Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Φόβοι και στερεότυπα ξεστρατίζουν την Ευρώπη

«Υπάρχει ένα καθήκον εις τον τόπον αυτόν. Και το καθήκον αυτό είναι να μελετήσωμεν ημείς αυτοί τον εαυτόν μας...».

Η φράση, με την οποία ο Περικλής Γιαννόπουλος ξεκινά την πραγματεία του «Η σύγχρονη ζωγραφική», επιτρέπει πολλές αναγνώσεις πέραν εκείνης των αρχικών προθέσεών του και, σίγουρα, έχει περισσότερους παραλήπτες από τους Ελληνες των αρχών του προηγούμενου αιώνα (και εντεύθεν).

Η έλλειψη αυτογνωσίας, η ανασφάλεια ταυτότητας, οι ενδόμυχοι φόβοι και οι αγωνίες χρειάζονται ένα ελάχιστο σπρώξιμο από μια κρίση, ώστε να ξεπεράσουν το όριο κάτω από το οποίο καλύπτονταν από την πολιτική ορθότητα της ευγένειας ή, έστω, διασκεδάζονταν με μια απλή ανεκδοτολογία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε για να προσφερθεί ως το πρόσωπο που συμβολίζει το πέρασμα στη φάση, κατά την οποία η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μετεξελίσσεται σε κρίση των πραγματικών οικονομιών, της δίνει το αμφίβολο προνόμιο του κεντρικού ρόλου σε έναν νέο λαϊκιστικό κύκλο αναβίωσης κλασικών στερεοτύπων.

Εδώ και καιρό, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (πριν ακόμα σπεύσει επικουρικά η Ιρλανδία), λαμβάνοντας το ακρωνύμιο PIGS από το αγγλοσαξωνικό ή αγγλοσαξωνικής λογικής κυρίαρχο διεθνές ρεύμα, καλούνται να ανταποκριθούν στο καλά εδραιωμένο στερεότυπο, που θέλει τους νότιους/Λατίνους καλοπερασάκηδες, τεμπέληδες, λίγο ή πολύ απατεώνες. Οσο τα οικονομικά πράγματα ζορίζουν για όλους, οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις τείνουν να τα επιβεβαιώνουν και να τα ενισχύουν ενώ, ταυτοχρόνως, τα ίδια στερεότυπα, διασφαλίζουν μια σχετική περίοδο ηθικής χάριτος για τους κατά κανόνα αγγλοσαξωνικής λογικής συνεργούς (κατ' άλλους για τους εκμαυλιστές) τους.

ΗΕλλάδα, μαζί με την Ιταλία, ανέκαθεν συνοδευόταν από τα χειρότερα στερεότυπα στη λογική: «ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας». Τη στιγμή ακριβώς που η οικονομική κρίση προκαλούσε τη μέγιστη ανασφάλεια διεθνώς, η Ελλάδα φρόντισε να επιβεβαιώσει κάποια απ' αυτά και προσφέρθηκε ως ο αδύναμος κρίκος, από κάθε άποψη.

Επί πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις της Αθήνας, με τις πελατειακές σχέσεις να τις κρατούν δέσμιες σε μια διαρκή ανάδραση με τα πλέον απομυζητικά τμήματα της κοινωνίας και τους ιδρυτικούς μύθους της μεταπολίτευσης, έχτισαν τις προϋποθέσεις, ώστε η Ελλάδα να αναλάβει, σχεδόν εθελοντικά, τον στερεοτυπικό ρόλο του Εφιάλτη στις ευρωπαϊκές Θερμοπύλες.

Και εκεί... μπλέξαμε τα στερεότυπά μας. Διότι στερεοτυπικός δεν είναι μόνον ο τρόπος που βλέπουμε ο ένας τον άλλον, αλλά και ο τρόπος που ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Και αυτοί που βλέπουν τον εαυτό τους ως υπερασπιστή των ευρωπαϊκών οικονομικών Θερμοπυλών είναι πρωτίστως οι Γερμανοί. Ακόμα και χυδαίες αντιδράσεις τύπου «Focus» και κάποιων «σατιρικών» τηλεοπτικών εκπομπών ήταν αναμενόμενες, λόγω του τρόμου που προκαλεί στη γερμανική κοινωνία κάθε οικονομική απειλή.

Η εικόνα, που τυπικά θέλει τους Γερμανούς νευρωτικούς με την οικονομική και νομισματική σταθερότητα για μια σειρά ουσιαστικά μεταφυσικών λόγων, κρύβει το σχεδόν υπαρξιακό υπόβαθρο αυτής της στάσης, άρα και τις υπερβολικές αντιδράσεις σε κάθε απειλή, είτε αυτές εκφράζονται κόσμια, αλλά υπερβολικά αυστηρά (και ίσως αυτοκαταστροφικά) από δηλώσεις αξιωματούχων είτε διατυπώνονται με πιο «λαϊκό» τρόπο.

Στη μέση της αχανούς ευρωπαϊκής πεδιάδας βορείως των Αλπεων, η Γερμανία αντιμετώπιζε ανέκαθεν πρόβλημα ασφάλειας. Η έλλειψη σοβαρών φυσικών εμποδίων σήμαινε ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να γίνει στόχος επίθεσης από περισσότερες από μία πλευρές, κάτι που της στερούσε κάθε έννοια στρατηγικού βάθους. Παραδοσιακά, αυτή η ανασφάλεια καλυπτόταν με δύο τρόπους: στρατιωτική ισχύ και οικονομική ισχύ και σταθερότητα.

Μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρωτική αποτυχία της προσπάθειας βίαιης οικοδόμησης «ζωτικού χώρου» (Lebensraum), η Γερμανία εγκατέλειψε πλήρως τη στρατιωτική προσέγγιση για τη δημιουργία φυσικού στρατηγικού βάθους. Με σημαντική βοήθεια από τις ΗΠΑ, ωθήθηκε προς τον κατευνασμό των φόβων της μέσω της οικοδόμησης ενός ασφαλούς οικονομικού και νομισματικού χώρου και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στη γεωγραφική εξάπλωσή του ως ζώνης ασφαλείας διά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οποιαδήποτε απειλή στο κατασκεύασμα αυτό εκλαμβάνεται, όχι απαραίτητα συνειδητά, ως υπαρξιακή και η θεωρούμενη, καλώς ή κακώς, ως πηγή της απειλής αντιμετωπίζεται με ανάλογη έξαψη του θυμικού.

Στην άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, στη φάση αυτή, οι στερεοτυπικές αναφορές στη γερμανική «λαϊκή» αντίδραση προκαλούν πολύ μεγαλύτερη αντίδραση απ' ό,τι φυσιολογικά αξίζουν, διότι αγγίζουν και εδώ έναν από τους βασικούς «υπαρξιακούς» φόβους, καθώς σχετίζονται ευθέως με την επίθεση σε σύμβολα, που χρησιμεύουν ως σταθερά σημεία για τη στήριξη μιας κατά τα άλλα ατελώς δομημένης αντίληψης συλλογικής ταυτότητας. Και εδώ η αντίδραση του θυμικού ανασύρει στερεότυπα, σχεδόν αποκλειστικά από τη ναζιστική φάση της Γερμανίας, δείχνοντας πόσο εύκολα χαράζεται ακόμα η στιλπνή επιφάνεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Τουλάχιστον, όσο δεν παρεμβαίνουν οι «ψυχραιμότεροι» για να ξεφουσκώσουν τα συναισθήματα. Και για να συνδέσουν τα σημερινά πυροτεχνήματα με την ουσία των πραγμάτων. Όπως κάνει το σκίτσο του Στάθη στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, όπου η χίμαιρα μιας Ακρόπολης/γοτθικού ναού με αρχιτέκτονα τον Ικτίνο και εργολάβο τον αρχιμάστορα του καθεδρικού ναού της Κολωνίας υπενθυμίζει το βάθος των προκλήσεων, των ελπίδων και των απειλών για την Ευρώπη και τα επιμέρους συστατικά της.


Δεν υπάρχουν σχόλια: