Οι βόμβες πέφτουν στο Αφγανιστάν και η τηλεοπτικού τύπου προσοχή, αυτή που παρακολουθεί απλώς την εντυπωσιακή επιφάνεια των πραγμάτων, είναι στραμμένη στο κατά πόσον οι επιχειρήσεις θα συνεχιστούν ή όχι στο Ραμαζάνι ή κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στο αν οι ΗΠΑ θα καταφέρουν ή όχι να βάλουν στο χέρι τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.Στο πλαίσιο της επίπεδης αυτής λογικής, ο πόλεμος ξεκίνησε με την πρώτη αμερικανική ή βρετανική βόμβα που έπεσε στο Αφγανιστάν και όχι στις 11 Σεπτεμβρίου, με τις επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Η σκοπίμως απλουστευτική λαϊκιστική λογιστική που διοχετεύεται από τις πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ και πολλών συμμάχων τους θέλει να δίνει σάρκα, οστά και ονοματεπώνυμο στον εκάστοτε αντίπαλο. Σήμερα είναι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, χθες ο Μιλόσεβιτς, προχθές ο Σαντάμ. Ακόμα και αναδρομικά, ο πόλεμος κατά της ναζιστικής Γερμανίας θεωρείται πλέον «πολιτικώς ορθό» να αναφέρεται ως πόλεμος κατά του Χίτλερ.Η προπαγανδιστική αυτή ρητορική μπορεί να εξασφαλίζει το μέγιστο της υποστήριξης και το ελάχιστο των επιφυλάξεων, εμποδίζει όμως την πλήρη κατανόηση της κατάστασης έστω και αν τα ίδια στόματα κάνουν σχετικές νύξεις (που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μελλοντικό άλλοθι).Ενθεν κακείθεν του Ατλαντικού, οι δηλώσεις περί δεκαετούς ή διετούς πολέμου είναι πολλές. Αρχισαν να περιορίζονται μόνο όταν διαπιστώθηκε ότι προκαλούσαν σύγχυση. Οταν δηλαδή θεωρήθηκε ότι αφορούν τον άμεσα προβαλλόμενο πόλεμο στο Αφγανιστάν ή, το πολύ, τον αγώνα κατά της οργάνωσης «Αλ Κάιντα», όπου γης.Ομως ο Μπιν Λάντεν, η «Αλ Κάιντα», οι Ταλιμπάν και το Αφγανιστάν δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα, μια αρχική φάση σε έναν ευρύτερο πόλεμο με παγκόσμιες κοινωνικές επιπτώσεις που ξεκίνησε εκρηκτικά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά προετοιμαζόταν επί χρόνια, όπως επί χρόνια καταβάλλονταν προσπάθειες πρόληψής του. Προσπάθειες που ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία, όπως κάθε προηγούμενη προσπάθεια κατασκευής αναχωμάτων στην εξέλιξη της Ιστορίας.Αυτό που έδειξε η 11η Σεπτεμβρίου είναι ότι η παγκόσμια κοινωνία βρέθηκε σε μια νέα καμπή, σε μεγάλο βαθμό καθοριζόμενη από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί κατά το 18ο και κυρίως στο 19ο αιώνα, όταν η διάδοση της πυρίτιδας στην Ευρώπης έφθασε σε σημείο ώστε να καθιστά τα ατομικά πυροβόλα όπλα προσιτά στους πάντες. Μέχρι τότε οι ειδικές στρατιωτικές ικανότητες που χρειαζόταν η μάχη με σπαθιά και λόγχες απαιτούσε συνεχή εκπαίδευση, το κόστος της οποίας μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνο οι υποταγμένοι σε κάποιον ηγεμόνα στρατοί. Αγρότες ή και αστοί δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσουν τους επαγγελματίες της στρατιωτικής βίας. Ακόμα και με την εισαγωγή της πυρίτιδας, το πλεονέκτημα ανήκε στους επίσημους στρατούς που μόνοι αυτοί μπορούσαν να προμηθευτούν τα πανάκριβα και παραγόμενα υπό αυστηρό έλεγχο κανόνια.Τα πράγματα άλλαξαν όταν η πρόοδος της τεχνολογίας έφερε τα μουσκέτα. Ενας νεαρός αγρότης, ένας γέροντας ή μια γυναίκα, μπορούσε με μεγάλη ευκολία να αντιπαρατεθεί ακόμα και στον ικανότερο πολεμιστή. Αυτό το εργαλείο επέτρεψε στο 19ο αιώνα να χαρακτηριστεί ο «αιώνας των επαναστάσεων».Ακολούθησε μια περίοδος που η αιχμή της τεχνολογικής εξέλιξης δεν ήταν άμεσα προσβάσιμη στους πολίτες. Σιδηρόδρομοι, άρματα μάχης, αεροσκάφη, πύραυλοι, πυρηνικά όπλα, έδωσαν πάλι στα επίσημα κράτη το συντριπτικό προβάδισμα σε κάθε βίαιη αντιπαράθεση. Οι διάφορες επαναστάσεις-συγκρούσεις περιορίστηκαν σε τοπικό επίπεδο και σε περιοχές όπου η κοινωνία δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από την αρχική ή ενδιάμεση βιομηχανική φάση (π.χ. Αφρική).Στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή, η οποία συνεπάγεται πολλά απ' όσα ρίπτονται στο χωνευτήρι της έννοιας «παγκοσμιοποίηση», ο βασικός συντελεστής παραγωγής και, άρα το βασικό όπλο, είναι πλέον η πληροφορία και βασική πλουτοπαραγωγική δραστηριότητα είναι η διακίνησή της. Αυτό καθιστά τις πληροφορίες, την τεχνογνωσία, τη μετακίνηση κεφαλαίων, προσβάσιμες σχεδόν στους πάντες, πέρα από τα όρια ενός «ιερατείου» κατά κανόνα στην υπηρεσία του όποιου status quo. Επιτρέπει λοιπόν στην οποιαδήποτε ομάδα, εντός ή πέραν εθνικών συνόρων, θεωρεί ότι έχει επαρκείς λόγους να τη χρησιμοποιήσει προς αμφισβήτηση αυτού του status quo. Η προοπτική αυτή είχε γίνει εδώ και χρόνια αντιληπτή από τους έχοντες το συμφέρον διατήρησης της ηγεμονίας τους.Οι σαμουράι της φεουδαλικής Ιαπωνίας χρησιμοποίησαν αρχικά την πυρίτιδα για τους δικούς τους στόχους αλλά στη συνέχεια απαγόρευσαν πλήρως τη χρήση της επί 250 χρόνια, φοβούμενοι αυτό που εν τέλει αποδείχθηκε πραγματικότητα: ότι η χρήση της θα εξίσωνε τους ευγενείς μαχητές με το χύδην όχλο και θα οδηγούσε στην ανατροπή του φεουδαλικού συστήματος. Κάτι παρόμοιο έκαναν οι σημερινοί κυρίαρχοι σε παγκόσμιο επίπεδο, η λεγόμενη «Δύση» με την ευρεία έννοια και ο πέραν του Ατλαντικού επικυρίαρχος, αναζητώντας τρόπους «ελέγχου» των πληροφοριών και της τεχνολογίας που ήταν καλή όσο παρέμενε στον αποκλειστικό έλεγχό της αλλά θα μπορούσε να της δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στα χέρια συμφερόντων «εκτός συστήματος».Η 11η Σεπτεμβρίου έδειξε ότι οι προσπάθειες πρόληψης δεν τελεσφόρησαν και θα πρέπει να συμπληρωθούν με καταστολή. Η καταστολή αυτή μοιραία ξεκίνησε από τον Μπιν Λάντεν, την «Αλ Κάιντα» και τον περίγυρό τους. Πέραν όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων που στοχεύουν αυτή τη στιγμή το Αφγανιστάν, διεξάγονται πολιτικές, οικονομικές και άλλες επιχειρήσεις που δεν αφορούν μόνο την οργάνωση «Αλ Κάιντα», αλλά και όλο το πλαίσιο αυτού που περιγράφεται με τον αόριστο και ευέλικτο όρο «τρομοκρατία».Το σχήμα αυτό προσφέρεται και σε μια ακόμα ιστορική αναλογία, την αντιμετώπιση της πειρατείας. Οπως ο Μπιν Λάντεν είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα της αντιπαράθεσης Δύσης - Ανατολής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που στη συνέχεια ακολούθησε τη δική του ατζέντα, έτσι και οι πειρατές ήταν κάποτε δημιούργημα της αντιπαράθεσης των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων (Βρετανίας, Ισπανίας, Γαλλίας). Οταν σταδιακά αυτονομήθηκαν, αντιμετωπίστηκαν μέχρι πλήρους εξαλείψεώς τους απ' όλες τις δυνάμεις αυτές ενωμένες προ του κινδύνου ανατροπής τού τότε παγκόσμιου status quo.Με την ίδια έννοια, η σημερινή συσπείρωση κρατών κατά της «τρομοκρατίας», παρά τις μεταξύ τους οξύτατες διαφορές και τα συγκρουόμενα επιμέρους συμφέροντα, αποτελεί αναγκαστική υποταγή στο υπέρτατο συμφέρον. Καμία κυβέρνηση-ηγεσία δεν επιθυμεί το «χάος», δηλαδή την απώλεια του ελέγχου εκ μέρους της. Ανεξαρτήτως πολιτικής, πολιτισμικής ή γεωπολιτικής θέσης, ο αντίπαλος είναι ο ίδιος: η εμφάνιση υπολογίσιμων αντιπάλων εκτός του δομημένου διεθνούς συστήματος. Η σημερινή φάση της αντιπαράθεσης με μια μερίδα ακραίων ισλαμιστών είναι λοιπόν καθαρά συγκυριακή. Για κάποιους λόγους, ιστορικά ερμηνεύσιμους, αυτοί είναι που επέλεξαν να διεκδικήσουν πρώτοι έναν ανατρεπτικό ρόλο. Η στόχευσή τους είναι άσχετη με τα όποια πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους.Ομως η ίδια η διαδικασία της αντιμετώπισής τους, σε συνδυασμό με την προβολή της ταυτότητάς τους από τους ίδιους, απειλεί να εισαγάγει γραμμές αντιπαράθεσης στο πολιτισμικό-θρησκευτικό επίπεδο, κάτι που θα αναιρούσε ή και θα αντέστρεφε την προσπάθεια εξουδετέρωσής τους. Θα υπονόμευε επίσης τη συνολική προσπάθεια να καταπνιγεί στη γέννησή της η τάση αμφισβήτησης του διεθνούς status quo από τον οποιονδήποτε.Ο κίνδυνος αυτός ενυπάρχει και στην ευρύτερη προσπάθεια, προληπτική με κατασταλτικά στοιχεία, που ξεκινά σε ευρύτερο επίπεδο στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται απλουστευτικά ως «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» διεθνώς. Μέτρα περιστολής ελευθεριών χάριν αντιμετώπισης του μείζονος εχθρού ενδέχεται να ενισχύσουν τις τάξεις του.Μια φάση αντιτρομοκρατικού μακαρθισμού έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται στις ΗΠΑ, μόνο που τώρα στόχος δεν είναι «οι κομμουνιστές ανάμεσά μας», αλλά «οι τρομοκράτες ανάμεσά μας».Η τάση αυτή εμφανίζεται πολύ πιο ήπια στην Ευρώπη, όπως συνέβαινε και την εποχή του ψυχρού πολέμου. Διότι είναι προφανές ότι με τα θερμά επεισόδια στις ΗΠΑ και το Αφγανιστάν εγκαινιάζεται μια μακροχρόνια περίοδος ψυχρού πολέμου, με διαφορετικούς παίκτες από κάθε πλευρά και ίσως λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμους. Οπως και στην εποχή του παλιού Ψυχρού Πολέμου, δεν θα λείψουν τα θερμά επεισόδια κυρίως στα σημεία εκείνα της υδρογείου όπου η κατεστημένη τάξη απειλείται, απειλώντας στη συνέχεια με το φαινόμενο του «ντόμινο» του οποίου η ανάσχεση στοίχισε τόσα πολλά σε χώρες όπως το Βιετνάμ.
Βιβλιογραφικές σημειώσεις1. John Keegan, «Η Ιστορία του πολέμου»2. F. Allen, «Influence of Technology on war»3. Marx, «Das Kabinett von Washington und die Westmaechte», Die Press, 25/12/18614. Alvin Toffeler, «Power Shift»5. Παναγιώτης Κονδύλης, «Θεωρία του Πολέμου»6. Engels, «Die Aussichten des Krieges», The Pall Mall Gazette, 8/12/18707. Φιλιπ Γκοσέ, «Η Ιστορία της πειρατείας».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου