Δευτέρα 13 Αυγούστου 2001
Πού οδηγεί η αναντιστοιχία ιδεολογιών και κοινωνίας
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των περισσότερων κυβερνήσεων της Ευρώπης, προ και μετά Γένοβας, διακρίνει κανείς πολλές ομοιότητες με τις αντιδράσεις βολεμένων δημοσίων υπαλλήλων. Τις χαρακτηρίζει μια εντυπωσιακή έλλειψη φαντασίας, μια στείρα προσήλωση στους κανονισμούς που περιγράφουν μια εκπνέουσα πραγματικότητα και μια υστερική προάσπιση κάποιων «κεκτημένων».Είναι αλήθεια ότι η Ευρώπη των κυβερνήσεων (ή των διαχειριστών) άργησε να αντιληφθεί τη συσσωρευμένη ποικιλόχρωμη δυσφορία που αναζήτησε εκφραστική διέξοδο μέσα από την παραπλανητική προμετωπίδα της «αντι-παγκοσμιοποίησης». Αρχισε να την παρατηρεί, με κάποια μακαριότητα, όταν απέκτησε κρίσιμο μέγεθος στο Σιάτλ και, ακόμα περισσότερο, όταν απέδειξε ότι έχει έκταση και διάρκεια περνώντας τον Ατλαντικό και αγγίζοντας τη Γηραιά Ηπειρο, στην Πράγα.Η στιγμή της αφύπνισης ήρθε όμως στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Γκέτεμποργκ και οι αντιδράσεις από τη στιγμή εκείνη θυμίζουν τους τρομαγμένους αστούς και τους πανικόβλητους μπαμπάδες του Μάη του '68, με κυρίαρχο συστατικό την υστερία.Αυτή η υστερία εμπόδισε κατ' αρχήν την αντίληψη της πραγματικότητας, κάτι που οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές και σκιαμαχίες που τροφοδότησαν αυτό που ήθελαν να καταστείλουν.Χαρακτηριστική παρανόηση ήταν αυτή που εκφράστηκε με την έμμονη ιδέα των ιταλικών αρχών ότι οι πιο επικίνδυνοι «ταραξίες» που θα πήγαιναν στη Γένοβα θα ήταν οι Ελληνες και οι Ισπανοί. Η πεποίθηση αυτή βασίστηκε στη διαπίστωση ότι στις χώρες αυτές η αντίδραση στην «παγκοσμιοποίηση» έχει μεγαλύτερη έκταση, καλύπτοντας και κινητοποιώντας μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού απ' ό,τι σε άλλες χώρες. Εκείνο που διέφυγε από το σκεπτικό αυτό ήταν το ότι η μεγαλύτερη έκταση σημαίνει μικρότερη ένταση και ότι ένα «mainstream» κίνημα είναι πολύ πιο ήπιο στην έκφρασή του από ένα ημιπεριθωριακό που λειτουργεί σε έναν εχθρικό περίγυρο, όπως συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Ετσι, οι πλέον «δραστήριοι» στη Γένοβα δεν ήταν οι Ελληνες ή οι Ισπανοί, αλλά οι Γερμανοί, οι Ελβετοί, οι Αυστριακοί, κάποιοι Σκανδιναβοί και, λόγω μεγαλύτερου αριθμού, οι Ιταλοί.Αυτή η εσφαλμένη αναγνώριση της πραγματικότητας χαρακτηρίζει σε όλα τα επίπεδα τις αντιδράσεις των περισσοτέρων κυβερνήσεων που έχουν υιοθετήσει μια αμυντική περιχαράκωση κατασταλτικού τύπου. Ετσι, οι Γερμανοί δείχνουν να προωθούν πλέον, προ και μετά Γένοβας, τα φεντεραλιστικά οράματά τους για την Ευρώπη μέσω ενός αστυνομικού φεντεραλισμού, οι Βέλγοι ετοιμάζουν τις ασπίδες, τα κράνη και τα κλομπ εν όψει της συνόδου κορυφής της Ε.Ε., δηλώνοντας ότι «δεν θα υπάρξει ανοχή» και οι Ιταλοί φτύνουν τον κόρφο τους προσπαθώντας να αποταχθούν κάθε διεθνή σύνοδο που θα μπορούσε να γίνει στη χώρα τους. Ολα αυτά ενώ τα σουηδικά δικαστήρια εξακολουθούν να καταδικάζουν συλληφθέντες στο Γκέτεμποργκ.Ηπαρανόηση δεν περιορίζεται στο επίπεδο των διαχειριστών-κυβερνώντων αλλά και στο επίπεδο των διαχειριστών-ιδεολόγων που δεν μπορούν -ή δεν τολμούν- να διανοηθούν ότι κοινωνικές ζυμώσεις και αγώνες μπορούν να γίνουν έξω και πέρα από την ασφάλεια των κατεστημένων ιδεολογιών της βιομηχανικής εποχής και ερήμην των ιερατείων τους. Η προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν το φαινόμενο με τα εργαλεία τού κατά περίπτωση -ισμού, να το ενσωματώσουν ή και να το «καπελώσουν» μπορεί να καθυστερήσει τη μετεξέλιξή του περισσότερο από τις κατασταλτικές αντιδράσεις οι οποίες, αντιθέτως, την επιταχύνουν.Είναι αλήθεια ότι τίποτα δεν δημιουργείται στο απόλυτο κενό και οι αναλυτικοί κώδικες της βιομηχανικής εποχής αποτελούν μια βάση εκκίνησης για την κωδικοποίηση του νέου κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος. Ομως η εξάρτηση αυτή δεν ξεπερνά τη σχέση που είχε η ανάλυση της αγροτικής κοινωνίας με την αναγνώριση των δομών της βιομηχανικής, τη σχέση που είχε το συρόμενο από βόδια κάρο και άροτρο με την ατμομηχανή.Κάποιοι σοσιαλιστές, όπως ο υπουργός Υπερπόντιων Κτήσεων της Γαλλίας, Κριστιάν Πολ, και ο εκπρόσωπος του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Βενσάν Πεϊγιόν, αναγνωρίζουν ότι το νέο κίνημα «σηματοδοτεί την ανάδυση ενός πραγματικού πολιτικού εκσυγχρονισμού, όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο, την εμφάνιση μιας διεθνικής πολιτικής συνείδησης». Προσπαθούν όμως να πείσουν, εαυτούς και αλλήλους, ότι η συνείδηση αυτή «δεν είναι επαναστατική, αλλά διεκδικητική», καθώς «τα περισσότερα αιτήματα, συχνά ριζοσπαστικά στον τρόπο έκφρασής τους, δεν μας παραπέμπουν σε έναν άλλο κόσμο, σε άλλες αρχές ή σε άλλες αξίες από αυτές που διατυμπανίζουν και προβάλλουν τα περισσότερα κράτη. Δεν προτείνουν ούτε κάποιον νέο άνθρωπο, ούτε τέλος της Ιστορίας, ούτε επιστημονική αλήθεια, ούτε καλύτερη κοινωνία...»Ηπροσέγγιση αυτή βλέπει «το δέντρο και όχι το δάσος». Παρακολουθεί την πολυσπερμία των αιτημάτων και αδιαφορεί για το ίδιο το κίνημα και τα γενεσιουργά αίτια. Δεν πηγαίνει στην αρχή των πραγμάτων, στην περιρρέουσα εντεινόμενη δυσφορία που προκαλεί η απουσία διαγνωστικών και διαχειριστικών εργαλείων για μια νέα φάση στη νομοτελειακή εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, τη δυσανεξία που όλο και περισσότερο προκαλεί η ογκούμενη αναντιστοιχία υπαρκτών ιδεολογιών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.Βλέπει το διαμορφούμενο κίνημα στατικά και όχι ως αρχή ζύμωσης προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή προς τη διαμόρφωση αναλυτικών, διαχειριστικών και ιδεολογικών πλαισίων για την εποχή της «νέας αταξίας». Ο ελληνικής έμπνευσης αυτός όρος μπορεί να δημιουργήθηκε για να διατυπώσει την αντίθεση προς τη μεταψυχροπολεμικά ευαγγελιζόμενη από τις ΗΠΑ «νέα τάξη», ταιριάζει όμως καλύτερα ως περιγραφή μιας ιστορικής στιγμής όπου το παλιό ψυχορραγεί και το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα, πολύ περισσότερο δεν διαθέτει καν όνομα.Αυτή την έλλειψη ταυτότητας καλύπτουν σήμερα τα ψευδώνυμα «παγκοσμιοποίηση» και «αντι-παγκοσμιοποίηση», ο ετεροπροσδιοριζόμενος χαρακτηρισμός της σημερινής κοινωνίας ως «μετα-βιομηχανικής». Προσδιορίζουν όμως την έναρξη της πορείας μέχρι την κανονική ονοματοδοσία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου