικό έλεγχο προβάλλεται η διαθεσιμότητα των τεχνολογιών προς χρήση από τα επί μέρους άτομα, κάτι υπό όρους ψευδές. Για παράδειγμα, μπορεί το Twitter και το YouTube να χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον πριν από λίγο καιρό στο Ιράν για τον συντονισμό και την επικοινωνία των διαδηλωτών προς τα έξω, όμως αυτή η δυνατότητα βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο δύο εταιρειών. Και ίσως δεν θα παρεχόταν αδιαλείπτως, αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είχε ζητήσει από την Twitter να μη διακόψει την παροχή για την τακτική συντήρηση του συστήματος, όπως ήταν προγραμματισμένο. Μπορεί κάλλιστα να υποθέσει κανείς ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί το αντίθετο. Δεν πρόκειται λοιπόν για αντίσταση στην εξουσία και στον έλεγχο, αλλά για αντίσταση σε έναν συγκεκριμένο πόλο εξουσίας και ελέγχου, με την ενδεχόμενη υποταγή σε έναν άλλον, ίσως λιγότερο ευδιάκριτο.

Πέραν αυτού, με ή χωρίς προσχήματα, οι ασκούντες τον έλεγχο εξακολουθούν να διαθέτουν τα κλασικά όπλα. Με το πρόσχημα της παιδεραστίας ή της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, προσπαθούν να νομοθετήσουν περιορισμούς στο Διαδίκτυο. Μπορούν να νομοθετήσουν υποχρεώσεις παρόχων (υπηρεσιών δικτύου, κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας) να λειτουργούν ως εκπρόσωποι των κρατικών μηχανισμών παρακολούθησης και ελέγχου. Μπορούν ακόμη να καταστήσουν αυτοτελή αδικήματα τη χρήση τεχνολογικών μέσων όταν αυτή είναι προς όφελος του πολίτη (όπως βιντεοσκόπηση ή μαγνητοφώνηση παρανομούντων αστυνομικών ή άλλων κρατικών υπαλλήλων) ή άλλων μέσων τεχνολογικής αντίστασης, όπως οι συσκευές εντοπισμού ραντάρ της Τροχαίας. Μπορούν επίσης να απαγορεύσουν την κατοχή ορισμένων «εξισωτικών» τεχνολογιών από ιδιώτες, με την ίδια λογική που η φεουδαλική Ιαπωνία είχε απαγορεύσει τη χρήση πυρίτιδας και πυροβόλων όπλων, καθώς κάτι τέτοιο θα εξίσωνε την ισχύ των απλών χωρικών με αυτή των σκληρά εκπαιδευμένων στην τέχνη του πολέμου με σπαθί ευγενών σαμουράι.

Ηεξάρτηση από την τεχνολογία παρακολούθησης και ελέγχου συνεπάγεται συνήθως και άλλες εξαρτήσεις, κυρίως από τις πηγές της τεχνολογίας. Είναι ασύνηθες, ο πάροχος μιας τέτοιου είδους τεχνολογίας, είτε ως ιδιώτης είτε ως κρατική οντότητα, να τη διαθέτει σε τρίτους χωρίς να έχει φροντίσει τη δική του θωράκιση απέναντί της ή ακόμη και τη χρήση της εκ μέρους του «από την πίσω πόρτα», ανάλογα με τα συμφέροντά του, τα οποία δεν ταυτίζονται απαραιτήτως πάντα με αυτά του τελικού χρήστη.

Σε ένα άλλο επίπεδο, η χρήση της τεχνολογίας, όπως στην περίπτωση των γιατρών που σταδιακά παραδίδουν τις διαγνωστικές ικανότητές τους σε όλο και πιο σύνθετες τεχνολογίες, οδηγεί σε μια όλο και στενότερη οπτική. Εστιάζοντας στο δέντρο και όχι στο δάσος, απειλεί να οδηγήσει σε μυωπία απέναντι σε ευρύτερα συστημικά πλαίσια και στην αναγνώριση μακροπρόθεσμων τάσεων και επιπτώσεων. Δηλαδή, η προώθηση τεχνολογίας για κοινωνικό έλεγχο με την εκμετάλλευση συγκυριών ανασφάλειας είναι αντιπαραγωγική. Ακόμη και όταν (και για όσους) ο κοινωνικός έλεγχος είναι το ζητούμενο.


Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Ιοί (και συνωμοσίες) στα μέτρα του καθενός

Είναι σαν τα ρατσιστικά ανέκδοτα. Ο κορμός παραμένει ο ίδιος, αλλά σε κάθε χώρα αλλάζει το υποκείμενο, ανάλογα με τις τοπικές προκαταλήψεις ή τις απλές συνήθειες. Το ίδιο ανέκδοτο που, εκτός πολιτικής ορθότητας, στις ΗΠΑ αναφέρεται σε Πολωνούς, στη Γαλλία αναφέρεται στους Βέλγους, στην Ελλάδα στους Πόντιους, στην Ιταλία στους καραμπινιέρους κ.λπ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις θεωρίες συνωμοσίας.

Τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα κυκλοφόρησε και αναπαράχθηκε από ορισμένα ιστολόγια μια τέτοια θεωρία συνωμοσίας, που αναφέρεται στην πανδημία γρίπης. Χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία, στο επίκεντρό της βρίσκονται η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ και οι «Ιλουμινάτι». Για να υπάρξει και το τοπικό στοιχείο, περιγράφεται πως στην τελευταία συνάντηση της Λέσχης, στη Βουλιαγμένη, μοιράστηκε στους συμμετέχοντες ένα σχέδιο εξόντωσης των δύο τρίτων του παγκόσμιου πληθυσμού μέσω της διοχέτευσης ενός ιού γρίπης που θα προκαλέσει πανδημία, αυτή που τώρα εξελίσσεται. Υποτίθεται ότι με κάποιο τρόπο αυτό θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των μελών της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, αν και δεν είναι απολύτως σαφές το πώς.

Αντιθέτως, πολύ πιο σαφής είναι η παραλλαγή που κυκλοφορεί στις ΗΠΑ στον χώρο της φανατικής εθνικιστικής άκρας Δεξιάς. Εκεί θεωρείται δεδομένο ότι η νέα γρίπη αποτελεί έμπνευση της λέσχης Μπίλντερμπεργκ και των «Ιλουμινάτι», προκειμένου να δικαιολογηθούν μαζικοί εμβολιασμοί, οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν ως όχημα για τη δηλητηρίαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού των ΗΠΑ. Ετσι, με τον αμερικανικό πληθυσμό εκτός μάχης, ο ΟΗΕ θα καταφέρει να καταλάβει τις ΗΠΑ, σκλαβώνοντας και σβήνοντας τη μοναδική σπίθα ελευθερίας που απομένει στον κόσμο.

Στον κόσμο της συνωμοσιολογίας, έστω και λιγότερο νοσηρής, κινδυνεύει να πέσει σήμερα όποιος προσπαθεί να προβλέψει τις γεωπολιτικές επιδράσεις που μπορεί να έχει η νέα πανδημία, ακόμα και το αν θα έχει σημαντικές τέτοιες επιδράσεις. Η μοναδική εμπειρία στην οποία μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια πρόβλεψη είναι η πανδημία της «ισπανικής γρίπης» του 1918-19 με τα 50 εκατομμύρια θύματα, που όμως αναφέρεται σε ένα τελείως διαφορετικό παγκόσμιο περιβάλλον. Σε μικρότερο βαθμό, μπορεί να αναζητηθεί αναλογία με την «ασιατική γρίπη» του 1957-58 και τη «γρίπη του Χονγκ Κονγκ» του 1968-69.

Αν ξεπεράσει κανείς τη βασική αβεβαιότητα, αυτή που αναφέρεται στην έκταση και το βάθος της πανδημίας (δηλαδή τόσο τον αριθμό όσων νοσήσουν όσο και τον αριθμό των περιστατικών κάποιας βαρύτητας και των θανάτων), η επόμενη αβεβαιότητα προέρχεται από την ιδιαιτερότητα της συγκυρίας. Η σημερινή πανδημία έρχεται σε μια στιγμή σοβαρής διεθνούς οικονομικής κρίσης και είναι εξαιρετικά δύσκολη η εκτίμηση της επίδρασης που θα μπορούσε να έχει.

Κινδυνολογικά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η νόσηση ώς και του 50% του πληθυσμού μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία της οικονομίας, όπως ακούγεται τον τελευταίο καιρό. Ομως πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες παράμετροι, όπως το γεγονός ότι το ποσοστό του πληθυσμού που θα νοσήσει δεν θα το κάνει ταυτοχρόνως αλλά κλιμακωτά, σε εβδομαδιαίες -πάνω κάτω- περιόδους, έστω και αν υπάρξουν φάσεις ιδιαίτερης έξαρσης. Οπως δείχνει η εμπειρία μαζικής απουσίας εργαζομένων από την εργασία τους (π.χ. Αύγουστος στην Ελλάδα) η οικονομία δεν καταρρέει.

Το ιστορικό παράδειγμα της «ισπανικής γρίπης» του 1918-19 καθησυχάζει. Τότε, σε ολόκληρο τον κόσμο πέθαναν πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι. Μόνο στις ΗΠΑ πέθαναν σε μερικούς μήνες 675.000 και μάλιστα, λόγω της ιδιαιτερότητας της «ισπανικής γρίπης», να πλήττει περισσότερο νέους και υγιείς, το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν από 20 ώς 40 ετών, ανήκαν δηλαδή στο πλέον παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού. Το προσδόκιμο επιβίωσης για εκείνη τη γενιά μειώθηκε κατά 10 χρόνια εξαιτίας της γρίπης. Τι πιο φυσιολογικό από το συγκλονιστεί η οικονομία και να πέσει το χρηματιστήριο; Και όμως. Το χρηματιστήριο ανέβηκε. Από τον Σεπτέμβριο του 1918 ώς τον Απρίλιο του 1919, ο δείκτης Ντάου Τζόουνς αυξήθηκε κατά 12,1%. Παρόμοια συμπεριφορά έδειξε το χρηματιστήριο και στις δύο άλλες, πολύ μικρότερης έκτασης πανδημίες, του 1957-58 και του 1968-69.

Το 1989, οι οικονομολόγοι καθηγητές Ντέιβιντ Κάτλερ, Τζέιμς Ποτέρμπα και Λόρενς Σάμερ ξεκίνησαν μια έρευνα, για να αποδείξουν ότι σημαντικά, μη οικονομικά γεγονότα επηρεάζουν το χρηματιστήριο. Ξεκίνησαν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και έφτασαν μέχρι το κραχ του 1987, μελετώντας την επίδραση 49 χωριστών σημαντικών γεγονότων. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδείξουν το τελείως αντίθετο από αυτό που αποτελούσε την αρχική τους υπόθεση. Αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι υπάρχει «εντυπωσιακά μικρή επίδραση των μη οικονομικών ειδήσεων».

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά με την περίοδο του 1918-19. Τότε η πανδημία της γρίπης ήρθε σε μια στιγμή ευφορίας και οικονομικής ανάκαμψης με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν ισχύει το ίδιο σήμερα ή μάλλον σήμερα ισχύει το αντίθετο. Ετσι, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προβλεφθεί ότι η πανδημία της γρίπης δεν θα έχει σοβαρή επίδραση στη διεθνή οικονομία. Η μόνη ασφαλής εκτίμηση είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει μια τέτοια επίπτωση.

Σχετικά ασφαλές, είναι να προβλεφθεί και ότι οι επιπτώσεις της όποιας έκτασης πανδημίας δεν θα είναι ίδιες για όλους και, με την έννοια αυτή, μπορεί να έχουν και κάποιες γεωπολιτικές συνέπειες. Προφανώς, οι δυνατότητες των πλούσιων αναπτυγμένων κρατών με τα αναπτυγμένα συστήματα υγείας να αντιμετωπίσουν και να ανασχέσουν την πανδημία είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι αυτές των φτωχών υπό ανάπτυξη χωρών. Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό θα μπορούσε να έχει γεωπολιτικές επιπτώσεις, εκτός από συγκριμένες περιπτώσεις. Ενα παράδειγμα αποτελεί η Ρωσία, όπου το προσδόκιμο επιβίωσης είναι ήδη αντίστοιχο τριτοκοσμικών χωρών και το δημογραφικό, μαζί με το εντεινόμενο οικονομικό πρόβλημα αποτελεί σοβαρό παράγοντα αστάθειας.

Οπως και με την οικονομική κρίση, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος παίζει η ψυχολογία. Σε πολλές περιπτώσεις, η χρηματοοικονομική κρίση διαμόρφωσε μια αλλαγή ψυχολογίας και μια αλλαγή συμπεριφοράς που, με τη σειρά τους, έφεραν στην επιφάνεια οικονομικά προβλήματα που χρόνιζαν, όσο δεν γίνονταν αντιληπτά από τους πολλούς. Κάτι παρόμοιο δεν αποκλείεται να συμβεί και με τη πανδημία της γρίπης.

Θα μπορούσε, για παράδειγμα, στους πληθυσμούς των αναπτυγμένων κρατών να διαμορφωθεί μια ψυχολογία περιχαράκωσης για να αποφευχθεί η μετάδοση της λοίμωξης. Αν αυτή επηρεάσει πρακτικές όπως η αντιμετώπιση των κυμάτων νόμιμης και παράνομης μετανάστευσης, μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρές πιέσεις με γεωπολιτικές επιπτώσεις.

Ομως, οι επιπτώσεις δεν είναι αυτόματες και αναπόδραστες. Διότι ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι η γρίπη, αλλά το ενδεχόμενο πανικόβλητων ή λαϊκίστικων αντιδράσεων, τροφοδοτούμενων από την εσχατολογία και τη συνωμοσιολογία των αδαών.


Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

ΗΠΑ-ΡΩΣΙΑ: γνωστοί από παλιά, στη νέα γειτονία

Το 2009, η επίσκεψη ενός προέδρου των ΗΠΑ στη Μόσχα, έστω και αν αυτός είναι ένας «σούπερ σταρ» όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, δεν αποτελεί τη συγκλονιστική είδηση που ήταν κάποτε.

Παρ' όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς Τύπου αφιερώνει τμήμα τουλάχιστον της πρώτης του σελίδας στην τριήμερη επίσκεψη που ξεκινά σήμερα, περιγράφοντας, περισσότερο ή λιγότερο γλαφυρά, στις μέσα σελίδες την αμηχανία που τη συνοδεύει.

Το βρετανικό περιοδικό «Εκόνομιστ» δείχνει στο εξώφυλλο τον Μπαράκ Ομπάμα να μπαίνει, ελαφρώς χαζοχαρούμενα, στο στόμα της ρωσικής αρκούδας, για να τονίσει, όπως οι περισσότεροι συντηρητικοί αναλυτές στις ΗΠΑ και αλλού, ότι τα χαμόγελα, η ρητορική δεινότητα και η καλή διάθεση που προσπαθεί να δείξει ο ακόμα νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ή ο ουιλσονιανός ιδεαλισμός, με τον οποίο χρωματίζει τη στάση του στην εξωτερική πολιτική δεν αρκούν για μια ουσιαστική προσέγγιση.

Επισημαίνουν ακόμα τις αδυναμίες της άλλης πλευράς, την οποία περιγράφουν ως μια χώρα σε βαθειά κρίση ταυτότητας, με τεράστια οικονομικά προβλήματα, λόγω του συνδυασμού της διεθνούς οικονομικής κρίσης με την εξάρτηση της οικονομίας από την εξαγωγή πρώτων υλών, οι τιμές των οποίων έχουν πέσει (πετρέλαιο-αέριο). Βλέπουν μια κοινωνία που κυριολεκτικά αποδεκατίζεται από τα υψηλά επίπεδα φτώχειας και συνακόλουθης θνησιμότητας, ένα περιβάλλον διαφθοράς που γιγαντώνεται, ακολουθώντας τη διαμόρφωση μιας νέας «νομενκλατούρας» και εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού να χορταίνουν προσωρινά από μια όλο και σε μεγαλύτερη αφθονία προσφερόμενη λαϊκιστική και εθνικιστική δίαιτα.

Ομως, η Ρωσία δεν είναι μόνον αυτά, όπως και ο Ομπάμα δεν είναι μόνον ο αγαθιάρης ιδεαλιστής, όπως προσπαθούν κάποιοι να τον παρουσιάσουν - κάτι που προσπαθεί και ο ίδιος να διαψεύσει, με κινήσεις όπως η νέα επίθεση στο Αφγανιστάν. Και, ακόμα περισσότερο, οι σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ έχουν να κάνουν με πολύ ουσιαστικότερα πράγματα από την απλή περιπτωσιολογία της «αντιπυραυλικής ασπίδας», του περιορισμού των πυρηνικών όπλων ή της σχέσης της Γεωργίας και της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ.

Ηαναγκαιότητα μιας νέας συνεννόησης ανάμεσα σε δύο χώρες ηπειρωτικού μεγέθους, με τη Ρωσία να εκτείνεται σε δύο ηπείρους και τις ΗΠΑ να βρέχονται από δύο ωκεανούς, προκύπτει από την αλλαγή της παλίρροιας που θυμίζει τη μετατόπιση ισχύος που έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ξεκίνησε η διαδικασία μετατόπισης της παγκόσμιας ηγεμονίας από την Ευρώπη προς τις αναδυόμενες ΗΠΑ. Η μετατόπιση της ισχύος από τη μία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οδήγησε σε μια εποχή κατάρρευσης αυτοκρατοριών και σε δεκαετίες οδυνηρών σπασμών προσαρμογής.

Οπως η βλαπτική επίδραση του καπνίσματος ή η ανθρωπογενής υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας, έτσι και η τεκτονική αυτή μετατόπιση περνάει σταδιακά τις άμυνες της ανθρώπινης διάνοιας (όπως η άρνηση), για να φτάσει στην τελική αποδοχή της πραγματικότητας. Η πρωτοφανής έκταση αλλά και το βάθος της αλλαγής εξακολουθούν να δυσχεραίνουν την πλήρη κατανόησή της. Διότι, πλέον, δεν πρόκειται για τη μετατόπιση από τη μία πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη, αλλά για την πλήρη εγκατάλειψη του Ατλαντικού και τη μεταφορά του κέντρου ισχύος σε έναν άλλο ωκεανό, τον Ειρηνικό. Μια μετατόπιση τόσο μεγάλη, που συνεπάγεται εν τέλει την πλήρη αλλαγή του παγκόσμιου αξιακού συστήματος.

Σε αντίθεση με τη φυλακισμένη στον Ατλαντικό Ωκεανό Ευρώπη, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία είναι λιγότερο δεσμευμένες από τη γεωγραφία αλλά και από την πολιτισμική ταυτότητα. Η πραγματικότητα είναι γι' αυτές λιγότερο τραυματική, κάτι που σημαίνει ότι χρειάζονται λιγότερο το ψυχολογικό βάλσαμο της άρνησης.

Οι ΗΠΑ βρέχονται από τον Ειρηνικό όσο και από τον Ατλαντικό και μπορούν να κοιτάξουν προς την Ασία με την ίδια ευκολία που κοιτάζουν προς την Ευρώπη. Πολιτισμικά, η δημογραφία έχει φροντίσει, ώστε ήδη να διαμορφωθεί μια συλλογική ταυτότητα που γεφυρώνει τους δύο ωκεανούς και μπορεί εύκολα να ρίξει το βάρος της από τη μία ή την άλλη πλευρά. Η Ρωσία, ιππαστί σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και, κυρίως, την Ασία, χάρη στον Μέγα Πέτρο, βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ αγκαλιάζει ολόκληρη την Ασία. Οσο για την πολιτισμική της ταυτότητα και τα ασιατικά στοιχεία που περιλαμβάνει, δεν έχει κανείς παρά να ρωτήσει τους κατοίκους της Πετρούπολης για τους Μοσχοβίτες...

Ο Μπαράκ Ομπάμα δεν μπαίνει σήμερα στο στόμα της ρωσικής αρκούδας που είναι έτοιμη να τον καταβροχθίσει. Πέρα από τις περιπλοκές που επιβάλλουν οι συγκυρίες, ακόμα και οι προσωπικότητες, κάνει ένα βήμα περισσότερο στη χορογραφία που, σίγουρα όχι ευθύγραμμα, θα διαμορφώσει ένα νέο modus vivendi ανάμεσα στις δύο χώρες, με διαφορετικά απ' ό,τι μέχρι σήμερα σημεία αναφοράς.

Η ανησυχία και η αμηχανία προέρχονται περισσότερο από την Ευρώπη, ως ήπειρο και ως νοοτροπία. Η οποία υποψιάζεται πως μέσα από την επουλωτική ρητορική του ο πρόεδρος των ΗΠΑ με τις λιγότερες προσωπικές ευρωπαϊκές καταβολές κοιτάζει πέρα από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και ότι για τη Ρωσία η Ευρώπη είναι, μακροπρόθεσμα, απλώς μια ενεργειακή αγορά που, αγοράζοντας ρωσικό πετρέλαιο και αέριο, χρηματοδοτεί την επέκταση προς την κατεύθυνση που πραγματικά έχει σημασία, προς τον Ειρηνικό.


Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ευρωπαϊκή ψήφος και αγανάκτηση in rem

Τις περισσότερες φορές είναι απολαυστική η συζήτηση με κάποιον ξένο διπλωμάτη που μόλις ξεκινά τη θητεία του στην Ελλάδα και βρίσκεται ακόμα υπό την επήρεια του πολιτισμικού σοκ.

Καθώς κάνει τις πρώτες διερευνητικές επαφές του, σε μια προσπάθεια να καταλάβει, ή τουλάχιστον να καταγράψει, τις ελληνικές «μοναδικότητες», η αναζήτηση τρόπων να του τις εξηγήσεις με όρους και αναλογίες που μπορεί να καταλάβει λειτουργεί σχεδόν ψυχαναλυτικά και σίγουρα αμφίδρομα, με επιβράβευση τη στιγμή που η -συνήθως έκπληκτη- έκφραση του προσώπου του δείχνει ότι κατάλαβε.

Μια τέτοια στιγμή ήρθε πριν από λίγες μέρες στο πρόσωπο ενός νεοαφιχθέντος διπλωμάτη που προσπαθούσε -ματαίως- να καταλάβει τη σχέση του Ελληνα με το ελληνικό κράτος και τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει την πολιτική της εκπροσώπηση. Βοηθούσης της επικαιρότητας, η λάμψη της κατανόησης ήρθε μετά την απρόσεκτη επισήμανση, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι υπάρχουν πολλά κοινά με τον τρόπο που πολλοί Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση: ως κάτι το ξεκομμένο από τους ίδιους, σχεδόν εχθρικό, το οποίο όμως μπορεί να απομυζηθεί, να άρει τις αμαρτίες όλων και στο οποίο οφείλεται κάποιος βαθμός υπερήφανης αντίστασης.

Είναι αλήθεια ότι η σοβαρότητα της συζήτησης επέβαλλε μια άμεση υποχώρηση από την ακραία αυτή απλούστευση, η οποία όμως άνοιξε τον δρόμο σε μια παραγωγική κουβέντα για τις ευρωεκλογές και στην αναζήτηση περισσότερων αναλογιών, η οποία σήμερα, την επομένη των ευρωεκλογών, με τα αποτελέσματα ανά την Ευρώπη να είναι ήδη γνωστά, ίσως δεν έχει νόημα.

Κάποια στοιχεία του αποτελέσματος, όμως, μπορούν να προβλεφθούν με σχετική ακρίβεια, χωρίς η πρόβλεψη αυτή να κινδυνεύει σήμερα με γελοιοποίηση: είναι βέβαιο ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη όσοι ψήφισαν, θα έχουν ψηφίσει κυρίως με εθνικά κριτήρια. Και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κριτήρια αυτά είναι το εξής ένα: η διαμαρτυρία.

Στα Βαλκάνια, δηλαδή στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα, αλλά και στη Βρετανία, η διαμαρτυρία μπορεί να εκφράζει περισσότερο απ' ό,τι αλλού την αγανάκτηση για τη διαφθορά. Σε άλλες χώρες μπορεί να εκφράζει αγανάκτηση για την οικονομική κρίση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τις κυβερνήσεις. Ομως η αγανάκτηση είναι πανταχού παρούσα, άσχετα αν είναι στοχευμένη ή όχι. Δεν απουσιάζει ούτε από τις χώρες όπου δεν υπάρχουν a priori αθωωθέντες πολιτικοί και ακροβατούντες εισαγγελείς για να προσωποποιήσουν τους στόχους της αγανάκτησης. Πρόκειται περί μιας ευρύτερης, γενικευμένης, in rem (κατά παντός υπευθύνου) αγανάκτησης, που ξεπερνά την περιστασιακή συμπτωματολογία και αναφέρεται στη βασική αίσθηση αποσύνδεσης της πολιτικής από τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Πέραν των συχνά απλουστευτικών αναφορών στο «δημοκρατικό έλλειμμα», προσπαθώντας να εξηγήσουν τη συνεχώς χαμηλή συμμετοχή των πολιτών στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, με κορυφαία αυτή των ευρωεκλογών, πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν δύο βασικά στοιχεία: τις θεσμικές δομές και τον βαθμό της πόλωσης. Η συμμετοχή των πολιτών, διαπιστώνουν, είναι ευθέως ανάλογη της σαφήνειας και της απλότητας ενός πολιτικού συστήματος. Οι έρευνες έχουν δείξει πως η συμμετοχή είναι συνήθως μεγαλύτερη σε προεδρικές εκλογές, όπου η επιλογή είναι ουσιαστικά μεταξύ δύο ατόμων. Μειώνεται στις βουλευτικές εκλογές και ακόμη περισσότερο στις περιφερειακές. Το χαοτικό θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με το κουβάρι των εξουσιών και αρμοδιοτήτων, αποθαρρύνει από μόνο του τη συμμετοχή των πολιτών, έστω και αν δεν συνοδευόταν από το «δημοκρατικό έλλειμμα». Αν συνδεθεί με την έλλειψη «πόλωσης», άρα και οπαδικού ενδιαφέροντος, σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση όπου κυριαρχεί παντού η λογική του συμβιβασμού και της δημόσιας παρουσίασης μιας εικόνας συναίνεσης, γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί στις ευρωεκλογές ψηφίζουμε εθνικά.

Αυτό όμως δεν εξηγεί από μόνο του γιατί η ψήφος με εθνικά κριτήρια συνοδεύεται από τόσο μεγάλη αγανάκτηση, που τροφοδοτεί παντού την ψήφο αποχής ή την ψήφο διαμαρτυρίας. Δεν εξηγεί γιατί, μεσούσης της λεγόμενης «κρίσης του καπιταλισμού», παρά τα τοπικά συγκυριακά σκαμπανεβάσματα, διατηρείται αναλλοίωτη η συνολική ισχύς των συντηρητικών δυνάμεων.

Ηεξήγηση ίσως βρίσκεται στην ευρύτερη τάση που, στην εξαχρειωμένη βαλκανική της εκδοχή, συνοψίζεται στο δίλημμα ανάμεσα στα «Παπαγαλάκια» και στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Την αγωνιώδη προσπάθεια να εφευρεθεί αντικείμενο πόλωσης εν μέσω μιας γενικευμένης εν τω βάθει πολιτικής απορίας απέναντι στο περιβάλλον.

Ο Ελληνας που προτίμησε χθες την παραλία από την κάλπη δίνει τις ίδιες εξηγήσεις με οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο πολίτη που έκανε το ίδιο. Το «επειδή δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει» ή το «όλοι ίδιοι είναι» μπορεί να προκαλεί τη βίαιη αντίδραση των επαγγελματιών της πολιτικής, εκφράζει όμως μια πραγματικότητα: την παντελή απουσία οποιασδήποτε συγκροτημένης περιγραφής της σημερινής πραγματικότητας, πόσο μάλλον κάποιας σύγχρονης πρότασης που θα μπορούσε να εκφραστεί ιδεολογικά και να προσφέρει τη δυνατότητα ελκυστικής πόλωσης πέραν του σημερινού επιπέδου χυδαιότητας των κύριων κομματικών δυνάμεων ή του περιφερειακού αμήχανου ρομαντικού αναχρονισμού.

Με τη λογική αυτή, οι χθεσινές ευρωεκλογές είχαν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από τις εκλογές επιλογής διαχειριστή, δηλαδή τις εθνικές εκλογές, επιτρέποντας την εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων. Με την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζεται η αποσύνδεση της πολιτικής από τα απογυμνωμένα κομματικά συστήματα νομής της εξουσίας.


Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Το δημοκρατικό έλλειμμα δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό

Την τελευταία φορά, το ενδιαφέρον για εκλογές εκτός εθνικών ορίων ήταν συγκλονιστικό, η αγωνία έσφιγγε ολόκληρη την Ευρώπη και το αποτέλεσμα πυροδότησε οπαδικές εκρήξεις χαράς σε όποιες πλατείες ευρωπαϊκών πόλεων είχαν στηθεί γιγαντοοθόνες.

Οι Ευρωπαίοι πολίτες ήξεραν -ή έστω πίστευαν- ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον τους.

Σε αντίθεση με τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, οι επικείμενες ευρωεκλογές ελάχιστα ενδιαφέρουν τους Ευρωπαίους πολίτες, με εξαίρεση εκείνους που, μέσω αυτών, έχουν να στείλουν μηνύματα με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουν να διαπεράσουν τον έμφυτο αλλά και καλά γυμνασμένο παχυδερμισμό των κυρίαρχων εθνικών πολιτικών δυνάμεων που συνήθως κάνουν ότι δεν ακούν. Πέραν αυτού, ουδέν.

Για την ανά τετραετία προϊούσα αδιαφορία των Ευρωπαίων πολιτών για τις ευρωεκλογές (φέτος μόνο το 30% είναι ο κοινοτικός μέσος όρος των ενδιαφερομένων) έχει κατηγορηθεί κατά κόρον το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από εκεί προκύπτει το -αφελές αν δεν είναι ρητορικό- ερώτημα, γιατί η αδιαφορία των Ευρωπαίων ψηφοφόρων να αυξάνεται σήμερα που το Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι, έχει αποκτήσει μεγαλύτερες αρμοδιότητες, ακόμα και το δικαίωμα βέτο σε ορισμένες περιπτώσεις. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι λίγο μετά τη συγκρότησή του, το νέο Ευρωκοινοβούλιο μπορεί να ασκήσει βέτο στη δεύτερη θητεία του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αν μάλιστα η Ιρλανδία επικυρώσει τη συνθήκη της Λισαβόνας σε ένα καινούργιο δημοψήφισμα μέχρι το τέλος του χρόνου, ίσως κληθεί να ψηφίσει και για τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αυτόν που θα αντικαταστήσει τη σημερινή κυλιόμενη εξαμηνιαία προεδρία της Ε.Ε., ίσως και τον νέο «υπουργό Εξωτερικών» της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα πάρει τη θέση του σημερινού ύπατου εκπροσώπου εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, Χαβιέρ Σολάνα.

Ομως, οι πάντες γνωρίζουν ότι ο μέγας Ποντίφιξ (γεφυροποιός) των Αζορών και νυν Μπαρόζο ο Εντρομος (φοβάται ακόμα και τη σκιά του, βλέποντας παντού τρομοκράτες έτοιμους να τον σκοτώσουν) φυτεύτηκε στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λόγω της εξυπηρέτησης προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, και τις παραφυάδες του στην Ευρώπη (δες Τόνι Μπλερ) με τη σκηνοθεσία της συνάντησης των Αζορών προκειμένου να προωθηθεί η εισβολή στο Ιράκ. Οι ίδιοι (οι πάντες) ξέρουν ότι παρόμοια πορεία ακολούθησε και ο Χαβιέρ Σολάνα, δίνοντας εξετάσεις προ δεκαετίας ως γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, την εποχή που οι ΝΑΤΟϊκές βόμβες έπεφταν στη ραδιοτηλεόραση του Βελιγραδίου. Γνωρίζουν ότι την περασμένη εβδομάδα ο Σολάνα συνόδευε τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην περιοδεία του στα Βαλκάνια, αόρατος έστω και ως ξεναγός. Και ξέρουν ότι ο Αμερικανός αντιπρόεδρος και όχι ο Ευρωπαίος εκπρόσωπος (και αν το έκανε ποιος θα του έδινε σημασία) διαβεβαίωνε για στήριξη της πορείας των βαλκανικών χωρών προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ξέρουν ακόμα ότι η ψήφος τους στις ευρωεκλογές δεν θα αλλάξει πολλά πράγματα ακόμα και εκεί που το Ευρωκοινοβούλιο έχει αποκτήσει κάποιες ουσιαστικές αρμοδιότητες, καθώς, όπως και στα εθνικά Κοινοβούλια, οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται απαραίτητα στην αίθουσα της Ολομέλειας αλλά πολύ συχνά στα κομματικά γραφεία. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα έχει ήδη εκφράσει την υποστήριξή του προς τον Μπαρόζο, που προσπαθεί να μην ενοχλήσει κανέναν, δηλαδή να μην κάνει το παραμικρό. Την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του έχουν εκφράσει ήδη ανοιχτά και οι Σοσιαλιστές Ισπανίας, Πορτογαλίας και Βρετανίας (και όχι τόσο ανοιχτά οι υπόλοιποι), κάτι που σημαίνει ότι είναι βέβαιο πως και το Κόμμα Ευρωπαίων Σοσιαλιστών δεν πρόκειται να προτείνει εναλλακτικό υποψήφιο.

Πέραν όλων αυτών, η ανυπαρξία ευρωπαϊκών κομμάτων (εκτός ίσως του «αντιευρωπαϊκού» Λίμπερτας, που όμως δεν κατάφερε να αναπτυχθεί πανευρωπαϊκά, όπως σχεδίαζε) σημαίνει ότι η ψήφος στις ευρωεκλογές σηκώνει όλο το φορτίο των εθνικών πολιτικών διαρθρώσεων και της διευρυνόμενης (αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο) διάστασής τους από τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα. Τα σκάνδαλα στην Ελλάδα και η αγανάκτηση με τους λογαριασμούς των βουλευτών στη Βρετανία, η ευρύτερη απαξίωση της «κομματικής» πολιτικής, μετράνε πολύ περισσότερο από αναφορές στο Ευρωκοινοβούλιο, ακόμα και όταν αυτές ξεπερνάνε διαβεβαιώσεις τύπου «η πολιτική είναι προσφορά» με τις οποίες ατυχείς διορισμένοι από τα κόμματα ευρωβουλευτές απαντάνε αναγκαστικά σε ερωτήσεις σχετικά με την παραμονή τους ή όχι στις Βρυξέλλες, γνωρίζοντας και οι ίδιοι ότι έτσι τροφοδοτούν τη σαρκαστική φαντασία της πλειονότητας των ακροατών τους.

Ως αντίδραση στην εθνική και όχι στην ευρωπαϊκή ασφυξία, η ψήφος στις ευρωεκλογές ανέκαθεν προωθούσε νέες πολιτικές εκφράσεις. Το 1984 έδωσε την πρώτη εκλογική επιτυχία στο γαλλικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν και στους Πράσινους της Γερμανίας. Το 2004 πρόσφερε στο βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας την πρώτη σημαντική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι πολιτικές αυτές δυνάμεις, κάνοντας το ντεμπούτο τους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ακολούθησαν στη συνέχεια αρκετά σημαντική πορεία στο εθνικό πολιτικό τοπίο των χωρών τους.

Με αυτή τη λογική, ίσως οι ευρωεκλογές αποτελούν μια ευκαιρία προόδου, με την έννοια της εισαγωγής νέων παραμέτρων, όσο μικρή, δειλή και ατελής και αν είναι. Διότι δίνει μια, έστω ελάχιστη, ευκαιρία να σπάσει ο συντηρητικός νάρθηκας των κατεστημένων πολιτικών εκφράσεων που, με νύχια και με δόντια, προσπαθούν να διατηρήσουν παγωμένο το πολιτικό τοπίο αποτρέποντας με κάθε μέσο την είσοδο νέων παικτών στο κεντρικό γήπεδο.


Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Οι 100 μέρες για «την ψυχή» των ΗΠΑ

Κανείς δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλες τις προσδοκίες ή να επουλώσει όλες τις πληγές, πόσω μάλλον μέσα σε 100 μέρες.

Καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα συμπληρώνει αυτή την εβδομάδα 100 μέρες στον Λευκό Οίκο, έχει κάνει περισσότερα μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο των ΗΠΑ στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της πρώτης προεδρικής του θητείας. Ομως δεν είναι αρκετό για να εξαφανίσει το αίσθημα του ανικανοποίητου που εξακολουθεί να αιωρείται στις ΗΠΑ και διεθνώς.

Είναι αλήθεια ότι σε μερικές χώρες, όπως στην Ελλάδα, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ θα χαρακτηριζόταν ανεπιφυλάκτως καλός, μόνον αν, στις πρώτες μέρες, αν όχι τις πρώτες ώρες μετά την ανάληψη της εξουσίας, ανακοίνωνε την πλήρη διάλυση της Ενωσης. Αν δηλαδή γινόταν ένας στιγμιαίος Γκορμπατσόφ, χωρίς τις καθυστερήσεις και τις ατελέσφορες προσπάθειες του τελευταίου προέδρου της ΕΣΣΔ να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί στη χώρα του.

Το ενδιαφέρον είναι ότι για κάποιους συμπατριώτες του ο Ομπάμα κάνει ακριβώς αυτό. Βάζει τις ΗΠΑ στον δρόμο της καταστροφής. Οι ίδιοι που έκλαιγαν (στην κυριολεξία!) όταν το Κογκρέσο περνούσε τα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και εκείνοι θεωρούσαν ότι η χώρα παραδίδεται στον κομμουνισμό, βλέπουν τώρα την καταστροφή να έρχεται και τους εχθρούς να περνάνε μέσα από τα τείχη, με την υπόθεση της επίσημης αποκάλυψης έστω και υπό όρους, έστω και μέρους, των βασανιστηρίων που είχε εγκρίνει η κυβέρνηση Μπους. Πόσω μάλλον όταν αρχίζει να διαφαίνεται το ενδεχόμενο άσκησης ποινικών διώξεων στελεχών των κυβερνήσεων Μπους.

Στην περίπτωση αυτήν ο Μπαράκ Ομπάμα, αν και κατ' αρχήν πρόθυμος να αποκαλύψει τον εγκληματικό αμοραλισμό της περιόδου Μπους, αν μη τι άλλο για να σηματοδοτήσει και να διακηρύξει διεθνώς την αλλαγή, δείχνει να σύρεται από τη δυναμική που αναπτύσσεται στο ενδεχόμενο άσκησης ποινικών διώξεων, κάτι που αρχικά ίσως δεν επιθυμούσε.

