GREECE’S IDENTITY CRISIS
By KOSTAS TSAPOGAS
ATHENS — Most of the outside world views the current Greek drama — played out on the streets of Athens, the boardrooms of the European banking elite and the halls of the Greek Parliament — as the bursting of one of the global economy’s weakest links. A closer inspection, from inside the calamity, reveals a crisis that reaches to the core of Greek identity, which was gradually distorted by its continuous disconnect from reality dating back to the second half of the 20th century.
The international financial crisis was indeed the detonator that punctured the Greek bubble. But the foundation of the meltdown lay partly in the unlimited sense of entitlement felt by many Greeks, partly based on the country’s role as the cradle of Western civilization, which led to a denial of reality. Though its culture is ancient, Greece is actually one of the younger nation-states in Europe, established in 1830. Its early tumultuous years were fraught with heavy-handed meddling by foreign powers. This interference culminated in the American-supported military dictatorship from 1967-74, and this history has fed the Greek people’s bitterness and their propensity for righteous indignation. Decades of rampant populism greatly inflated its citizenry’s Mediterranean cavalier attitude toward civic responsibility.
Back in 1981, a few hours after the first general election won by the Socialist party of Andreas Papandreou, I was traveling down a one-way street when a young bearded man on a moped drove aggressively toward me. After my disapproving look, he unleashed a tirade: “Forget what you knew up to now. Now the people have come to power.” As part of “the people,” he considered himself entitled to ignore the rules of the road. It could be laughed off as naïve juvenile behavior, but this mindset permeates Greek society.
Public employees are also prone to flout laws they disagree with. Last month, an official at the University of Thessaly refused to send eight computers to two campuses to be used in voting for governing councils, as stipulated by the new law governing Greek higher education. In a letter to his superiors, he said he based his “resistance” on personal moral grounds and on his conscience “as an active citizen,” and refused to cooperate with the implementation of what he called “this despicable law.”
Acts of civil disobedience like these are an everyday occurrence. In this case, the university official had the support of the University Employee Union, which said that it is the right and obligation of every Greek citizen to resist “by any means against anyone trying to forcefully overthrow the constitution,” though this law that tries to reform Greece’s outmoded university system was passed by a two-thirds majority in Parliament.
The institutionalized propensity for defiance illustrates why change is difficult to implement in Greece.
The Greek economy’s crash radicalized those devoted to the notion of “resistance.” But there is another group, mostly silent throughout this catastrophic period, that now dares utter the word “reality.” With the increasingly frequent mention of this word, the possibility for change is finally in the air in Greece.
Unfortunately the “bailout” program imposed by the so-called “troika” of the International Monetary Fund, the European Union and the European Central Bank insists on an approach that almost guarantees a recession. The deal’s punitive terms are sabotaging the fledgling transformation of Greece’s collective identity. It allows those who continue to resist reality to create confusion by joining up with those who, though they know something needs to be done, resist the recipe for economic disaster.
On February 12, the world watched flames and smoke rising from buildings set ablaze in the center of Athens during protests against the austerity measures that were approved by Parliament in exchange for more rescue financing. The spectacular acts of a few hundred violent demonstrators eclipsed the actions of the up to 200,000 on the streets who peacefully rejected, not the need for change, but the disastrous policies imposed from abroad. Some Greeks are ready to accept hardship and a steep decline in living standards. What many reject is the hopelessness for a better day forced by the troika’s demands.
These responsible Greeks are caught between the radicals who call for “resistance” to any change and the troika’s suffocating prescription. Given some space to operate, these reasonable factions in Greek society might be able to alter the paradigm and implement the reforms the nation needs to move forward. But it is a painstaking process that needs breathing room to develop.
(Kostas Tsapogas is the former foreign editor of Eleftherotypia, an Athens daily that is currently seeking bankruptcy protection.)
Τhis article was written for the New York Times International Weekly and published in 30 countries
Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012
Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011
Η δημοκρατία των εργαλείων
ΤΙΠΟΤΑ δεν δημιουργείται το κενό. Και με την έννοια αυτή, μια δόση ντετερμινισμού συγχωρείται στην αναζήτηση της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας, χωρίς να αμφισβητείται ο ρόλος των προσωπικοτήτων που τη σημάδεψαν.
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΑΝΑΥΣΗ αθλιότητα μιας φεουδαρχικής κοινωνίας γαιοκτημόνων σε πλήρη ιμπεριαλιστική ανάπτυξη, αλλά αποδυναμωμένη ιστορικά από μια «Magna Carta» και μια σειρά αιματηρών κοινωνικών και εθνικιστικών γενεσιουργών κινημάτων, οι καλβινιστικές αξίες της σκωτσέζικης κοινωνίας συνεργάστηκαν με την οικονομική λαιμαργία της Αγγλίας για να παντρέψουν το σίδερο, το νερό και τη φωτιά στις μηχανές που γέννησαν τη βιομηχανική επανάσταση στα βρετανικά νησιά. Χωρίς τη νέα βιομηχανική αθλιότητα δεν θα υπήρχαν τα κείμενα του Μαρξ. Χωρίς τη μετακίνησή της προς τα ανατολικά και τη συνάντησή της με τα καταρρέοντα απομεινάρια της φεουδαρχίας στη Ρωσία, δεν θα προέκυπτε η μεταμόρφωση του Λένιν όταν ανέβαινε στο όποιο βήμα.
ΧΩΡΙΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, χωρίς τις ιδεολογικές και πολεμικές συγκρούσεις που σημάδεψαν την ιστορία της Ευρώπης, οι έρευνες Βρετανών, Γάλλων, Γερμανών, Ιταλών, Πολωνών, Τσέχων, Ρώσων και Ούγγρων επιστημόνων θα είχαν, ίσως, μείνει στον τόπο τους και δεν θα είχαν αναζητήσει ασφαλές θερμοκήπιο στον αναπτυσσόμενο Νέο Κόσμο πέραν του Ατλαντικού. Ισως τότε δεν θα είχαν ξεπηδήσει εκεί ευφυείς και συχνά αδίστακτες προσωπικότητες σαν τον Τόμας Αλβα Εντισον που θα συνδύαζαν ή θα καπηλεύονταν το προϊόν της έρευνας άλλων για να το μετατρέψουν σε μαζικό προϊόν που θα μεταμόρφωνε πλήρως το ανθρωπογενές περιβάλλον.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ το αναρχικό πνεύμα των πιονιέρων στον αποικισμό της αμερικανικής Δύσης, δεν θα είχαν δημιουργηθεί γύρω από τον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο πανεπιστήμια όπως το Στάνφορντ, το Μπέρκλεϊ και το Caltech, που θα αμφισβητούσαν παιχνιδιάρικα την ιεραρχικά δομημένη παλιά σεβάσμια δυσκοιλιότητα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και των αντιγράφων τους στη βορειοανατολική ακτή των ΗΠΑ. Και αν μια οικογένεια συριακής καταγωγής δεν είχε εγκατασταθεί στο Μάουντεϊν Βίου της Καλιφόρνιας, λίγα χιλιόμετρα νότια από το Πάλο Αλτο με το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και το ερευνητικό κέντρο του Μένλο Παρκ, ίσως η τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε για άλλη μία φορά τον κόσμο, εκδημοκρατίζοντας την υπολογιστική ισχύ, να είχε γίνει κάπως διαφορετικά και κάπου αλλού.
ΔΙΟΤΙ Ο ΣΤΙΒ ΤΖΟΜΠΣ και ο Στιβ Βόσνιακ είχαν πολλά πλεονεκτήματα με το μέρος τους, πέρα από ένα μεγάλο γκαράζ για να δουλέψουν, εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Κατ' αρχήν ήταν πιτσιρικάδες με δύο βασικά πλεονεκτήματα: νεανικό ενθουσιασμό και άγνοια κινδύνου, που τους προστάτευε από τον τρόμο της αποτυχίας. Αν και, καθώς βρίσκονταν στο κέντρο της μετέπειτα γνωστής ως «Σίλικον Βάλεϊ», δέχονταν όλες τις επιρροές της ηλεκτρονικής κοσμογονίας, είχαν ξεγλιστρήσει εγκαίρως από τα καλαπόδια και τους νάρθηκες ενός τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος που θα μπορούσε να είχε οριοθετήσει με αγκαθωτό συρματόπλεγμα τη σκέψη τους σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι εφικτό.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που κατασκεύασαν και πούλησαν τους πρώτους πενήντα χειροποίητους προσωπικούς υπολογιστές, αφήνοντας πίσω ως «παιχνιδάκια» τις πρωτόλειες προσπάθειες που υπήρχαν μέχρι τότε, η υπολογιστική ισχύς -και τελικά η ισχύς της χειραφέτησης που τη συνόδευε- έπαψε να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των κρατών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Η εμφάνιση του GUI, του γραφικού περιβάλλοντος διεπαφής ανθρώπου - ηλεκτρονικού υπολογιστή που αναπτύχθηκε στην πορεία διέχυσε και δημοκρατικοποίησε ακόμη περισσότερο τον νέο συντελεστή παραγωγής και ισχύος, επιτρέποντας στον καθένα -και όχι μόνο σε ένα μυημένο ιερατείο- να χρησιμοποιεί αυτό το εργαλείο.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΙΣΩΣ να συμβεί αλλού, σε άλλο χρόνο, κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Εγινε όμως στο Μάουντεϊν Βίου της Καλιφόρνιας από τον Στιβ Τζομπς και τον Στιβ Βόσνιακ. Και ο Στιβ Τζομπς πέθανε χθες.
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΑΝΑΥΣΗ αθλιότητα μιας φεουδαρχικής κοινωνίας γαιοκτημόνων σε πλήρη ιμπεριαλιστική ανάπτυξη, αλλά αποδυναμωμένη ιστορικά από μια «Magna Carta» και μια σειρά αιματηρών κοινωνικών και εθνικιστικών γενεσιουργών κινημάτων, οι καλβινιστικές αξίες της σκωτσέζικης κοινωνίας συνεργάστηκαν με την οικονομική λαιμαργία της Αγγλίας για να παντρέψουν το σίδερο, το νερό και τη φωτιά στις μηχανές που γέννησαν τη βιομηχανική επανάσταση στα βρετανικά νησιά. Χωρίς τη νέα βιομηχανική αθλιότητα δεν θα υπήρχαν τα κείμενα του Μαρξ. Χωρίς τη μετακίνησή της προς τα ανατολικά και τη συνάντησή της με τα καταρρέοντα απομεινάρια της φεουδαρχίας στη Ρωσία, δεν θα προέκυπτε η μεταμόρφωση του Λένιν όταν ανέβαινε στο όποιο βήμα.
ΧΩΡΙΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, χωρίς τις ιδεολογικές και πολεμικές συγκρούσεις που σημάδεψαν την ιστορία της Ευρώπης, οι έρευνες Βρετανών, Γάλλων, Γερμανών, Ιταλών, Πολωνών, Τσέχων, Ρώσων και Ούγγρων επιστημόνων θα είχαν, ίσως, μείνει στον τόπο τους και δεν θα είχαν αναζητήσει ασφαλές θερμοκήπιο στον αναπτυσσόμενο Νέο Κόσμο πέραν του Ατλαντικού. Ισως τότε δεν θα είχαν ξεπηδήσει εκεί ευφυείς και συχνά αδίστακτες προσωπικότητες σαν τον Τόμας Αλβα Εντισον που θα συνδύαζαν ή θα καπηλεύονταν το προϊόν της έρευνας άλλων για να το μετατρέψουν σε μαζικό προϊόν που θα μεταμόρφωνε πλήρως το ανθρωπογενές περιβάλλον.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ το αναρχικό πνεύμα των πιονιέρων στον αποικισμό της αμερικανικής Δύσης, δεν θα είχαν δημιουργηθεί γύρω από τον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο πανεπιστήμια όπως το Στάνφορντ, το Μπέρκλεϊ και το Caltech, που θα αμφισβητούσαν παιχνιδιάρικα την ιεραρχικά δομημένη παλιά σεβάσμια δυσκοιλιότητα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και των αντιγράφων τους στη βορειοανατολική ακτή των ΗΠΑ. Και αν μια οικογένεια συριακής καταγωγής δεν είχε εγκατασταθεί στο Μάουντεϊν Βίου της Καλιφόρνιας, λίγα χιλιόμετρα νότια από το Πάλο Αλτο με το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και το ερευνητικό κέντρο του Μένλο Παρκ, ίσως η τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε για άλλη μία φορά τον κόσμο, εκδημοκρατίζοντας την υπολογιστική ισχύ, να είχε γίνει κάπως διαφορετικά και κάπου αλλού.
ΔΙΟΤΙ Ο ΣΤΙΒ ΤΖΟΜΠΣ και ο Στιβ Βόσνιακ είχαν πολλά πλεονεκτήματα με το μέρος τους, πέρα από ένα μεγάλο γκαράζ για να δουλέψουν, εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Κατ' αρχήν ήταν πιτσιρικάδες με δύο βασικά πλεονεκτήματα: νεανικό ενθουσιασμό και άγνοια κινδύνου, που τους προστάτευε από τον τρόμο της αποτυχίας. Αν και, καθώς βρίσκονταν στο κέντρο της μετέπειτα γνωστής ως «Σίλικον Βάλεϊ», δέχονταν όλες τις επιρροές της ηλεκτρονικής κοσμογονίας, είχαν ξεγλιστρήσει εγκαίρως από τα καλαπόδια και τους νάρθηκες ενός τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος που θα μπορούσε να είχε οριοθετήσει με αγκαθωτό συρματόπλεγμα τη σκέψη τους σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι εφικτό.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που κατασκεύασαν και πούλησαν τους πρώτους πενήντα χειροποίητους προσωπικούς υπολογιστές, αφήνοντας πίσω ως «παιχνιδάκια» τις πρωτόλειες προσπάθειες που υπήρχαν μέχρι τότε, η υπολογιστική ισχύς -και τελικά η ισχύς της χειραφέτησης που τη συνόδευε- έπαψε να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των κρατών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Η εμφάνιση του GUI, του γραφικού περιβάλλοντος διεπαφής ανθρώπου - ηλεκτρονικού υπολογιστή που αναπτύχθηκε στην πορεία διέχυσε και δημοκρατικοποίησε ακόμη περισσότερο τον νέο συντελεστή παραγωγής και ισχύος, επιτρέποντας στον καθένα -και όχι μόνο σε ένα μυημένο ιερατείο- να χρησιμοποιεί αυτό το εργαλείο.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΙΣΩΣ να συμβεί αλλού, σε άλλο χρόνο, κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Εγινε όμως στο Μάουντεϊν Βίου της Καλιφόρνιας από τον Στιβ Τζομπς και τον Στιβ Βόσνιακ. Και ο Στιβ Τζομπς πέθανε χθες.
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010
Χαμένοι στη μετάφραση για άλλη μια φορά
Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορούν να μεταφραστούν.
Συμβαίνει συνήθως όταν σε μια κοινωνία δεν υπάρχουν τα ίδια σημεία αναφοράς που υπάρχουν σε κάποια άλλη.
Χαρακτηριστική περίπτωση, η μετάφραση στα ελληνικά του τίτλου του έργου του Μολιέρου «Bourgeois Gentilhomme». Στη διαφορετική ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, η έννοια του μεγαλοαστού ως παρακατιανού έναντι των ευγενών είναι κάτι το αδιανόητο, οπότε ο τίτλος «Αστός Ευγενής» σίγουρα αποτυγχάνει να προκαλέσει έκπληξη και ειρωνικό μειδίαμα. Οταν το έργο πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά, μέσα στις ειδικές κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, επιλέχτηκε ο παντελώς ανακριβής, αλλά πλησιέστερος στις τότε ελληνικές αναφορές, τίτλος «Ο Αρχοντοχωριάτης». Αν η μετάφραση γινόταν για πρώτη φορά σήμερα, ίσως ο μεταφραστής επέλεγε τον τίτλο «Ο νεόπλουτος», περιγράφοντας κάποιο μεγαλοεργολάβο ή κάποιο από τα λαμόγια που απομυζούν παντοιοτρόπως το Ελληνικό Δημόσιο.
Το 1670, όταν το έργο του Μολιέρου ανέβηκε στην Comedie Francaise, οι ανερχόμενες τάξεις των εμπόρων και επαγγελματιών ήδη καθιστούσαν ισχυρή πραγματικότητα την ανάδυση μιας αστικής τάξης, η οποία, συχνά με άκομψη αναίδεια, αμφισβητούσε την κυριαρχία των ευγενών, πιθηκίζοντας ταυτοχρόνως τη συμπεριφορά τους και δικαιώνοντας τον περιφρονητικό χαρακτηρισμό snob (από το Sine NOBilitate, άνευ ευγενείας), που συνόδευε την απουσία ενός κώδικα τιμής στη λογική του noblesse oblige (η ευγένεια υποχρεώνει, δηλαδή η ευγενική καταγωγή συνεπάγεται υποχρεώσεις).
Στη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, ένα στοιχείο έπαιξε κεντρικό ρόλο στη μετατροπή της ανερχόμενης αστικής τάξης από αντικείμενο σαρκασμού σε κυρίαρχο παράγοντα της κοινωνίας. Η σταθερή αύξηση της σημασίας της εκπαίδευσης που, σε αντίθεση με την ευρύτερη «Παιδεία», η οποία αποτελούσε προνόμιο των ευγενών, ήταν χαρακτηριστικό της αστικής τάξης και βάση βιοπορισμού της. Και η εκπαίδευση ήταν αυτή που γέννησε τη Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία με τη σειρά της κατέστρεψε τις βάσεις της στηριζόμενης στη γαιοκτημοσύνη αριστοκρατίας. Στη Γαλλία αυτή η διαδικασία ανακόπηκε μαζί με τη βίαιη απαλλαγή από την αριστοκρατία που έφερε η Γαλλική Επανάσταση. Στη Γερμανία, η αριστοκρατία είχε περισσότερο στρατοκρατικό χαρακτήρα. Στη Βρετανία, όμως, η αριστοκρατία διατήρησε τα προνόμιά της ενώ, αν όχι τυπικά, άτυπα διατηρεί κάποια απ' αυτά ακόμα και σήμερα.
ΗΒιομηχανική Επανάσταση ήταν το δεύτερο και συντριπτικότερο τεχνολογικό πλήγμα κατά της αριστοκρατίας. Το πρώτο είχε έρθει το 1415 με τη μάχη του Αζινκούρ, όταν οι Εγγλέζοι και Ουαλοί τοξότες, απλοί χωριάτες με τόξα από ξύλο μελιάς και χορδές από στριμμένο δέρμα, συνέτριψαν τους πολύ περισσότερους συγκεντρωμένους Γάλλους ευγενείς, αχρηστεύοντας διαμιάς τη στρατιωτική εκπαίδευση που τους επέτρεπε η απουσία ανάγκης βιοπορισμού, τις πανάκριβες πανοπλίες, ασπίδες και τα ακόμα πιο ακριβά πολεμικά άλογα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν προήλθε από την παιδεία που συσσώρευαν οι αριστοκράτες από τη μέρα της γέννησής τους ή, από κάποιο σημείο και μετά, «διαβάζοντας» φιλοσοφία, θεολογία, ελληνικά, λατινικά και λογοτεχνία σε πανεπιστήμια, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, όπου, σε αντίθεση με τους «κοινούς θνητούς», σπάνια ασχολούνταν με «πρακτικά» θέματα όπως η ιατρική, τα νομικά κ.λπ. και ακόμα σπανιότερα αποκτούσαν πτυχίο, αναγκαίο μόνο για βιοπορισμό. Οταν η βρετανική αυτοκρατορία (γέννημα και αυτή κοινών εμπόρων, ναυτικών και τυχοδιωκτών) χρειάστηκε ικανά στελέχη για τη διοίκησή της που δεν παράγονταν από τις σχολές της αριστοκρατίας, ιδρύθηκε το Imperial College για να παράσχει την εκπαίδευση που χρειάζονταν και παραμένει ένα από τα καλύτερα βρετανικά πανεπιστήμια. Η Βιομηχανική Επανάσταση γεννήθηκε από μαθητευόμενους των συντεχνιών που μετεξελίχθηκαν σε πανεπιστήμια για να μεταδώσουν όχι τις αρχές και την παιδεία των αριστοκρατών, αλλά την εφαρμοσμένη γνώση και την αναζήτησή της, βοηθούμενα από τις καλβινιστικές αρχές αναζήτησης της γνώσης στη Σκωτία και τη μεταφορά λαϊκής εκπαίδευσης από τη Γαλλία, όπου η Επανάσταση είχε ήδη ξεφορτωθεί οριστικά τους αριστοκράτες και την παιδεία τους.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο ξεσηκωμός, την περασμένη εβδομάδα, χιλιάδων φοιτητών στη Βρετανία μοιάζει λίγο με τον «Bourgeois Gentilhomme» του Μολιέρου: η ευθεία, λέξη προς λέξη, μετάφρασή του στα ελληνικά θα οδηγούσε σε παραπλανητικά αποτελέσματα και σε παρεξηγήσεις, λόγω διαφορετικού πλαισίου αναφοράς. Οπως σύγχυση προκαλεί πολλές φορές η μετάφραση της αγγλικής λέξης «education» σε «παιδεία». Διότι, στις εγγραφές του βρετανικού υποσυνείδητου, αυτό που απελευθερώνει δεν είναι η παιδεία των χαραμοφάηδων αριστοκρατών, αλλά η εκπαίδευση. Κάτι που, πέραν των επιφανειακών ομοιοτήτων, αλλάζει πολλά.
Συμβαίνει συνήθως όταν σε μια κοινωνία δεν υπάρχουν τα ίδια σημεία αναφοράς που υπάρχουν σε κάποια άλλη.
Χαρακτηριστική περίπτωση, η μετάφραση στα ελληνικά του τίτλου του έργου του Μολιέρου «Bourgeois Gentilhomme». Στη διαφορετική ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, η έννοια του μεγαλοαστού ως παρακατιανού έναντι των ευγενών είναι κάτι το αδιανόητο, οπότε ο τίτλος «Αστός Ευγενής» σίγουρα αποτυγχάνει να προκαλέσει έκπληξη και ειρωνικό μειδίαμα. Οταν το έργο πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά, μέσα στις ειδικές κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, επιλέχτηκε ο παντελώς ανακριβής, αλλά πλησιέστερος στις τότε ελληνικές αναφορές, τίτλος «Ο Αρχοντοχωριάτης». Αν η μετάφραση γινόταν για πρώτη φορά σήμερα, ίσως ο μεταφραστής επέλεγε τον τίτλο «Ο νεόπλουτος», περιγράφοντας κάποιο μεγαλοεργολάβο ή κάποιο από τα λαμόγια που απομυζούν παντοιοτρόπως το Ελληνικό Δημόσιο.
Το 1670, όταν το έργο του Μολιέρου ανέβηκε στην Comedie Francaise, οι ανερχόμενες τάξεις των εμπόρων και επαγγελματιών ήδη καθιστούσαν ισχυρή πραγματικότητα την ανάδυση μιας αστικής τάξης, η οποία, συχνά με άκομψη αναίδεια, αμφισβητούσε την κυριαρχία των ευγενών, πιθηκίζοντας ταυτοχρόνως τη συμπεριφορά τους και δικαιώνοντας τον περιφρονητικό χαρακτηρισμό snob (από το Sine NOBilitate, άνευ ευγενείας), που συνόδευε την απουσία ενός κώδικα τιμής στη λογική του noblesse oblige (η ευγένεια υποχρεώνει, δηλαδή η ευγενική καταγωγή συνεπάγεται υποχρεώσεις).
Στη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, ένα στοιχείο έπαιξε κεντρικό ρόλο στη μετατροπή της ανερχόμενης αστικής τάξης από αντικείμενο σαρκασμού σε κυρίαρχο παράγοντα της κοινωνίας. Η σταθερή αύξηση της σημασίας της εκπαίδευσης που, σε αντίθεση με την ευρύτερη «Παιδεία», η οποία αποτελούσε προνόμιο των ευγενών, ήταν χαρακτηριστικό της αστικής τάξης και βάση βιοπορισμού της. Και η εκπαίδευση ήταν αυτή που γέννησε τη Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία με τη σειρά της κατέστρεψε τις βάσεις της στηριζόμενης στη γαιοκτημοσύνη αριστοκρατίας. Στη Γαλλία αυτή η διαδικασία ανακόπηκε μαζί με τη βίαιη απαλλαγή από την αριστοκρατία που έφερε η Γαλλική Επανάσταση. Στη Γερμανία, η αριστοκρατία είχε περισσότερο στρατοκρατικό χαρακτήρα. Στη Βρετανία, όμως, η αριστοκρατία διατήρησε τα προνόμιά της ενώ, αν όχι τυπικά, άτυπα διατηρεί κάποια απ' αυτά ακόμα και σήμερα.
ΗΒιομηχανική Επανάσταση ήταν το δεύτερο και συντριπτικότερο τεχνολογικό πλήγμα κατά της αριστοκρατίας. Το πρώτο είχε έρθει το 1415 με τη μάχη του Αζινκούρ, όταν οι Εγγλέζοι και Ουαλοί τοξότες, απλοί χωριάτες με τόξα από ξύλο μελιάς και χορδές από στριμμένο δέρμα, συνέτριψαν τους πολύ περισσότερους συγκεντρωμένους Γάλλους ευγενείς, αχρηστεύοντας διαμιάς τη στρατιωτική εκπαίδευση που τους επέτρεπε η απουσία ανάγκης βιοπορισμού, τις πανάκριβες πανοπλίες, ασπίδες και τα ακόμα πιο ακριβά πολεμικά άλογα.
Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν προήλθε από την παιδεία που συσσώρευαν οι αριστοκράτες από τη μέρα της γέννησής τους ή, από κάποιο σημείο και μετά, «διαβάζοντας» φιλοσοφία, θεολογία, ελληνικά, λατινικά και λογοτεχνία σε πανεπιστήμια, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, όπου, σε αντίθεση με τους «κοινούς θνητούς», σπάνια ασχολούνταν με «πρακτικά» θέματα όπως η ιατρική, τα νομικά κ.λπ. και ακόμα σπανιότερα αποκτούσαν πτυχίο, αναγκαίο μόνο για βιοπορισμό. Οταν η βρετανική αυτοκρατορία (γέννημα και αυτή κοινών εμπόρων, ναυτικών και τυχοδιωκτών) χρειάστηκε ικανά στελέχη για τη διοίκησή της που δεν παράγονταν από τις σχολές της αριστοκρατίας, ιδρύθηκε το Imperial College για να παράσχει την εκπαίδευση που χρειάζονταν και παραμένει ένα από τα καλύτερα βρετανικά πανεπιστήμια. Η Βιομηχανική Επανάσταση γεννήθηκε από μαθητευόμενους των συντεχνιών που μετεξελίχθηκαν σε πανεπιστήμια για να μεταδώσουν όχι τις αρχές και την παιδεία των αριστοκρατών, αλλά την εφαρμοσμένη γνώση και την αναζήτησή της, βοηθούμενα από τις καλβινιστικές αρχές αναζήτησης της γνώσης στη Σκωτία και τη μεταφορά λαϊκής εκπαίδευσης από τη Γαλλία, όπου η Επανάσταση είχε ήδη ξεφορτωθεί οριστικά τους αριστοκράτες και την παιδεία τους.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο ξεσηκωμός, την περασμένη εβδομάδα, χιλιάδων φοιτητών στη Βρετανία μοιάζει λίγο με τον «Bourgeois Gentilhomme» του Μολιέρου: η ευθεία, λέξη προς λέξη, μετάφρασή του στα ελληνικά θα οδηγούσε σε παραπλανητικά αποτελέσματα και σε παρεξηγήσεις, λόγω διαφορετικού πλαισίου αναφοράς. Οπως σύγχυση προκαλεί πολλές φορές η μετάφραση της αγγλικής λέξης «education» σε «παιδεία». Διότι, στις εγγραφές του βρετανικού υποσυνείδητου, αυτό που απελευθερώνει δεν είναι η παιδεία των χαραμοφάηδων αριστοκρατών, αλλά η εκπαίδευση. Κάτι που, πέραν των επιφανειακών ομοιοτήτων, αλλάζει πολλά.
Ιδεολογίες και συναισθήματα σε μόνιμο φαύλο κύκλο
Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
«Θα δούμε πόσοι από τους πραγματικά εξτρεμιστές θα νικήσουν στην πραγματικότητα...».
Αυτή ήταν η πλέον αισιόδοξη αναφορά στις αυριανές εκλογές που γίνονται στις ΗΠΑ και περιέχεται στην προχθεσινή επιστολή ενός Αμερικανού συναδέλφου που ζει από κοντά τα εξωφρενικά καμώματα του Tea Party, του νεοπαγούς υπερσυντηρητικού κινήματος που μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια έχει φέρει τα πάνω κάτω στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο.
Πριν από δύο μήνες, σε ένα «στρογγυλό τραπέζι» στη Νέα Υόρκη, ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ Ανρί-Λεβί εξηγούσε την έκρηξη του δεξιού ως ακροδεξιού ακτιβισμού, που ακολούθησε την εκλογή Ομπάμα στην προεδρία, με την παρατήρηση ότι οι ΗΠΑ ζουν σήμερα στην εποχή των ιδεολογιών που ξεπέρασε η Ευρώπη ύστερα από έναν αιώνα και την αναλαμπή των δεκαετιών του '70 και του '80. Παρατηρώντας μερικά από τα καραγκιοζιλίκια κάποιων από τους εξτρεμιστές της αμερικανικής Δεξιάς μπαίνει κανείς στον πειρασμό να καγχάσει στην όποια σύνδεσή τους με την έννοια της ιδεολογίας, όπως αυτή έχει επενδυθεί με θετική και ευγενή χροιά για όσους παραμένουν επηρεασμένοι από τον τελευταίο, ελαφρώς «αριστοκρατικό» ευρωπαϊκό κύκλο της.
Ομως, με εξαίρεση κάποιους επαγγελματίες πολιτικούς, οι Αμερικανοί, που έκλαιγαν (στην κυριολεξία) με μαύρο δάκρυ όταν πέρασε η μεταρρύθμιση του συστήματος Υγείας από τον Ομπάμα βλέποντας τους μπολσεβίκους να σαρώνουν τη «χώρα της ελευθερίας» όπως πίστευαν, ήταν απολύτως συνεπείς ιδεολογικά.
Εξίσου συνεπείς είναι τώρα, όταν προσπαθούν να σώσουν τη χώρα τους από την επέλαση της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης της Ουάσιγκτον που, σύμφωνα με την ιδεολογία τους, δηλαδή την πίστη τους, απειλεί οτιδήποτε ηθικό, υγιές, τίμιο και σωστό, ενώ ταυτοχρόνως παραβιάζει κατάφωρα το αμερικανικό Σύνταγμα το οποίο καλούνται να υπερασπιστούν. Ζουν σε ένα όργιο συναισθηματικών εξάρσεων που αναζητούν και βρίσκουν την ιδεολογική μεταφυσική τους για να εκφραστούν.
Ο Γάλλος καθηγητής του Χάρβαρντ και του Κολεγίου της Ευρώπης, καθώς και σύμβουλος του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Ντομινίκ Μουασί, στο βιβλίο του «The Geopolitics of Emotion» (Η Γεωπολιτική των Αισθημάτων) δηλώνει ότι ασχολείται με «τρία πρωταρχικά συναισθήματα: φόβο, ελπίδα και ταπείνωση» επειδή «είναι στενά συνδεδεμένα με την έννοια της αυτοπεποίθησης, η οποία είναι ο καθοριστικός παράγων για το πώς τα έθνη και τα άτομα αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις αλλά και το πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους».
