Ο τίτλος του άρθρου αυτού αρχικά αναφερόταν στις μέρες που πέρασαν από την ορκωμοσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ μέχρι σήμερα. Ηταν ένας τρόπος να αναγνωριστούν η ρητορική και οι πρώτες -συμβολικές σε μεγάλο βαθμό- κινήσεις του Μπαράκ Ομπάμα προς την αποδόμηση της 8ετούς εκτροπής Μπους. Ηταν ένας τρόπος έκφρασης καλής πίστης απέναντι σε μια υπόσχεση θετικής αλλαγής, με υπονοούμενη την επιφύλαξη για το τι θα δείξουν τα «γραπτά», η πράξη. Μια προσπάθεια διατύπωσης καλοπροαίρετης αμφιβολίας, όχι τόσο για τις προσωπικές προθέσεις του υποσχόμενου, αλλά για τις αντικειμενικές δυνατότητες να τις πραγματοποιήσει, που πηγάζουν -και περιορίζονται- από τον ρόλο του.
Ομως, στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, τη βαθμολογία «Αριστα στα προφορικά», με όλη την καλή πίστη αλλά και τις επιφυλάξεις που την συνοδεύουν, κέρδισε η εκπληκτική επίδοση του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο Νταβός. Με πέντε προτάσεις υποστηριζόμενες από εμφανή συγκρατημένη οργή, έδειξε πώς, με μόνα τα προφορικά και μέσα σε λίγα λεπτά, ένας πολιτικός μπορεί να διαμορφώσει τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες για τη χώρα του, για την κυβέρνησή του, για τον κοινωνικό χώρο που εκφράζει, για το κόμμα του και για τον εαυτό του. Ολα αυτά χωρίς τίποτα το υλικό, χωρίς παροχές, χωρίς προσλήψεις, χωρίς δαπάνες.
Είναι αλήθεια ότι η σύναξη του Νταβός και η συμμετοχή στο ίδιο πάνελ με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή για τον Τούρκο πρωθυπουργό. Τόσο κατάλληλη που, αν δεν ήταν προγραμματισμένο στο πλαίσιο του Νταβός, ένα τέτοιο γεγονός θα έπρεπε και θα μπορούσε να οργανωθεί επί τούτου.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η αλλαγή των ισορροπιών στη σχέση ανάμεσα στην παραδοσιακά κεμαλική ελίτ και τις αναδυόμενες σε μια νέα μεσαία τάξη κοινωνικές δυνάμεις εκφράζεται από την ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το «βαθύ κράτος» που έχει φτάσει σε σημείο καμπής, με τη συμβολή της υπόθεσης «Εργκενεκόν». Μετά το Νταβός, το «βαθύ κράτος» και το κεμαλικό κατεστημένο, είτε αυτό βρίσκεται στις ένοπλες δυνάμεις ή αλλού, θα βρει πολύ πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ενός πρωθυπουργού που επέστρεψε ως «ο πορθητής του Νταβός» και έτυχε πανηγυρικής λαϊκής υποδοχής τύπου προπονητή τουρκικής ομάδας που μόλις κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου.
Διεθνώς, η συγκυρία είναι ακόμη πιο βολική για τον ρόλο που οραματίζεται η Τουρκία για τον εαυτό της εδώ και καιρό. Η αλλαγή προεδρίας στις ΗΠΑ και οι μετέωρες δομικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και το μουσουλμανικό τμήμα της Ασίας, που προκάλεσαν οι πειραματισμοί Τσένι, Ράμσφελντ, Μπους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, θα αρκούσαν από μόνες για να διαμορφώσουν το ευνοϊκό πλαίσιο, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσεξήγητη ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, που έδωσε σε όλο το εκρηκτικό μίγμα ακόμη πιο έντονο -αν είναι δυνατόν- χαρακτήρα επείγοντος.
Η αναδρομολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας επί Τουργκούτ Οζάλ, αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ούτε προς την κατεύθυνση της επιρροής στις εθνικά συγγενικές χώρες της Κεντρικής Ασίας ούτε προς την απόκτηση επιρροής στη Μέση Ανατολή, απ' όπου προέρχεται το σύνολο των απειλών ασφαλείας που αντιμετωπίζει ή θεωρεί ότι αντιμετωπίζει η Τουρκία, μετά την κατάρρευση της προηγούμενης μοναδικής απειλής από την ΕΣΣΔ.
Ηεπόμενη αναδρομολόγηση, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής. Βοηθούντος και του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, η κουρδική «απειλή» έφερε κοντά τους πρώην αντιπάλους (Τουρκία, Συρία, Ιράν) και ο ενορχηστρωμένος από την Ουάσιγκτον αποκλεισμός της Τεχεράνης και της Δαμασκού διαμόρφωσε σταθερές διαδρομές έκφρασής τους προς τη διεθνή κοινότητα μέσω Αγκυρας.
Με εξαιρετικά καλές σχέσεις με το Ισραήλ από τα μέσα της 10ετίας του '90 (σχέσεις που στο Ισραήλ προσφέρουν διέξοδο από την περιφερειακή απομόνωση, ενώ προσφέρουν στην Τουρκία αμυντική τεχνολογία και τεχνογνωσία), η Αγκυρα δεν δίστασε να προσεγγίσει τον αραβικό κόσμο μετά το 2000, φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας να συνομιλεί απ' ευθείας ακόμη και με τη Χαμάς, τον ηγέτη της οποίας φιλοξένησε στην Αγκυρα, ή να καταδικάζει κάποιες από τις πλέον προκλητικές (και αιματηρές) ισραηλινές πρακτικές, όπως η εισβολή στον Λίβανο και η πρόσφατη στη Γάζα.
Είναι άγνωστο αν το Ισραήλ όντως πιστεύει αυτό που διεμήνυε προς την Αθήνα, όταν οι σχέσεις του με την Τουρκία προκαλούσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα. Οτι δηλαδή κάθε σχέση είναι διμερής και ανεξάρτητη και ότι η σχέση με κάποιον δεν στρέφεται εναντίον κάποιου άλλου. Ισως να εκτίμησε τα πλεονεκτήματα που του δίνει η σχέση με την Τουρκία ή και να διαβλέπει ότι είναι και προς το συμφέρον του η διατήρηση ενός μεσολαβητικού διαύλου, όπως αυτός που πρόσφερε η Αγκυρα στις πρόσφατες «εκ του σύνεγγυς» διαπραγματεύσεις με τη Συρία. Αυτό μπορεί να εξηγεί την κάθε άλλο παρά χαρακτηριστική ανοχή που δείχνει στις τουρκικές επικρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον πρόσφατης στο Νταβός.
Με το τμήμα της αμερικανικής και ισραηλινής ελίτ, που διατηρεί κάποια επαφή με τη λογική, να θεωρεί ευλόγως τη μη αραβική μουσουλμανική Τουρκία καλύτερο πόλο αναφοράς της οργισμένης με τις ηγεσίες των αραβικών χωρών μουσουλμανικής αραβικής κοινής γνώμης απ' ό,τι το επίσης μη αραβικό μουσουλμανικό Ιράν, το εμπόδιο για την ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου από την Αγκυρα προέρχεται από τις ιστορικές μνήμες τής οθωμανικής εποχής που, συνδεόμενες με τις σύγχρονες σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, διατηρούν απέναντί της τείχη δυσπιστίας στον αραβικό κόσμο.
Ηδη ραγισμένα από την τουρκική πολιτική των τελευταίων ετών, τα τείχη αυτά σχεδόν κατέρρευσαν μέσα σε μία νύχτα από τις πρόσφατες δηλώσεις και το, αυθόρμητο ή σκηνοθετημένο, ξέσπασμα οργής του Ερντογάν. Καταφέρνοντας με λίγα λόγια να συνδέσει το συμφέρον της χώρας του με τις ανάγκες της διεθνούς συγκυρίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τον Μπαράκ Ομπάμα στη βαθμολογία. Διότι στην περίπτωσή του τα «προφορικά» αποτελούν τμήμα της πράξης.
Ομως, στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, τη βαθμολογία «Αριστα στα προφορικά», με όλη την καλή πίστη αλλά και τις επιφυλάξεις που την συνοδεύουν, κέρδισε η εκπληκτική επίδοση του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο Νταβός. Με πέντε προτάσεις υποστηριζόμενες από εμφανή συγκρατημένη οργή, έδειξε πώς, με μόνα τα προφορικά και μέσα σε λίγα λεπτά, ένας πολιτικός μπορεί να διαμορφώσει τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες για τη χώρα του, για την κυβέρνησή του, για τον κοινωνικό χώρο που εκφράζει, για το κόμμα του και για τον εαυτό του. Ολα αυτά χωρίς τίποτα το υλικό, χωρίς παροχές, χωρίς προσλήψεις, χωρίς δαπάνες.
Είναι αλήθεια ότι η σύναξη του Νταβός και η συμμετοχή στο ίδιο πάνελ με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή για τον Τούρκο πρωθυπουργό. Τόσο κατάλληλη που, αν δεν ήταν προγραμματισμένο στο πλαίσιο του Νταβός, ένα τέτοιο γεγονός θα έπρεπε και θα μπορούσε να οργανωθεί επί τούτου.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η αλλαγή των ισορροπιών στη σχέση ανάμεσα στην παραδοσιακά κεμαλική ελίτ και τις αναδυόμενες σε μια νέα μεσαία τάξη κοινωνικές δυνάμεις εκφράζεται από την ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το «βαθύ κράτος» που έχει φτάσει σε σημείο καμπής, με τη συμβολή της υπόθεσης «Εργκενεκόν». Μετά το Νταβός, το «βαθύ κράτος» και το κεμαλικό κατεστημένο, είτε αυτό βρίσκεται στις ένοπλες δυνάμεις ή αλλού, θα βρει πολύ πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ενός πρωθυπουργού που επέστρεψε ως «ο πορθητής του Νταβός» και έτυχε πανηγυρικής λαϊκής υποδοχής τύπου προπονητή τουρκικής ομάδας που μόλις κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου.
Διεθνώς, η συγκυρία είναι ακόμη πιο βολική για τον ρόλο που οραματίζεται η Τουρκία για τον εαυτό της εδώ και καιρό. Η αλλαγή προεδρίας στις ΗΠΑ και οι μετέωρες δομικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και το μουσουλμανικό τμήμα της Ασίας, που προκάλεσαν οι πειραματισμοί Τσένι, Ράμσφελντ, Μπους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, θα αρκούσαν από μόνες για να διαμορφώσουν το ευνοϊκό πλαίσιο, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσεξήγητη ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, που έδωσε σε όλο το εκρηκτικό μίγμα ακόμη πιο έντονο -αν είναι δυνατόν- χαρακτήρα επείγοντος.
Η αναδρομολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας επί Τουργκούτ Οζάλ, αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ούτε προς την κατεύθυνση της επιρροής στις εθνικά συγγενικές χώρες της Κεντρικής Ασίας ούτε προς την απόκτηση επιρροής στη Μέση Ανατολή, απ' όπου προέρχεται το σύνολο των απειλών ασφαλείας που αντιμετωπίζει ή θεωρεί ότι αντιμετωπίζει η Τουρκία, μετά την κατάρρευση της προηγούμενης μοναδικής απειλής από την ΕΣΣΔ.
Ηεπόμενη αναδρομολόγηση, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής. Βοηθούντος και του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, η κουρδική «απειλή» έφερε κοντά τους πρώην αντιπάλους (Τουρκία, Συρία, Ιράν) και ο ενορχηστρωμένος από την Ουάσιγκτον αποκλεισμός της Τεχεράνης και της Δαμασκού διαμόρφωσε σταθερές διαδρομές έκφρασής τους προς τη διεθνή κοινότητα μέσω Αγκυρας.
Με εξαιρετικά καλές σχέσεις με το Ισραήλ από τα μέσα της 10ετίας του '90 (σχέσεις που στο Ισραήλ προσφέρουν διέξοδο από την περιφερειακή απομόνωση, ενώ προσφέρουν στην Τουρκία αμυντική τεχνολογία και τεχνογνωσία), η Αγκυρα δεν δίστασε να προσεγγίσει τον αραβικό κόσμο μετά το 2000, φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας να συνομιλεί απ' ευθείας ακόμη και με τη Χαμάς, τον ηγέτη της οποίας φιλοξένησε στην Αγκυρα, ή να καταδικάζει κάποιες από τις πλέον προκλητικές (και αιματηρές) ισραηλινές πρακτικές, όπως η εισβολή στον Λίβανο και η πρόσφατη στη Γάζα.
Είναι άγνωστο αν το Ισραήλ όντως πιστεύει αυτό που διεμήνυε προς την Αθήνα, όταν οι σχέσεις του με την Τουρκία προκαλούσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα. Οτι δηλαδή κάθε σχέση είναι διμερής και ανεξάρτητη και ότι η σχέση με κάποιον δεν στρέφεται εναντίον κάποιου άλλου. Ισως να εκτίμησε τα πλεονεκτήματα που του δίνει η σχέση με την Τουρκία ή και να διαβλέπει ότι είναι και προς το συμφέρον του η διατήρηση ενός μεσολαβητικού διαύλου, όπως αυτός που πρόσφερε η Αγκυρα στις πρόσφατες «εκ του σύνεγγυς» διαπραγματεύσεις με τη Συρία. Αυτό μπορεί να εξηγεί την κάθε άλλο παρά χαρακτηριστική ανοχή που δείχνει στις τουρκικές επικρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον πρόσφατης στο Νταβός.
Με το τμήμα της αμερικανικής και ισραηλινής ελίτ, που διατηρεί κάποια επαφή με τη λογική, να θεωρεί ευλόγως τη μη αραβική μουσουλμανική Τουρκία καλύτερο πόλο αναφοράς της οργισμένης με τις ηγεσίες των αραβικών χωρών μουσουλμανικής αραβικής κοινής γνώμης απ' ό,τι το επίσης μη αραβικό μουσουλμανικό Ιράν, το εμπόδιο για την ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου από την Αγκυρα προέρχεται από τις ιστορικές μνήμες τής οθωμανικής εποχής που, συνδεόμενες με τις σύγχρονες σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, διατηρούν απέναντί της τείχη δυσπιστίας στον αραβικό κόσμο.
Ηδη ραγισμένα από την τουρκική πολιτική των τελευταίων ετών, τα τείχη αυτά σχεδόν κατέρρευσαν μέσα σε μία νύχτα από τις πρόσφατες δηλώσεις και το, αυθόρμητο ή σκηνοθετημένο, ξέσπασμα οργής του Ερντογάν. Καταφέρνοντας με λίγα λόγια να συνδέσει το συμφέρον της χώρας του με τις ανάγκες της διεθνούς συγκυρίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τον Μπαράκ Ομπάμα στη βαθμολογία. Διότι στην περίπτωσή του τα «προφορικά» αποτελούν τμήμα της πράξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου