Παρασκευή 25 Απριλίου 2008
Στην πασαρέλα των ΜΜΕ
Δυστυχώς, αποτελεί ακόμα είδηση. Η συμμετοχή γυναικών σε μια κυβέρνηση, ιδίως όταν είναι αυξημένη αριθμητικά όπως στην περίπτωση της ισπανικής, τραβάει ακόμα την προσοχή και εν μέρει αυτό είναι θετικό. Λειτουργεί ως θετική υπόμνηση, προκαλεί έναν θετικό κοινωνικό μιθριδατισμό στη συμμετοχή όλων σε ανώτερα και ανώτατα αξιώματα. Ομως υπάρχει και η αρνητική πλευρά αυτού του εθισμού. Πέραν του αυτονόητου, ότι δηλαδή είδηση αποτελεί συνήθως η εξαίρεση και όχι ο κανόνας και η φυσική πορεία των πραγμάτων, αναπτύσσεται μια πρακτική με μάλλον αρνητικές συνέπειες. Στην εποχή που η εικόνα παίζει μεγαλύτερο ρόλο από την ουσία, πολιτικοί σχηματισμοί και ηγέτες αναζητούν τρόπους συμμετοχής γυναικών απλώς και μόνο προκειμένου να προβάλουν μια προοδευτική εικόνα. Η συνειδητοποίηση αυτής της προσέγγισης από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας απειλεί να οδηγήσει κάποιους στην αίσθηση ότι η γυναικεία συμμετοχή δεν είναι θέμα αξίας, αλλά εικόνας, ξυπνώντας μισοθαμμένες προκαταλήψεις. Οταν πρωθυπουργοί ή πρόεδροι σχηματίζουν κυβερνήσεις και σχεδόν όλοι φωτογραφίζονται χωριστά με τις γυναίκες-μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου, φλερτάρουν με την απώλεια της ισορροπίας, όχι πάντα άθελά τους. Τέτοιες φωτογραφίες του Μπερλουσκόνι ή, σε μικρότερο βαθμό, του Σαρκοζί μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία να θυμίσουν στερεότυπα όπως αυτό της «γυναίκας-τροπαίου» που περιβάλλει διακοσμητικά έναν επιτυχημένο άνδρα. Αν και η αίσθηση αυτή δεν προέρχεται από τις ίδιες αλλά κυρίως από τη γενικότερη πολιτεία και εικόνα του άνδρα πολιτικού που περιβάλλουν, συνήθως καταλήγει να στρέφεται εναντίον τους. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπως του Ισπανού πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, η φωτογραφική πλαισίωσή του από την πολυπληθή γυναικεία ομάδα του νέου υπουργικού συμβουλίου του θα μπορούσε να παραπέμψει σε διαφημιστική εκστρατεία όπου φωτογραφίες γυναικών χρησιμοποιούνται για να πουλήσουν αυτοκίνητα ή αλυσοπρίονα, αν δεν τηρηθούν πολύ λεπτές ισορροπίες. Και επειδή οι ισορροπίες δεν είναι πάντα εφικτές ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, το φύλο, τα προσωπικά χαρακτηριστικά ή οι προσωπικές προτιμήσεις οποιουδήποτε ίσως δεν θα έπρεπε να αποτελούν από μόνα τους είδηση.
Δευτέρα 21 Απριλίου 2008
Οι διεθνείς σχέσεις και ο Θεός βοηθός!
Ηταν απαράδεκτο. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος για το χρίσμα, Μπάρακ Ομπάμα, παραβίασε έναν βασικό κανόνα της μικροπολιτικής, το ότι άλλα συζητάς κεκλεισμένων των θυρών και άλλα λες δημοσίως όταν πρέπει να χαϊδέψεις τα αυτιά των ψηφοφόρων. Η επισήμανσή του πως οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης στην Πενσυλβάνια διοχετεύουν την πικρία τους στη θρησκεία και στα όπλα (για τις ΗΠΑ μιλάμε) προκάλεσε την επίθεση της αεί καιροφυλακτούσας Χίλαρι Κλίντον, που τον κατηγόρησε για ελιτισμό και αδυναμία κατανόησης του τι είναι η θρησκευτική πίστη. Ακόμα και εκείνη πάντως απέφυγε να τον κατηγορήσει ευθέως ότι αποδέχεται την άποψη πως «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών», κάτι που θα ήταν θανατηφόρο για έναν Αμερικανό πολιτικό. Το αντίθετο θα ήταν μέχρι πριν από λίγο καιρό εξίσου καταστρεπτικό, αν διατυπωνόταν πίσω από κλειστές πόρτες από κάποιον ρεαλιστή αμερικανό αναλυτή των διεθνών σχέσεων, όπως ο Χένρι Κίσινγκερ.
Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο Μαρξ έλεγε πως η θρησκεία είναι ένας ατταβισμός, από τον οποίο η ανθρωπότητα θα απελευθερωθεί μέσω της επιστήμης και της υλικής προόδου. Ισως η υλική πρόοδος δεν ήταν επαρκής, πάντως η επιστήμη σήμερα διαπιστώνει ρεαλιστικά και μετρήσιμα ότι η ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά απελευθερώθηκε και προβλέπει ότι το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα διατηρήσει κάποιας μορφής θρησκευτική πίστη τουλάχιστον μέχρι το τέλος του αιώνα. Η διαπίστωση αυτή περνά σταδιακά σε τομείς, όπως η θεωρία των διεθνών σχέσεων, που ανέκαθεν απέκλειαν τη θρησκεία ως παράγοντα μετά την ευρωπαϊκή Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Καθώς σήμερα ο ρόλος θρησκειών, όπως το Ισλάμ, στη διεθνή πολιτική είναι και μακροσκοπικά ορατός, ακόμα και οι φανατικοί συνεχιστές της ρεαλιστικής σχολής των Μέτερνιχ, Ρισελιέ και του raison d' etat βάζουν λίγο αγιασμό στο κρασί τους με τον ίδιο τρόπο που σύγχρονοι οικονομολόγοι αρχίζουν να μελετούν την ανορθολογική συμπεριφορά στη λήψη αποφάσεων των οικονομικών υποκειμένων, τα οποία δεν ακολουθούν απαραίτητα το συμφέρον που προβλέπει ο αυτοματισμός της οικονομικής θεωρίας.
Η θρησκεία αρχίζει ήδη να αναγνωρίζεται ως παράγων ανορθολογισμού στη λήψη αποφάσεων κρατών ή υπερεθνικών οντοτήτων, ως συστατικό αλλά και πολλαπλασιαστής ισχύος σε περίπτωση συγκρούσεων, ως εμπόδιο ακόμα και στους φυσιολογικούς συμβιβασμούς που επιβάλλουν οι διεθνείς σχέσεις. Οι πρώτες αγχωμένες αναλύσεις δίνουν στήριξη σε περισσότερο ή λιγότερο αφελείς και «μπουνταλάδικες» απόπειρες διαμόρφωσης διεθνούς πολιτικής, όπως η προσπάθεια των ΗΠΑ να πείσουν ότι δεν έχουν τίποτα με τους μουσουλμάνους, χαρίζοντας μια νέα κρατική οντότητα, το Κοσσυφοπέδιο, σε μια μουσουλμανική εθνότητα ή ενισχύοντας και προωθώντας πρότυπα συνύπαρξης του Ισλάμ με το δυτικού τύπου κοσμικό κράτος όπως η Τουρκία.
Ομως, επί του παρόντος, οι δυτικές αναλυτικές προσπάθειες παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους δέσμιες του δικού τους υπεροπτικού ανορθολογισμού, αυτού που καταπίνει αμάσητη τη δυτική -δηλαδή την ευρωπαϊκή- εμπειρία και την προβάλλει ως αυτονόητο πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Η ίδια προσέγγιση, που αντιμετωπίζει ως πανάκεια την ευρωπαϊκού τύπου εκλογική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και θεωρεί προοδευτική και όχι υπεροπτική στάση την «ανοχή» αντί του «σεβασμού» απέναντι σε άλλους πολιτισμούς, αρχίζει να αναγνωρίζει τη θρησκεία ως «παίκτη» στη διεθνή πολιτική, εξακολουθεί όμως να την αντιμετωπίζει ως εκτροπή από το τακτοποιημένο «υγιές» σύστημα.
Βλέποντας στη Συνθήκη της Βεστφαλίας ένα είδος «τέλους της Ιστορίας», η προσέγγιση αυτή δυσκολεύεται να διακρίνει την εξελικτική ιστορική διαδικασία σε άλλα μέρη του κόσμου. Εμποδίζεται να εξετάσει τις αναλογίες με το ευρωπαϊκό θρησκευτικό παρελθόν, όταν ακόμα και φονταμενταλιστικά ιεραποστολικά κινήματα, με αποκλειστικό στόχο την πάση θυσία άγρα ψυχών, μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε συστατικά της «κοινωνίας των πολιτών», όπως ο Ερυθρός Σταυρός. Δεν παρατηρεί έτσι μια αντίστοιχη διαδικασία σε αρχικά αμιγώς θρησκευτικά κινήματα, όπως η μήτρα των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, η Χαμάς της Παλαιστίνης και η Χετζμπολάχ του Λιβάνου που μεταλλάσσονται σε πολιτικά κινήματα ή, ακριβέστερα, σε κοινωνικά κινήματα πολιτών. Δεν διακρίνει εύκολα τις εσωτερικές ζυμώσεις, ενίοτε οδυνηρές, σε όλα τα κινήματα αυτά προς την αναζήτηση νέων μορφών διακυβέρνησης και συμμετοχής των πολιτών.
Η ίδια προσέγγιση, που απορρίπτει μετά βδελυγμίας το «Τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα ,ορίζει ένα δικό της τέλος Ιστορίας στο ευρωπαϊκό παρελθόν και το προβάλλει παγκοσμίως. Αυτοϊκανοποιούμενη συγκρίνει τα περί «πορνείας» και πολιτικού γάμου της Ιεράς Συνόδου με τους λιθοβολισμούς μοιχών σε μουσουλμανικές χώρες, βλέπει τη θρησκευτική αστυνομία ηθών στη ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία και το σιιτικό Ιράν και ξεχνά την Ιερά Εξέταση και τις πυρές μαγισσών στην ευρωπαϊκή -και αμερικανική- εξέλιξη.
Με τον ίδιο τρόπο, που αρνήθηκε να δει κάτω από την πρόσοψη των λέξεων, ώστε να διακρίνει τα στοιχεία θρησκευτικού πολέμου στον Ψυχρό Πόλεμο, ακινητοποιεί σε μια στιγμιαία φωτογραφία την ιστορική εξέλιξη, αφήνοντας έξω από το κάδρο κάθε ενοχλητικό στοιχείο και σβήνοντας με το «Photoshop» ό,τι δεν είναι «πολιτικώς ορθό», δηλαδή οτιδήποτε απειλεί τον ναρκισσισμό της.
Αν η «πολιτικώς ορθή» επίθεση της Χίλαρι Κλίντον δεν τον είχε σταματήσει, ο Μπάρακ Ομπάμα ίσως να προχωρούσε περισσότερο από μια απλή διαπίστωση για μια συγκεκριμένη ομάδα σε έναν περιορισμένο γεωγραφικό χώρο. Ισως να συζητούσε ακόμα και για τρόπους παρέμβασης στους ιστορικούς αυτοματισμούς.
Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο Μαρξ έλεγε πως η θρησκεία είναι ένας ατταβισμός, από τον οποίο η ανθρωπότητα θα απελευθερωθεί μέσω της επιστήμης και της υλικής προόδου. Ισως η υλική πρόοδος δεν ήταν επαρκής, πάντως η επιστήμη σήμερα διαπιστώνει ρεαλιστικά και μετρήσιμα ότι η ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά απελευθερώθηκε και προβλέπει ότι το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα διατηρήσει κάποιας μορφής θρησκευτική πίστη τουλάχιστον μέχρι το τέλος του αιώνα. Η διαπίστωση αυτή περνά σταδιακά σε τομείς, όπως η θεωρία των διεθνών σχέσεων, που ανέκαθεν απέκλειαν τη θρησκεία ως παράγοντα μετά την ευρωπαϊκή Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Καθώς σήμερα ο ρόλος θρησκειών, όπως το Ισλάμ, στη διεθνή πολιτική είναι και μακροσκοπικά ορατός, ακόμα και οι φανατικοί συνεχιστές της ρεαλιστικής σχολής των Μέτερνιχ, Ρισελιέ και του raison d' etat βάζουν λίγο αγιασμό στο κρασί τους με τον ίδιο τρόπο που σύγχρονοι οικονομολόγοι αρχίζουν να μελετούν την ανορθολογική συμπεριφορά στη λήψη αποφάσεων των οικονομικών υποκειμένων, τα οποία δεν ακολουθούν απαραίτητα το συμφέρον που προβλέπει ο αυτοματισμός της οικονομικής θεωρίας.
Η θρησκεία αρχίζει ήδη να αναγνωρίζεται ως παράγων ανορθολογισμού στη λήψη αποφάσεων κρατών ή υπερεθνικών οντοτήτων, ως συστατικό αλλά και πολλαπλασιαστής ισχύος σε περίπτωση συγκρούσεων, ως εμπόδιο ακόμα και στους φυσιολογικούς συμβιβασμούς που επιβάλλουν οι διεθνείς σχέσεις. Οι πρώτες αγχωμένες αναλύσεις δίνουν στήριξη σε περισσότερο ή λιγότερο αφελείς και «μπουνταλάδικες» απόπειρες διαμόρφωσης διεθνούς πολιτικής, όπως η προσπάθεια των ΗΠΑ να πείσουν ότι δεν έχουν τίποτα με τους μουσουλμάνους, χαρίζοντας μια νέα κρατική οντότητα, το Κοσσυφοπέδιο, σε μια μουσουλμανική εθνότητα ή ενισχύοντας και προωθώντας πρότυπα συνύπαρξης του Ισλάμ με το δυτικού τύπου κοσμικό κράτος όπως η Τουρκία.
Ομως, επί του παρόντος, οι δυτικές αναλυτικές προσπάθειες παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους δέσμιες του δικού τους υπεροπτικού ανορθολογισμού, αυτού που καταπίνει αμάσητη τη δυτική -δηλαδή την ευρωπαϊκή- εμπειρία και την προβάλλει ως αυτονόητο πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Η ίδια προσέγγιση, που αντιμετωπίζει ως πανάκεια την ευρωπαϊκού τύπου εκλογική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και θεωρεί προοδευτική και όχι υπεροπτική στάση την «ανοχή» αντί του «σεβασμού» απέναντι σε άλλους πολιτισμούς, αρχίζει να αναγνωρίζει τη θρησκεία ως «παίκτη» στη διεθνή πολιτική, εξακολουθεί όμως να την αντιμετωπίζει ως εκτροπή από το τακτοποιημένο «υγιές» σύστημα.
Βλέποντας στη Συνθήκη της Βεστφαλίας ένα είδος «τέλους της Ιστορίας», η προσέγγιση αυτή δυσκολεύεται να διακρίνει την εξελικτική ιστορική διαδικασία σε άλλα μέρη του κόσμου. Εμποδίζεται να εξετάσει τις αναλογίες με το ευρωπαϊκό θρησκευτικό παρελθόν, όταν ακόμα και φονταμενταλιστικά ιεραποστολικά κινήματα, με αποκλειστικό στόχο την πάση θυσία άγρα ψυχών, μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε συστατικά της «κοινωνίας των πολιτών», όπως ο Ερυθρός Σταυρός. Δεν παρατηρεί έτσι μια αντίστοιχη διαδικασία σε αρχικά αμιγώς θρησκευτικά κινήματα, όπως η μήτρα των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, η Χαμάς της Παλαιστίνης και η Χετζμπολάχ του Λιβάνου που μεταλλάσσονται σε πολιτικά κινήματα ή, ακριβέστερα, σε κοινωνικά κινήματα πολιτών. Δεν διακρίνει εύκολα τις εσωτερικές ζυμώσεις, ενίοτε οδυνηρές, σε όλα τα κινήματα αυτά προς την αναζήτηση νέων μορφών διακυβέρνησης και συμμετοχής των πολιτών.
Η ίδια προσέγγιση, που απορρίπτει μετά βδελυγμίας το «Τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα ,ορίζει ένα δικό της τέλος Ιστορίας στο ευρωπαϊκό παρελθόν και το προβάλλει παγκοσμίως. Αυτοϊκανοποιούμενη συγκρίνει τα περί «πορνείας» και πολιτικού γάμου της Ιεράς Συνόδου με τους λιθοβολισμούς μοιχών σε μουσουλμανικές χώρες, βλέπει τη θρησκευτική αστυνομία ηθών στη ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία και το σιιτικό Ιράν και ξεχνά την Ιερά Εξέταση και τις πυρές μαγισσών στην ευρωπαϊκή -και αμερικανική- εξέλιξη.
Με τον ίδιο τρόπο, που αρνήθηκε να δει κάτω από την πρόσοψη των λέξεων, ώστε να διακρίνει τα στοιχεία θρησκευτικού πολέμου στον Ψυχρό Πόλεμο, ακινητοποιεί σε μια στιγμιαία φωτογραφία την ιστορική εξέλιξη, αφήνοντας έξω από το κάδρο κάθε ενοχλητικό στοιχείο και σβήνοντας με το «Photoshop» ό,τι δεν είναι «πολιτικώς ορθό», δηλαδή οτιδήποτε απειλεί τον ναρκισσισμό της.
Αν η «πολιτικώς ορθή» επίθεση της Χίλαρι Κλίντον δεν τον είχε σταματήσει, ο Μπάρακ Ομπάμα ίσως να προχωρούσε περισσότερο από μια απλή διαπίστωση για μια συγκεκριμένη ομάδα σε έναν περιορισμένο γεωγραφικό χώρο. Ισως να συζητούσε ακόμα και για τρόπους παρέμβασης στους ιστορικούς αυτοματισμούς.
Σάββατο 19 Απριλίου 2008
La bella figura
Τη σύγκριση την έκανε ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι, όταν δήλωσε ότι είναι πιο ψηλός από τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Νικολά Σαρκοζί. Το ύψος των τριών θα είχε ίσως ενδιαφέρον σε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στη διαμόρφωση της πολιτικής τους προσωπικότητας. Ομως περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρόρμηση του Μπερλουσκόνι να συγκρίνει τον εαυτό του μαζί τους, έστω και αν αυτή εξαντλήθηκε στην περι ύψους συζήτηση. Διότι οι επιτυχίες και των τριών οφείλονται σε συγγενικούς λόγους: Στη διάχυτη δυσφορία και απογοήτευση της εκλογικής βάσης και στην απουσία πολιτικών προτάσεων, έστω και απλώς διαχειριστικών, που θα μπορούσαν να πείσουν ότι όντως υπάρχει κάποιο φως στο βάθος του τούνελ.
Φυσική αγελαία αντίδραση η αναζήτηση παρηγορητικής ασφάλειας στο πρόσωπο ενός «ισχυρού» ηγέτη και αυτή την εικόνα προβάλλουν -με προφανή, αν και σε διαφορετικό βαθμό επιτυχία- οι τρεις πολιτικοί. Με τον Καίσαρα αυτοσυγκρίνεται ο Μπερλουσκόνι, δηλώνοντας ότι θα μπορούσε να συνομιλήσει στα λατινικά μαζί του, η εικόνα του «τσάρου» (Καίσαρα στα ρωσικά) περιβάλλει ως αύρα τον Πούτιν και ο Σαρκοζί δεν δείχνει να αισθάνεται ιδιαίτερα άβολα συγκρινόμενος με τον Ναπολέοντα, έστω και ως καρικατούρα.
Σε κάθε κοινωνία, τα χαρακτηριστικά που ξυπνούν αρχέγονα ένστικτα συσπείρωσης μπορεί να είναι ελαφρώς διαφορετικά, ξεκινώντας από την «bella figura» και την εικόνα του καταφερτζή και φθάνοντας σε αυτή του σωματικά ισχυρού ηγέτη με τη σιδερένια γροθιά.
Οπως δείχνει η περίπτωση του Σαρκοζί, η εικόνα του ισχυρού ηγέτη μπορεί να πληγωθεί, να διαψευσθεί, να φθαρεί ή και να καταρρεύσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματη επιστροφή στην αναζήτηση άλλης λύσης στη βάση ιδεολογικών πολιτικών προτάσεων, ιδίως όσο αυτές δεν διαφοροποιούνται πειστικά από την ήδη βιωμένη απογοήτευση και αμηχανία. Στο ενδιάμεσο, η αποκαθήλωση μιας ηγετικής φυσιογνωμίας, πραγματικής ή απλώς προβαλλόμενης, οδηγεί απλώς στην αναζήτηση μιας άλλης.
Φυσική αγελαία αντίδραση η αναζήτηση παρηγορητικής ασφάλειας στο πρόσωπο ενός «ισχυρού» ηγέτη και αυτή την εικόνα προβάλλουν -με προφανή, αν και σε διαφορετικό βαθμό επιτυχία- οι τρεις πολιτικοί. Με τον Καίσαρα αυτοσυγκρίνεται ο Μπερλουσκόνι, δηλώνοντας ότι θα μπορούσε να συνομιλήσει στα λατινικά μαζί του, η εικόνα του «τσάρου» (Καίσαρα στα ρωσικά) περιβάλλει ως αύρα τον Πούτιν και ο Σαρκοζί δεν δείχνει να αισθάνεται ιδιαίτερα άβολα συγκρινόμενος με τον Ναπολέοντα, έστω και ως καρικατούρα.
Σε κάθε κοινωνία, τα χαρακτηριστικά που ξυπνούν αρχέγονα ένστικτα συσπείρωσης μπορεί να είναι ελαφρώς διαφορετικά, ξεκινώντας από την «bella figura» και την εικόνα του καταφερτζή και φθάνοντας σε αυτή του σωματικά ισχυρού ηγέτη με τη σιδερένια γροθιά.
Οπως δείχνει η περίπτωση του Σαρκοζί, η εικόνα του ισχυρού ηγέτη μπορεί να πληγωθεί, να διαψευσθεί, να φθαρεί ή και να καταρρεύσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματη επιστροφή στην αναζήτηση άλλης λύσης στη βάση ιδεολογικών πολιτικών προτάσεων, ιδίως όσο αυτές δεν διαφοροποιούνται πειστικά από την ήδη βιωμένη απογοήτευση και αμηχανία. Στο ενδιάμεσο, η αποκαθήλωση μιας ηγετικής φυσιογνωμίας, πραγματικής ή απλώς προβαλλόμενης, οδηγεί απλώς στην αναζήτηση μιας άλλης.
Σάββατο 12 Απριλίου 2008
Μια «τελετή ενηλικίωσης»
Η δυτική ευθύγραμμη λογική θα μιλούσε για αποτυχία. Η ολυμπιακή λαμπαδηδρομία είναι βέβαιο ότι δεν ταιριάζει στην περιγραφή «Περίπλους της Αρμονίας» που της έδωσαν οι Κινέζοι. Ούτε καν οι, κατά τον πρόεδρο της βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, «τραμπούκοι» με τα μπλε, που έστειλε η Κίνα να προστατεύσουν τη Φλόγα, κατάφεραν να επιβάλουν την αρμονία με μεθόδους κινεζικών ειδικών δυνάμεων.
Ομως είναι λάθος να δίνει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στις ολάνθιστες και ελαφρώς γλυκερές στα δυτικά αυτιά κινεζικές φράσεις χωρίς να ανασκάπτει πολλά επίπεδα πιο κάτω, αναζητώντας τα παραδοσιακά κινεζικά σκληρά παιχνίδια εξουσίας, ανέκαθεν λιγότερο ευθύγραμμα ακόμα και από τα κινεζικά ιδεογράμματα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2008 δεν είναι απλώς μια «τελετή ενηλικίωσης» για την Κίνα, ένας χορός «ντεμπιτάντ» για την είσοδό της στην καλή κοινωνία των ενηλίκων. Σημαντικότερη ίσως είναι η εσωτερική διάσταση, αυτή που αφορά την άνοδο, την πτώση και την επικράτηση ομάδων, τάσεων και προσώπων στη δυσανάγνωστη κινεζική πολιτική σκηνή και στα αχαρτογράφητα δαιδαλώδη μονοπάτια του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι επίδοξοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού δεν ποντάρουν έτσι μόνο στην επιτυχία, αλλά και στην αποτυχία. Αν, για παράδειγμα, αποδειχθεί αποτυχημένη η αποστολή των προστατών «ρομπότ» της Ολυμπιακής Φλόγας, κάποια ομάδα κερδίζει από την αποτυχία μιας αντίπαλης ιδέας, αν οι επιλογές ανοίγματος και φιλελευθεροποίησης αποτύχουν, κερδίζουν οι συντηρητικοί, αυτοί που θέλουν βραδύτερες αλλαγές.
Το 2008 είναι ό,τι πρέπει για να χτίσει κάποιος την πορεία του ώς το συνέδριο του κόμματος το 2012, όταν θα αλλάξει η ηγεσία. Και επί του παρόντος, δύο ονόματα έχουν πάρει θέση στην εκκίνηση: οι γραμματείς του κόμματος στη Σανγκάη, Ζι Τζινπίνγκ και στην επαρχία Λιαονίνγκ, Λι Κεκιάνγκ. Η εξέλιξη των Ολυμπιακών Αγώνων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό αν ένας από τους δύο θα πάρει το προβάδισμα, ίσως και το κατά πόσον θα παραμείνουν στον αγώνα.
Ομως είναι λάθος να δίνει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στις ολάνθιστες και ελαφρώς γλυκερές στα δυτικά αυτιά κινεζικές φράσεις χωρίς να ανασκάπτει πολλά επίπεδα πιο κάτω, αναζητώντας τα παραδοσιακά κινεζικά σκληρά παιχνίδια εξουσίας, ανέκαθεν λιγότερο ευθύγραμμα ακόμα και από τα κινεζικά ιδεογράμματα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2008 δεν είναι απλώς μια «τελετή ενηλικίωσης» για την Κίνα, ένας χορός «ντεμπιτάντ» για την είσοδό της στην καλή κοινωνία των ενηλίκων. Σημαντικότερη ίσως είναι η εσωτερική διάσταση, αυτή που αφορά την άνοδο, την πτώση και την επικράτηση ομάδων, τάσεων και προσώπων στη δυσανάγνωστη κινεζική πολιτική σκηνή και στα αχαρτογράφητα δαιδαλώδη μονοπάτια του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι επίδοξοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού δεν ποντάρουν έτσι μόνο στην επιτυχία, αλλά και στην αποτυχία. Αν, για παράδειγμα, αποδειχθεί αποτυχημένη η αποστολή των προστατών «ρομπότ» της Ολυμπιακής Φλόγας, κάποια ομάδα κερδίζει από την αποτυχία μιας αντίπαλης ιδέας, αν οι επιλογές ανοίγματος και φιλελευθεροποίησης αποτύχουν, κερδίζουν οι συντηρητικοί, αυτοί που θέλουν βραδύτερες αλλαγές.
Το 2008 είναι ό,τι πρέπει για να χτίσει κάποιος την πορεία του ώς το συνέδριο του κόμματος το 2012, όταν θα αλλάξει η ηγεσία. Και επί του παρόντος, δύο ονόματα έχουν πάρει θέση στην εκκίνηση: οι γραμματείς του κόμματος στη Σανγκάη, Ζι Τζινπίνγκ και στην επαρχία Λιαονίνγκ, Λι Κεκιάνγκ. Η εξέλιξη των Ολυμπιακών Αγώνων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό αν ένας από τους δύο θα πάρει το προβάδισμα, ίσως και το κατά πόσον θα παραμείνουν στον αγώνα.
Δευτέρα 7 Απριλίου 2008
Επανεκκίνηση συστήματος και γυμναστήριο ουτοπίας
Ξυπνάς μπαφιασμένος από τα δύο πακέτα τσιγάρα της προηγούμενης μέρας. Ο χρόνιος τηλεοπτικός καναπεδισμός φέρνει την κοιλιά ανάμεσα σε σένα και τα παπούτσια σου όταν προσπαθείς να τα δέσεις. Η τηλεοπτική ανοησιογενής εγκεφαλική πλαδαρότητα χτίζει ουρανοξύστες πάνω στον χρόνιο εθισμό στο «junk food» ιδεολογικών βαλσάμων, ταχυφαγικών τσιτάτων, καταπραϋντικών απλουστεύσεων, κομματικών φληναφημάτων και εκτονωτικής μαχητικότητας από τις κερκίδες.
Η εαρινή συνειδητοποίηση και ανάγκη ανανέωσης μετακινεί καναπέδες στο καθιστικό, τακτοποιεί τα cd στα ράφια, πυροδοτεί οικογενειακούς καυγάδες για όσα «τακτοποιήθηκαν», ρίχνει προβληματισμένα βλέμματα στο γυμναστήριο της γειτονιάς. Στρέφεται σε λαχανικά και χαμηλά λιπαρά για να ανακτήσει την εξουσία επί των λιποκυττάρων, στο κουμπί του τηλεκοντρόλ και στο μισοξεχασμένο βιβλίο για να ελέγξει ξανά τα φαιά κύτταρα. Ανοίγει τα παράθυρα για να δεχτεί καθαρό -τρόπος του λέγειν- αέρα και η άνοιξη αυτή συνοδεύει την αναζωογόνηση μιας ανάγκης αναζήτησης των ουσιαστικά βασικών.
Από ένα ολόκληρο βιβλίο πολιτικού και διπλωματικού παρασκηνίου και γεωστρατηγικής ανάλυσης το μάτι σταματά σε μια παρεμπίπτουσα επισήμανση, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει μέχρι το 2050 τα 9, ίσως και τα 10, δισεκατομμύρια από τα σημερινά 6,5.
Η εποχική αισιοδοξία δεν επιτρέπει αυτοκτονικούς ιδεασμούς. Η χλωρή πρασινάδα στα «μάτια» της διασωζόμενης κληματαριάς οδηγεί σε αμπελοφιλοσοφίες τύπου «αυτή η γη που την πατούμε...» και τα εαρινά θυρανοίξια ανασύρουν τις λέξεις «παγκόσμιος φεντεραλισμός» από μια προηγούμενη σελίδα. Πυροδοτούν, έτσι, μια καρτεσιανή φαντασίωση αναζήτησης της ουσίας και από εκεί ανοικοδομεί στη λογική «το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη».
Ισορροπίες δυνάμεων, οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες, οι διάφορες έννοιες που μπορούν να δοθούν στην επίκαιρη λέξη «παγκοσμιοποίηση» εξατμίζονται ως εποικοδόμημα από τη στιγμή που αναζητούνται φυσικά μεγέθη. Εννοιες που αντιμετωπίζονται σχεδόν σαν φυσικά μεγέθη, όπως οι τρεις συντελεστές παραγωγής (Γη, Κεφάλαιο, Εργασία) της εφηβικής «Εισαγωγής στα Μακροοικονομικά» συμπυκνώνονται στο πραγματικό φυσικό μέγεθος του πρώτου, από τον οποίο εκδιώκεται κάθε διασταλτική ερμηνεία. Η λογική της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ή της εργασίας χάνει έτσι το νόημά της. Και σε ό,τι αφορά τη Γη, με τη φυσική της έννοια, κάτι το εκ φύσεως παγκόσμιο, δεν μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί.
Αυτό που μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί είναι ο τρόπος διαχείρισης. Η πίεση της κλιματικής αλλαγής έχει ήδη οδηγήσει σε μια ατελώς διεθνή προσπάθεια συνεργασίας, ξεκινώντας από το Κιότο και συνεχίζοντας με τη διάσκεψη της Μπανγκόκ, που άρχισε την περασμένη εβδομάδα. Οι συνδυασμένες και σε μεγάλο βαθμό συνδεόμενες πιέσεις της κλιματικής αλλαγής και της πληθυσμιακής έκρηξης απειλούν, όμως, να οδηγήσουν σε οδυνηρή συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας ακόμα και των καλύτερων σημερινών προσπαθειών στη βάση των υπαρχόντων σχημάτων διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου προβλήματος.
Ομως, αυτά τα σχήματα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, στο οποίο μπόρεσε να καταλήξει η παγκόσμια κοινότητα για να απαντήσει στις πιέσεις που γνώρισε στο παρελθόν. Ο ένοπλος μηχανισμός κάθε κράτους προετοιμάζεται κάθε φορά για να πολεμήσει τον επόμενο πόλεμο με βάση τα διδάγματα του προηγούμενου και αλλάζει δραστικά μόνο ύστερα από μια οδυνηρή συντριπτική καταστροφή και όχι όταν σημαντικό τμήμα του βλέπει την καταστροφή να έρχεται. Ο διεθνής μηχανισμός αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής επίθεσης δεν έχει ακόμα γνωρίσει ή συνειδητοποιήσει την ολοκληρωτική, συντριπτική, διαπεραστική κάθε στρώματος της παγκόσμιας κοινωνίας ήττα που θα τον οδηγούσε σε πραγματικά ριζική προσαρμογή.
Στο κλίμα της εποχής, βρίσκεται ακόμα στις πρώτες μέρες της Σαρακοστής, μόλις που αρχίζει να συνέρχεται από την κραιπάλη μιας Τσικνοπέμπτης και μιας νηστήσιμα υπερβολικής Καθαράς Δευτέρας. Βλέπει τη Μεγάλη Εβδομάδα να έρχεται αλλά δεν την έχει ακόμα αισθανθεί ως Εβδομάδα των Παθών. Θεωρεί αυτονόητη διαδικασία και όχι θαύμα την Ανάσταση που ακολουθεί. Για να επιδιώξει το δικό της επαναστατικό θαύμα, χρειάζεται να ζήσει τα δικά της πάθη.
Η αισιοδοξία, στην οποία η άνοιξη δίνει σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις, προσφέρει άλλοθι στην, κατ' εξαίρεση, πίστη στις δυνατότητες συλλογικής ανάστασης μετά τον παγκόσμιο υπαρξιακό συγκλονισμό. Γραπώνεται στον «παγκόσμιο φεντεραλισμό» σαν μαυροντυμένη θεοσεβούμενη ηλικιωμένη που ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για τον Παράδεισο, ακόμα και αν βλέπει με μισό μάτι το παπαδαριό που βιοπορίζεται απ' αυτόν.
Στην ακραία εκτροπή της δεν διακρίνει κήπους της Εδέμ, «τόπους χλοερούς, τόπους αναψύξεως». Διαλέγει μια παγκοσμιοποιημένη συλλογικότητα και για πρώτη φορά καταλαβαίνει τους Καθολικούς Φιλιππινέζους αυτοσταυρωνόμενους και τους μουσουλμάνους σιίτες αυτομαστιγωνόμενους, θλιβόμενη αλλά αποδεχόμενη τη γενεσιουργό αναγκαιότητα του πόνου.
Ομως η άνοιξη κάποτε τελειώνει και η θερμική δυσφορία του καλοκαιριού καταρρίπτει συχνά τις μεταφυσικές εκτροπές, προετοιμάζει τον χειμέριο ορθολογισμό. Αυτόν που διαβάζει στο πακέτο ότι «Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει». Αλλά, επί του παρόντος, το τσιγάρο που ανάβει είναι ένας εαρινός αυτοκαταστροφικός αναστεναγμός.
Η εαρινή συνειδητοποίηση και ανάγκη ανανέωσης μετακινεί καναπέδες στο καθιστικό, τακτοποιεί τα cd στα ράφια, πυροδοτεί οικογενειακούς καυγάδες για όσα «τακτοποιήθηκαν», ρίχνει προβληματισμένα βλέμματα στο γυμναστήριο της γειτονιάς. Στρέφεται σε λαχανικά και χαμηλά λιπαρά για να ανακτήσει την εξουσία επί των λιποκυττάρων, στο κουμπί του τηλεκοντρόλ και στο μισοξεχασμένο βιβλίο για να ελέγξει ξανά τα φαιά κύτταρα. Ανοίγει τα παράθυρα για να δεχτεί καθαρό -τρόπος του λέγειν- αέρα και η άνοιξη αυτή συνοδεύει την αναζωογόνηση μιας ανάγκης αναζήτησης των ουσιαστικά βασικών.
Από ένα ολόκληρο βιβλίο πολιτικού και διπλωματικού παρασκηνίου και γεωστρατηγικής ανάλυσης το μάτι σταματά σε μια παρεμπίπτουσα επισήμανση, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει μέχρι το 2050 τα 9, ίσως και τα 10, δισεκατομμύρια από τα σημερινά 6,5.
Η εποχική αισιοδοξία δεν επιτρέπει αυτοκτονικούς ιδεασμούς. Η χλωρή πρασινάδα στα «μάτια» της διασωζόμενης κληματαριάς οδηγεί σε αμπελοφιλοσοφίες τύπου «αυτή η γη που την πατούμε...» και τα εαρινά θυρανοίξια ανασύρουν τις λέξεις «παγκόσμιος φεντεραλισμός» από μια προηγούμενη σελίδα. Πυροδοτούν, έτσι, μια καρτεσιανή φαντασίωση αναζήτησης της ουσίας και από εκεί ανοικοδομεί στη λογική «το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη».
Ισορροπίες δυνάμεων, οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες, οι διάφορες έννοιες που μπορούν να δοθούν στην επίκαιρη λέξη «παγκοσμιοποίηση» εξατμίζονται ως εποικοδόμημα από τη στιγμή που αναζητούνται φυσικά μεγέθη. Εννοιες που αντιμετωπίζονται σχεδόν σαν φυσικά μεγέθη, όπως οι τρεις συντελεστές παραγωγής (Γη, Κεφάλαιο, Εργασία) της εφηβικής «Εισαγωγής στα Μακροοικονομικά» συμπυκνώνονται στο πραγματικό φυσικό μέγεθος του πρώτου, από τον οποίο εκδιώκεται κάθε διασταλτική ερμηνεία. Η λογική της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ή της εργασίας χάνει έτσι το νόημά της. Και σε ό,τι αφορά τη Γη, με τη φυσική της έννοια, κάτι το εκ φύσεως παγκόσμιο, δεν μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί.
Αυτό που μπορεί να παγκοσμιοποιηθεί είναι ο τρόπος διαχείρισης. Η πίεση της κλιματικής αλλαγής έχει ήδη οδηγήσει σε μια ατελώς διεθνή προσπάθεια συνεργασίας, ξεκινώντας από το Κιότο και συνεχίζοντας με τη διάσκεψη της Μπανγκόκ, που άρχισε την περασμένη εβδομάδα. Οι συνδυασμένες και σε μεγάλο βαθμό συνδεόμενες πιέσεις της κλιματικής αλλαγής και της πληθυσμιακής έκρηξης απειλούν, όμως, να οδηγήσουν σε οδυνηρή συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας ακόμα και των καλύτερων σημερινών προσπαθειών στη βάση των υπαρχόντων σχημάτων διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου προβλήματος.
Ομως, αυτά τα σχήματα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα, στο οποίο μπόρεσε να καταλήξει η παγκόσμια κοινότητα για να απαντήσει στις πιέσεις που γνώρισε στο παρελθόν. Ο ένοπλος μηχανισμός κάθε κράτους προετοιμάζεται κάθε φορά για να πολεμήσει τον επόμενο πόλεμο με βάση τα διδάγματα του προηγούμενου και αλλάζει δραστικά μόνο ύστερα από μια οδυνηρή συντριπτική καταστροφή και όχι όταν σημαντικό τμήμα του βλέπει την καταστροφή να έρχεται. Ο διεθνής μηχανισμός αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής επίθεσης δεν έχει ακόμα γνωρίσει ή συνειδητοποιήσει την ολοκληρωτική, συντριπτική, διαπεραστική κάθε στρώματος της παγκόσμιας κοινωνίας ήττα που θα τον οδηγούσε σε πραγματικά ριζική προσαρμογή.
Στο κλίμα της εποχής, βρίσκεται ακόμα στις πρώτες μέρες της Σαρακοστής, μόλις που αρχίζει να συνέρχεται από την κραιπάλη μιας Τσικνοπέμπτης και μιας νηστήσιμα υπερβολικής Καθαράς Δευτέρας. Βλέπει τη Μεγάλη Εβδομάδα να έρχεται αλλά δεν την έχει ακόμα αισθανθεί ως Εβδομάδα των Παθών. Θεωρεί αυτονόητη διαδικασία και όχι θαύμα την Ανάσταση που ακολουθεί. Για να επιδιώξει το δικό της επαναστατικό θαύμα, χρειάζεται να ζήσει τα δικά της πάθη.
Η αισιοδοξία, στην οποία η άνοιξη δίνει σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις, προσφέρει άλλοθι στην, κατ' εξαίρεση, πίστη στις δυνατότητες συλλογικής ανάστασης μετά τον παγκόσμιο υπαρξιακό συγκλονισμό. Γραπώνεται στον «παγκόσμιο φεντεραλισμό» σαν μαυροντυμένη θεοσεβούμενη ηλικιωμένη που ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για τον Παράδεισο, ακόμα και αν βλέπει με μισό μάτι το παπαδαριό που βιοπορίζεται απ' αυτόν.
Στην ακραία εκτροπή της δεν διακρίνει κήπους της Εδέμ, «τόπους χλοερούς, τόπους αναψύξεως». Διαλέγει μια παγκοσμιοποιημένη συλλογικότητα και για πρώτη φορά καταλαβαίνει τους Καθολικούς Φιλιππινέζους αυτοσταυρωνόμενους και τους μουσουλμάνους σιίτες αυτομαστιγωνόμενους, θλιβόμενη αλλά αποδεχόμενη τη γενεσιουργό αναγκαιότητα του πόνου.
Ομως η άνοιξη κάποτε τελειώνει και η θερμική δυσφορία του καλοκαιριού καταρρίπτει συχνά τις μεταφυσικές εκτροπές, προετοιμάζει τον χειμέριο ορθολογισμό. Αυτόν που διαβάζει στο πακέτο ότι «Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει». Αλλά, επί του παρόντος, το τσιγάρο που ανάβει είναι ένας εαρινός αυτοκαταστροφικός αναστεναγμός.
Σάββατο 5 Απριλίου 2008
Η πιάτσα άδειασε τον «προστάτη»
Το ρουμανικό παγωτό που τόσο του άρεσε σίγουρα δεν αρκεί για να σκεπάσει την άσχημη γεύση που άφησε στο στόμα του Τζορτζ Μπους η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Μια γεύση που γίνεται πιο πικρή από τη συνειδητοποίηση ότι το πρωτοφανές «άδειασμά» του από «φίλους και συμμάχους» αποτελεί τμήμα μόνο του αρνητικού μηνύματος που εισπράττει -ή τουλάχιστον οφείλει να εισπράξει- η Ουάσιγκτον. Το πρώτο σκέλος είναι εμφανές: στη Συμμαχία κλήθηκαν να ενταχθούν μόνο δύο από τα πέντε κράτη που ήθελαν οι ΗΠΑ και μάλιστα όχι αυτά για τα οποία ο ίδιος ο πρόεδρος είχε ασκήσει το μέγιστο των πιέσεων. Οι αμερικανικές πιέσεις για αύξηση της συμμαχικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν μόλις που προστατεύθηκαν από τον εκκωφαντικό γδούπο της κατακρήμνισης. Και αυτό, από τη συμβολική, μεγαλόψυχη χειρονομία του Σαρκοζί να στείλει ακόμη ένα γαλλικό τάγμα. Οσο για τα αμερικανικά σχέδια περί αντιπυραυλικής ασπίδας, η αποδοχή τους από τους εταίρους θα μπορούσε να αποτελεί επιτυχία αν δεν οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο ευμενές κλείσιμο του ματιού από τη Μόσχα που εκμαίευσε μια σειρά υποχωρήσεων από την Ουάσιγκτον.
Το πιο πικρό για τον Αμερικανό πρόεδρο, όμως, είναι ο τρόπος που ο τεράστιος πανίσχυρος μηχανισμός υποστήριξής του τον οδήγησε και τον εξέθεσε γυμνό σε κοινή θέα, κάτι σαν παλιό διάσημο καλλιτέχνη που επιμένει να τραγουδά στα γεράματα, εισπράττοντας μόνο τα πικρά χειροκροτήματα του οίκτου. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων σπανίως αφήνονται να εκτεθούν προσωπικά στην υπεράσπιση μιας υπόθεσης, αν δεν έχει προηγηθεί στο παρασκήνιο η προετοιμασία μιας συμφωνίας ή αν δεν κρίνονται απολύτως ζωτικά συμφέροντα της χώρας τους. Σε διαφορετική περίπτωση, διακινδυνεύουν το προσωπικό κύρος τους και το κύρος της χώρας τους. Οταν μάλιστα η χώρα αυτή θέλει να λειτουργεί σαν «προστάτης», όλα βασίζονται στην αξιοπιστία της προστασίας που πουλάει. Μια δικαιολογία του τύπου «δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα να προσπαθήσω» μπορεί να διασώσει για λίγο την εικόνα του «φουσκωτού». Το «προσπάθησα, αλλά απέτυχα» τον ξεφουσκώνει αμέσως.
Το πιο πικρό για τον Αμερικανό πρόεδρο, όμως, είναι ο τρόπος που ο τεράστιος πανίσχυρος μηχανισμός υποστήριξής του τον οδήγησε και τον εξέθεσε γυμνό σε κοινή θέα, κάτι σαν παλιό διάσημο καλλιτέχνη που επιμένει να τραγουδά στα γεράματα, εισπράττοντας μόνο τα πικρά χειροκροτήματα του οίκτου. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων σπανίως αφήνονται να εκτεθούν προσωπικά στην υπεράσπιση μιας υπόθεσης, αν δεν έχει προηγηθεί στο παρασκήνιο η προετοιμασία μιας συμφωνίας ή αν δεν κρίνονται απολύτως ζωτικά συμφέροντα της χώρας τους. Σε διαφορετική περίπτωση, διακινδυνεύουν το προσωπικό κύρος τους και το κύρος της χώρας τους. Οταν μάλιστα η χώρα αυτή θέλει να λειτουργεί σαν «προστάτης», όλα βασίζονται στην αξιοπιστία της προστασίας που πουλάει. Μια δικαιολογία του τύπου «δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα να προσπαθήσω» μπορεί να διασώσει για λίγο την εικόνα του «φουσκωτού». Το «προσπάθησα, αλλά απέτυχα» τον ξεφουσκώνει αμέσως.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)