Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

«Αριστα στα προφορικά» βάζει και το Ιράν στον Ομπάμα

Ενας πρόεδρος, και μάλιστα ο πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν συνηθίζει να εκτίθεται, εκτός αν έχει απεμπολήσει την όποια ευφυΐα του χάριν της ιδεοληψίας, όπως ο Μπους, και περιστοιχίζεται από συμβούλους «Ταλιμπάν» (όπως και πάλι ο Μπους). Για ό,τι και αν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Μπαράκ Ομπάμα, δύσκολα μπορεί, επί του παρόντος, να διακρίνει την τύφλωση της πίστης ή της ιδεολογίας στον ίδιο ή στους συνεργάτες του. Το τηλεοπτικό του μήνυμα προς το Ιράν, την περασμένη εβδομάδα, είναι βέβαιο ότι αποτελεί τμήμα και έκφραση μιας λογικά δομημένης ανάλυσης και όχι σποραδικών συναισθηματικών εξάρσεων.

Κατ' αρχάς είναι ο χρόνος. Την ευκαιρία για το μήνυμα έδωσε η ιρανική «πρωτοχρονιά», που συμπίπτει με την εαρινή ισημερία. Από την οπτική της Ουάσιγκτον, ο χρόνος είναι ιδανικός. Απέχει όσο χρειάζεται από την ανάληψη των καθηκόντων από τον νέο πρόεδρο, ώστε να δώσει εγκαίρως το στίγμα της διαφορετικότητάς του στην προσέγγιση της Τεχεράνης. Ταυτοχρόνως απέχει όσο χρειάζεται από τις ιρανικές εκλογές του Ιουνίου, ώστε να τροφοδοτηθεί η εσωτερική ιρανική πολιτική ζύμωση, που εκτιμάται ότι οδηγεί σε παραγκωνισμό τού θρησκοληπτικού / ιδεοληπτικού λαϊκιστικού οδοφράγματος που εκφράστηκε από τον πρόεδρο Αχμαντινετζάντ (με περίεργες ομοιότητες προς τον ταλιμπανισμό του Τζορτζ Μπους). Συμπίπτει επίσης με τις ζυμώσεις για σχηματισμό νέας κυβέρνησης στο Ισραήλ, με διαφαινόμενη τη σκλήρυνση της στάσης σε όλα τα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν.

Για τους ίδιους λόγους, ο χρόνος είναι ιδανικός και για την πλευρά του Ιράν, όχι απαραίτητα για την Τεχεράνη, αλλά για την Κομ, όπου εδρεύει η ύπατη ηγεσία της χώρας, περί τον αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ. Οπως όλα τα επιτυχημένα πολιτικά ή θρησκευτικά ανώτατα «ιερατεία», αυτό που καθοδηγεί την ιρανική κοινωνία δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι οι θρησκείες και οι ιδεολογίες αποτελούν εξαιρετικό εργαλείο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, φθάνει οι χειριστές του να κρατούν μια ψύχραιμη απόσταση και να μην παρασύρονται.

Η ουσιαστική απάντηση στην τηλεοπτική χειρονομία Ομπάμα ήρθε από την ομιλία του πνευματικού ηγέτη του Ιράν, δηλαδή του ύπατου ηγέτη της χώρας. Χωρίς ιδιαίτερες ιδεοληπτικές εξάρσεις, ακόμη και χωρίς την ολάνθιστη ανατολίτικη ρητορική, που συχνά γεννά παρεξηγήσεις στα δυτικά αυτιά, είπε το αυτονόητο, αυτό που ήδη έχει αναφερθεί σχετικά με τον Ομπάμα: «Αριστα στα προφορικά», κάτι που σημαίνει «να δούμε την πράξη». Κρατώντας από την Ανατολή τη διαφορετική ανάγνωση του χρόνου, απαραίτητο συστατικό του «παζαριού», ζήτησε από τις ΗΠΑ έργα και όχι μόνο λόγια. Εδειξε προς την κατεύθυνση των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης -τόσο εκ μέρους του ΟΗΕ όσο και εκ μέρους των ΗΠΑ. Εδειξε επίσης την άνευ όρων, ουσιαστικά τυφλή υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ.

Οπως συχνά συμβαίνει στο φλερτ, η απάντησή του ήταν ένα «ίσως», με τη γλώσσα του σώματος να στέλνει θετικά μηνύματα. Η επισήμανση ότι το Ιράν «δεν έχει εμπειρία τής νέας αμερικανικής κυβέρνησης και του νέου Αμερικανού προέδρου, θα τους παρατηρήσουμε και θα κρίνουμε», αποτελεί σημείο-κλειδί στη χορογραφία των δύο πλευρών. Δηλώνει ότι το Ιράν είναι διατεθειμένο να προσεγγίσει το θέμα χωρίς προκαταλήψεις, αφήνοντας πίσω τραύματα και παρεξηγήσεις του παρελθόντος... αν βρει σχετική ανταπόκριση.

Η πλήρης αναστροφή της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στο Ισραήλ είναι προφανές ότι δεν είναι κάτι που η Τεχεράνη (ή μάλλον η Κομ) περιμένει να δει από τη μια μέρα στην άλλη, αν και η εισαγωγή μιας, έστω και μικρής, δόσης εκλογίκευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Αυτό που μπορεί να λειτουργήσει ως «ανθοδέσμη» στο φλερτ, είναι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί κατά της Τεχεράνης και τις οποίες ο Μπαράκ Ομπάμα φρόντισε να ανανεώσει για άλλον ένα χρόνο, λίγες μόνον ώρες πριν στείλει το τηλεοπτικό του μήνυμα στο Ιράν. Κατά μια οπτική, κράτησε κάτι, για να μπορέσει να το προσφέρει στον κατάλληλο χρόνο.

Στις διεθνείς σχέσεις, οι δημόσιες δηλώσεις σπάνια είναι ασύνδετες με την παρασκηνιακή διπλωματία. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου, που εμφανίζεται στην επιφάνεια μόνο και μόνο για να διευκολύνει, να επιταχύνει ή να δρομολογήσει την εφαρμογή όσων έχουν ήδη συζητηθεί μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η συγκεκριμένη ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα δείχνει να έχει ένα τέτοιο ρόλο. Εστειλε διεθνώς το μήνυμα για τις προθέσεις της Ουάσιγκτον. Αλλά, κυρίως, έδωσε την ευκαιρία στην ηγεσία του Ιράν, αυτή που πραγματικά μετράει, να κάνει τις δικές της δημόσιες δηλώσεις και μ' αυτές να «μαντρώσει» τις διάφορες φωνές που θα μπορούσαν να ακουστούν από την Τεχεράνη, ιδίως εν μέσω προεκλογικής περιόδου.

Οι δύο πρωταγωνιστές μπορούν έτσι να συνεχίσουν παρασκηνιακά τις πρόβες της χορογραφίας τους, αντιμετωπίζοντας όσο το δυνατόν λιγότερους περισπασμούς και περιορίζοντας την ανάγκη συχνότερης εμφάνισής τους, πριν είναι πλήρως προετοιμασμένοι. Η θεαματική πρεμιέρα θα πρέπει ίσως να αναμένεται μετά τις ιρανικές εκλογές του Ιουνίου, όταν θα έχουν δρομολογηθεί και άλλες εξελίξεις σε διπλανές «σκηνές», όπως στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Συρία και την Τουρκία.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

«Reset» και επανεκκίνηση του διεθνούς λειτουργικού συστήματος

Αν ο Τζορτζ Μπους έφυγε από τον Λευκό Οίκο σχεδόν αδιάφορος για τη γενική χλεύη, πεπεισμένος ότι θα δικαιωθεί από την Ιστορία, όσοι του εύχονταν να πάει «στον αγύριστο» ελπίζουν πως η Ιστορία θα καταχωρήσει την 8ετία Μπους ως μια παράκαμψη στη φυσιολογική της πορεία, ως μια παροδική νευρική κρίση ή ως μια παροδική αστοχία του λειτουργικού συστήματος, που συνήθως λύνεται με μια απλή επανεκκίνηση του υπολογιστή.

Η λογική αυτή, σε ό,τι αφορά ένα κεντρικό τμήμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και κορυφαίο στοιχείο διεθνούς γαιο-πολιτικής, τις σχέσεις ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - Ρωσίας, διατυπώθηκε εξαιρετικά περιγραφικά από τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος δήλωσε την περασμένη εβδομάδα πως «πρέπει να κάνουμε επαναφορά συστήματος ή να επανεκκινήσουμε τη σχέση» και διατύπωσε την ελπίδα μιας «εποικοδομητικής σχέσης, μέσα στην οποία μπορούμε να προχωρήσουμε στη βάση του σεβασμού και του αμοιβαίου συμφέροντος».

Τα ίδια είπε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, τα ίδια η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, παρόμοια ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιάπ ντε Χόοπ Σέφερ (που την Πέμπτη αποφάσισε την «επανεκκίνηση» των απ' ευθείας συνομιλιών του με τη Ρωσία). Σε παρόμοιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, που θα συναντηθεί με τον Ομπάμα στις 2 Απριλίου.

Με τόσα δάχτυλα να πατάνε το κουμπί που γράφει «Reset», το κεντρικό λειτουργικό σύστημα των διεθνών σχέσεων προσπαθεί να προχωρήσει σε επανεκκίνηση «από την τελευταία ασφαλή ρύθμιση». Και η τελευταία ρύθμιση που κουτσά-στραβά λειτουργούσε για κάποιους, ήταν αυτή προ της αρχικής προσβολής του συστήματος από τον ιδεοληπτικό ιό Μπους και την πυροδοτική ανάδρασή του με τον εξ ίσου ιδεοληπτικό ιό Αλ Κάιντα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Εκείνη την εποχή, φαινόταν να πλησιάζει μια πολύ στενή συνεργασία ανάμεσα στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ από τη μία και τη Ρωσία από την άλλη. Τόσο στενή, που πολλοί συζητούσαν τη δημιουργία μιας κοινής διοίκησης ΝΑΤΟ - Ρωσίας, με έδρα στο ρωσικό έδαφος, που θα ήταν έτοιμη να αναλάβει δράση σε έκτακτες περιπτώσεις.

