Είναι λάθος να αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση ή και με περιφρόνηση το αυριανό «ταρατατζούμ» του Μπαράκ Ομπάμα. Η αυριανή είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στη σύγχρονη ιστορία που η αλλαγή ηγεμόνα έχει τόσο μεγάλη σημασία και που δικαιολογεί φανφάρες και παράτες, αν και όχι τα «ωσαννά», τις δοξολογίες ή και τις μαύρες προφητείες που ξεπετάγονται δεξιά και αριστερά.
Δεν είναι τόσο το ότι οι ΗΠΑ αποκτούν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο στην Ιστορία, κάτι που από μόνο του επιτρέπει το δάκρυ στην άκρη του ματιού κάθε ανθρώπου που κουβαλάει μνήμες αποκλεισμού στο κύτταρό του.
Δεν είναι ούτε το ότι κάποιοι, καλώς ή κακώς, έχουν επενδύσει στον Ομπάμα ελπίδες, συμφέροντα και προσδοκίες, βλέποντας σ' αυτόν ένα είδος θαυματουργού μεσσία που θα επουλώσει όλα τα τραύματα και θα άρει κάθε αδικία.
Δεν πρόκειται ούτε για τη φυσιολογική ικανοποίηση όσων, με λιγότερο ή περισσότερο ταπεινά κίνητρα, στο εσωτερικό των ΗΠΑ ή στο εξωτερικό, θεωρούν ότι συνέβαλαν στην πολιτική αλλαγή και αναμένουν τώρα την απόδοση της επένδυσής τους.
Αν η Ιστορία αντιμετωπιστεί σαν το «Βιβλίο Ρεκόρ του Γκίνες», ο Ομπάμα έχει ήδη εξασφαλίσει τη θέση του σ' αυτή, ως ο πρώτος μαύρος στον Λευκό Οίκο. Ακόμα και σε μια λιγότερο «λάιφ στάιλ» ιστορική προσέγγιση, ο νέος πρόεδρος παίρνει και δίνει «sans voir» από το ξεκίνημα μια υπόσχεση ιστορικότητας που λειτουργεί σχεδόν ερήμην του: είναι ήδη ιστορικό πρόσωπο διότι έρχεται στο προσκήνιο σε μια ιστορική στιγμή, σε ένα από τα πολυδαίδαλα σταυροδρόμια που κατασκευάζει κατά περιόδους η ιστορική εξέλιξη και έτσι οποιαδήποτε επιλογή κατεύθυνσης και να κάνει, αυτή θα είναι ιστορική. Ιστορικό θα είναι και το αποτέλεσμα ενδεχόμενης αδράνειας ή και αποτυχίας.
Η προεδρία Ομπάμα έρχεται αμέσως ύστερα από δύο επίσης ιστορικές (με την κακή έννοια) προεδρίες Μπους, που αφήνουν εξαιρετικά βαρύ αποτύπωμα στην εξέλιξη των ΗΠΑ, της Δύσης και, τελικά, της διεθνούς κοινότητας. Η ανερμάτιστη και σπασμωδική προσπάθεια μεγάλου τμήματος της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ να προσαρμόσει προς όφελός της την πρωτοφανή απόλυτη διεθνή κυριαρχία της χώρας, κατά τα τέλη της δεκαετίας του '90 και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αποδείχθηκε απολύτως αυτοκαταστροφική.
Το ότι το σύμπλεγμα ιδεοληψιών, στενών οικονομικών συμφερόντων, σχέσεων επιρροής, ακόμα και ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων του συνασπισμού Ντικ Τσένι - νεο-συντηρητικών συνάντησε μια κωμικοτραγική φιγούρα στη βιτρίνα του Λευκού Οίκου, κατά τη φάση μιας ιστορικής καμπής, ευθύνεται σίγουρα για την επιτάχυνση στη συρρίκνωση της αμερικανικής παντοκρατορίας ή τουλάχιστον, στην ταχύτερη συνειδητοποίησή της. Μεγαλύτερης ίσως ιστορικής σημασίας είναι οι συνακόλουθες επιταχύνσεις που αφορούν την ευρύτερη επί αιώνες παγκόσμια επικυριαρχία της λεγόμενης Δύσης.
Σίγουρα, μία από τις αποστολές που έχουν ανατεθεί στον Μπαράκ Ομπάμα είναι, αν όχι η αναστροφή, η επιβράδυνση της αμερικανικής και της ευρύτερης δυτικής πτώσης. Ομως η απόδοσή του ως αλεξιπτώτου, αν και σημαντική, δεν αρκεί για να προσδιορίσει τον ιστορικό χαρακτηρισμό που θα κερδίσει.
Ημεγαλύτερη πρόκληση δεν αφορά το κλείσιμο ή όχι του Γκουαντάναμο, την αποχώρηση από το Ιράκ, την αντιμετώπιση του χάους στο Αφγανιστάν και τον επαναπροσδιορισμό του αριθμού των έξυπνων βομβών που πέφτουν εδώ και κει. Δεν αφορά ούτε τους γεω-στρατηγικούς ελιγμούς και τις διεθνείς σχέσεις αλλά ούτε και τη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών, αυτοκινητοβιομηχανιών και θέσεων εργασίας.
Τη μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η φράση «ε, και;» που ξεστόμιζε με κάθε φυσικότητα και κυνισμό ο για λίγες ακόμα ώρες αντιπρόεδρος (και πραγματικός ώς πριν από μερικούς μήνες πρόεδρος) των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, κάθε φορά που κάποιος επισήμαινε τη συντριπτική λαϊκή αντίδραση στις επιλογές της αμερικανικής κυβέρνησης. Το «ε, και;» του Τσένι δεν αφορούσε μόνο τη γνώμη της διεθνούς κοινότητας των πολιτών ή της διεθνούς κοινότητας των κρατών, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς ειλικρινής, αν και κυνική, παραδοχή του αυτονόητου για έναν Αμερικανό πολιτικό του είδους του. Ομως η ίδια φράση απαντούσε και σε οποιαδήποτε επισήμανση της ολοένα και μεγεθυνόμενης ώς και συντριπτικής (πρωτοφανούς στην αμερικανική ιστορία) απόρριψης των επιλογών της κυβέρνησης Μπους από τους Αμερικανούς πολίτες.
Αν μη τι άλλο, ο Τσένι ήταν ειλικρινής. Το «ε, και;» ήταν απολύτως συνεπές προς το έρπον πραξικόπημα που προώθησε με την τυπική υπογραφή ενός συνολικά ανυποψίαστου (με την έννοια του διανοητικά απόντος) Τζορτζ Μπους στα σχέδια της ομάδας του για ουσιαστική αναστολή συνταγματικών εγγυήσεων και δημοκρατικών ελευθεριών, με το πρόσχημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Οι ίδιες οι ΗΠΑ κατέληξαν να καταναλίσκουν το εξαγωγικό μοντέλο της «αυταρχικής δημοκρατίας» που προωθούσε επί χρόνια τα συμφέροντά τους διεθνώς. Πέφτοντας οι ίδιες θύματα του «bon pour l' Orient» εξαγώγιμου προϊόντος τους παρέσυραν μια πιθηκίζουσα Ευρώπη (αρχίζοντας από την πλησιέστερα ευρισκόμενη Βρετανία) σε μια καταιγίδα τρομονόμων, καμερών, ειδικών χαφιέδων και ηλεκτρονικού φακελώματος «για το καλό της». Ωθησαν έτσι ολόκληρη τη λεγόμενη «Δύση» σε επιτάχυνση της αποδυνάμωσής της, μέσω του εξευτελισμού ενός αποκλειστικά δυτικού στοιχείου πολιτισμικής υπεροχής: της Δημοκρατίας.
Αυτή είναι η βασική πρόκληση για τον Ομπάμα. Κρίνοντας από την αλλαγή δημόσιας στάσης δουλικών προς τις ΗΠΑ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που, δρυός (κυβέρνησης Μπους) πεσούσης, αποκηρύσσουν δημοσίως μετά βδελυγμίας αυτά που μέχρι χθες υποστήριζαν στα λόγια και την πράξη (βλέπε πρόσφατες δηλώσεις υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντέιβιντ Μίλιμπαντ), φαίνεται ότι οσμίζονται αλλαγή στον αέρα της Ουάσιγκτον. Αν πράγματι υπάρξει και αν πετύχει, ο Ομπάμα θα δικαιούται κάθε αυριανό «ταρατατζούμ».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου