Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Κίνα: Ολυμπιακοί Αγώνες και πολυ-πολικότητα μέσω παγκοσμιοποίησης

Τα πυροτεχνήματα που θα φωτίσουν σε 10 μέρες τον ουρανό του Πεκίνου, κλείνοντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, θα μπορούσαν να συμβολίζουν την εκρηκτικότητα ενός άλματος που αποφάσισε να τολμήσει η Κίνα πριν από μερικά χρόνια, χωρίς να είναι βέβαιη πού θα προσγειωθεί. Η κατάληξή του, με τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, θα γίνει σε μια χώρα διαφορετική απ' αυτή που το ξεκίνησε και η διαφορά δεν θα περιορίζεται, όπως σε άλλες χώρες που στο παρελθόν ανέλαβαν την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, στη μεταμόρφωση των υποδομών.

Κατά μία έννοια, η Κίνα πηγαίνει προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες με τις ίδιες επιφυλάξεις και τις ίδιες ανασφάλειες που έχει μια ντροπαλή έφηβη στην πρώτη της έξοδο με αγόρια. Η χώρα που κατά τον 15ο αιώνα έκαψε τον τεράστιο στόλο της που είχε φτάσει ώς την Αφρική, η χώρα με τα πεντακάταρτα πλοία που το 1551 έριχνε στη φυλακή όποιον έβγαινε στη θάλασσα με κάτι μεγαλύτερο από βαρκούλα, αυτή που το 1644 έκαψε τις νότιες παράκτιες περιοχές σε μήκος 1.000 χιλιομέτρων για να μην ξανακατασκευαστούν πλοία, εξακολουθεί να αισθάνεται άβολα με το άνοιγμά της προς τον έξω κόσμο.

Οι ιστορικές αλλαγές του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, η διαμόρφωση της έννοιας της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς», η εκτίμηση ότι «όσο μια γάτα πιάνει ποντίκια είναι μια καλή γάτα», ολόκληρη η σεισμική μετατόπιση που έφερε τη χώρα των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων στη θέση να φλερτάρει με την πρώτη θέση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ήταν ίσως πιο εύκολο να γίνουν αποδεκτές από τον συλλογικό κινεζικό ψυχισμό απ' ό,τι το άνοιγμα προς τα έξω με την είσοδο στη διεθνή κοινωνία των ενηλίκων.

Ο ίδιος ο Ντενγκ εξέφρασε αυτή την επιφυλακτικότητα το 1989 όταν περιέγραψε τις αρχές της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του: «Παρατηρήστε τις εξελίξεις με ηρεμία, διατηρήστε τη θέση μας, αντιμετωπίστε ήρεμα τις προκλήσεις, κρύψτε τις δυνατότητές μας και περιμένετε, παραμείνετε ελεύθεροι φιλοδοξιών, μη διεκδικήσετε ποτέ την ηγεσία», είπε. Το 1993, ο πρόεδρος Τζιάνγκ Ζεμίν τόνιζε: «Αποφύγετε την αντιπαράθεση».

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η προσπάθεια να περάσει η χώρα σχεδόν απαρατήρητη, η παθητική αυτή προσέγγιση, δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Χαρακτηριστική είναι η κινεζική στάση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου ως μόνιμο μέλος ανέκαθεν απέφευγε και εξακολουθεί να «αποφεύγει την αντιπαράθεση». Εχει ασκήσει πολύ λίγες φορές το δικαίωμα του βέτο, περιοριζόμενη συνήθως στην αποχή, εκτός αν θίγονται πολύ σημαντικά γι' αυτή θέματα, όπως αυτό της Ταϊβάν.

Η στάση αυτή δεν στηρίζεται μόνο στην «πονηριά του ανατολίτη», αυτού που αποφεύγει να προκαλέσει για να αποκοιμίσει τα αμυντικά αντανακλαστικά των ισχυρών μέχρι να είναι σε θέση να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά με τους δικούς του όρους. Δεν στηρίζεται αποκλειστικά ούτε στην τραυματική ιστορική εμπειρία της Κίνας κατά τον «αιώνα της ταπείνωσης από το 1842 ώς το 1949, όταν ξένες μεγάλες δυνάμεις καθόριζαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τις εσωτερικές εξελίξεις στην Κίνα.

Πηγάζει κυρίως από τον ίδιο ρεαλισμό που καθοδήγησε τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ, από τη ρεαλιστική αντίληψη ότι η Κίνα δεν έχει ολοκληρώσει μια βασική προϋπόθεση για την είσοδό της με αξιώσεις στο διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι: την ακριβή χαρτογράφηση του παγκόσμιου περιβάλλοντος και των σχέσεων που το καθορίζουν. Είναι όμως μια δυναμική πορεία που συνεχώς εξελίσσεται, φέρνοντας μαζί της την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση που μαρτυρεί η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κίνα έβλεπε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου την «αρχική φάση μιας πορείας προς την πολυ-πολικότητα», όπως έλεγε ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Κιάν Κισέν, αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι το τότε περιβάλλον είχε μόνον έναν πόλο, τις ΗΠΑ, αλλά εκτιμώντας και ότι αυτό δεν επρόκειτο να διαρκέσει. Ομως αυτό που δεν κράτησε πολύ ήταν η ίδια η εκτίμηση αυτή. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα οδήγησαν σε απογοήτευση σχετικά με την ικανότητα διεθνών παικτών, όπως η Ευρώπη, να περιορίσουν την αμερικανική κυριαρχία. Η κινεζική ηγεσία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι τα περι πολυ-πολικότητας ήταν «εκτός επαφής με την πραγματικότητα», όπως επισήμανε το 2001 ο Κινέζος πολιτικός επιστήμονας Γιονγκ Ντενγκ.

Ομως αυτό δεν οδήγησε σε πλήρη εγκατάλειψη της ιδέας, αλλά στην προσαρμογή της. Η κινεζική ηγεσία σταμάτησε να βλέπει την ανάδυση της πολυ-πολικότητας ως αποτέλεσμα ισορροπιών ισχύος και άρχισε να προσανατολίζεται σε έναν κόσμο διασυνδεδεμένων συμφερόντων και κοινών επιδιώξεων στον οποίο η διάχυση θα περιορίζει την κυριαρχία μεμονωμένων ηγεμονικών πόλων.

Η προσέγγιση αυτή συνδυάστηκε με την αλλαγή της αρχικής κινεζικής αντίληψης ότι η «παγκοσμιοποίηση» λειτουργεί σε όφελος της διατήρησης ενός πόλου εξουσίας, του αμερικανικού. Αντιθέτως, η νέα κινεζική ανάλυση βλέπει πλέον την παγκοσμιοποίηση ως στοιχείο ανάσχεσης της αμερικανικής ισχύος σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου «όλοι είναι κερδισμένοι». Θεωρεί έτσι ότι η πολυ-πολικότητα και η παγκοσμιοποίηση είναι δύο παράλληλες διαδικασίες που όμως συχνά τέμνονται για να οδηγήσουν σε μια πιο δημοκρατική παγκόσμια τάξη.

Για μια πλούσια σε συμβολισμούς κινεζική κουλτούρα, οι τεμνόμενοι ολυμπιακοί κύκλοι δύσκολα μπορούσαν να αγνοηθούν ως σύμβολο των όρων με τους οποίους η Κίνα βλέπει, στη φάση αυτή, το παγκόσμιο τοπίο. Και η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο εκφράζει την ενισχυόμενη κινεζική πεποίθηση ότι οι όροι αυτοί είναι ρεαλιστικοί.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Αλλο Σουδάν, άλλο Σερβία...

Η έκπληξη ανωτέρου στελέχους του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης για την Πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν ειλικρινής. Λίγα μέτρα έξω από την αίθουσα, όπου διεξαγόταν τότε η δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ρωτούσε γιατί δεν είχε ξαναδεί εκεί Ελληνες δημοσιογράφους. Οταν άκουσε, μεταξύ άλλων, ότι συντριπτικά μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης θεωρεί τη Δικαιοσύνη που απονέμει το δικαστήριο αυτό ως «δικαιοσύνη των νικητών», έδειξε να αποσυντονίζεται. «Ποιος είναι ο νικητής, υπάρχει νικητής»; Ηταν η πρώτη του αντίδραση, πιστή στην ελαφρώς ρομαντική πεποίθηση ότι ο ΟΗΕ και τα δικαστήριά του εκφράζουν την παγκόσμια συνισταμένη και τη διεθνή νομιμότητα. Η πρόσφατη τελείως διαφορετική αντιμετώπιση δύο διαφορετικών, αλλά συγγενικών, δικαστηρίων του ΟΗΕ ίσως τον διευκόλυνε. Η σύλληψη του Ράντοβαν Κάρατζιτς για την έκδοσή του στο ad hoc δικαστήριο του ΟΗΕ, που δημιουργήθηκε ειδικά για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, έγινε δεκτή με σχεδόν καθολικό ενθουσιασμό παγκοσμίως. Ξεκινώντας από τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, χαιρετίστηκε σχεδόν από τους πάντες. Λίγες μέρες νωρίτερα, η πρόταση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης του προέδρου του Σουδάν από το καινούργιο μόνιμο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ, είχε προκαλέσει τις «ξινές» αντιδράσεις των ίδιων, λίγο πολύ, ηγετών που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον «σεβασμό απέναντι στη λειτουργία της Δικαιοσύνης» και στα πολιτικά προβλήματα που τους προκαλούσε μια τέτοια κίνηση. Οι ΗΠΑ, μάλιστα, έσπευσαν να υπενθυμίσουν ότι οι ίδιες δεν έχουν συνυπογράψει την ίδρυση του δικαστηρίου αυτού και, άρα, δεν το αναγνωρίζουν (δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση τη σύλληψη του Σουδανού προέδρου). Οι δικαστές του ΟΗΕ μπορεί όντως να είναι ανεξάρτητοι πολιτικών σκοπιμοτήτων, στον βαθμό που οι εθνικοί δικαστές έχουν την ίδια ανεξαρτησία. Μπορεί η αναγκαία για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου σύμβαση της «εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη» να βρίσκει αναλογία σε διεθνές επίπεδο. Οπως όμως συμβαίνει και στην εθνική Δικαιοσύνη, η συγκεκριμένη «εντολή», που συνοδεύει τη δημιουργία ad hoc ειδικών δικαστηρίων, σε συνδυασμό με τη δυσφορία, που προκαλεί σε ισχυρούς πόλους εξουσίας το σχετικά ανεξέλεγκτο της τακτικής δικαιοσύνης, υπονομεύει την «έξωθεν καλή μαρτυρία».

