Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

«Επιστροφή» Τσένι

Είναι σίγουρα μια συμβολική κίνηση σε μια στιγμή που, ούτως ή άλλως, οι δυνατότητες αντίδρασης στις πρόσφατες ρωσικές ενέργειες δύσκολα ξεπερνούν το επίπεδο του απλού συμβολισμού. Ομως η απόφαση να σταλεί ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, στη Γεωργία, την Ουκρανία, το Αζερμπαϊτζάν και την Ιταλία (γιατί;) μέσα στις επόμενες μέρες μπορεί να έχει πρακτικές επιπτώσεις, πολύ πέραν μιας απλής συμβολικής έκφρασης υποστήριξης προς τις χώρες που αρχίζουν να αισθάνονται πλησιέστερα στον σβέρκο τους τη ρωσική ανάσα τη στιγμή που η πίστη τους στην αμερικανική προστασία δοκιμάζεται.

Ομως ο Τσένι δεν είναι ένας οποιοσδήποτε αντιπρόεδρος. Το γεγονός ότι κατά το τελευταίο διάστημα έχει εξαφανιστεί στο παρασκήνιο οφείλεται ακριβώς σ' αυτό. Η κυριαρχία του στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου και στη συμμαχία του με τους νεοφιλελεύθερους ευθύνεται για τα περισσότερα εκτρωματικά αποτελέσματα που οδήγησαν ακόμα και την κυβέρνηση Μπους σε μια σιωπηρή προσπάθεια να περισωθεί ό,τι απομένει. Ο Τσένι και οι νεοσυντηρητικοί μπήκαν στο ψυγείο και για ακόμα έναν λόγο. Για να μη μειώσουν ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες παραμονής των Ρεπουμπλικανών στην εξουσία, στο πρόσωπο του Τζον ΜακΚέιν.

Δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση Μπους το καλοσκέφτηκε όταν αποφάσισε να «αμολήσει» τον αντιπρόεδρο μέσα στον Σεπτέμβριο. Οπως επισημαίνουν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», «το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται σήμερα ο κόσμος είναι αυτός (ο Τσένι) να προκαλέσει περισσότερη δυσφορία και άγχη» και να δώσει στους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ την ευκαιρία ή τη δικαιολογία να αποφύγουν την αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Σε αυτή την περίπτωση ίσως η Ουάσιγκτον το ξανασκεφτεί.

Ενδέχεται όμως να θέλει να στείλει το αντίστροφο μήνυμα με παραλήπτη τη Μόσχα και τους Ευρωπαίους συμμάχους: ότι αν δεν γίνουν πιο δεκτικοί στις αμερικανικές θέσεις, υπάρχει κίνδυνος να σηκώσουν πάλι κεφάλι στην Ουάσιγκτον οι ανεξέλεγκτοι ιδεολόγοι που θα διοχετεύσουν την πικρία από τον πρόσφατο παραγκωνισμό τους σε ένα εκδικητικό αμόκ.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Η «ευθύνη της προστασίας» και οι ανθρωπιστικές βόμβες

Είναι βέβαιον ότι η συζήτηση θα πάρει διαφορετική τροπή. Τα γεγονότα στον Καύκασο, ζεστά ακόμα, θα χρωματίσουν με αναπάντεχες αποχρώσεις και θα ντοπάρουν με ασυνήθιστη τεστοστερόνη (αν δεν πνίξουν σε γενικευμένη απορία) την αναμενόμενη συζήτηση στη φθινοπωρινή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που ξεκινά σε μερικές μέρες σχετικά με τις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και για τη νέα έννοια της «ευθύνης για την προστασία» διεθνώς.

Μέχρι πριν από λίγο καιρό, τη συζήτηση αυτή ωθούσαν περιπτώσεις όπως ο γαλλικός ρόλος στη Ρουάντα, οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» στη Σερβία, τα περίεργα βραχυκυκλώματα του ανθρωπισμού στο Νταρφούρ, η «διάσωση» των Ιρακινών από τον Σαντάμ Χουσεΐν, η πρόσφατη φυσική καταστροφή στη Βιρμανία και η άρνηση της βιρμανικής χούντας να δεχθεί απευθείας ξένη βοήθεια. Δεν βοηθούσαν όμως στο ξεκαθάρισμα μιας ισορροπιστικής πορείας που ξεκίνησε από το 2005, όταν η έννοια της «ευθύνης για την προστασία» (R2P από το responsibility to protect) αντιπαρατέθηκε επισήμως στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Βρετανία των Εργατικών του Τόνι Μπλερ ήταν ο χώρος και ο χρόνος όπου η φυσιολογική σοσιαλιστική ροπή προς την πρόταξη του κοινωνικού συνόλου έναντι του ατόμου, παντρεμένη με μια βολική μανιχαϊστική μεταφυσική περί καλού και κακού, άρχισε να ξεφεύγει ακόμα και από τη φασίζουσα εκτροπή του «nanny state», του «κράτους γκουβερνάντας», που μαζί με τη λογική της «πολιτικής ορθότητας» θέλει να ρυθμίσει λεπτομερώς την ατομική συμπεριφορά των πολιτών «για το καλό τους» και για το καλό του συνόλου.

Από εκεί, με τις παραπλανητικά βρώσιμες μπλεριανές θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής», η προβολή του μοντέλου σε διεθνές επίπεδο ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της συγκυρίας. Με μόνο μία χώρα, τις ΗΠΑ, να είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο του παγκόσμιου «κράτους γκουβερνάντας» στην πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή και με δεκάδες άλλες να προσφέρονται για τον ρόλο του «ατόμου» που θα πρέπει να καθοδηγηθεί ή να τιθασευτεί χάριν του κοινωνικού συνόλου (διεθνής κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια θα ήταν ακόμα και αν οι επιλεκτικές σοσιαλότροπες επιρροές (για τα αμερικανικά δεδομένα, προς αποφυγήν παρεξήγησης) του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, δεν μετέτρεπαν την ώσμωση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε παλίρροια.

Ηλογική των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», η χρήση στρατιωτικής βίας για λόγους που κάποιοι μπορούσαν να περιγράψουν ως «ανθρωπιστικούς» επιλέγοντας κάποιες ομάδες που χρειάζονται προστασία και ξεχνώντας άλλες, μπορεί να προκάλεσε αντιδράσεις, αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να ακυρώσουν την ορμή που έδινε η κυρίαρχη ομάδα χωρών στην επίσης κυρίαρχη «Δύση». Συγκερασμός των διαφορετικών απόψεων επιχειρήθηκε το 2005, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επικύρωσε ομοφώνως την αρχή της «ευθύνης για την προστασία», αποτυπώνοντας την αξία κάθε άποψης με βάση τη σχετική ισχύ κάθε πλευράς την εποχή εκείνη.

Ομως η δυσφορία, κυρίως των χωρών που δεν ανήκουν στη λεγόμενη «Δύση» και οι οποίες έβλεπαν την «ευθύνη για την προστασία» ως μια πολιτικώς ορθότερη διατύπωση-φερετζέ για την «ανθρωπιστική επέμβαση», μεγάλωσε. Η υποχώρηση της ηθικής αξίας της «Δύσης» μετά το συνεχές «ξεσάλωμα» της αμερικανικής ναυαρχίδας και των βρετανικών σκαφών συνοδείας, η αλλαγή στο διεθνές τοπίο με τα διαφαινόμενα όρια ισχύος της κυρίαρχης ομάδας και την αντίστοιχη αίσθηση σταδιακής ενίσχυσης και άλλων πόλων συμφερόντων και επιρροής (όπως η Κίνα και -δευτερευόντως ακόμα- η Ρωσία) οδήγησαν σε ηχηρότερη διατύπωση των επιφυλάξεων. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για να υιοθετήσει την αρχή της «ευθύνης για την προστασία» με την απόφαση 1674. Πολλές από τις χώρες που το 2005 ψήφισαν υπέρ στη Γενική Συνέλευση, διευκρίνισαν ότι αυτό για το οποίο δεσμεύτηκαν ήταν η περαιτέρω συζήτηση του θέματος.

Η πιο πρόσφατη επίκληση της R2P έγινε τον Μάιο του 2008 από τη Γαλλία, η οποία προσπάθησε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκρίνει τη χρήση στρατιωτικής βίας προκειμένου να διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα του κυκλώνα «Ναργκίς», λόγω της άρνησης της χούντας της Βιρμανίας να επιτρέψει την απρόσκοπτη ανθρωπιστική αρωγή. Η αντίδραση από την Κίνα, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και τη Νότια Αφρική ήταν έντονη, όπως έντονος ήταν ο προβληματισμός όσων -και είναι πολλοί- βλέπουν την υπόθεση ως Δούρειο Ιππο για την παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και για τη νομιμοποίηση μονομερών στρατιωτικών επεμβάσεων.

Μέσα στον Ιούλιο, οι επιφυλάξεις ενισχύθηκαν από την έκδοση της έκτασης 500 σελίδων έκθεσης για τον ρόλο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη γενοκτονία της Ρουάντα. Το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης της αφρικανικής χώρας περιγράφει πώς η γαλλική «ανθρωπιστική παρέμβαση» ήταν στην πραγματικότητα συμμετοχή στην οργανωμένη σφαγή των Τούτσι, αλλά και των Χούτου που κατηγορήθηκαν ότι έκρυβαν Τούτσι. Περιγράφει πώς τα παλληκάρια της γαλλικής στρατιωτικής δύναμης «συμμετείχαν και οι ίδιοι άμεσα στις δολοφονίες» και πώς «διέπραξαν πλείστους βιασμούς προσφύγων Τούτσι», ενώ στρατιωτικοί και πολιτικοί επικεφαλής τους συμμετείχαν στην οργάνωση της σφαγής, προφανώς υπερασπιζόμενοι έτσι την αφρικανική δόξα, δηλαδή κάποια συμφέροντα της Γαλλίας, που αγωνίζεται να διατηρήσει τη διαρκώς συρρικνούμενη επιρροή της στην Αφρική.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η έκθεση δεν είναι απολύτως αντικειμενική και ότι αντικατοπτρίζει την αλλαγή του αφρικανικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, με νέες δυνάμεις να διαγκωνίζονται για τις καλύτερες θέσεις στο μεταβαλλόμενο μετα-αποικιακό τοπίο μιας πλούσιας σε πρώτες ύλες περιοχής. Είναι όμως ένα ακόμα στοιχείο από αυτά που διαμορφώνουν το κλίμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αν και οι τελευταίες εξελίξεις το έχουν οδηγήσει στις πίσω θέσεις.

Η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία (και γύρω απ' αυτήν) είναι το στοιχείο που μοιραία θα κυριαρχήσει στη σκέψη όσων θα συζητήσουν το θέμα αυτό τον Σεπτέμβριο. Οχι μόνον επειδή (ελπίζεται ότι) θα είναι το πιο πρόσφατο, αλλά επειδή για πρώτη φορά δείχνει απτά ότι δεν υπάρχει μόνο μία «διεθνής γκουβερνάντα» και ότι την προστασία δεν την υφίστανται απαραιτήτως μόνον «οι άλλοι».

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Οι ΗΠΑ «νίκησαν»

ριν από μερικά χρόνια, αν ρωσικά (ή σοβιετικά, λίγο νωρίτερα) άρματα μάχης έμπαιναν σε μια γειτονική χώρα, ο κόσμος θα είχε συγκλονιστεί. Σήμερα ο συγκλονισμός περιορίζεται σε πέντε-έξι χώρες, πατώντας σε ειδικές τραυματικές ιστορικές εμπειρίες. Οι υπόλοιποι, όσο ενοχλημένοι κι αν είναι, πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια για να μη δουν και την άλλη πλευρά του νομίσματος και για να μη μοιράσουν την ευθύνη, έστω και παρασκηνιακώς. Κατά μία έννοια, πρόκειται για άλλη μία αμερικανική επιτυχία. Από στρατιωτικής άποψης, η ρωσική επέμβαση στη Νότια Οσετία δεν είναι από μόνη της κάτι το συγκλονιστικό, με προφανή και τη σχετική προετοιμασία. Οπως και η αρχική στρατιωτική επικράτηση των ΗΠΑ σε όλες τις συγκρούσεις που ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια απέναντι σε στρατιωτικά απείρως υποδεέστερους αντιπάλους, είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο. Αναμενόμενη (πρέπει να) ήταν και η εκμετάλλευση του προηγούμενου που δημιούργησε η «δυτική» μεταψυχροπολεμική πρακτική, από τις κρυπτοφασίζουσες θεωρίες περί «ηθικής εξωτερικής πολιτικής» του Τόνι Μπλερ ώς την εφαρμογή τους σε «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» τύπου Κοσσυφοπεδίου. Το καινούργιο, το όχι τόσο αναμενόμενο στοιχείο, ήταν η αφομοίωση εκ μέρους μιας παραδοσιακά δυσκίνητης και συχνά «μπουνταλάδικης» ρωσικής ηγεσίας της αμερικανικής τεχνικής στον επικοινωνιακό τομέα της υπόθεσης, και μάλιστα με αρκετές βελτιώσεις. Στους τηλεοπτικούς δέκτες, οι ρωσικές φωνές (Λαβρόφ, Τσούρκιν) μιλούσαν άψογα αγγλικά, χωρίς μεταφυσικά ιδεολογήματα. Ο αντίπαλος δεν ήταν η Γεωργία αλλά ο «τρελός» Σαακασβίλι, όπως για τις ΗΠΑ αντίπαλος δεν ήταν η Σερβία ή το Ιράκ αλλά ο Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ. Ακόμα και το «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, βελτιώθηκε στο «επιλέξτε ανάμεσα σε μια σταθερή και αναπτυσσόμενη σχέση με τη Ρωσία και στην υποστήριξη ενός τρελού» του Λαβρόφ. Κάτι το ανήκουστο για το παρελθόν, ανώτατος αξιωματικός του στρατού, με επίσης άψογα αγγλικά (ενδεχομένως και επιλεγμένος ώστε να μην έχει βαριά ρωσικά χαρακτηριστικά), μίλησε για τις επιχειρήσεις με τον απαραίτητο χάρτη πίσω του. Ο ρωσικός στρατός μετέφερε ακόμα και ξένους δημοσιογράφους στην περιοχή των επιχειρήσεων, πηγαίνοντας κόντρα σε μια κουλτούρα χρόνιας μυστικοπάθειας και δυσπιστίας. Στην όλη υπόθεση, οι ΗΠΑ μπορούν να βρουν κάτι για το οποίο μπορούν να επαίρονται. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα θελήσουν να το κάνουν.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Ελαφρυντικό λόγω νεαρής ηλικίας

Ο πρόεδρος Σαακασβίλι υπερηφανευόταν πριν από λίγες μέρες ότι στην κυβέρνησή του όλοι είναι 20άρηδες και 30άρηδες. Ο ίδιος, 30άρης όταν ανέλαβε την εξουσία, σήμερα μόλις έχει μπει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Από τα Βαλκάνια ώς τον Καύκασο, σε ανεξάρτητες χώρες που προέκυψαν από τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του τέλους του 20ού αιώνα και από τη διάλυση οντοτήτων όπως η ΕΣΣΔ και η πρώην Γιουγκοσλαβία, μια στρατιά «πιτσιρικάδων» έχει καταλάβει όλες τις θέσεις εξουσίας που άφησε η παλαιότερη γενιά πολιτικών, η οποία γεφύρωσε τη μετάβαση από την παλιά στη νέα εποχή.

Σχεδόν στο σύνολό τους, κουβαλώντας τις αφίσες του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ όπως άλλοι, αλλού και άλλοτε τις αφίσες του Τσε Γκεβάρα, του Λένιν ή του Μάο, άφησαν πίσω τους τη λιπαρή γκριζάδα της σοσιαλιστικής εποχής που σκέπαζε ακόμα σαν πετρελαιοκηλίδα τις χώρες τους, για να κοιτάξουν με γουρλωμένα μάτια τα κραυγαλέα χρώματα της Αμερικής. Εφτασαν στα αμερικανικά πανεπιστήμια τη στιγμή της απόλυτης ευφορίας για τις ΗΠΑ, την ώρα των πανηγυρισμών για τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Συναισθηματικά ορθάνοιχτοι απορρόφησαν τα αξιακά φορτισμένα κηρύγματα των νεοσυντηρητικών που μεσουρανούσαν.

Ακόμα και όσοι δεν ενέδωσαν στις προσεγγίσεις μυστικών υπηρεσιών και άλλων, λιγότερο επίσημων ομάδων, γύρισαν στις χώρες τους με το μεταφυσικό πάθος του νεοφώτιστου πιστού. Οι ΗΠΑ ήταν το απόλυτο καλό, ο παντεπόπτης, παντογνώστης, παντοδύναμος, αλάνθαστος και ελεήμων. Το μόνο που ζητούσε ήταν ακλόνητη πίστη και έναν μικρό συμβολικό οβολό (μερικούς στρατιώτες στο Ιράκ, για παράδειγμα). Από τα Σκόπια ώς την Τιφλίδα η πολιτική τους, ιδίως η εξωτερική, στηρίχτηκε στην απόλυτη βεβαιότητα ότι η σύμπλευση και η ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον είναι το μόνο που χρειάζεται.

Η πίστη τους δοκιμάζεται σήμερα από την επαφή με τα εγκόσμια. Κινδυνεύει να δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο όταν οι προσευχές, με την αγωνία τού βαριά άρρωστου, μπροστά στα θαυματουργά εικονίσματα του ΝΑΤΟ και της Ουάσιγκτον, με τις δηλώσεις πίστης στις αξίες που αυτά συμβολίζουν (όπως η προχθεσινή του Μιχαήλ Σαακασβίλι, που δεν συνειδητοποιεί ακόμα ότι στις αξίες αυτές περιλαμβάνονται και οι «ειρηνευτικές» εισβολές αρμάτων μάχης, όπως αυτή της Μόσχας) δεν αποδειχθούν σωτήριες.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Το ξύπνημα της «αρκούδας» βραχυκύκλωσε τη Δύση

Ισως τώρα μαθαίνουμε να βγάζουμε τον σκασμό» δήλωσε, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Αμερικανός αξιωματούχος, αναφερόμενος στο προφανές «βραχυκύκλωμα» που έχουν προκαλέσει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ οι εξελίξεις στον Καύκασο.
Αν η απόφαση του Γεωργιανού προέδρου, Μιχαήλ Σαακασβίλι, για «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» manu militari, δεν αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου ενός καλά κρυμμένου σατανικού σχεδίου, που κανείς επί του παρόντος δεν μπορεί να διακρίνει και στο οποίο μπορεί να εντάσσονται οι αποκλειστικά φραστικές αντιδράσεις των ΗΠΑ και του περίγυρού τους, όλα δείχνουν ότι θα αποδειχθεί ο καταλύτης για τη διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς τοπίου, ριζικά διαφορετικού από την ακινητοποιημένη φωτογραφία τής μεταψυχροπολεμικής εποχής.

Οσο ενοχλητική και αν της είναι η ρωσική επέμβαση, η λεγόμενη, χάριν οικονομίας, «Δύση» ελάχιστες δυνατότητες πρακτικής αντίδρασης διαθέτει, σε μεγάλο βαθμό με δική της ευθύνη. Στο στρατιωτικό επίπεδο, μια ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία, ακόμα και μια διελκυστίνδα τρόμου στο πρότυπο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, φαίνεται αδιανόητη, ακόμα και αν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν υπερεκταθεί στα όρια της εξάρθρωσης στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Οταν η εφημερίδα «Τάιμς» του Λονδίνου εκτιμά ότι η Ρωσία κινδυνεύει να καταστεί «παρίας» και να απομονωθεί, κινδυνεύει να ανασύρει μνήμες παλαιού δικού της δημοσιεύματος, σύμφωνα με το οποίο επικρατούσε «Καταιγίδα στη Μάγχη, η Ευρώπη (και όχι η νησιωτική Βρετανία) απομονωμένη». Η μόδα των κυρώσεων, με την οποία εκφράζεται τα τελευταία χρόνια η δυτική αντίδραση σε κράτη που χαρακτηρίζονται «παρίες», μάλλον εγγυάται την καλή λειτουργία ενός «μπούμερανγκ». Οπως επισημαίνει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» η Μάρθα Ολκοτ, του «Κληροδοτήματος Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη», ελάχιστα είναι τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη Δύση κατά της Ρωσίας, χωρίς να πληγεί η ίδια. «Ενα εμπορικό εμπάργκο κατά της Ρωσίας θα είναι σαν να κόβεις τη μύτη σου για να τιμωρήσεις το πρόσωπό σου, λόγω της δυτικής εξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο». Ακόμα και το ερεθισμένο, λόγω ειδικών ιστορικών εμπειριών, θυμικό ορισμένων από τις νεότερες χώρες - μέλη της Ε.Ε., αργά ή γρήγορα θα συναντήσει τον ρεαλισμό ή τον κυνισμό τού «primum vivere, deinde philosophari».

Με μακροχρόνια προετοιμασία (όπως ισχυρίζεται ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάθιου Μπράιζα) ή χωρίς, η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την ισχύ που ανέκτησε όσο οι ΗΠΑ κοίταζαν ψυχαναγκαστικά το Ιράκ και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τροφοδοτώντας εμμέσως την ενεργειακή υστερία που γέμισε τα ρωσικά ταμεία και έδεσε ακόμα περισσότερο τη Δύση ως Λαοκόωντα στους ρωσικούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Ακόμα και αν η απώλεια του μέτρου εκ μέρους της Μόσχας ή μια καλοστημένη προβοκάτσια φορτώσει τη Ρωσία με ηθική απαξία, η πραγματικότητα δεν αλλάζει, με τον ίδιο τρόπο που τα αποτελέσματα τα οποία επιτυγχάνονται με τον πόλεμο σχεδόν ποτέ δεν ανατρέπονται πλήρως με τη διπλωματία.

Ασχετα με τον αν θα αποδεχθεί την ταμπέλα τής «ρεβιζιονιστικής δύναμης», η Ρωσία έχει ήδη ανατρέψει μέσα σε τρεις μέρες το διεθνές τοπίο. Εχει περάσει το μήνυμα στο «εγγύς εξωτερικό» ότι ο «δραγάτης» επιστρέφει. Και έχει βοηθήσει εκείνους -προερχόμενους κυρίως από πρώην σοσιαλιστικές χώρες στη φάση τού «έρωτα» με την Ουάσιγκτον- να πλησιάσουν προς τη συνειδητοποίηση ότι η φιλία και η υποστήριξη της Ουάσιγκτον δεν αποτελούν πανάκεια που θεραπεύει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». *

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Κοσσυφοπέδιο και Νότια Οσετία όλο και πιο κοντά...

«Το Κοσσυφοπέδιο και η Νότια Οσετία είναι δύο τελείως διαφορετικές περιπτώσεις, δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, το Κοσσυφοπέδιο είναι μοναδική περίπτωση». Τελεία και παύλα. Η δυτική επιχειρηματολογία στο θέμα αυτό εξαντλείται ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που τα αλλεπάλληλα «γιατί» οδηγούν κάποιους γονείς να κλείσουν τη συζήτηση δηλώνοντας: «Επειδή το λέω εγώ». Η απόφαση της γεωργιανής ηγεσίας να επέμβει στρατιωτικά, ανήμερα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, προς αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας στη Νότια Οσετία και η απολύτως αναμενόμενη -ως αυτονόητη- στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας αποδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τους ισχυρισμούς περί «διαφορετικών περιπτώσεων».

Η Γεωργία, όπως και η Σερβία, ήταν και παραμένει δύσκολο να «καταπιεί» την απόσχιση τμήματος του εδάφους της από την κυριαρχία της. Από τις στρατιωτικές περιπέτειες της εποχής του προέδρου Γκαμσαχούρντια και την τοπική παραλλαγή του ειδοποιού των απανταχού λαϊκιστών συνθήματος «η Γεωργία στους Γεωργιανούς», η Τιφλίδα έμοιαζε όλο και περισσότερο με το Βελιγράδι του Μιλόσεβιτς και η Τσχινβάλι με την Πρίστινα.

Τα μεταμφιεσμένα σε επιχειρήματα προσχήματα περί «μοναδικότητας» και «ιδιαιτερότητας» του Κοσσυφοπεδίου, αν και βολικά για κάθε χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα με οργανωμένες και εδαφικά προσδιορισμένες μειονότητες ή που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την επιλεκτική αναγνώρισή τους για την εξυπηρέτηση ευρύτερων στρατηγικών επιλογών, δεν άντεχαν σε μια έστω και γρήγορη εξέταση. Τα περί ιστορικής αυτονομίας (Κοσσυφοπέδιο) έναντι νεοπαγούς αυτονομίας (Νότια Οσετία) ξεχνούσαν τις περιόδους αυτονομίας της δεύτερης κατά μεγάλα διαστήματα στο παρελθόν. Τα περί διεθνώς αναγνωρισμένης αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου έναντι της έλλειψης διεθνούς τυπικής αναγνώρισης του αυτόνομου της Νότιας Οσετίας προσκρούουν στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η νεότερη ανακήρυξη αυτονομίας. Μέσα στη δίνη της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η αυτονομία ή η ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας από τη Γεωργία δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί διεθνώς, καθώς ούτε η ίδια η Γεωργία είχε ακόμα αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο από την ΕΣΣΔ κράτος και δεν αποτελούσε μέλος του ΟΗΕ. Τα περί αδυναμίας αυτόνομης οικονομικής επιβίωσης μιας περιοχής με μόνο 70.000 ώς 100.000 κατοίκους θα είχαν κάποια αξία αν δεν ίσχυε το ίδιο για το σχετικά μεγαλύτερο Κοσσυφοπέδιο, που εξαρτάται κατά τον ίδιο τρόπο σε μεγάλο βαθμό από τις προτιμησιακές οικονομικές σχέσεις με τις συγγενικές προς την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα γειτονικές χώρες.

Ακόμα και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, Χαβιέρ Σολάνα, παραδέχτηκε κάποια στιγμή ότι «είμαστε παγιδευμένοι εδώ... σε έναν διπλό μηχανισμό που μπορεί να έχει καλές επιπτώσεις για τον έναν αλλά όχι για τον άλλον. Μπορεί να μην είναι μια κατάσταση στην οποία όλοι θα είναι κερδισμένοι, αν και θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να αναζητήσουμε και να βρούμε μια τέτοια κατάσταση. Αλλά δεν θα είναι εύκολο».

Οι διαφορές υπάρχουν αλλά δεν είναι αυτές που αναφέρονται ως επιχειρήματα / προσχήματα. Σχετίζονται με τον γεωστρατηγικό ρόλο κάθε περιοχής και, κατ' επέκταση, με τα συμφέροντα που διακυβεύονται. Η Γεωργία, ιδίως μετά την «Επανάσταση των Ρόδων» που έφερε στην εξουσία τον φιλο-αμερικανό Μιχαήλ Σαακασβίλι, αποτελεί βασικό δυτικό/αμερικανικό ανάχωμα στον Καύκασο απέναντι στη Ρωσία και αναγκαίο κομμάτι ενεργειακής παράκαμψης της Ρωσίας, όπως με τον αγωγό Μπακού - Τιφλίδας - Τζεϊχάν. Η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ έχουν σημαντικά συμφέροντα επενδεδυμένα στη Γεωργία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν τη διάθεση να συγκρουστούν με την Τιφλίδα για τη Νότια Οσετία, σε αντίθεση με τη Σερβία που έχει πολύ λιγότερο σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο, άρα αποτελεί και έναν πολύ πιο «μαλακό» στόχο.

Από την άλλη πλευρά, παρά τις δηλώσεις και τις συμβολικές κινήσεις, η Ρωσία δεν έδειξε ποτέ να βιάζεται για την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας ή της Αμπχαζίας, προτιμώντας να διατηρεί τη σημερινή ερμαφρόδιτη κατάσταση των δύο αυτών περιοχών σαν ένα άσο στο μανίκι της για την ανάσχεση των αμερικανικών σχεδίων στο καυκασιανό υπογάστριό της.

Την κατάσταση ήρθε να εκβιάσει ο Μιχαήλ Σαακασβίλι με την «ολυμπιακή» στρατιωτική επέμβαση, που κάθε άλλο παρά βέβαιον είναι ότι είχε την έγκριση των Αμερικανών πατρώνων του, αν υποτεθεί ότι η Ουάσιγκτον του Μπους διατηρεί την όποια επαφή με τη λογική δείχνει να ανακτά εσχάτως. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να προσθέσει νέες ομοιότητες με το Κοσσυφοπέδιο και να οδηγήσει σε συγκρίσεις του ιδίου με τον Μιλόσεβιτς με ολίγη από Σαντάμ Χουσεΐν (κάθε άλλο παρά καλές δημόσιες σχέσεις για τους υποστηρικτές του). Προχωρώντας ακόμα περισσότερο από τον Σέρβο πρώην ηγέτη, εισέβαλε στρατιωτικά σε μια περιοχή όπου ήδη στάθμευε διεθνώς αναγνωρισμένη ειρηνευτική δύναμη (ρωσική) που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής, όπως είχαν μείνει οι Ολλανδοί στη Σρεμπρένιτσα. Με σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Νότιας Οσετίας να αναζητούν καταφύγιο ως πρόσφυγες στη ρωσική Βόρεια Οσετία και πάνω από το 2% των κατοίκων νεκρών μέσα σε λίγες ώρες, επιτρέπει στη Ρωσία να μιλά με άνεση για «εθνικές εκκαθαρίσεις», κάνοντας τις δικές του παρόμοιες δηλώσεις να ακούγονται ελάχιστα πειστικές.

Είναι αλήθεια ότι η πρωτοβουλία του ξεβόλεψε λίγο τη Ρωσία, αναγκάζοντάς τη να αντιδράσει ασυνήθιστα γρήγορα, για μια χώρα της οποίας η εξωτερική πολιτική σιχαίνεται τις εκπλήξεις. Ξεβόλεψε -μέσω της ρωσικής αντίδρασης- και όσους θεωρούν ότι οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις δεν (πρέπει να) γίνονται με βόμβες. Ταυτοχρόνως, όμως, έδωσε ο ίδιος τη δυνατότητα στη Ρωσία να μετριάσει τις αρνητικές για την ίδια επιπτώσεις, παρέχοντας «πάτημα» στους ρωσικούς ισχυρισμούς περί ενίσχυσης της νόμιμης στρατιωτικής της παρουσίας στη Ν. Οσετία, ενώ η περιορισμένη σε έκταση ρωσική στρατιωτική δράση στο Γκόρι μπορεί να δικαιολογηθεί ως αναγκαία στρατιωτική ενέργεια απομόνωσης του πεδίου της μάχης πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί στο Βελιγράδι και στις πολιτικές υποδομές της Σερβίας.

Δεν είναι γνωστό το σκεπτικό που οδήγησε τον Σαακασβίλι στη στρατιωτική επέμβαση. Θα ήταν εντυπωσιακό αν δεν είχε συνυπολογιστεί ο εξαναγκασμός της Ρωσίας σε αντίδραση, δεδομένης και της ανάγκης διατήρησης της εικόνας της ως υπερδύναμης, τόσο διεθνώς όσο και περιφερειακά, που αποτρέπει και την εκδήλωση αποσχιστικών φαινομένων στο εσωτερικό της. Εξίσου εντυπωσιακό θα ήταν αν δεν είχε εκτιμηθεί η αδυναμία ουσιαστικής πρακτικής επέμβασης στο πεδίο από τους ξένους υποστηρικτές του.