Μια τέτοια ιδέα πρωτοεμφανίστηκε ανεπισήμως το 1996 σε σχετική έκθεση του αμερικανικού γενικού επιτελείου, για να διαμορφωθεί στην πρόταση που έκανε τον Φεβρουάριο του 1997 η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάντλεν Ολμπράιτ, για τη δημιουργία μιας «ταξιαρχίας ΝΑΤΟ - Ρωσίας» για την ανάληψη ειρηνευτικών επιχειρήσεων.

Οπως λέει ο τότε αξιωματικός πληροφοριών του γενικού επιτελείου της KFOR, συνταγματάρχης Πίτερ Ζβεκ, το 2002, ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών για διεθνή θέματα και για θέματα ασφαλείας Φράνκλιν Κρέιμερ, επανέφερε την πρόταση μιας κοινής ταξιαρχίας, «που μπορεί να αποτελεί τμήμα της εκστρατευτικής δύναμης του ΝΑΤΟ». Αν και επισήμως η Ρωσία ουδέποτε απάντησε ευθέως σε κάτι τέτοιο, κατά τα χρόνια που πέρασαν το Κρεμλίνο επέτρεψε να συμβούν δύο αδιανόητα μέχρι τότε πράγματα, προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης κοινών πρωτοβουλιών ΝΑΤΟ - Ρωσίας: Ουσιαστικά αποδέχθηκε την επιχειρησιακή υποστήριξη των ΝΑΤΟϊκών και αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν από βάσεις στο έδαφος πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών και τον πρωτοφανή σιδηροδρομικό εφοδιασμό τους από την Ευρώπη μέσω του ρωσικού σιδηροδρομικού δικτύου. Ετσι, για πρώτη φορά η Ρωσία όχι μόνον αποδέχθηκε εμπράκτως τη λογική των ΝΑΤΟϊκών επιχειρήσεων «εκτός περιοχής» και μάλιστα στο «εγγύς εξωτερικό», αλλά και τη στήριξε, παρέχοντας ακόμα και σχετικές πληροφορίες στις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις.

Η ψυχοπαθολογία της κυβέρνησης Τσένι - Μπους και η έκφρασή της ιδίως στη Γεωργία, στην Ουκρανία και στην ευρωπαϊκή αντιπυραυλική ασπίδα, καθώς και στην υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου αλλά και στην αντιμετώπιση του Ιράν, υπονόμευσε μια πορεία που έδειχνε να κατευθύνεται από κοινά συμφέροντα, δηλαδή από την πραγματικότητα. Γι' αυτό και η σημερινή συζήτηση περί «επανεκκίνησης» τροφοδοτείται από όλες τις πλευρές.

Ομως, το πλέον διαδεδομένο λειτουργικό σύστημα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές προειδοποιεί ότι: «Η επαναφορά συστήματος δεν επηρεάζει τα έγγραφα, τις εικόνες ή άλλα προσωπικά δεδομένα και η διεργασία είναι αναστρέψιμη». Την περασμένη εβδομάδα όλες οι πλευρές έδειξαν μεγάλη προθυμία να ξεπεράσουν τις πρόσφατες «καταχωρήσεις» της Γεωργίας και να ερευνήσουν τρόπους διαγραφής ή τροποποίησης εκείνων που αφορούν την αντιπυραυλική ασπίδα, ενδεχομένως συνδέοντάς τις με τον φάκελο του Ιράν.

Κάποιες άλλες εγγραφές όμως δεν διαγράφονται εύκολα, όπως η αλλαγή του πολιτικού περιβάλλοντος στη Ρωσία επί Πούτιν και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Οι τελευταίες ίσως και να διευκολύνουν την «επανεκκίνηση». Με τις ΗΠΑ να παλεύουν για να επιπλεύσουν στην οικονομική καταιγίδα και τη Ρωσία να χάνει το έδαφος (την υψηλή τιμή του πετρελαίου) κάτω από τα πόδια της, τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον υποχρεούνται σε μεγαλύτερο ρεαλισμό.

Ο ρεαλισμός με τη σειρά του πιέζει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τη Ρωσία προς την επείγουσα αντιμετώπιση της αστάθειας στην Κεντρική Ασία, κάτι που μοιραία περνάει από τη σταθεροποίηση του Αφγανιστάν και του Πακιστάν. Και, με τους ιούς των ιδεοληψιών να καταδιώκονται από το «antivirus» της αναγκαιότητας, η συνεργασία ΗΠΑ, Ρωσίας, Ιράν και των διαλλακτικότερων Ταλιμπάν ήδη έχει δρομολογηθεί με τη συμβολή και της Τουρκίας. Στο διάστημα μέχρι τη συνάντηση Ομπάμα - Μεντβιέντεφ, στις 2 Απριλίου, θα οργανωθούν οι τεχνικές λεπτομέρειες.