Τόσο ο Αμερικανός όσο και ο Ευρωπαίος μοιράζονται τους πρωταρχικούς υπαρξιακούς φόβους όσο και τα συναισθήματα που προκαλούν οι απειλές στο περιβάλλον τους. Βλέποντας την, αδιαμφισβήτητη ώς τώρα, παντοκρατορία της χώρας του να αμφισβητείται και την, καλώς ή κακώς, αυτονόητα αυξανόμενη ευημερία να αναστρέφεται, μεγάλο μέρος των Αμερικανών αναζητούν βάλσαμο στη μεταφυσική της όποιας θρησκείας (σε άνοδο στις ΗΠΑ) και διέξοδο στη μεταφυσική της όποιας ιδεολογίας. Στην αμερικανική εμπειρία δεν έχουν καταγραφεί σημαντικές γηγενείς συγκρούσεις σε μεταφυσική, θρησκευτική ή ιδεολογική, βάση (ο αμερικανικός εμφύλιος αποτελούσε περισσότερο σύγκρουση αγροτικού και βιομηχανικού πολιτισμού, ενώ οι θρησκευτικές συγκρούσεις παρέμειναν στην Ευρώπη απ' όπου έδιωξαν τους πρώτους εποίκους).
Στην Ευρώπη, αντιθέτως, η ιστορική εμπειρία αιώνων, γεμάτη με σφαγές τύπου νύχτας Αγίου Βαρθολομαίου, μακρόχρονους θρησκευτικούς διωγμούς και πολέμους καθώς και αιματηρές ιδεολογικές συγκρούσεις μαζί με τη συνεχή επανάληψη του κύκλου «ελπίδα -διάψευση» έχει δημιουργήσει ισχυρά αντισώματα απέναντι στις εύκολες μεταφυσικές διεξόδους, είτε αυτές αναζητούνται στις εκκλησίες είτε σε κομματικές συγκεντρώσεις.
Κατά τη σημερινή επέλαση κατά των κοινωνικών κατακτήσεων, ο Ευρωπαίος μπορεί να αισθάνεται την ίδια αγανάκτηση με εκείνους τους Αμερικανούς που φρίττουν με την επέλαση του κράτους. Δεν βρίσκει όμως πλέον τόσο εύκολα καταφύγιο στη θρησκευτική ή ιδεολογική μεταφυσική, αν και πολλοί αναζητούν ήδη καταφύγιο σε εξίσου επικίνδυνες, συναισθηματικά φορτισμένες κατασκευές τύπου εθνικισμού.
Μπορεί έτσι ο Ευρωπαίος να αντιμετωπίζει σκωπτικά, ίσως και περιφρονητικά, τον πρωτογονισμό που εκφράζουν οι τηλε-ευαγγελιστές των ΗΠΑ ή την απλοϊκή ωμότητα όσων βλέπουν στην αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση την απειλή για την ελευθερία τους.
Ομως, ιδίως σε χώρες με διαφορετική ιστορική εμπειρία από τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Πολωνία (σχετική επιβίωση της θρησκευτικής μεταφυσικής και δευτερευόντως της ιδεολογικής μαζί με τους εθνικούς μύθους) και η Ελλάδα (σχετική επιβίωση της ιδεολογικής μεταφυσικής μαζί με τους εθνικούς μύθους και δευτερευόντως της θρησκευτικής), οι πιθανότητες να εμφανιστούν μελλοντικά ομάδες κινηματικού χαρακτήρα με αναφορές στην αφήγηση της κατά περίπτωση εθνογένεσης (όπως στην αμερικανική περίπτωση τα φορτία του τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης κατά την έναρξη της αμερικανικής επανάστασης) δεν απουσιάζουν πλήρως.
«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Ιδίως όταν αγιατολάχ μητροπολίτες ή κομματάρχες εξακολουθούν να βρίσκουν ταλιμπανίζοντες πιστούς και οπαδούς.
«Θα δούμε πόσοι από τους πραγματικά εξτρεμιστές θα νικήσουν στην πραγματικότητα...».
Αυτή ήταν η πλέον αισιόδοξη αναφορά στις αυριανές εκλογές που γίνονται στις ΗΠΑ και περιέχεται στην προχθεσινή επιστολή ενός Αμερικανού συναδέλφου που ζει από κοντά τα εξωφρενικά καμώματα του Tea Party, του νεοπαγούς υπερσυντηρητικού κινήματος που μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια έχει φέρει τα πάνω κάτω στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο.
Πριν από δύο μήνες, σε ένα «στρογγυλό τραπέζι» στη Νέα Υόρκη, ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ Ανρί-Λεβί εξηγούσε την έκρηξη του δεξιού ως ακροδεξιού ακτιβισμού, που ακολούθησε την εκλογή Ομπάμα στην προεδρία, με την παρατήρηση ότι οι ΗΠΑ ζουν σήμερα στην εποχή των ιδεολογιών που ξεπέρασε η Ευρώπη ύστερα από έναν αιώνα και την αναλαμπή των δεκαετιών του '70 και του '80. Παρατηρώντας μερικά από τα καραγκιοζιλίκια κάποιων από τους εξτρεμιστές της αμερικανικής Δεξιάς μπαίνει κανείς στον πειρασμό να καγχάσει στην όποια σύνδεσή τους με την έννοια της ιδεολογίας, όπως αυτή έχει επενδυθεί με θετική και ευγενή χροιά για όσους παραμένουν επηρεασμένοι από τον τελευταίο, ελαφρώς «αριστοκρατικό» ευρωπαϊκό κύκλο της.
Ομως, με εξαίρεση κάποιους επαγγελματίες πολιτικούς, οι Αμερικανοί, που έκλαιγαν (στην κυριολεξία) με μαύρο δάκρυ όταν πέρασε η μεταρρύθμιση του συστήματος Υγείας από τον Ομπάμα βλέποντας τους μπολσεβίκους να σαρώνουν τη «χώρα της ελευθερίας» όπως πίστευαν, ήταν απολύτως συνεπείς ιδεολογικά.
Εξίσου συνεπείς είναι τώρα, όταν προσπαθούν να σώσουν τη χώρα τους από την επέλαση της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης της Ουάσιγκτον που, σύμφωνα με την ιδεολογία τους, δηλαδή την πίστη τους, απειλεί οτιδήποτε ηθικό, υγιές, τίμιο και σωστό, ενώ ταυτοχρόνως παραβιάζει κατάφωρα το αμερικανικό Σύνταγμα το οποίο καλούνται να υπερασπιστούν. Ζουν σε ένα όργιο συναισθηματικών εξάρσεων που αναζητούν και βρίσκουν την ιδεολογική μεταφυσική τους για να εκφραστούν.
Ο Γάλλος καθηγητής του Χάρβαρντ και του Κολεγίου της Ευρώπης, καθώς και σύμβουλος του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Ντομινίκ Μουασί, στο βιβλίο του «The Geopolitics of Emotion» (Η Γεωπολιτική των Αισθημάτων) δηλώνει ότι ασχολείται με «τρία πρωταρχικά συναισθήματα: φόβο, ελπίδα και ταπείνωση» επειδή «είναι στενά συνδεδεμένα με την έννοια της αυτοπεποίθησης, η οποία είναι ο καθοριστικός παράγων για το πώς τα έθνη και τα άτομα αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις αλλά και το πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους».
Τόσο ο Αμερικανός όσο και ο Ευρωπαίος μοιράζονται τους πρωταρχικούς υπαρξιακούς φόβους όσο και τα συναισθήματα που προκαλούν οι απειλές στο περιβάλλον τους. Βλέποντας την, αδιαμφισβήτητη ώς τώρα, παντοκρατορία της χώρας του να αμφισβητείται και την, καλώς ή κακώς, αυτονόητα αυξανόμενη ευημερία να αναστρέφεται, μεγάλο μέρος των Αμερικανών αναζητούν βάλσαμο στη μεταφυσική της όποιας θρησκείας (σε άνοδο στις ΗΠΑ) και διέξοδο στη μεταφυσική της όποιας ιδεολογίας. Στην αμερικανική εμπειρία δεν έχουν καταγραφεί σημαντικές γηγενείς συγκρούσεις σε μεταφυσική, θρησκευτική ή ιδεολογική, βάση (ο αμερικανικός εμφύλιος αποτελούσε περισσότερο σύγκρουση αγροτικού και βιομηχανικού πολιτισμού, ενώ οι θρησκευτικές συγκρούσεις παρέμειναν στην Ευρώπη απ' όπου έδιωξαν τους πρώτους εποίκους).
Στην Ευρώπη, αντιθέτως, η ιστορική εμπειρία αιώνων, γεμάτη με σφαγές τύπου νύχτας Αγίου Βαρθολομαίου, μακρόχρονους θρησκευτικούς διωγμούς και πολέμους καθώς και αιματηρές ιδεολογικές συγκρούσεις μαζί με τη συνεχή επανάληψη του κύκλου «ελπίδα -διάψευση» έχει δημιουργήσει ισχυρά αντισώματα απέναντι στις εύκολες μεταφυσικές διεξόδους, είτε αυτές αναζητούνται στις εκκλησίες είτε σε κομματικές συγκεντρώσεις.
Κατά τη σημερινή επέλαση κατά των κοινωνικών κατακτήσεων, ο Ευρωπαίος μπορεί να αισθάνεται την ίδια αγανάκτηση με εκείνους τους Αμερικανούς που φρίττουν με την επέλαση του κράτους. Δεν βρίσκει όμως πλέον τόσο εύκολα καταφύγιο στη θρησκευτική ή ιδεολογική μεταφυσική, αν και πολλοί αναζητούν ήδη καταφύγιο σε εξίσου επικίνδυνες, συναισθηματικά φορτισμένες κατασκευές τύπου εθνικισμού.
Μπορεί έτσι ο Ευρωπαίος να αντιμετωπίζει σκωπτικά, ίσως και περιφρονητικά, τον πρωτογονισμό που εκφράζουν οι τηλε-ευαγγελιστές των ΗΠΑ ή την απλοϊκή ωμότητα όσων βλέπουν στην αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση την απειλή για την ελευθερία τους.
Ομως, ιδίως σε χώρες με διαφορετική ιστορική εμπειρία από τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Πολωνία (σχετική επιβίωση της θρησκευτικής μεταφυσικής και δευτερευόντως της ιδεολογικής μαζί με τους εθνικούς μύθους) και η Ελλάδα (σχετική επιβίωση της ιδεολογικής μεταφυσικής μαζί με τους εθνικούς μύθους και δευτερευόντως της θρησκευτικής), οι πιθανότητες να εμφανιστούν μελλοντικά ομάδες κινηματικού χαρακτήρα με αναφορές στην αφήγηση της κατά περίπτωση εθνογένεσης (όπως στην αμερικανική περίπτωση τα φορτία του τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης κατά την έναρξη της αμερικανικής επανάστασης) δεν απουσιάζουν πλήρως.
«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Ιδίως όταν αγιατολάχ μητροπολίτες ή κομματάρχες εξακολουθούν να βρίσκουν ταλιμπανίζοντες πιστούς και οπαδούς.
Διαχέεται η ευρωπαϊκή φθινοπωρινή μελαγχολία
Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Τα αστεράκια έχουν επιθετικό πορτοκαλί και κόκκινο χρώμα.
Καλύπτουν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και, όπως ακουμπάνε το ένα στο άλλο, δείχνουν ολόκληρη την ήπειρο σε μια έκρηξη.
Είναι ο χάρτης που έστειλε την περασμένη εβδομάδα το πρακτορείο Reuters, με ευκαιρία τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν -και συνεχίζονται- στη Γαλλία κατά των «μεταρρυθμίσεων» Σαρκοζί στο συνταξιοδοτικό. Δείχνει τις κινητοποιήσεις που έχουν γίνει κατά τους τελευταίες μήνες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατά της γενικότερης επίθεσης αλλαγής των κοινωνικών ισορροπιών που πίστευε ότι είχε βρει η μεταπολεμική Ευρώπη.
Ομως, στην εποχή της λιτότητας, το Reuters θα μπορούσε να κάνει οικονομία χρησιμοποιώντας τον ίδιο ακριβώς χάρτη, με ελάχιστες αλλαγές, για να εικονογραφήσει, εξίσου εκρηκτικά, τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, που έχει γίνει κατά την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, από προεδρικές και βουλευτικές εκλογές ώς δημοτικές, όπως οι πρόσφατες στη Βιέννη. Σχεδόν σε όλες, το αποτέλεσμα της κάλπης επιβραβεύει όχι απλώς τις συντηρητικότερες -ώς και κρυπτοφασίζουσες- πολιτικές δυνάμεις αλλά και τα προγράμματα που θυμίζουν ελληνικό «Μνημόνιο». Πέραν της Ισλανδίας με τον μοναδικό συνδυασμό γεωγραφικών, κοινωνικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων που τη χωρίζουν από την Ευρώπη, η μόνη σημαντική εξαίρεση φαίνεται να αφορά τη Γερμανία, τη μοναδική χώρα που καταγράφει σήμερα ρεκόρ ανάπτυξης, με τη θεαματική εκλογική ενίσχυση των Πρασίνων και της Αριστεράς.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, οι πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Παντού, ακόμα και στη χώρα που δοκιμάζεται από τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας, την Ισπανία, οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων θυμίζουν περισσότερο τελετουργία «για την τιμή των όπλων» παρά τον ξεσηκωμό που θα δικαιολογούσαν οι προκλήσεις των ημερών. Οι δεκαετίες του '70 και του '80, όταν τα συνδικάτα μπορούσαν να προκαλέσουν «σεισμούς» στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν φαίνεται να προκαλούν ούτε καν νοσταλγία στις μεγάλες μάζες. Και, το τελευταίο διάστημα, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν αναγκάστηκε να αλλάξει σημαντικά πορεία μετά τις όποιες κινητοποιήσεις βρήκε στο δρόμο της, απορροφώντας απεργίες και διαδηλώσεις χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Το περασμένο Σάββατο οι Γάλλοι διαδήλωσαν και πάλι, για αύριο Τρίτη έχει κηρυχθεί νέα πανεθνική απεργία. Αν και τα ποσοστά επιτυχίας των απεργιών δεν είναι ώς τώρα συγκλονιστικά, ειδικά για τα γαλλικά δημοσιοϋπαλληλικά δεδομένα, ο «δρόμος», με τις διαδηλώσεις, φαίνεται να ξυπνά κάπως σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και να χρωματίζεται με ευρύτερα κοινωνικά στοιχεία. Με αυτή την έννοια, πολλοί παρακολουθούν αυτές τις μέρες τη Γαλλία, προσπαθώντας να διακρίνουν αν υπάρχει πιθανότητα να ραγίσει η νεοπαγής εμπειρική βεβαιότητα των κυβερνήσεων ότι το πνεύμα των δρόμων δεν εκφράζεται στις κάλπες. Κάτι μάλλον απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Γαλλία ο δημοφιλέστερος δημοσκοπικά πολιτικός και βέβαιος (πάλι δημοσκοπικά) νικητής των προεδρικών εκλογών, αν γίνονταν σήμερα, είναι ο Σοσιαλιστής μεν, του ΔΝΤ δε, Ντομινίκ Στρος-Καν, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί η προσωποποίηση της αμφισβήτησης των σημερινών επιλογών.
Οι μοναδικές έμπρακτες αμφισβητήσεις των κυρίαρχων συνταγών που εκδηλώθηκαν ώς σήμερα από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτελούν έκφραση των ακροδεξιών λαϊκιστικών στοιχείων που έχουν κρυμμένα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, μέσα τους. Και εκεί ίσως βρίσκεται η ερμηνεία της μαλθακότητας των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στις ανατροπές. Στην πλήρη απουσία εναλλακτικής πρότασης πέραν των -παρουσιαζόμενων ως προτάσεων- στείρων αρνήσεων. Και καθώς το λαϊκιστικό θράσος της εθνικιστικής Ακρας Δεξιάς δεν έχει ακόμα καταφέρει να διαπεράσει στον ίδιο βαθμό την όποια εναπομείνασα υπευθυνότητα της Αριστεράς, δεν έχει ακόμα διατυπωθεί από την πλευρά αυτή η παραμικρή πρόταση που να δίνει πειστικά έστω και την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής πορείας.
Από την ταριχευμένη Αριστερά (που ομολογουμένως, εκτός Ελλάδος, δεν διακρίνεται διά γυμνού οφθαλμού) ώς τη νέα, τη νεότερη και τη νεότατη, την ανανεωτική ή οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και όταν δεν είναι απασχολημένη με τις δικές της υπαρξιακές αναζητήσεις, δεν έχει προκύψει ακόμα εναλλακτική πρόταση που να μπορεί να πείσει σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Και εδώ το ευρωπαϊκό φθινόπωρο του 2010 και ο χειμώνας του 2011 ίσως θα μπορέσουν να δώσουν μια απάντηση: αν η Αριστερά, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, είναι σε θέση να προσφέρει σύγχρονη εναλλακτική πρόταση, αν δεν προηγηθεί ως «μαμή» μια βίαιη σκοτεινή περίοδος.
Τα αστεράκια έχουν επιθετικό πορτοκαλί και κόκκινο χρώμα.
Καλύπτουν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και, όπως ακουμπάνε το ένα στο άλλο, δείχνουν ολόκληρη την ήπειρο σε μια έκρηξη.
Είναι ο χάρτης που έστειλε την περασμένη εβδομάδα το πρακτορείο Reuters, με ευκαιρία τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν -και συνεχίζονται- στη Γαλλία κατά των «μεταρρυθμίσεων» Σαρκοζί στο συνταξιοδοτικό. Δείχνει τις κινητοποιήσεις που έχουν γίνει κατά τους τελευταίες μήνες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες κατά της γενικότερης επίθεσης αλλαγής των κοινωνικών ισορροπιών που πίστευε ότι είχε βρει η μεταπολεμική Ευρώπη.
Ομως, στην εποχή της λιτότητας, το Reuters θα μπορούσε να κάνει οικονομία χρησιμοποιώντας τον ίδιο ακριβώς χάρτη, με ελάχιστες αλλαγές, για να εικονογραφήσει, εξίσου εκρηκτικά, τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, που έχει γίνει κατά την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, από προεδρικές και βουλευτικές εκλογές ώς δημοτικές, όπως οι πρόσφατες στη Βιέννη. Σχεδόν σε όλες, το αποτέλεσμα της κάλπης επιβραβεύει όχι απλώς τις συντηρητικότερες -ώς και κρυπτοφασίζουσες- πολιτικές δυνάμεις αλλά και τα προγράμματα που θυμίζουν ελληνικό «Μνημόνιο». Πέραν της Ισλανδίας με τον μοναδικό συνδυασμό γεωγραφικών, κοινωνικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων που τη χωρίζουν από την Ευρώπη, η μόνη σημαντική εξαίρεση φαίνεται να αφορά τη Γερμανία, τη μοναδική χώρα που καταγράφει σήμερα ρεκόρ ανάπτυξης, με τη θεαματική εκλογική ενίσχυση των Πρασίνων και της Αριστεράς.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, οι πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Παντού, ακόμα και στη χώρα που δοκιμάζεται από τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας, την Ισπανία, οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων θυμίζουν περισσότερο τελετουργία «για την τιμή των όπλων» παρά τον ξεσηκωμό που θα δικαιολογούσαν οι προκλήσεις των ημερών. Οι δεκαετίες του '70 και του '80, όταν τα συνδικάτα μπορούσαν να προκαλέσουν «σεισμούς» στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν φαίνεται να προκαλούν ούτε καν νοσταλγία στις μεγάλες μάζες. Και, το τελευταίο διάστημα, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν αναγκάστηκε να αλλάξει σημαντικά πορεία μετά τις όποιες κινητοποιήσεις βρήκε στο δρόμο της, απορροφώντας απεργίες και διαδηλώσεις χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Το περασμένο Σάββατο οι Γάλλοι διαδήλωσαν και πάλι, για αύριο Τρίτη έχει κηρυχθεί νέα πανεθνική απεργία. Αν και τα ποσοστά επιτυχίας των απεργιών δεν είναι ώς τώρα συγκλονιστικά, ειδικά για τα γαλλικά δημοσιοϋπαλληλικά δεδομένα, ο «δρόμος», με τις διαδηλώσεις, φαίνεται να ξυπνά κάπως σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και να χρωματίζεται με ευρύτερα κοινωνικά στοιχεία. Με αυτή την έννοια, πολλοί παρακολουθούν αυτές τις μέρες τη Γαλλία, προσπαθώντας να διακρίνουν αν υπάρχει πιθανότητα να ραγίσει η νεοπαγής εμπειρική βεβαιότητα των κυβερνήσεων ότι το πνεύμα των δρόμων δεν εκφράζεται στις κάλπες. Κάτι μάλλον απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Γαλλία ο δημοφιλέστερος δημοσκοπικά πολιτικός και βέβαιος (πάλι δημοσκοπικά) νικητής των προεδρικών εκλογών, αν γίνονταν σήμερα, είναι ο Σοσιαλιστής μεν, του ΔΝΤ δε, Ντομινίκ Στρος-Καν, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί η προσωποποίηση της αμφισβήτησης των σημερινών επιλογών.
Οι μοναδικές έμπρακτες αμφισβητήσεις των κυρίαρχων συνταγών που εκδηλώθηκαν ώς σήμερα από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποτελούν έκφραση των ακροδεξιών λαϊκιστικών στοιχείων που έχουν κρυμμένα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, μέσα τους. Και εκεί ίσως βρίσκεται η ερμηνεία της μαλθακότητας των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στις ανατροπές. Στην πλήρη απουσία εναλλακτικής πρότασης πέραν των -παρουσιαζόμενων ως προτάσεων- στείρων αρνήσεων. Και καθώς το λαϊκιστικό θράσος της εθνικιστικής Ακρας Δεξιάς δεν έχει ακόμα καταφέρει να διαπεράσει στον ίδιο βαθμό την όποια εναπομείνασα υπευθυνότητα της Αριστεράς, δεν έχει ακόμα διατυπωθεί από την πλευρά αυτή η παραμικρή πρόταση που να δίνει πειστικά έστω και την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής πορείας.
Από την ταριχευμένη Αριστερά (που ομολογουμένως, εκτός Ελλάδος, δεν διακρίνεται διά γυμνού οφθαλμού) ώς τη νέα, τη νεότερη και τη νεότατη, την ανανεωτική ή οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και όταν δεν είναι απασχολημένη με τις δικές της υπαρξιακές αναζητήσεις, δεν έχει προκύψει ακόμα εναλλακτική πρόταση που να μπορεί να πείσει σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Και εδώ το ευρωπαϊκό φθινόπωρο του 2010 και ο χειμώνας του 2011 ίσως θα μπορέσουν να δώσουν μια απάντηση: αν η Αριστερά, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, είναι σε θέση να προσφέρει σύγχρονη εναλλακτική πρόταση, αν δεν προηγηθεί ως «μαμή» μια βίαιη σκοτεινή περίοδος.
Τρίτη 24 Αυγούστου 2010
Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ και πλάνητες, λυδία λίθος κοινωνικής ασφυξίας
Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες ενέπνευσαν τον ρομαντισμό, τότε που ονομάστηκαν «Βοημοί» (Μποέμ) συμβολίζοντας την ελευθερία, την έλλειψη περιορισμών και μια ζωή βασισμένη στα συναισθήματα.
Σε αυτή τη λογική η Κάρμεν τραγουδάει: «Ο έρωτας είναι παιδί Τσιγγάνου, ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε τον νόμο».
Σε άλλες εποχές, ιδίως σε χρόνους και τόπους όπου τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους, οι συμβολισμοί άλλαζαν. Παρουσιάζονταν συλλήβδην σαν κλέφτες, προαγωγοί, έμποροι ναρκωτικών, ακόμα και φορείς ασθενειών, ο διωγμός των οποίων συμβόλιζε την αποφασιστικότητα των όποιων ζορισμένων κυβερνητών να απαντήσουν στο αίτημα των πολιτών/υπηκόων για ασφάλεια.
Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ, ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα ταίριαζε στην πολιτική ορθότητα της κάθε εποχής, συνήθως ανακατεμένοι αυθαίρετα με άλλους πλάνητες πληθυσμούς, όπως οι «ταξιδιώτες» (travelers για τους αγγλόφωνους, gens de voyage για τους γαλλόφωνους), ενοχλώντας με την ίδια διαφορετικότητα-τροφοδότρια ονείρων που συχνά φτάνουν ώς τον φθόνο, προσφέρονταν ανέκαθεν για κλασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι όταν τα πράγματα ζόριζαν, ακόμα και όταν οι κυβερνήτες είχαν μεγαλύτερο ανάστημα (και περισσότερη ισχύ) από αυτό των περισσότερων σημερινών.
Το γαλλικό κράτος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Νικολά Σαρκοζί δεν είναι το πρώτο που απελαύνει μαζικά (δήθεν εθελοντικά) από το γαλλικό έδαφος Ευρωπαίους πολίτες, διαλύοντας τους καταυλισμούς των Ρομ στη νότια Γαλλία και στέλνοντάς τους πίσω στις χώρες των οποίων τα διαβατήρια φέρουν, κυρίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία... Το ίδιο είχε κάνει το 2008 η Ιταλία, η πρώτη που ξεκίνησε να χαρακτηρίζει την παρουσία Ρομ στο έδαφός της απειλή για την ασφάλεια των πολιτών, στήνοντας έτσι τη νομική βάση για την απέλαση πολιτών άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. με την παράκαμψη των ευρωπαϊκών κανόνων ελευθερίας της κυκλοφορίας και της εγκατάστασης.
Οπως καταγγέλλει στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Ρομ, Ρομπέρ Κουσέν, «όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προγραμματίσει μαζικές απελάσεις και τη διάλυση των αυτοσχέδιων καταυλισμών. Η Ιταλία, η Δανία, η Σουηδία το έκαναν προσφάτως. Η Γερμανία απέλασε, επίσης, προς το Κοσσυφοπέδιο τους Ρομ, στους οποίους αρνήθηκε πολιτικό άσυλο. Και έχει προγραμματίσει την επιστροφή προς τη χώρα αυτή 12.000 ατόμων μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι μισοί είναι παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία».
Η πιο χαρακτηριστική είναι πάντως η περίπτωση της Γαλλίας. Δεν αφορά μόνο τους περίπου 40.000 Ρομ, αλλά και τους 500.000 «ταξιδιώτες» με γαλλική υπηκοότητα. Αποτελεί τμήμα του ευρύτερου θέματος των μειονοτήτων, κυρίως μεταναστών, ακόμα και όσων έχουν αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα. Ηδη προωθούνται σχέδια για την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους Γάλλους πολίτες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, σε περίπτωση που εμφανίσουν την παραμικρή εγκληματική συμπεριφορά.
Στο επίκεντρο όλης αυτής της ιστορίας είναι το διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει τους Γάλλους και το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών με τοπικές προσαρμογές, συναντάται όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η τρέχουσα αφήγηση λέει ότι λαϊκιστές πολιτικοί, όπως συχνά κατηγορείται ότι είναι ο Νικολά Σαρκοζί, ιδίως όταν βρίσκονται σε δύσκολη πολιτική θέση, εκμεταλλεύονται διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που απέχουν από τον μέσο όρο, ως αποδιοπομπαίους τράγους. Ως αντίβαρο στη συνηθισμένη αυτή εξουσιαστική πολιτική, οι πολιτικές δυνάμεις της «συνείδησης», συνήθως της Αριστεράς, καταγγέλλουν την πολιτική αυτή, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και σε επίπεδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.
Το θέμα είναι, όμως, ότι με αποδιοπομπαίους τράγους ή χωρίς, το πρόβλημα υπάρχει. Στη Γαλλία, που παραμένει η χώρα του παραδείγματος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αισθάνεται την ανασφάλεια να παίρνει σταδιακά ασφυκτικές διαστάσεις. Μπορεί κάποιοι να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν τα προβλήματα ασφάλειας στο νότο της Γαλλίας, στα προάστια των γαλλικών πόλεων, ακόμα και στα δάση γύρω από το Παρίσι. Μπορεί να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν την κατάσταση στην πλατεία Θεάτρου ή τον Αγιο Παντελεήμονα. Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχει κάτι να διογκωθεί και να υποβαθμιστεί. Η βασική αίσθηση ανασφάλειας που κυριεύει μεγάλα κομμάτια του ευρωπαϊκού πληθυσμού μπορεί να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξει.
Η γέννηση του προβλήματος μπορεί να ερμηνεύεται με διάφορες προσεγγίσεις, από τις αποκλειστικά οικονομοκεντρικές (συνήθως από την Αριστερά) ώς τις κατάφωρα ρατσιστικές (συνήθως από την άκρα Δεξιά). Είναι επίσης βέβαιο ότι η οριστική λύση δεν μπορεί να έρθει μέσω αστυνομικών και παραστρατιωτικών επιχειρήσεων, ή μέσω επαναλήψεων εγκλημάτων στη λογική της «Νύχτας των Κρυστάλλων».
Επίσης, σίγουρο είναι ότι η λύση εμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τις συνειδησιακές προσεγγίσεις άρνησης της πραγματικότητας, επίπληξης των δυσφορούντων και συνακόλουθης ενίσχυσης των ρατσιστών.
Καταγγελτικές προσεγγίσεις που δωρίζουν τεράστια κομμάτια της κοινωνίας στους λαϊκιστές, που ξεκινούν με ένα βασικό πλεονέκτημα: αντιλαμβάνονται εξ ορισμού εγκαίρως τον σφυγμό της κοινωνίας για να τον εκμεταλλευτούν.
Σε αυτή τη λογική η Κάρμεν τραγουδάει: «Ο έρωτας είναι παιδί Τσιγγάνου, ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε τον νόμο».
Σε άλλες εποχές, ιδίως σε χρόνους και τόπους όπου τα πράγματα δυσκόλευαν για όλους, οι συμβολισμοί άλλαζαν. Παρουσιάζονταν συλλήβδην σαν κλέφτες, προαγωγοί, έμποροι ναρκωτικών, ακόμα και φορείς ασθενειών, ο διωγμός των οποίων συμβόλιζε την αποφασιστικότητα των όποιων ζορισμένων κυβερνητών να απαντήσουν στο αίτημα των πολιτών/υπηκόων για ασφάλεια.
Μποέμ, Τσιγγάνοι, Ρομ, ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα ταίριαζε στην πολιτική ορθότητα της κάθε εποχής, συνήθως ανακατεμένοι αυθαίρετα με άλλους πλάνητες πληθυσμούς, όπως οι «ταξιδιώτες» (travelers για τους αγγλόφωνους, gens de voyage για τους γαλλόφωνους), ενοχλώντας με την ίδια διαφορετικότητα-τροφοδότρια ονείρων που συχνά φτάνουν ώς τον φθόνο, προσφέρονταν ανέκαθεν για κλασικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι όταν τα πράγματα ζόριζαν, ακόμα και όταν οι κυβερνήτες είχαν μεγαλύτερο ανάστημα (και περισσότερη ισχύ) από αυτό των περισσότερων σημερινών.
Το γαλλικό κράτος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Νικολά Σαρκοζί δεν είναι το πρώτο που απελαύνει μαζικά (δήθεν εθελοντικά) από το γαλλικό έδαφος Ευρωπαίους πολίτες, διαλύοντας τους καταυλισμούς των Ρομ στη νότια Γαλλία και στέλνοντάς τους πίσω στις χώρες των οποίων τα διαβατήρια φέρουν, κυρίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία... Το ίδιο είχε κάνει το 2008 η Ιταλία, η πρώτη που ξεκίνησε να χαρακτηρίζει την παρουσία Ρομ στο έδαφός της απειλή για την ασφάλεια των πολιτών, στήνοντας έτσι τη νομική βάση για την απέλαση πολιτών άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. με την παράκαμψη των ευρωπαϊκών κανόνων ελευθερίας της κυκλοφορίας και της εγκατάστασης.
Οπως καταγγέλλει στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Ρομ, Ρομπέρ Κουσέν, «όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προγραμματίσει μαζικές απελάσεις και τη διάλυση των αυτοσχέδιων καταυλισμών. Η Ιταλία, η Δανία, η Σουηδία το έκαναν προσφάτως. Η Γερμανία απέλασε, επίσης, προς το Κοσσυφοπέδιο τους Ρομ, στους οποίους αρνήθηκε πολιτικό άσυλο. Και έχει προγραμματίσει την επιστροφή προς τη χώρα αυτή 12.000 ατόμων μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι μισοί είναι παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία».
Η πιο χαρακτηριστική είναι πάντως η περίπτωση της Γαλλίας. Δεν αφορά μόνο τους περίπου 40.000 Ρομ, αλλά και τους 500.000 «ταξιδιώτες» με γαλλική υπηκοότητα. Αποτελεί τμήμα του ευρύτερου θέματος των μειονοτήτων, κυρίως μεταναστών, ακόμα και όσων έχουν αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα. Ηδη προωθούνται σχέδια για την αφαίρεση της υπηκοότητας από τους Γάλλους πολίτες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, σε περίπτωση που εμφανίσουν την παραμικρή εγκληματική συμπεριφορά.
Στο επίκεντρο όλης αυτής της ιστορίας είναι το διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει τους Γάλλους και το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών με τοπικές προσαρμογές, συναντάται όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η τρέχουσα αφήγηση λέει ότι λαϊκιστές πολιτικοί, όπως συχνά κατηγορείται ότι είναι ο Νικολά Σαρκοζί, ιδίως όταν βρίσκονται σε δύσκολη πολιτική θέση, εκμεταλλεύονται διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που απέχουν από τον μέσο όρο, ως αποδιοπομπαίους τράγους. Ως αντίβαρο στη συνηθισμένη αυτή εξουσιαστική πολιτική, οι πολιτικές δυνάμεις της «συνείδησης», συνήθως της Αριστεράς, καταγγέλλουν την πολιτική αυτή, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και σε επίπεδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.
Το θέμα είναι, όμως, ότι με αποδιοπομπαίους τράγους ή χωρίς, το πρόβλημα υπάρχει. Στη Γαλλία, που παραμένει η χώρα του παραδείγματος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αισθάνεται την ανασφάλεια να παίρνει σταδιακά ασφυκτικές διαστάσεις. Μπορεί κάποιοι να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν τα προβλήματα ασφάλειας στο νότο της Γαλλίας, στα προάστια των γαλλικών πόλεων, ακόμα και στα δάση γύρω από το Παρίσι. Μπορεί να υπερβάλλουν ή να υποβαθμίζουν την κατάσταση στην πλατεία Θεάτρου ή τον Αγιο Παντελεήμονα. Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχει κάτι να διογκωθεί και να υποβαθμιστεί. Η βασική αίσθηση ανασφάλειας που κυριεύει μεγάλα κομμάτια του ευρωπαϊκού πληθυσμού μπορεί να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξει.
Η γέννηση του προβλήματος μπορεί να ερμηνεύεται με διάφορες προσεγγίσεις, από τις αποκλειστικά οικονομοκεντρικές (συνήθως από την Αριστερά) ώς τις κατάφωρα ρατσιστικές (συνήθως από την άκρα Δεξιά). Είναι επίσης βέβαιο ότι η οριστική λύση δεν μπορεί να έρθει μέσω αστυνομικών και παραστρατιωτικών επιχειρήσεων, ή μέσω επαναλήψεων εγκλημάτων στη λογική της «Νύχτας των Κρυστάλλων».
Επίσης, σίγουρο είναι ότι η λύση εμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τις συνειδησιακές προσεγγίσεις άρνησης της πραγματικότητας, επίπληξης των δυσφορούντων και συνακόλουθης ενίσχυσης των ρατσιστών.
Καταγγελτικές προσεγγίσεις που δωρίζουν τεράστια κομμάτια της κοινωνίας στους λαϊκιστές, που ξεκινούν με ένα βασικό πλεονέκτημα: αντιλαμβάνονται εξ ορισμού εγκαίρως τον σφυγμό της κοινωνίας για να τον εκμεταλλευτούν.
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
Προοδευτικός συντηρητισμός και οι συνήθεις επιμηθείς
Το φράγμα του ελληνικού αλφαβήτου προσφέρει κατά τι μεγαλύτερο περιθώριο χρόνου.
Η ελληνική επαρχιώτικη διανοουμενίστικη «δηθενιά» απειλεί να σπαταλήσει τον χρόνο αυτό και να εμποδίσει για άλλη μία φορά την ίδια την αναγνώριση μιας διαμορφούμενης πραγματικότητας, πόσω μάλλον την όποια προσπάθεια παρέμβασης στην υπό διαμόρφωση κατάσταση όσο ακόμα διατηρείται αυτή η δυνατότητα.
Πριν από μερικές δεκαετίες, ο αμυντικός συντηρητισμός ιδίως των «προοδευτικών» αναζητούσε άλλοθι στη σχεδόν ιδεολογικοποιημένη εκλογίκευση του φόβου και της εξελικτικής οκνηρίας απέναντι στο καινούργιο. Σε συνδυασμό και με την προσπάθεια οικοδόμησης μιας «εστέτ» εικόνας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι απέρριπταν την ψυχρότητα της γραφομηχανής ως στείρου διαμεσολαβητή ανάμεσα στη σκέψη τους και τη γραπτή διατύπωσή της.
Παρόμοιες θεωρίες που έφθαναν στα όρια της παραψυχολογίας, με την αναφορά σε μια σχεδόν θεϊκή έμπνευση και τη μυστηριακή διοχέτευσή της μέσα από χέρια και πένες, ακούγονταν όταν ήρθε το επόμενο στάδιο, αυτό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των επεξεργαστών κειμένου. Μέχρι και σήμερα κάποιοι γραφιάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό διεκδικούν τη διαφορετικότητα, προβάλλοντας την άρνηση κάθε νεότερης ευκολίας και την εμμονή στον μέχρι πρότινος καταδικαστέο νεοτερισμό και σημερινό θαυμαστό αναχρονισμό μιας κλασικής γραφομηχανής, κατά προτίμηση «cult» όπως η μουσειακή ΙΒΜ Selectric.
Η επόμενη φάση δεν αφορά μόνο όσους γράφουν αλλά όλους εκείνους που διαβάζουν. Οσους διαβάζουν οτιδήποτε, από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια και μενού εστιατορίων.
Πριν από δύο εβδομάδες, το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο στον κόσμο, το Amazon, ανακοίνωσε πως από την περασμένη άνοιξη οι πωλήσεις βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις των κλασικών, τυπωμένων σε χαρτί, βιβλίων. Την περασμένη εβδομάδα έβγαλε στο εμπόριο τη νέα γενιά συσκευών ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων, η παραγωγή της οποίας εξαντλήθηκε πλήρως μέσα σε τρεις μέρες. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν και άλλα βιβλιοπωλεία, ενώ συνεχώς πολλαπλασιάζονται και εξελίσσονται οι προσφερόμενες συσκευές ανάγνωσης, με το «ηλεκτρονικό χαρτί» να έχει ήδη αρχίσει να στρίβει τη γωνία. Εφημερίδες και περιοδικά έχουν ήδη αρχίσει να προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή. Μέσα και εργαλεία, όπως το Ιντερνετ, που, σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, εξυπηρέτησαν τους πειραματισμούς μιας μεταβατικής φάσης, αρχίζουν ήδη να περνούν στο παρελθόν και σε ένα δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στο παρελθόν με επαναστατικές τεχνολογικές εφαρμογές που έλαμψαν για λίγο, για να χάσουν γρήγορα τη θέση τους στην κεντρική σκηνή, όπως συνέβη με την τηλεομοιοτυπία (Fax) όταν εμφανίστηκε και επικράτησε συντριπτικά το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και τετριμμένες μεγαλοστομίες και φανφαρονισμοί περί «ερωτικής σχέσης» με το βιβλίο (ή την εφημερίδα) στην υλική τους μορφή, που είναι βέβαιο ότι θα (ξανα)διατυπωθούν, έχουν κάποια αξία. Δεν είναι εύκολο να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι μια πλούσια βιβλιοθήκη ως μαυσωλείο νεκρών δένδρων ή την οσμή ενός παλιού βιβλίου απλώς ως άθροισμα οσφρητικών ιδιοτήτων μυκήτων, ακάρεων και ξεραμένων ούρων τρωκτικών. Ομως οι συναισθηματικά φορτισμένες μάχες οπισθοφυλακών, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν, υπόσχονται ότι για άλλη μία φορά θα καλύψουν άλλες σοβαρότερες διαστάσεις, δημιουργώντας άλλη μία γενιά επιμηθέων στα fora των καφενείων, των μπαρ και των μεζεδοπωλείων.
Θέματα όπως η συνεπαγόμενη κατάργηση μιας σειράς μεσολαβητών (όπως τυπογράφοι, εφημεριδοπώλες, διακινητές) και η δυνατότητα απεξάρτησης των δημιουργών από εκδοτικούς οίκους (με ενδεχόμενη νέα σφιχτή εξάρτηση από λίγους υπερεθνικούς διανομείς) είναι σίγουρα αυτά που κινδυνεύουν να αφεθούν εκτός συζήτησης στην αρχική συναισθηματικά φορτισμένη της φάση.
Απειλές που αγγίζουν την καρδιά του σημερινού δυτικού πολιτισμού, όπως η ελευθερία του Λόγου και η ελευθερία του Τύπου, κινδυνεύουν να αγνοηθούν, τουλάχιστον από εκείνους που έχουν συμφέρον να τις διατηρήσουν. Διότι οι ποικιλόμορφες εξουσιαστικές δομές έχουν αποδειχθεί πάντα έτοιμες να αρπάξουν κάθε νέα ευκαιρία που τους προσφέρεται για να διορθώσουν «λάθη» που έκαναν στο παρελθόν, κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και συσχετισμούς. Ετσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του Τύπου συχνά αναγνωρίζεται ως αφορούσα το μέσο και όχι την ουσία. Δηλαδή, αν δεσμεύσεις του παρελθόντος δυσκολεύουν την κατάργησή της σε ό,τι αφορά τον έντυπο, τυπωμένο σε χαρτί Τύπο, κάθε νεότερη τεχνολογική εξέλιξη που μεταφέρει την ίδια ύλη σε άλλο όχημα προσφέρει την ευκαιρία «ρύθμισης», δηλαδή περιορισμού, με διάφορα προσχήματα όπως το εύρημα περί «δημόσιου αγαθού» των ραδιοσυχνοτήτων.
Κυβερνήσεις, υποχρεωμένες να σέβονται το απόρρητο της αλληλογραφίας όταν αυτή διακινείται με άλογα, άμαξες, τρένα, καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, θεωρούν βολικά ότι αυτό δεν ισχύει όταν η ίδια αλληλογραφία διακινείται ηλεκτρονικά. Εξουσιαστικές δομές καταφέρνουν να πείσουν δικαστήρια ότι η ελευθερία του Τύπου δεν ισχύει όταν κάτι αναπαράγεται ηλεκτρονικά. Ετσι έχουν υπάρξει καταδίκες δημοσιογράφων, όχι διότι έγραψαν κάτι στην εφημερίδα τους (καλυπτόμενοι από την ελευθερία του Τύπου), αλλά διότι αυτό αναπαράχθηκε στην ιστοσελίδα της ίδιας εφημερίδας στο Ιντερνετ (γκρίζα ζώνη). Προσπάθειες μεμονωμένων δικαστηρίων και πολιτικών ιδίως σε υπερεθνικούς σχηματισμούς (όπως το Ευρωκοινοβούλιο) αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον συγκροτημένο πόλεμο κέντρων εξουσίας, αλλά και τη διαρκή αφασία των συντηρητών μουσείων προοδευτικότητας.
Σε λιγότερο χρόνο απ' ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία θα αποδεσμευτούν από το χαρτί. Η «διανομή» τους θα ξεκόψει πλήρως από τα φορτηγά, τα αεροπλάνα και τα καράβια. Αυτό θα αποτελέσει ευκαιρία να δεχθεί γενικευμένη επίθεση η όποια ελευθερία τους;
Ως συνήθως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλα αυτά θα συζητηθούν διαπιστωτικά εν μέσω επαναστατικών μνημοσύνων, όταν θα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί.
Η ελληνική επαρχιώτικη διανοουμενίστικη «δηθενιά» απειλεί να σπαταλήσει τον χρόνο αυτό και να εμποδίσει για άλλη μία φορά την ίδια την αναγνώριση μιας διαμορφούμενης πραγματικότητας, πόσω μάλλον την όποια προσπάθεια παρέμβασης στην υπό διαμόρφωση κατάσταση όσο ακόμα διατηρείται αυτή η δυνατότητα.
Πριν από μερικές δεκαετίες, ο αμυντικός συντηρητισμός ιδίως των «προοδευτικών» αναζητούσε άλλοθι στη σχεδόν ιδεολογικοποιημένη εκλογίκευση του φόβου και της εξελικτικής οκνηρίας απέναντι στο καινούργιο. Σε συνδυασμό και με την προσπάθεια οικοδόμησης μιας «εστέτ» εικόνας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι απέρριπταν την ψυχρότητα της γραφομηχανής ως στείρου διαμεσολαβητή ανάμεσα στη σκέψη τους και τη γραπτή διατύπωσή της.
Παρόμοιες θεωρίες που έφθαναν στα όρια της παραψυχολογίας, με την αναφορά σε μια σχεδόν θεϊκή έμπνευση και τη μυστηριακή διοχέτευσή της μέσα από χέρια και πένες, ακούγονταν όταν ήρθε το επόμενο στάδιο, αυτό των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των επεξεργαστών κειμένου. Μέχρι και σήμερα κάποιοι γραφιάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό διεκδικούν τη διαφορετικότητα, προβάλλοντας την άρνηση κάθε νεότερης ευκολίας και την εμμονή στον μέχρι πρότινος καταδικαστέο νεοτερισμό και σημερινό θαυμαστό αναχρονισμό μιας κλασικής γραφομηχανής, κατά προτίμηση «cult» όπως η μουσειακή ΙΒΜ Selectric.
Η επόμενη φάση δεν αφορά μόνο όσους γράφουν αλλά όλους εκείνους που διαβάζουν. Οσους διαβάζουν οτιδήποτε, από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια και μενού εστιατορίων.
Πριν από δύο εβδομάδες, το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο στον κόσμο, το Amazon, ανακοίνωσε πως από την περασμένη άνοιξη οι πωλήσεις βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις των κλασικών, τυπωμένων σε χαρτί, βιβλίων. Την περασμένη εβδομάδα έβγαλε στο εμπόριο τη νέα γενιά συσκευών ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων, η παραγωγή της οποίας εξαντλήθηκε πλήρως μέσα σε τρεις μέρες. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρουν και άλλα βιβλιοπωλεία, ενώ συνεχώς πολλαπλασιάζονται και εξελίσσονται οι προσφερόμενες συσκευές ανάγνωσης, με το «ηλεκτρονικό χαρτί» να έχει ήδη αρχίσει να στρίβει τη γωνία. Εφημερίδες και περιοδικά έχουν ήδη αρχίσει να προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή. Μέσα και εργαλεία, όπως το Ιντερνετ, που, σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, εξυπηρέτησαν τους πειραματισμούς μιας μεταβατικής φάσης, αρχίζουν ήδη να περνούν στο παρελθόν και σε ένα δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στο παρελθόν με επαναστατικές τεχνολογικές εφαρμογές που έλαμψαν για λίγο, για να χάσουν γρήγορα τη θέση τους στην κεντρική σκηνή, όπως συνέβη με την τηλεομοιοτυπία (Fax) όταν εμφανίστηκε και επικράτησε συντριπτικά το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και τετριμμένες μεγαλοστομίες και φανφαρονισμοί περί «ερωτικής σχέσης» με το βιβλίο (ή την εφημερίδα) στην υλική τους μορφή, που είναι βέβαιο ότι θα (ξανα)διατυπωθούν, έχουν κάποια αξία. Δεν είναι εύκολο να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι μια πλούσια βιβλιοθήκη ως μαυσωλείο νεκρών δένδρων ή την οσμή ενός παλιού βιβλίου απλώς ως άθροισμα οσφρητικών ιδιοτήτων μυκήτων, ακάρεων και ξεραμένων ούρων τρωκτικών. Ομως οι συναισθηματικά φορτισμένες μάχες οπισθοφυλακών, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν, υπόσχονται ότι για άλλη μία φορά θα καλύψουν άλλες σοβαρότερες διαστάσεις, δημιουργώντας άλλη μία γενιά επιμηθέων στα fora των καφενείων, των μπαρ και των μεζεδοπωλείων.
Θέματα όπως η συνεπαγόμενη κατάργηση μιας σειράς μεσολαβητών (όπως τυπογράφοι, εφημεριδοπώλες, διακινητές) και η δυνατότητα απεξάρτησης των δημιουργών από εκδοτικούς οίκους (με ενδεχόμενη νέα σφιχτή εξάρτηση από λίγους υπερεθνικούς διανομείς) είναι σίγουρα αυτά που κινδυνεύουν να αφεθούν εκτός συζήτησης στην αρχική συναισθηματικά φορτισμένη της φάση.
Απειλές που αγγίζουν την καρδιά του σημερινού δυτικού πολιτισμού, όπως η ελευθερία του Λόγου και η ελευθερία του Τύπου, κινδυνεύουν να αγνοηθούν, τουλάχιστον από εκείνους που έχουν συμφέρον να τις διατηρήσουν. Διότι οι ποικιλόμορφες εξουσιαστικές δομές έχουν αποδειχθεί πάντα έτοιμες να αρπάξουν κάθε νέα ευκαιρία που τους προσφέρεται για να διορθώσουν «λάθη» που έκαναν στο παρελθόν, κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και συσχετισμούς. Ετσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του Τύπου συχνά αναγνωρίζεται ως αφορούσα το μέσο και όχι την ουσία. Δηλαδή, αν δεσμεύσεις του παρελθόντος δυσκολεύουν την κατάργησή της σε ό,τι αφορά τον έντυπο, τυπωμένο σε χαρτί Τύπο, κάθε νεότερη τεχνολογική εξέλιξη που μεταφέρει την ίδια ύλη σε άλλο όχημα προσφέρει την ευκαιρία «ρύθμισης», δηλαδή περιορισμού, με διάφορα προσχήματα όπως το εύρημα περί «δημόσιου αγαθού» των ραδιοσυχνοτήτων.
Κυβερνήσεις, υποχρεωμένες να σέβονται το απόρρητο της αλληλογραφίας όταν αυτή διακινείται με άλογα, άμαξες, τρένα, καράβια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, θεωρούν βολικά ότι αυτό δεν ισχύει όταν η ίδια αλληλογραφία διακινείται ηλεκτρονικά. Εξουσιαστικές δομές καταφέρνουν να πείσουν δικαστήρια ότι η ελευθερία του Τύπου δεν ισχύει όταν κάτι αναπαράγεται ηλεκτρονικά. Ετσι έχουν υπάρξει καταδίκες δημοσιογράφων, όχι διότι έγραψαν κάτι στην εφημερίδα τους (καλυπτόμενοι από την ελευθερία του Τύπου), αλλά διότι αυτό αναπαράχθηκε στην ιστοσελίδα της ίδιας εφημερίδας στο Ιντερνετ (γκρίζα ζώνη). Προσπάθειες μεμονωμένων δικαστηρίων και πολιτικών ιδίως σε υπερεθνικούς σχηματισμούς (όπως το Ευρωκοινοβούλιο) αντιμετωπίζουν όχι μόνο τον συγκροτημένο πόλεμο κέντρων εξουσίας, αλλά και τη διαρκή αφασία των συντηρητών μουσείων προοδευτικότητας.
Σε λιγότερο χρόνο απ' ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία θα αποδεσμευτούν από το χαρτί. Η «διανομή» τους θα ξεκόψει πλήρως από τα φορτηγά, τα αεροπλάνα και τα καράβια. Αυτό θα αποτελέσει ευκαιρία να δεχθεί γενικευμένη επίθεση η όποια ελευθερία τους;
Ως συνήθως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλα αυτά θα συζητηθούν διαπιστωτικά εν μέσω επαναστατικών μνημοσύνων, όταν θα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί.
Ταξίδι «στα σύννεφα» για να μην «πέφτουμε από τα σύννεφα»
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που διαδηλωτές απέκλεισαν το νέο κτήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Ηταν ακόμα η εποχή που η Ελλάδα ήταν καθημερινά στο επίκεντρο μιας διεθνούς υστερίας καταστροφολογίας, που αναζητούσε συνεχώς ανατροφοδότηση. Φυσικό ήταν λοιπόν η είδηση να «παίξει» παντού συνδεόμενη, αμέσως ή εμμέσως, με κάθε πιθανό ή απίθανο καταστροφολογικό σενάριο.
Αυτό που δεν ακούστηκε ιδιαιτέρως (όσον αφορά τα ξένα μέσα ενημέρωσης δεν ακούστηκε καθόλου) είναι ότι ο αποκλεισμός του κτηρίου δεν εμπόδισε τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το ότι, όσο μαχητικοί και αν ήταν οι διαδηλωτές, όσο πετυχημένη συμβολικά και αν ήταν η μετάδοση της εικόνας από τις τηλεοράσεις, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα επί της ουσίας, δηλαδή επί της λειτουργίας ή όχι του Χρηματιστηρίου, το οποίο, όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με προεξάρχοντα τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την έννοια του φυσικού χώρου.
Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές δεν διεξάγονται πλέον σε κάποια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που ξελαρυγγιάζονται χειρονομώντας. Γίνονται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάποιοι από τους οποίους λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς καν ανθρώπινη παρουσία.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στον τραπεζικό τομέα. Μια απεργία δεν σταματά πλέον τη λειτουργία των τραπεζών. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι απεργεί το σύνολο των υπαλλήλων (πραγματικά, όχι απλώς με την παρουσία τους στον χώρο εργασίας και την απλή άρνηση εξυπηρέτησης του κοινού με τη φράση «έχουμε απεργία σήμερα», όπως γίνεται όλο και περισσότερο και σε πολλές υπηρεσίες του Δημοσίου), ένα τεράστιο μέρος των τραπεζικών εργασιών διεξάγεται κανονικά μέσω των συστημάτων ηλεκτρονικών συναλλαγών που έχουν πλέον φτάσει μέχρι και στα κινητά τηλέφωνα.
Κάτι αντίστοιχο γίνεται και σε άλλους τομείς, όπως οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες, όπου η αντικατάσταση ακόμα και των χάρτινων εισιτηρίων ή των voucher από ηλεκτρονικούς κωδικούς επιτρέπει τη σχεδόν πλήρη αποδέσμευση από τους περιορισμούς του χώρου (αλλά και του χρόνου με την έννοια του ωραρίου εργασίας). Σε κάποιους άλλους τομείς, το αντικείμενο των οποίων είναι κατ' εξοχήν άυλο, όπως η πληροφορία που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης, ακόμα και η παρουσία εργαζομένων σε κάποιο φυσικό χώρο εργασίας είναι πλέον απλό απομεινάρι συνηθειών του παρελθόντος ή συνέπεια της αδυναμίας πλήρους τεχνολογικής προσαρμογής, άρα και ανασφάλειας, τμήματος των εργαζομένων. Ηδη πάντως στα δικτυακά μέσα ενημέρωσης (όπως τα μπλογκ), τα οποία όλο και περισσότερο αυξάνουν το μερίδιό τους στον τομέα της πληροφόρησης, η «τηλε-εργασία» είναι μονόδρομος. Μια παραλία, μια βουνοκορφή ή μια χώρα στο αντίθετο ημισφαίριο είναι πλέον καλύτερος χώρος εργασίας από το γραφείο, που απλώς επιτρέπει σε κάποιον παλιού τύπου μάνατζερ να αισθάνεται ότι ελέγχει τα πράγματα.
Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τις νέες μορφές εργασιακής σχέσης που διαμορφώνονται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με τις τεκτονικές αλλαγές οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή γύρω μας, με τη χρηματοοικονομική κρίση να παίζει συχνά τον ρόλο της μαμής. Η αποδέσμευση από τον φυσικό χώρο συνεπάγεται την αλλαγή των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και, βέβαια, του συστήματος αμοιβών. Η κλασική μισθωτή εργασία, στηριγμένη ουσιαστικά στην παρουσία του εργαζομένου σε έναν συγκεκριμένο χώρο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μοιραία αντικαθίσταται από ένα σύστημα αμοιβής βασισμένο στην απόδοση, δηλαδή στο τελικό αποτέλεσμα. Ενα σύστημα σύνδεσης της επίτευξης κάποιων στόχων με την αμοιβή που αντικαθιστά το «μάτι του αφεντικού» ή το χτύπημα της κάρτας ως μέσο εξασφάλισης της ελάχιστης εργασιακής απόδοσης.
Το τμήμα του πληθυσμού που σταδιακά εργάζεται στη βάση των νέων αυτών όρων εργασιακών σχέσεων, με όλες τις αλλαγές που αυτό προκαλεί στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες, αυξάνει συνεχώς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν έχει πλήρως γίνει οργανωμένα αντιληπτή από την κοινωνία, άρα δεν έχει καλυφθεί από κοινωνικά/πολιτικά συστήματα που, όπως και οι παλιού τύπου μάνατζερ, εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτό που ξέρουν από το παρελθόν.
Αυτή η απόσταση από την πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα διάψευσης πολιτικών προσδοκιών και αναλύσεων όπως, για παράδειγμα, των εκτιμήσεων περί σαρωτικής εξέγερσης και αντίδρασης στα μέτρα που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα και αλλού.
Η αποδέσμευση του συνδυασμού της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών από τον φυσικό χώρο, όπως με την αποθήκευση δεδομένων σε δικτυακούς χώρους πέραν του φυσικού χώρου όπου βρίσκεται κάποιος χρήστης, περιγράφεται ως «τα σύννεφα». Εκεί στον φυσικά απροσδιόριστο χώρο των «σύννεφων», όπου ισχύουν άλλοι κανόνες, μεταφέρεται σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Οσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουν πολιτικοί και συνδικαλιστές, όσο νωρίτερα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τον αμυντικό εγκλωβισμό τους αποκλειστικά στο συρρικνούμενο παραδοσιακό κομμάτι από το οποίο προέρχονται και στο οποίο έχουν μάθει να αναφέρονται, τόσο πιο γρήγορα θα σταματήσουν να «πέφτουν από τα σύννεφα» κάθε λίγο και λιγάκι.
Ηταν ακόμα η εποχή που η Ελλάδα ήταν καθημερινά στο επίκεντρο μιας διεθνούς υστερίας καταστροφολογίας, που αναζητούσε συνεχώς ανατροφοδότηση. Φυσικό ήταν λοιπόν η είδηση να «παίξει» παντού συνδεόμενη, αμέσως ή εμμέσως, με κάθε πιθανό ή απίθανο καταστροφολογικό σενάριο.
Αυτό που δεν ακούστηκε ιδιαιτέρως (όσον αφορά τα ξένα μέσα ενημέρωσης δεν ακούστηκε καθόλου) είναι ότι ο αποκλεισμός του κτηρίου δεν εμπόδισε τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το ότι, όσο μαχητικοί και αν ήταν οι διαδηλωτές, όσο πετυχημένη συμβολικά και αν ήταν η μετάδοση της εικόνας από τις τηλεοράσεις, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα επί της ουσίας, δηλαδή επί της λειτουργίας ή όχι του Χρηματιστηρίου, το οποίο, όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με προεξάρχοντα τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο από την έννοια του φυσικού χώρου.
Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές δεν διεξάγονται πλέον σε κάποια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που ξελαρυγγιάζονται χειρονομώντας. Γίνονται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάποιοι από τους οποίους λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς καν ανθρώπινη παρουσία.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στον τραπεζικό τομέα. Μια απεργία δεν σταματά πλέον τη λειτουργία των τραπεζών. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι απεργεί το σύνολο των υπαλλήλων (πραγματικά, όχι απλώς με την παρουσία τους στον χώρο εργασίας και την απλή άρνηση εξυπηρέτησης του κοινού με τη φράση «έχουμε απεργία σήμερα», όπως γίνεται όλο και περισσότερο και σε πολλές υπηρεσίες του Δημοσίου), ένα τεράστιο μέρος των τραπεζικών εργασιών διεξάγεται κανονικά μέσω των συστημάτων ηλεκτρονικών συναλλαγών που έχουν πλέον φτάσει μέχρι και στα κινητά τηλέφωνα.
Κάτι αντίστοιχο γίνεται και σε άλλους τομείς, όπως οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες, όπου η αντικατάσταση ακόμα και των χάρτινων εισιτηρίων ή των voucher από ηλεκτρονικούς κωδικούς επιτρέπει τη σχεδόν πλήρη αποδέσμευση από τους περιορισμούς του χώρου (αλλά και του χρόνου με την έννοια του ωραρίου εργασίας). Σε κάποιους άλλους τομείς, το αντικείμενο των οποίων είναι κατ' εξοχήν άυλο, όπως η πληροφορία που διαχειρίζονται τα Μέσα Ενημέρωσης, ακόμα και η παρουσία εργαζομένων σε κάποιο φυσικό χώρο εργασίας είναι πλέον απλό απομεινάρι συνηθειών του παρελθόντος ή συνέπεια της αδυναμίας πλήρους τεχνολογικής προσαρμογής, άρα και ανασφάλειας, τμήματος των εργαζομένων. Ηδη πάντως στα δικτυακά μέσα ενημέρωσης (όπως τα μπλογκ), τα οποία όλο και περισσότερο αυξάνουν το μερίδιό τους στον τομέα της πληροφόρησης, η «τηλε-εργασία» είναι μονόδρομος. Μια παραλία, μια βουνοκορφή ή μια χώρα στο αντίθετο ημισφαίριο είναι πλέον καλύτερος χώρος εργασίας από το γραφείο, που απλώς επιτρέπει σε κάποιον παλιού τύπου μάνατζερ να αισθάνεται ότι ελέγχει τα πράγματα.
Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με τις νέες μορφές εργασιακής σχέσης που διαμορφώνονται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με τις τεκτονικές αλλαγές οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή γύρω μας, με τη χρηματοοικονομική κρίση να παίζει συχνά τον ρόλο της μαμής. Η αποδέσμευση από τον φυσικό χώρο συνεπάγεται την αλλαγή των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και, βέβαια, του συστήματος αμοιβών. Η κλασική μισθωτή εργασία, στηριγμένη ουσιαστικά στην παρουσία του εργαζομένου σε έναν συγκεκριμένο χώρο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μοιραία αντικαθίσταται από ένα σύστημα αμοιβής βασισμένο στην απόδοση, δηλαδή στο τελικό αποτέλεσμα. Ενα σύστημα σύνδεσης της επίτευξης κάποιων στόχων με την αμοιβή που αντικαθιστά το «μάτι του αφεντικού» ή το χτύπημα της κάρτας ως μέσο εξασφάλισης της ελάχιστης εργασιακής απόδοσης.
Το τμήμα του πληθυσμού που σταδιακά εργάζεται στη βάση των νέων αυτών όρων εργασιακών σχέσεων, με όλες τις αλλαγές που αυτό προκαλεί στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες, αυξάνει συνεχώς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν έχει πλήρως γίνει οργανωμένα αντιληπτή από την κοινωνία, άρα δεν έχει καλυφθεί από κοινωνικά/πολιτικά συστήματα που, όπως και οι παλιού τύπου μάνατζερ, εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτό που ξέρουν από το παρελθόν.
Αυτή η απόσταση από την πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα διάψευσης πολιτικών προσδοκιών και αναλύσεων όπως, για παράδειγμα, των εκτιμήσεων περί σαρωτικής εξέγερσης και αντίδρασης στα μέτρα που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα και αλλού.
Η αποδέσμευση του συνδυασμού της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών από τον φυσικό χώρο, όπως με την αποθήκευση δεδομένων σε δικτυακούς χώρους πέραν του φυσικού χώρου όπου βρίσκεται κάποιος χρήστης, περιγράφεται ως «τα σύννεφα». Εκεί στον φυσικά απροσδιόριστο χώρο των «σύννεφων», όπου ισχύουν άλλοι κανόνες, μεταφέρεται σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Οσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουν πολιτικοί και συνδικαλιστές, όσο νωρίτερα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τον αμυντικό εγκλωβισμό τους αποκλειστικά στο συρρικνούμενο παραδοσιακό κομμάτι από το οποίο προέρχονται και στο οποίο έχουν μάθει να αναφέρονται, τόσο πιο γρήγορα θα σταματήσουν να «πέφτουν από τα σύννεφα» κάθε λίγο και λιγάκι.
Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Η Κίνα και οι άλλοι
Κατά μία έννοια είναι άδικο. Η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος καταβάλλοντας το κόστος μιας μακροχρόνιας άρνησης ενηλικίωσης της κοινωνίας της, μιας αδυναμίας επαφής με την πραγματικότητα, που επέτρεψε και εξέθρεψε άπειρες δευτερογενείς παθογένειες.
Ακόμη και με τη φούσκα της ελληνικής εικονικής πραγματικότητας να του έχει σκάσει στα μούτρα, μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να κρατιέται από όσα εύθραυστα φαντασιακά ξεφτίδια μπορεί ακόμα να αρπάξει για να μη συναντήσει αναδρομικά την «πραγματική» πραγματικότητα. Και εκεί που διατηρεί κάποια ψήγματα ελληνοκεντρικής αυταπάτης και αυτοσεβασμού, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι η ελληνική κοινωνία αποτελεί στόχο διεθνών συνωμοσιών και ότι σε αυτήν πέφτει ο σκληρός αλλά τιμητικός ρόλος να ανακόψει την επέλαση της βαρβαρότητας και ίσως να ανάψει το φιτίλι της παγκόσμιας επανάστασης, δέχεται και νέο χτύπημα: η αυτοκτονία ενός εργάτη στην Κίνα δείχνει να μετρά περισσότερο από 7 (ώς τώρα) γενικές απεργίες της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ στην Ελλάδα.
Ο Σουν Ντανιόνγκ, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο της ταϊβανέζικης εταιρείας Foxcomm στην επαρχία Σεντζέν της Κίνας. Λίγους μήνες αργότερα, μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, αυτοκτόνησαν και άλλοι εργάτες της ίδιας βιομηχανίας. Από τον περασμένο Μάιο ώς και τον Ιούνιο, έγινε γνωστή μια σειρά απεργιών σε εργοστάσια, κυρίως ξένων εταιρειών, όπως η Χόντα και η Τογιότα. Αν και οι κινεζικές αρχές προσπαθούν να ελέγξουν τη σχετική πληροφόρηση, φαίνεται ότι απεργίες ξεσπούν σε πολλά εργοστάσια, κυρίως στις επαρχίες Σεντζέν και Γκουανγκτσού, δηλαδή στο βιομηχανικό κέντρο της Κίνας. Σε πολλές περιπτώσεις, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και οι αυξήσεις των μισθών προσπάθησαν να ανακόψουν τις κινητοποιήσεις. Στη Foxcomm, οι εργάτες, που μέχρι τότε πληρώνονταν με 100 ευρώ τον μήνα, πήραν αύξηση 30% και την υπόσχεση περαιτέρω αύξησης 66% το φθινόπωρο.
Δεν είναι όμως μόνο οι εργαζόμενοι που ξεσηκώνονται. Πληροφορίες αναφέρουν βίαιες κινητοποιήσεις στην επαρχία Σιτσουάν χωρικών που διαμαρτύρονταν για τη μη καταβολή αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση των χωραφιών τους, προκειμένου να μετεγκατασταθεί εκεί ένα βιομηχανικό συγκρότημα.
Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην Κίνα. Το 2008 είχαν πραγματοποιηθεί πάνω από 115.000. Οι διαφορές όμως δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Κάποιες σχετίζονται με τις εσωτερικές ζυμώσεις της κινεζικής κοινωνίας και άλλες με τη διεθνή οικονομική κρίση.
Το οικονομικό θαύμα της Κίνας στηρίχτηκε στο μοντέλο των φθηνών εξαγωγών το οποίο, με τη μέχρι τώρα επιτυχία του και την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη που πρόσφερε, στήριξε και το πρωτότυπο μόρφωμα της «Σοσιαλιστικής Οικονομίας της Αγοράς». Τα δύο σκέλη στα οποία στηρίζεται το μοντέλο αυτό, δηλαδή η παραγωγή φθηνών προϊόντων και η ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα αυτά στο εξωτερικό, δοκιμάζονται από ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.
Κατ' αρχήν, ο συνδυασμός ελεύθερης οικονομίας και μονοκομματικής πολιτικής εξουσίας αρχίζει να δείχνει τις αντιφάσεις του. Στο παρελθόν, το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να καταπνίξει αντιδράσεις, να αποκλείσει ολόκληρες περιοχές, να διακόψει κάθε ροή πληροφοριών. Σήμερα οι δυνατότητες να το κάνει έχουν περιοριστεί, αν θέλει να διατηρήσει τη ροή πληροφοριών που διασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Η νέα γενιά των Κινέζων εργατών δεν είναι όπως εκείνες της προηγούμενης 20ετίας, που θεωρούσαν φυσιολογική την υποχρέωσή τους να γράψουν κάθε τόσο την αυτοκριτική τους και να τη διαβάσουν δυνατά μπροστά στους συναδέλφους τους. Οι σημερινοί εργαζόμενοι, που έχουν γεννηθεί στις δεκαετίες του '80 και του '90, περιμένουν περισσότερα. Και όσο η οικονομική ανάπτυξη συνεχιζόταν με εκρηκτικούς ρυθμούς, σε κάποιο βαθμό τα έπαιρναν.
Ηδιεθνής οικονομική κρίση, όμως, απειλεί το δεύτερο σκέλος στήριξης του μοντέλου αυτού, δηλαδή τη σταθερή ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα. Σήμερα, με την Ευρώπη να παραπαίει μέσα στην κρίση του δικού της οικονομικού μοντέλου και της αυταρέσκειάς της, ενώ οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μια αναιμική και κουτσή ανάπτυξη, οι αγοραστές έχουν περιοριστεί.
Στις 15 Ιουνίου, η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου, η επίσημη εφημερίδα του κόμματος, προειδοποίησε ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας βρίσκεται σε σημείο καμπής, προέτρεψε τους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς και τόνισε ότι θα πρέπει πλέον να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση. Αυτός ο αναπροσανατολισμός και προς την εσωτερική αγορά στοχεύει τόσο στην υποκατάσταση της ανάπτυξης που προέρχεται από τις εξαγωγές όσο και στην ενίσχυση των «πελατών» της Κίνας. Επιστρέφοντας, μέσω της αύξησης της κινεζικής ζήτησης για ξένα προϊόντα, στις χειμαζόμενες ξένες αγορές μέρος του πλούτου που έχει συσσωρεύσει στο παρελθόν, η Κίνα χρηματοδοτεί εν μέρει την έξοδό τους από την κρίση και άρα την ανάκαμψη της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα.
Με ελάχιστες χώρες διεθνώς να διαθέτουν τη ρευστότητα που έχει η Κίνα, δεν είναι μόνο οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις (όπως η COSCO στην περίπτωση της Ελλάδας) που συμβάλλουν στην έξοδο από την κρίση αλλά και η αύξηση των κινεζικών εισαγωγών προϊόντων, όπως το ελληνικό ελαιόλαδο ή ο τουρισμός στην Ελλάδα. Δεδομένων των μεγεθών της κινεζικής αγοράς, μια μικρή αύξηση της κατανάλωσης εκεί μπορεί να έχει θεαματικές επιδράσεις σε μικρές οικονομίες όπως η ελληνική. Μεσοπρόθεσμα, διότι μακροπρόθεσμα καραδοκεί το φράγμα του πεπερασμένου των φυσικών πόρων.
Ακόμη και με τη φούσκα της ελληνικής εικονικής πραγματικότητας να του έχει σκάσει στα μούτρα, μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να κρατιέται από όσα εύθραυστα φαντασιακά ξεφτίδια μπορεί ακόμα να αρπάξει για να μη συναντήσει αναδρομικά την «πραγματική» πραγματικότητα. Και εκεί που διατηρεί κάποια ψήγματα ελληνοκεντρικής αυταπάτης και αυτοσεβασμού, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι η ελληνική κοινωνία αποτελεί στόχο διεθνών συνωμοσιών και ότι σε αυτήν πέφτει ο σκληρός αλλά τιμητικός ρόλος να ανακόψει την επέλαση της βαρβαρότητας και ίσως να ανάψει το φιτίλι της παγκόσμιας επανάστασης, δέχεται και νέο χτύπημα: η αυτοκτονία ενός εργάτη στην Κίνα δείχνει να μετρά περισσότερο από 7 (ώς τώρα) γενικές απεργίες της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ στην Ελλάδα.
Ο Σουν Ντανιόνγκ, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο της ταϊβανέζικης εταιρείας Foxcomm στην επαρχία Σεντζέν της Κίνας. Λίγους μήνες αργότερα, μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, αυτοκτόνησαν και άλλοι εργάτες της ίδιας βιομηχανίας. Από τον περασμένο Μάιο ώς και τον Ιούνιο, έγινε γνωστή μια σειρά απεργιών σε εργοστάσια, κυρίως ξένων εταιρειών, όπως η Χόντα και η Τογιότα. Αν και οι κινεζικές αρχές προσπαθούν να ελέγξουν τη σχετική πληροφόρηση, φαίνεται ότι απεργίες ξεσπούν σε πολλά εργοστάσια, κυρίως στις επαρχίες Σεντζέν και Γκουανγκτσού, δηλαδή στο βιομηχανικό κέντρο της Κίνας. Σε πολλές περιπτώσεις, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και οι αυξήσεις των μισθών προσπάθησαν να ανακόψουν τις κινητοποιήσεις. Στη Foxcomm, οι εργάτες, που μέχρι τότε πληρώνονταν με 100 ευρώ τον μήνα, πήραν αύξηση 30% και την υπόσχεση περαιτέρω αύξησης 66% το φθινόπωρο.
Δεν είναι όμως μόνο οι εργαζόμενοι που ξεσηκώνονται. Πληροφορίες αναφέρουν βίαιες κινητοποιήσεις στην επαρχία Σιτσουάν χωρικών που διαμαρτύρονταν για τη μη καταβολή αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση των χωραφιών τους, προκειμένου να μετεγκατασταθεί εκεί ένα βιομηχανικό συγκρότημα.
Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην Κίνα. Το 2008 είχαν πραγματοποιηθεί πάνω από 115.000. Οι διαφορές όμως δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Κάποιες σχετίζονται με τις εσωτερικές ζυμώσεις της κινεζικής κοινωνίας και άλλες με τη διεθνή οικονομική κρίση.
Το οικονομικό θαύμα της Κίνας στηρίχτηκε στο μοντέλο των φθηνών εξαγωγών το οποίο, με τη μέχρι τώρα επιτυχία του και την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη που πρόσφερε, στήριξε και το πρωτότυπο μόρφωμα της «Σοσιαλιστικής Οικονομίας της Αγοράς». Τα δύο σκέλη στα οποία στηρίζεται το μοντέλο αυτό, δηλαδή η παραγωγή φθηνών προϊόντων και η ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα αυτά στο εξωτερικό, δοκιμάζονται από ένα συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων.
Κατ' αρχήν, ο συνδυασμός ελεύθερης οικονομίας και μονοκομματικής πολιτικής εξουσίας αρχίζει να δείχνει τις αντιφάσεις του. Στο παρελθόν, το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να καταπνίξει αντιδράσεις, να αποκλείσει ολόκληρες περιοχές, να διακόψει κάθε ροή πληροφοριών. Σήμερα οι δυνατότητες να το κάνει έχουν περιοριστεί, αν θέλει να διατηρήσει τη ροή πληροφοριών που διασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Η νέα γενιά των Κινέζων εργατών δεν είναι όπως εκείνες της προηγούμενης 20ετίας, που θεωρούσαν φυσιολογική την υποχρέωσή τους να γράψουν κάθε τόσο την αυτοκριτική τους και να τη διαβάσουν δυνατά μπροστά στους συναδέλφους τους. Οι σημερινοί εργαζόμενοι, που έχουν γεννηθεί στις δεκαετίες του '80 και του '90, περιμένουν περισσότερα. Και όσο η οικονομική ανάπτυξη συνεχιζόταν με εκρηκτικούς ρυθμούς, σε κάποιο βαθμό τα έπαιρναν.
Ηδιεθνής οικονομική κρίση, όμως, απειλεί το δεύτερο σκέλος στήριξης του μοντέλου αυτού, δηλαδή τη σταθερή ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα. Σήμερα, με την Ευρώπη να παραπαίει μέσα στην κρίση του δικού της οικονομικού μοντέλου και της αυταρέσκειάς της, ενώ οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μια αναιμική και κουτσή ανάπτυξη, οι αγοραστές έχουν περιοριστεί.
Στις 15 Ιουνίου, η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου, η επίσημη εφημερίδα του κόμματος, προειδοποίησε ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας βρίσκεται σε σημείο καμπής, προέτρεψε τους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς και τόνισε ότι θα πρέπει πλέον να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση. Αυτός ο αναπροσανατολισμός και προς την εσωτερική αγορά στοχεύει τόσο στην υποκατάσταση της ανάπτυξης που προέρχεται από τις εξαγωγές όσο και στην ενίσχυση των «πελατών» της Κίνας. Επιστρέφοντας, μέσω της αύξησης της κινεζικής ζήτησης για ξένα προϊόντα, στις χειμαζόμενες ξένες αγορές μέρος του πλούτου που έχει συσσωρεύσει στο παρελθόν, η Κίνα χρηματοδοτεί εν μέρει την έξοδό τους από την κρίση και άρα την ανάκαμψη της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα.
Με ελάχιστες χώρες διεθνώς να διαθέτουν τη ρευστότητα που έχει η Κίνα, δεν είναι μόνο οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις (όπως η COSCO στην περίπτωση της Ελλάδας) που συμβάλλουν στην έξοδο από την κρίση αλλά και η αύξηση των κινεζικών εισαγωγών προϊόντων, όπως το ελληνικό ελαιόλαδο ή ο τουρισμός στην Ελλάδα. Δεδομένων των μεγεθών της κινεζικής αγοράς, μια μικρή αύξηση της κατανάλωσης εκεί μπορεί να έχει θεαματικές επιδράσεις σε μικρές οικονομίες όπως η ελληνική. Μεσοπρόθεσμα, διότι μακροπρόθεσμα καραδοκεί το φράγμα του πεπερασμένου των φυσικών πόρων.
Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
Ο παρασιτισμός και η εθνική ισχύς
Ο Αχμέντ Νταβούτογλου δεν είναι μόνο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας.
Είναι και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και με την ιδιότητά του αυτή, η αναφορά στους παράγοντες ισχύος (ή αδυναμίας) μιας χώρας στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» περιλαμβάνει τα σχεδόν αυτονόητα: ότι υπάρχουν οι σταθεροί παράγοντες ισχύος (γεωγραφία, ιστορία, δημογραφία και πολιτισμός) και οι μεταβλητοί (τεχνολογία, οικονομία, στρατιωτική δυνατότητα). Οι δεύτεροι, σαφώς αλληλένδετοι, είναι οι μόνοι που μπορούν να επηρεαστούν από μια χώρα, η οποία μόνο μέσω αυτών μπορεί να μεγεθύνει τις ευνοϊκές και να περιορίσει τις αρνητικές επιδράσεις των πρώτων.
Ολα αυτά είναι απολύτως αυτονόητα για έναν καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Το «σχεδόν» στην προηγούμενη παράγραφο αφορά την κατανόησή τους από εκείνους που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της υψηλής εθνικής στρατηγικής μιας χώρας, υπό την πρόσθετη αίρεση ότι όλες οι χώρες διαθέτουν μια τέτοια στρατηγική. Αναφέρεται ακόμα εμμέσως, πέραν των όσων συμμετέχουν ενεργά και άμεσα στην διαμόρφωση της όποιας υψηλής στρατηγικής, σε όσους συνδιαμορφώνουν το εσωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, οι οποίες σπάνια ωριμάζουν μέσα σε ένα απόλυτο κοινωνικό κενό.
Στα παραδείγματα που αναφέρει ο Νταβούτογλου περιλαμβάνεται ο Δελή Πέτρος, ο «Τρελός Πέτρος» όπως αποκαλούν οι Τούρκοι τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ άκουσε να τον περιγράφουν με το όνομα του τσάρου που, μεταξύ άλλων, εκσυγχρόνισε τη Ρωσία εισάγοντας δυτική επιστήμη και τεχνολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος πήγε την περασμένη εβδομάδα στην καρδιά και τον εγκέφαλο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, στη Σίλικον Βάλεϊ, την «Κοιλάδα του Πυριτίου», που δημιουργήθηκε γύρω από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, νοτίως του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Μεντβιέντεφ δεν πήγε εκεί για να θαυμάσει ένα από τα τρία καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου (το πρώτο σε τομείς όπως η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Δεν αρκέστηκε να «ρωτήσει την Τζέιν» (το ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα πληροφοριών που έχει το όνομα της Τζέιν Στάνφορντ) για το πώς δημιουργείται, αναπτύσσεται και λειτουργεί ένας πόλος ανάπτυξης θετικών επιστημών και τεχνολογίας. Πήγε για να εξηγήσει και να προωθήσει το σχέδιό του για τη δημιουργία τέτοιων πόλων στη Ρωσία και για να αποπειραθεί να προσελκύσει στη χώρα του κάποιους από τους κορυφαίους δημιουργικούς ανθρώπους που χρειάζεται, για να ξεκινήσει ένα είδος ρωσικής «Σίλικον Βάλεϊ».
Εχοντας ουσιαστικά σταθεροποιήσει τη Ρωσία μετά τη χαοτική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ρωσική ηγεσία προσπαθεί τώρα να ανακτήσει κάποια από την ισχύ και την επιρροή της χώρας, δείχνοντας να το πετυχαίνει. Ομως, δεδομένων των σοβαρών αδυναμιών στους συντελεστές ισχύος της Ρωσίας και ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημογραφία με τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού και την οικονομία με τη χρόνια έλλειψη κεφαλαίων, η επόμενη πρόκληση δεν αφορά τόσο την ανάκτηση της ισχύος, αλλά τη διατήρηση αυτής που έχει ήδη ανακτηθεί.
Η ιστορία και ο πολιτισμός, δύο από τους συντελεστές ισχύος, δείχνουν στη Ρωσία τους περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται η σημερινή προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Από τον Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη ώς τον Στάλιν όλες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας επιβλήθηκαν βίαια εκ των άνω και βασίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στη διατεταγμένη μαζική χρήση της εργασίας του ρωσικού λαού (αν και όχι στο βαθμό που κάτι τέτοιο είχε γίνει στην Κίνα). Στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή η εκσυγχρονιστική μεταφύτευση δεν μπορεί να βασιστεί στην εργασία. Χρειάζεται μεταφορά των ίδιων των φορέων της γνώσης και της πληροφορίας, δηλαδή άκρως εκπαιδευμένων ανθρώπων, και τη διαμόρφωση ενός ασυνήθιστου για τον ρωσικό πολιτισμό περιβάλλοντος πολλαπλών κοινωνικών ελευθεριών που θα επιτρέπει τη διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και, μέσω αυτής, την εκκίνηση μιας αυτόνομης αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Θεωρητικά, σε πολύ καλύτερη θέση για την ανάπτυξη του μεταβλητού παράγοντα ισχύος της επιστήμης/τεχνολογίας και κατ' επέκταση εκείνου της οικονομίας, βρίσκεται, λόγω διαφορετικού μίγματος των σταθερών παραγόντων ισχύος, η Ελλάδα. Η ανάπτυξη επιστήμης/τεχνολογίας, δηλαδή γνώσης και πληροφορίας, δεν απαιτεί τις τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου και εργασίας που χρειαζόταν η βιομηχανία του παρελθόντος (η βιομηχανία της ωμής βίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο Αλβιν Τόφλερ). Η ελληνική κοινωνική δομή επιτρέπει τη διάχυση των πάντων, πόσω μάλλον της πληροφορίας, η ελληνική δημογραφία, βοηθούμενη από τη μετανάστευση, είναι πολύ σταθερότερη της ρωσικής και οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται τόσο από την άνωθεν επιβολή. Και όμως, ακόμα και αν μια διορατική πολιτική ηγεσία προσπαθούσε να αναπτύξει αυτόν τον παράγοντα εθνικής ισχύος, πέρα από τα συνηθισμένα λόγια, μάλλον θα αποτύγχανε, χωρίς αλλαγή κάποιων στοιχείων που τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Διαχωρίζει όμως όλο και περισσότερο την εκπαίδευση από τη γνώση. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόση προσήλωση στο «χαρτί» έναντι του ουσιαστικού περιεχομένου των σπουδών. Η αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως γραφειοκρατικής προϋπόθεσης εισόδου και εξέλιξης στο Δημόσιο και η συνακόλουθη αποφυγή δυσκολότερων επιστημονικών πεδίων περιορίζουν τον αριθμό όσων θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια δημιουργική τεχνολογική διαδικασία.
Κάποιοι, σε ατομικό επίπεδο, ξεφεύγουν απ' αυτούς τους περιορισμούς, ξεγλιστρούν από τις κομματικές βδέλλες που λυμαίνονται τα ελληνικά πανεπιστήμια ή έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι, συνήθως, η πλήρης απαξίωσή τους σε μια κοινωνία που δεν χρειάζεται τα προσόντα τους, έχοντας εγκαταλείψει κάθε δημιουργική προσπάθεια περιοριζόμενη στην απλή πώληση και υποστήριξη της τεχνογνωσίας των άλλων ή η αναζήτηση (και εύρεση) δημιουργικής εργασίας στο εξωτερικό.
Η ελληνική οικονομική κρίση, στην πραγματικότητα κρίση των περισσότερων προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, στρέφει την προσοχή στους Ελληνες επιστήμονες (όχι με την ελληνική έννοια που αναφέρεται απλώς σε όποιον έχει πάρει ένα χαρτί από κάποιο πανεπιστήμιο) που μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Δεν είναι κάτι που ξεκίνησε τώρα, αλλά απλώς τώρα αρχίζει να γίνεται περισσότερο αντιληπτό, αν και παραμένει σχετικά σταθερό.
Με όλα αυτά,σε κάποια αναλογία με τη Ρωσία, καθώς η ελληνική οικονομία κάποτε θα βγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τη σημερινή φάση της σταθεροποίησης, η ελληνική κοινωνία θα χρειαστεί να αναζητήσει τη φάση της ανάκτησης, της διατήρησης και της ανάπτυξης της ισχύος της. Καθώς δεν έχει την παράδοση της αφ' υψηλού τσαρικής επιβολής, θα χρειαστεί να αποβάλει με τις δικές της εσωτερικές ζυμώσεις τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της από το παρελθόν. Δύσκολο, οδυνηρό, ενδεχομένως και αιματηρό.
Είναι και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και με την ιδιότητά του αυτή, η αναφορά στους παράγοντες ισχύος (ή αδυναμίας) μιας χώρας στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» περιλαμβάνει τα σχεδόν αυτονόητα: ότι υπάρχουν οι σταθεροί παράγοντες ισχύος (γεωγραφία, ιστορία, δημογραφία και πολιτισμός) και οι μεταβλητοί (τεχνολογία, οικονομία, στρατιωτική δυνατότητα). Οι δεύτεροι, σαφώς αλληλένδετοι, είναι οι μόνοι που μπορούν να επηρεαστούν από μια χώρα, η οποία μόνο μέσω αυτών μπορεί να μεγεθύνει τις ευνοϊκές και να περιορίσει τις αρνητικές επιδράσεις των πρώτων.
Ολα αυτά είναι απολύτως αυτονόητα για έναν καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Το «σχεδόν» στην προηγούμενη παράγραφο αφορά την κατανόησή τους από εκείνους που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της υψηλής εθνικής στρατηγικής μιας χώρας, υπό την πρόσθετη αίρεση ότι όλες οι χώρες διαθέτουν μια τέτοια στρατηγική. Αναφέρεται ακόμα εμμέσως, πέραν των όσων συμμετέχουν ενεργά και άμεσα στην διαμόρφωση της όποιας υψηλής στρατηγικής, σε όσους συνδιαμορφώνουν το εσωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, οι οποίες σπάνια ωριμάζουν μέσα σε ένα απόλυτο κοινωνικό κενό.
Στα παραδείγματα που αναφέρει ο Νταβούτογλου περιλαμβάνεται ο Δελή Πέτρος, ο «Τρελός Πέτρος» όπως αποκαλούν οι Τούρκοι τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ άκουσε να τον περιγράφουν με το όνομα του τσάρου που, μεταξύ άλλων, εκσυγχρόνισε τη Ρωσία εισάγοντας δυτική επιστήμη και τεχνολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος πήγε την περασμένη εβδομάδα στην καρδιά και τον εγκέφαλο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, στη Σίλικον Βάλεϊ, την «Κοιλάδα του Πυριτίου», που δημιουργήθηκε γύρω από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, νοτίως του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Μεντβιέντεφ δεν πήγε εκεί για να θαυμάσει ένα από τα τρία καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου (το πρώτο σε τομείς όπως η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Δεν αρκέστηκε να «ρωτήσει την Τζέιν» (το ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα πληροφοριών που έχει το όνομα της Τζέιν Στάνφορντ) για το πώς δημιουργείται, αναπτύσσεται και λειτουργεί ένας πόλος ανάπτυξης θετικών επιστημών και τεχνολογίας. Πήγε για να εξηγήσει και να προωθήσει το σχέδιό του για τη δημιουργία τέτοιων πόλων στη Ρωσία και για να αποπειραθεί να προσελκύσει στη χώρα του κάποιους από τους κορυφαίους δημιουργικούς ανθρώπους που χρειάζεται, για να ξεκινήσει ένα είδος ρωσικής «Σίλικον Βάλεϊ».
Εχοντας ουσιαστικά σταθεροποιήσει τη Ρωσία μετά τη χαοτική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ρωσική ηγεσία προσπαθεί τώρα να ανακτήσει κάποια από την ισχύ και την επιρροή της χώρας, δείχνοντας να το πετυχαίνει. Ομως, δεδομένων των σοβαρών αδυναμιών στους συντελεστές ισχύος της Ρωσίας και ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημογραφία με τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού και την οικονομία με τη χρόνια έλλειψη κεφαλαίων, η επόμενη πρόκληση δεν αφορά τόσο την ανάκτηση της ισχύος, αλλά τη διατήρηση αυτής που έχει ήδη ανακτηθεί.
Η ιστορία και ο πολιτισμός, δύο από τους συντελεστές ισχύος, δείχνουν στη Ρωσία τους περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται η σημερινή προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Από τον Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη ώς τον Στάλιν όλες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας επιβλήθηκαν βίαια εκ των άνω και βασίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στη διατεταγμένη μαζική χρήση της εργασίας του ρωσικού λαού (αν και όχι στο βαθμό που κάτι τέτοιο είχε γίνει στην Κίνα). Στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή η εκσυγχρονιστική μεταφύτευση δεν μπορεί να βασιστεί στην εργασία. Χρειάζεται μεταφορά των ίδιων των φορέων της γνώσης και της πληροφορίας, δηλαδή άκρως εκπαιδευμένων ανθρώπων, και τη διαμόρφωση ενός ασυνήθιστου για τον ρωσικό πολιτισμό περιβάλλοντος πολλαπλών κοινωνικών ελευθεριών που θα επιτρέπει τη διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και, μέσω αυτής, την εκκίνηση μιας αυτόνομης αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Θεωρητικά, σε πολύ καλύτερη θέση για την ανάπτυξη του μεταβλητού παράγοντα ισχύος της επιστήμης/τεχνολογίας και κατ' επέκταση εκείνου της οικονομίας, βρίσκεται, λόγω διαφορετικού μίγματος των σταθερών παραγόντων ισχύος, η Ελλάδα. Η ανάπτυξη επιστήμης/τεχνολογίας, δηλαδή γνώσης και πληροφορίας, δεν απαιτεί τις τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου και εργασίας που χρειαζόταν η βιομηχανία του παρελθόντος (η βιομηχανία της ωμής βίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο Αλβιν Τόφλερ). Η ελληνική κοινωνική δομή επιτρέπει τη διάχυση των πάντων, πόσω μάλλον της πληροφορίας, η ελληνική δημογραφία, βοηθούμενη από τη μετανάστευση, είναι πολύ σταθερότερη της ρωσικής και οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται τόσο από την άνωθεν επιβολή. Και όμως, ακόμα και αν μια διορατική πολιτική ηγεσία προσπαθούσε να αναπτύξει αυτόν τον παράγοντα εθνικής ισχύος, πέρα από τα συνηθισμένα λόγια, μάλλον θα αποτύγχανε, χωρίς αλλαγή κάποιων στοιχείων που τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Διαχωρίζει όμως όλο και περισσότερο την εκπαίδευση από τη γνώση. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόση προσήλωση στο «χαρτί» έναντι του ουσιαστικού περιεχομένου των σπουδών. Η αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως γραφειοκρατικής προϋπόθεσης εισόδου και εξέλιξης στο Δημόσιο και η συνακόλουθη αποφυγή δυσκολότερων επιστημονικών πεδίων περιορίζουν τον αριθμό όσων θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια δημιουργική τεχνολογική διαδικασία.
Κάποιοι, σε ατομικό επίπεδο, ξεφεύγουν απ' αυτούς τους περιορισμούς, ξεγλιστρούν από τις κομματικές βδέλλες που λυμαίνονται τα ελληνικά πανεπιστήμια ή έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι, συνήθως, η πλήρης απαξίωσή τους σε μια κοινωνία που δεν χρειάζεται τα προσόντα τους, έχοντας εγκαταλείψει κάθε δημιουργική προσπάθεια περιοριζόμενη στην απλή πώληση και υποστήριξη της τεχνογνωσίας των άλλων ή η αναζήτηση (και εύρεση) δημιουργικής εργασίας στο εξωτερικό.
Η ελληνική οικονομική κρίση, στην πραγματικότητα κρίση των περισσότερων προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, στρέφει την προσοχή στους Ελληνες επιστήμονες (όχι με την ελληνική έννοια που αναφέρεται απλώς σε όποιον έχει πάρει ένα χαρτί από κάποιο πανεπιστήμιο) που μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Δεν είναι κάτι που ξεκίνησε τώρα, αλλά απλώς τώρα αρχίζει να γίνεται περισσότερο αντιληπτό, αν και παραμένει σχετικά σταθερό.
Με όλα αυτά,σε κάποια αναλογία με τη Ρωσία, καθώς η ελληνική οικονομία κάποτε θα βγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τη σημερινή φάση της σταθεροποίησης, η ελληνική κοινωνία θα χρειαστεί να αναζητήσει τη φάση της ανάκτησης, της διατήρησης και της ανάπτυξης της ισχύος της. Καθώς δεν έχει την παράδοση της αφ' υψηλού τσαρικής επιβολής, θα χρειαστεί να αποβάλει με τις δικές της εσωτερικές ζυμώσεις τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της από το παρελθόν. Δύσκολο, οδυνηρό, ενδεχομένως και αιματηρό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)