Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Θα πουν «όχι» στο κακομαθημένο παιδί;

Ο Αμερικανός αξιωματούχος προσπαθούσε να περιγράψει τις προθέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα απέναντι στο Ισραήλ και τον τρόπο με τον οποίο θα αλλάξει η στάση της Ουάσιγκτον απέναντί του. Διευκρίνισε ότι η στάση θα είναι πάντα φιλική, όμως τώρα θα έχει περισσότερο τον χαρακτήρα αυτής ενός γονιού, που πρέπει να λέει και μερικά «όχι» στο παιδί του, «για το καλό του». Μόνο που το παιδί, το οποίο ανέκαθεν περνούσε μια δύσκολη εφηβεία, έχει αρχίσει να το ρίχνει στα «σκληρά» και δεν δείχνει ιδιαιτέρως συνεργάσιμο.

Ομως και ο «γονιός» δεν βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση, μετά την τραγική 8ετία Μπους. Σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, η πολιτική της Ουάσιγκτον, από το 2001, όχι μόνο διατήρησε τις ΗΠΑ στον ρόλο του κληρονόμου κάθε σφάλματος που έκαναν και άφησαν πίσω τους οι αποικιακές γαλλικές και βρετανικές δυνάμεις και της συνακόλουθης αγανάκτησης, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να τα μεγεθύνει.

Μπορεί η ομάδα Τσένι - Μπους και νεο-συντηρητικών να μη βρίσκεται πια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, όμως στην κυβέρνηση του Ισραήλ ετοιμάζεται να μπει, ενδεχομένως ως πρωθυπουργός, ο άνθρωπος που ταυτίστηκε περισσότερο με τη λογική τους ή μάλλον υπήρξε ένας από τους βασικούς συνδιαμορφωτές της. Ο Μπινιαμίν Νετανιάχου, όπως και αν βγει από το μετεκλογικό παζάρι για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού, υπόσχεται να δυσκολέψει το έργο της κυβέρνησης Ομπάμα, που θα είναι αναγκασμένη να ξοδεύει μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού της για να προφυλάσσεται από τις τρικλοποδιές.

Επί κυβερνήσεων Τσένι - Μπους, η Ουάσιγκτον είχε κολλήσει τον μεσανατολικό ιό, που προκαλεί αδυναμία ανάπτυξης καινοτόμου στρατηγικής σκέψης ή, τουλάχιστον, αδυναμία διάσπασης του συναισθηματικού ναρκοπεδίου της περιοχής από πολιτικές ελίτ, που δεν μπορούν να σκεφτούν πέρα από τις επόμενες εκλογές και την εξυπηρέτηση των εκλογικών τους συμφερόντων (παράδειγμα, η πρόσφατη προεκλογική ισραηλινή επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας).

Ο Νετανιάχου, συχνά αποκαλούμενος με το αμερικανότροπο Μπέντζαμιν αντί του εβραϊκού Μπινιαμίν ή Μπίμπι, βρισκόταν ανέκαθεν σε πλήρη πνευματική ταύτιση με τους διαμορφωτές της πολιτικής Μπους ή, μάλλον, αυτοί βρίσκονταν σε πλήρη ταύτιση μαζί του και με τους συντηρητικότερους Ισραηλινούς αναλυτές και τους εκπροσώπους τους στις ΗΠΑ. Το παγωμένο βλέμμα του και η προεκλογική δήλωσή του πως «το Ιράν δεν πρόκειται να αποκτήσει ποτέ πυρηνικά όπλα, τελεία και παύλα», ταυτίζονταν πλήρως με τη λογική Μπους για την πλήρη απομόνωση του Ιράν, αλλά και των θεωρούμενων ως συμμάχων του, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας και, φυσικά, της Χεζμπολάχ. Η κυβέρνηση Μπους (και ο Μπίμπι) ήταν αντίθετη στις ειρηνευτικές συνομιλίες του Ισραήλ με τη Συρία και πιστή στην πάγια λογική της «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» και... όποιος είναι εναντίον μας μπορεί να βομβαρδιστεί.

Η λογική της κυβέρνησης Ομπάμα είναι διαφορετική, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το «όχι» στο κακομαθημένο παιδί. Η μεγαλύτερη δοκιμασία της διαφοράς αυτής αναμένεται να προέλθει από την υπόθεση του Ιράν, το οποίο αποτελεί, για τους περισσότερους Ισραηλινούς πολιτικούς, την πλέον άμεση στρατηγική απειλή για τη χώρα τους. Ολα αυτά με τη βαριά συναισθηματική επιπλοκή που προκαλεί η κυρίαρχη άποψη περί «υπαρξιακής απειλής» και η οποία μπορεί να ωθήσει το Ισραήλ σε μονομερή δράση, αν δεν βρει απέναντί του όχι μόνο το σταθερά διατυπωμένο «όχι» της Ουάσιγκτον, αλλά και τη βεβαιότητα πρακτικής επιβολής του.

Στο θέμα του διαλόγου του Ισραήλ με τη Συρία, ο στόχος της κυβέρνησης Ομπάμα είναι να ενθαρρύνει την προώθησή του (και εδώ ταιριάζουν «γάντι» οι μεσολαβητικές προσπάθειες της Τουρκίας), όχι μόνο για να απομακρυνθεί ένα από τα αγκάθια της Μέσης Ανατολής, αλλά και για να απομονωθεί το Ιράν από τον μοναδικό του σύμμαχο στην περιοχή, έτσι ώστε να συνομιλεί υπό άλλους όρους με την Ουάσιγκτον.

Στην καρδιά του προβλήματος παραμένει όμως το Παλαιστινιακό. Μετά την οκταετία Μπους, αυτό που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί το 2000 στο Καμπ Ντέιβιντ είναι απίθανο να συμβεί πλέον. Ακόμα και για το αραβικό σχέδιο του 2002, πρέπει να προηγηθεί μια περίοδος επούλωσης, την οποία η αμερικανική στάση μπορεί να διευκολύνει ή να δυσχεράνει (όπως στο παρελθόν), αλλά δεν μπορεί να καθορίσει. Για να οικοδομηθεί η απαραίτητη για κάθε θετική εξέλιξη ενότητα των Παλαιστινίων, οι ΗΠΑ μπορούν να παίξουν ρόλο, εμποδίζοντας κυρίως το Ισραήλ να κάνει ό,τι μπορεί για να την καταστρέψει, τροφοδοτώντας με αυτοκαταστροφική μανία μια συνεχή διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, ιδίως στο «γκέτο» της Γάζας.

Ομως, η εθνική ενότητα δεν είναι ζητούμενη μόνο μεταξύ των Παλαιστινίων. Επικίνδυνες τάσεις εμφανίζονται όλο και πιο έντονες, κυρίως μεταξύ των πλέον σκληροπυρηνικών εποίκων στη Δυτική Οχθη, πολλοί από τους οποίους αμφισβητούν τη νομιμότητα του ισραηλινού στρατού και του ίδιου του ισραηλινού κράτους. Πάνοπλοι, στρέφουν πλέον συχνά τα όπλα τους, όχι μόνον εναντίον Παλαιστινίων, αλλά και εναντίον Ισραηλινών στρατιωτών.

Τη λογική των εποίκων αυτών εκφράζουν καλύτερα κάποια υπερσυντηρητικά κόμματα και ο υπερεθνικιστής Λίμπερμαν, που, με 15% στις εκλογές, απέκτησε κεντρικό ρυθμιστικό ρόλο. Ομως, πολλοί επέλεξαν να ψηφίσουν τον Μπινιαμίν Νετανιάχου, θεωρώντας το κόμμα του, το συντηρητικό Λικούντ, ως «κόμμα εξουσίας», που μπορεί να εφαρμόσει στην πράξη τις θέσεις του, έστω και αν είναι ελαφρώς ηπιότερες των δικών τους.

Μέσα σε όλη αυτή την κλασική μεσανατολική τρικυμία, πολλοί εκτιμούν ότι οι όποιες προθέσεις επούλωσης της κυβέρνησης Ομπάμα θα συναντήσουν πρόσθετα εμπόδια μετά τις ισραηλινές εκλογές της περασμένης εβδομάδας και τη στροφή της ισραηλινής πολιτικής σκηνής προς την εθνικιστική Δεξιά. Χωρίς όμως να αποκλειστεί και το αντίθετο. Διότι οι ριζικές αλλαγές πορείας απαιτούν «τιμονιέρηδες» πολιτικούς «υπεράνω υποψίας», που δύσκολα μπορεί να κατηγορηθούν για μειοδοσία. Για λόγους αρχής, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Δεν φαίνεται όμως και πιθανό.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Το Αφγανιστάν μάς φέρνει πιο κοντά

Ο Μπαράκ Ομπάμα θέλει να δώσει έμφαση στο Αφγανιστάν, μπας και αποτρέψει τον αμερικανικό εξευτελισμό από την κατάρρευση άλλης μιας από τις μεγαλειώδεις πολεμικές εκστρατείες του Μπους που είδε το φως με συγγενείς ανωμαλίες, ενδεχομένως μοιραίες. Δύσκολη υπόθεση, που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο η απολύτως φυσιολογική δυσφορία των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να συμβάλουν ακόμα περισσότερο στο να βγουν τα αμερικανικά κάστανα από τη φωτιά.

Αν η Ιστορία επαναληφθεί, Αμερικανοί, ΝΑΤΟϊκοί και άλλοι, αργά ή γρήγορα, θα κόψουν παπαρούνες (και όχι ρόδα) μυρωμένες από το Αφγανιστάν. Μέχρι τότε, όμως, χρειάζονται πρόσβαση, τόσο για να μπαίνουν όσο και για να βγαίνουν. Η κίνηση της Κιργιζίας, να καταργήσει την αεροπορική βάση του Μανάς, που είναι η μοναδική αμερικανο-ΝΑΤΟϊκή δίοδος προς το Αφγανιστάν, πέραν εκείνων του Πακιστάν, ρίχνει ακόμα περισσότερο τη λεγόμενη «Δύση» στην ανάγκη της Ρωσίας και του Ιράν. Και αν το Ιράν είναι ο απαραίτητος και φυσικός σύμμαχος της Δύσης αμφίπλευρα, δηλαδή τόσο προς την αραβική Μέση Ανατολή όσο και προς τη μουσουλμανική Ασία, η Ρωσία παίζει και αυτή διπλό συμμαχικό ρόλο: προσφέρει πρόσβαση στο Αφγανιστάν μέσω της Κεντρικής Ασίας, αλλά και δίαυλο προσέγγισης προς το Ιράν.

Τον διπλό αυτό ρόλο υπογραμμίζουν οι δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, σχετικά με το ΝΑΤΟ και το Αφγανιστάν και οι δηλώσεις της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, για τη Ρωσία και το Ιράν.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Αριστα στα προφορικά

Ο τίτλος του άρθρου αυτού αρχικά αναφερόταν στις μέρες που πέρασαν από την ορκωμοσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ μέχρι σήμερα. Ηταν ένας τρόπος να αναγνωριστούν η ρητορική και οι πρώτες -συμβολικές σε μεγάλο βαθμό- κινήσεις του Μπαράκ Ομπάμα προς την αποδόμηση της 8ετούς εκτροπής Μπους. Ηταν ένας τρόπος έκφρασης καλής πίστης απέναντι σε μια υπόσχεση θετικής αλλαγής, με υπονοούμενη την επιφύλαξη για το τι θα δείξουν τα «γραπτά», η πράξη. Μια προσπάθεια διατύπωσης καλοπροαίρετης αμφιβολίας, όχι τόσο για τις προσωπικές προθέσεις του υποσχόμενου, αλλά για τις αντικειμενικές δυνατότητες να τις πραγματοποιήσει, που πηγάζουν -και περιορίζονται- από τον ρόλο του.

Ομως, στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, τη βαθμολογία «Αριστα στα προφορικά», με όλη την καλή πίστη αλλά και τις επιφυλάξεις που την συνοδεύουν, κέρδισε η εκπληκτική επίδοση του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο Νταβός. Με πέντε προτάσεις υποστηριζόμενες από εμφανή συγκρατημένη οργή, έδειξε πώς, με μόνα τα προφορικά και μέσα σε λίγα λεπτά, ένας πολιτικός μπορεί να διαμορφώσει τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες για τη χώρα του, για την κυβέρνησή του, για τον κοινωνικό χώρο που εκφράζει, για το κόμμα του και για τον εαυτό του. Ολα αυτά χωρίς τίποτα το υλικό, χωρίς παροχές, χωρίς προσλήψεις, χωρίς δαπάνες.

Είναι αλήθεια ότι η σύναξη του Νταβός και η συμμετοχή στο ίδιο πάνελ με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή για τον Τούρκο πρωθυπουργό. Τόσο κατάλληλη που, αν δεν ήταν προγραμματισμένο στο πλαίσιο του Νταβός, ένα τέτοιο γεγονός θα έπρεπε και θα μπορούσε να οργανωθεί επί τούτου.

Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η αλλαγή των ισορροπιών στη σχέση ανάμεσα στην παραδοσιακά κεμαλική ελίτ και τις αναδυόμενες σε μια νέα μεσαία τάξη κοινωνικές δυνάμεις εκφράζεται από την ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το «βαθύ κράτος» που έχει φτάσει σε σημείο καμπής, με τη συμβολή της υπόθεσης «Εργκενεκόν». Μετά το Νταβός, το «βαθύ κράτος» και το κεμαλικό κατεστημένο, είτε αυτό βρίσκεται στις ένοπλες δυνάμεις ή αλλού, θα βρει πολύ πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ενός πρωθυπουργού που επέστρεψε ως «ο πορθητής του Νταβός» και έτυχε πανηγυρικής λαϊκής υποδοχής τύπου προπονητή τουρκικής ομάδας που μόλις κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου.

Διεθνώς, η συγκυρία είναι ακόμη πιο βολική για τον ρόλο που οραματίζεται η Τουρκία για τον εαυτό της εδώ και καιρό. Η αλλαγή προεδρίας στις ΗΠΑ και οι μετέωρες δομικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και το μουσουλμανικό τμήμα της Ασίας, που προκάλεσαν οι πειραματισμοί Τσένι, Ράμσφελντ, Μπους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, θα αρκούσαν από μόνες για να διαμορφώσουν το ευνοϊκό πλαίσιο, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσεξήγητη ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, που έδωσε σε όλο το εκρηκτικό μίγμα ακόμη πιο έντονο -αν είναι δυνατόν- χαρακτήρα επείγοντος.

Η αναδρομολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας επί Τουργκούτ Οζάλ, αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ούτε προς την κατεύθυνση της επιρροής στις εθνικά συγγενικές χώρες της Κεντρικής Ασίας ούτε προς την απόκτηση επιρροής στη Μέση Ανατολή, απ' όπου προέρχεται το σύνολο των απειλών ασφαλείας που αντιμετωπίζει ή θεωρεί ότι αντιμετωπίζει η Τουρκία, μετά την κατάρρευση της προηγούμενης μοναδικής απειλής από την ΕΣΣΔ.

Ηεπόμενη αναδρομολόγηση, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής. Βοηθούντος και του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού στο Ιράκ, η κουρδική «απειλή» έφερε κοντά τους πρώην αντιπάλους (Τουρκία, Συρία, Ιράν) και ο ενορχηστρωμένος από την Ουάσιγκτον αποκλεισμός της Τεχεράνης και της Δαμασκού διαμόρφωσε σταθερές διαδρομές έκφρασής τους προς τη διεθνή κοινότητα μέσω Αγκυρας.

Με εξαιρετικά καλές σχέσεις με το Ισραήλ από τα μέσα της 10ετίας του '90 (σχέσεις που στο Ισραήλ προσφέρουν διέξοδο από την περιφερειακή απομόνωση, ενώ προσφέρουν στην Τουρκία αμυντική τεχνολογία και τεχνογνωσία), η Αγκυρα δεν δίστασε να προσεγγίσει τον αραβικό κόσμο μετά το 2000, φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας να συνομιλεί απ' ευθείας ακόμη και με τη Χαμάς, τον ηγέτη της οποίας φιλοξένησε στην Αγκυρα, ή να καταδικάζει κάποιες από τις πλέον προκλητικές (και αιματηρές) ισραηλινές πρακτικές, όπως η εισβολή στον Λίβανο και η πρόσφατη στη Γάζα.

Είναι άγνωστο αν το Ισραήλ όντως πιστεύει αυτό που διεμήνυε προς την Αθήνα, όταν οι σχέσεις του με την Τουρκία προκαλούσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα. Οτι δηλαδή κάθε σχέση είναι διμερής και ανεξάρτητη και ότι η σχέση με κάποιον δεν στρέφεται εναντίον κάποιου άλλου. Ισως να εκτίμησε τα πλεονεκτήματα που του δίνει η σχέση με την Τουρκία ή και να διαβλέπει ότι είναι και προς το συμφέρον του η διατήρηση ενός μεσολαβητικού διαύλου, όπως αυτός που πρόσφερε η Αγκυρα στις πρόσφατες «εκ του σύνεγγυς» διαπραγματεύσεις με τη Συρία. Αυτό μπορεί να εξηγεί την κάθε άλλο παρά χαρακτηριστική ανοχή που δείχνει στις τουρκικές επικρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον πρόσφατης στο Νταβός.

Με το τμήμα της αμερικανικής και ισραηλινής ελίτ, που διατηρεί κάποια επαφή με τη λογική, να θεωρεί ευλόγως τη μη αραβική μουσουλμανική Τουρκία καλύτερο πόλο αναφοράς της οργισμένης με τις ηγεσίες των αραβικών χωρών μουσουλμανικής αραβικής κοινής γνώμης απ' ό,τι το επίσης μη αραβικό μουσουλμανικό Ιράν, το εμπόδιο για την ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου από την Αγκυρα προέρχεται από τις ιστορικές μνήμες τής οθωμανικής εποχής που, συνδεόμενες με τις σύγχρονες σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, διατηρούν απέναντί της τείχη δυσπιστίας στον αραβικό κόσμο.

Ηδη ραγισμένα από την τουρκική πολιτική των τελευταίων ετών, τα τείχη αυτά σχεδόν κατέρρευσαν μέσα σε μία νύχτα από τις πρόσφατες δηλώσεις και το, αυθόρμητο ή σκηνοθετημένο, ξέσπασμα οργής του Ερντογάν. Καταφέρνοντας με λίγα λόγια να συνδέσει το συμφέρον της χώρας του με τις ανάγκες της διεθνούς συγκυρίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τον Μπαράκ Ομπάμα στη βαθμολογία. Διότι στην περίπτωσή του τα «προφορικά» αποτελούν τμήμα της πράξης.