Ηταν και είναι δεδομένο ότι η διεθνής κοινότητα και ειδικά η δυτική δεν μπορούσε και δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό που ήδη επιδιώκει: την επιστροφή στο «στάτους κβο άντε», στην κατάσταση πριν την εκδήλωση της γεωργιανής στρατιωτικής επέμβασης. Και αυτό κατά πάσαν πιθανότητα θα συμβεί· όμως θα αφορά μόνο τη στρατιωτική παρουσία στη Νότια Οσετία. Διότι στο εξής οι προσπάθειες αποσύνδεσης της κατάστασης στη Νότια Οσετία από αυτήν στο Κοσσυφοπέδιο θα είναι πολύ πιο δύσκολες, η Γεωργία θα εξαρτάται πολύ περισσότερο από την καλή προαίρεση της Ρωσίας και οι πάτρωνες του Σαακασβίλι δεν θα είναι και πολύ ικανοποιημένοι από τη φωτιά που άναψε. Ενδεχομένως ούτε και οι πολίτες της Γεωργίας.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Ανασφάλεια και συνωμοσιολογία

Συνήθως η αντίφαση αυτή παρατηρείται σε μικρές χώρες, σε χώρες των οποίων η μικρή πληθυσμιακή μάζα συνδυάζεται με περιορισμένη εξωστρέφεια και ενισχυμένο επαρχιωτισμό, με μικρή ενεργό συμμετοχή στη διεθνή δημιουργική (ή και καταστροφική) διαδικασία.

Αντικειμενικά η Κίνα δεν ανήκει στις χώρες αυτές. Ομως το άνοιγμά της προς τον έξω κόσμο, με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, φέρνει στην επιφάνεια την ενδόμυχη ανασφάλεια, που εκφράζεται από τη μία πλευρά από τον διακαή πόθο αναγνώρισης της αξίας της από τον διεθνή περίγυρο και από την άλλη από τη συνωμοσιολογική δυσπιστία στα όρια της αναφυλακτικής αντίδρασης απέναντι στον περίγυρο αυτό.

Μια μικρή λεπτομέρεια, όπως η ελεύθερη πρόσβαση στο Ιντερνετ των ξένων δημοσιογράφων που καλύπτουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, υπέβαλε σε δυσανάλογη δοκιμασία τον ρεαλισμό, που σε γενικές γραμμές δείχνει η σημερινή κινεζική ηγεσία, πυροδοτώντας τα αυτοκαταστροφικά ανακλαστικά της. Μια λιγότερο φοβική προσέγγιση θα επέτρεπε να επικρατήσει η εκτίμηση ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι έχουν, ούτως ή άλλως, στις χώρες τους ελεύθερη πρόσβαση στο κομμάτι εκείνο του Ιντερνετ που η κινεζική κυβέρνηση θέλει να κρατήσει κρυφό στο εσωτερικό της χώρας. Οτι επικοινωνούν, έστω και ενδεχομένως παρακολουθούμενοι, με τους συναδέλφους τους στις χώρες τους και αλληλοενημερώνονται όσο βρίσκονται στην Κίνα. Δηλαδή, σε ό,τι τους αφορά, δεν είναι ουσιαστικά απαραίτητη η πρόσβαση που τους στερεί η Κίνα. Το θέμα γίνεται ουσιαστικό και συμβολικό από τη στιγμή που η κινεζική ηγεσία διανοείται να περιορίσει την πρόσβαση αυτή και, φυσικά, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οπως δεν μπορεί να αγνοηθούν τα φοβικά αντανακλαστικά που συνοδεύουν την εικόνα του προέδρου, Χου Τζιντάο, όταν αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που δεν του είχαν υποβληθεί γραπτώς εκ των προτέρων και, βεβαίως, αγνόησε πλήρως κάποιες που αφορούσαν ενοχλητικά εσωτερικά θέματα.

Οταν η κινεζική ηγεσία προσφέρει αυτοβούλως αρνητική εικόνα στους αγγελιαφόρους, στους οποίους βασίζεται για να μεταφέρουν θετική εικόνα προς τα έξω, δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται όταν στην εικόνα περιλαμβάνονται και μαύρα χρώματα. Ούτε να αφεθεί σε έναν προβλέψιμο φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης φοβικών αντιδράσεων.