Μια παρόμοια εικόνα ή μάλλον την αίσθηση ότι η πολιτική Ομπάμα δεν είναι πλήρως διαμορφωμένη και ότι σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από αυτοσχεδιασμούς (που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά συχνά δοκιμάζονται από την πραγματικότητα) δίνουν πολλά από τα συστατικά της, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική. Χαρακτηριστική η περίπτωση της πρώτης ευρωπαϊκής επίσκεψής του, κατά την οποία η υποστήριξη των Ευρωπαίων για το Αφγανιστάν ήταν χλιαρότερη του αναμενόμενου, κάτι που, όπως περιγράφει στην «Ε» του περασμένου Σαββάτου ο Δημήτρης Δήμας, οδήγησε τον Ομπάμα σε μια σχεδόν παρορμητική και μεγαλύτερη του προσχεδιασμένου αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας.

Μια διαφορετική οπτική θα αντικαθιστούσε τις λέξεις «αυτοσχεδιασμός» και «παρόρμηση», με τις «ευελιξία» και «προσαρμοστικότητα», κάτι που ενδεχομένως θα ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα και τις προκλήσεις που διαμορφώνει ένα ριζικά διαφορετικό περιβάλλον.

Κατ' αρχάς, ό,τι και να κάνει ο Μπαράκ Ομπάμα για να αποκαταστήσει το ηθικό κύρος και τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ, αυτό που οι Αμερικανοί αρέσκονται να χαρακτηρίζουν «αμερικανική ηγεσία», έχει να αντιμετωπίσει τα νέα αντισώματα που έχει δημιουργήσει στη διεθνή κοινότητα ο εμβολιασμός της με δύο δόσεις αμερικανικής προεδρίας του Τζορτζ Μπους. Στη συνέχεια έχει να αντιμετωπίσει έναν αμερικανικό πολιτικό πολιτισμό, που παραδοσιακά αντιστέκεται σε οποιονδήποτε συμβιβασμό απαιτείται για την ανάληψη συλλογικών πρωτοβουλιών σαν και αυτές που απαιτούνται στις σημερινές συνθήκες.

Ταυτοχρόνως, η εκκίνηση του σημερινού οικονομικού χάους από τις ΗΠΑ ή από τις αμερικανικής εμπνεύσεως οικονομικές πρακτικές αποδυναμώνει θεαματικά κάθε ιδέα «αμερικανικής ηγεσίας» στη διεθνή οικονομία. Η ανάδυση άλλων ισχυρών διεθνών παικτών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Κίνα, μειώνει τη σχετική ισχύ των ΗΠΑ. Η δημιουργία και σταθεροποίηση περιφερειακών οργανισμών και θεσμών, στους οποίους οι ΗΠΑ ούτε καν συμμετέχουν, ιδίως σε περιοχές που θα πρωταγωνιστήσουν στο μέλλον, όπως η Ασία, δυσχεραίνουν τους χειρισμούς της Ουάσιγκτον.

Ομως, η πορεία σε όλους τους τομείς θα κριθεί, κατά πάσαν πιθανότητα, από την έκβαση δύο διαδικασιών που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη. Η μία αφορά το εσωτερικό των ΗΠΑ και είναι η διαδικασία «για να ξαναβρούμε την ψυχή της χώρας μας», όπως γράφει στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. Είναι η υπόθεση του Γκουαντάναμο, των βασανιστηρίων, του απόλυτου αμοραλισμού που συνεχίζει να εκφράζει ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, επιμένοντας ότι τα βασανιστήρια νομιμοποιούνται εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από τις πληροφορίες που αποκτήθηκαν. Χωρίς την αίσθηση κάποιας, έστω ατελούς, κάθαρσης, οποιαδήποτε προσπάθεια «ηγεσίας» των ΗΠΑ ξεκινά υπονομευμένη.

Η δεύτερη διαδικασία αφορά το διεθνές πεδίο και είναι αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Πακιστάν και στην περιοχή γύρω του. Η πολιτική των ΗΠΑ έχει οδηγήσει την κυβέρνηση της χώρας να πλησιάζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση Καρζάι στο Αφγανιστάν, που στην πραγματικότητα απλώνει την εξουσία της στην Καμπούλ (και όχι σε όλες τις γειτονιές της). Μόλις την περασμένη εβδομάδα, οι Ταλιμπάν, ελέγχοντας ουσιαστικά για όσο διάστημα ήθελαν πόλη 80 χιλιόμετρα από το Ισλαμαμπάντ, έκαναν μια επίδειξη της ικανότητάς τους να ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο από αυτόν της πακιστανικής κυβέρνησης.

Το Πακιστάν και η χώρα που αποτελεί το «στρατηγικό βάθος του», το Αφγανιστάν, αποτελούν αυτή τη στιγμή κομβικό σημείο για τις διεθνείς εξελίξεις, άρα και για την αμερικανική πολιτική. Δεν είναι μόνο το ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα ως αντίβαρο στα πυρηνικά της Ινδίας. Είναι το ότι η εξομάλυνση της κατάστασης στην περιοχή είναι αποφασιστικής σημασίας για την πορεία όλων των κρίσιμων εξελίξεων στην περιοχή που ορίζεται από την Κεντρική Ασία και τους δύο ωκεανούς, τον Ινδικό και τον Ειρηνικό. Εκεί που οι πάντες και όχι μόνον οι ΗΠΑ θα δοκιμαστούν στο μέλλον. Και ελπίζεται η δοκιμασία να είναι μόνον πολιτική.