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Απόψυξη σχέσεων...


Είναι σε θέση η κυβέρνηση Μπους να κάνει κάτι το θεαματικό που δεν θα περιλαμβάνει δυνατές λάμψεις, κρότους, εκρήξεις και τουλάχιστον μερικές χιλιάδες νεκρούς; Αν δεν υπήρχε αυτό το ερώτημα, οι πληροφορίες περί προσέγγισης της Ουάσινγκτον με την Τεχεράνη, περί αποκατάστασης της αμερικανικής διπλωματικής παρουσίας στο Ιράν έπειτα από 30 χρόνια, θα γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτές. Αν δεν αποτελούσαν εμπόδιο οι επιφυλάξεις που έχτισε η Ιστορία από το 2001 και μετά, οι ενδείξεις προσέγγισης που εμφανίζονται με επιταχυνόμενο ρυθμό εδώ και πάνω από ενάμιση χρόνο θα είχαν ήδη γίνει πιστευτές.

Η απόψυξη των σχέσεων με την Τεχεράνη είναι η λογική πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ακριβώς επειδή είναι λογική, γίνεται δύσκολα πιστευτή, όταν εμφανίζεται να την ακολουθεί μια κυβέρνηση που προκάλεσε κατ' επανάληψη «Σοκ και Δέος» με τον σχεδόν μεταφυσικό παραλογισμό της.

Ομως είναι βέβαιο ότι κάτι κινείται. Είναι σίγουρο ότι ένα τμήμα, τουλάχιστον, της αμερικανικής ηγεσίας είναι διατεθειμένο να αλλάξει προσέγγιση, στο πρότυπο της επιτυχημένης εγκατάλειψης της αρχικής «καουμπόικης» στάσης του Μπους απέναντι στη Βόρεια Κορέα. Δεν είναι βέβαιο ότι έχει ακόμα πειστεί ή αναγκαστεί να συμπλεύσει «Νέο Αμερικανικό Ρεαλισμό» που πρεσβεύει η Κοντολίζα Ράις και το υπόλοιπο που, πάντως, εμφανίζεται όλο και πιο αποδυναμωμένο.

Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η αλλαγή στάσης δικαιολογείται από την ύπαρξη ενδείξεων ότι το Ιράν αρχίζει να πιέζεται από τις κυρώσεις και αλλάζει στάση. Φέρνουν παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση της γαλλικής πετρελαϊκής εταιρείας «Τοτάλ» να αποσύρει τα σχέδιά της για την υγροποίηση ιρανικού φυσικού αερίου. Αυτό που αποφεύγουν να πουν είναι ότι το παράδειγμα λειτουργεί στην πραγματικότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διότι το κενό που άφησε η συνδεδεμένη με τα δυτικά συμφέροντα «Τοτάλ» καλύφθηκε αμέσως από τη ρωσική «Γκαζπρόμ», δίνοντας έναν ακόμα βαθμό στην επεκτεινόμενη ρωσική ενεργειακή αυτοκρατορία, πολύ σημαντικότερη στο διεθνές γεωστρατηγικό παιχνίδι.

Επί του παρόντος, το απολύτως δεδομένο είναι η ενίσχυση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας που φαίνεται να έχει αναλάβει, όπως στην περίπτωση Συρίας-Ισραήλ, την εργολαβία της μεσολάβησης Ιράν-ΗΠΑ.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

G8: Ασχοληθείτε μαζί μας ακόμα και βρίζοντας

Οι καλές εποχές του Σιάτλ και της Γένοβας πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι συμμετέχοντες στις συναντήσεις κορυφής της ομάδας των περισσότερο αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών (G8) πρέπει να έφυγαν από την τελευταία, στην Ιαπωνία, με τα απομεινάρια κάποιας πικρής γεύσης στο στόμα, που σίγουρα δεν οφειλόταν στην εξαιρετικά φροντισμένη ιαπωνική κουζίνα που γεύτηκαν.

Η γεύση αυτή πρέπει να ήταν γνώριμη σε έναν απ' αυτούς, τον Τζορτζ Μπους, αν υποτεθεί ότι έχει αντιληφθεί τι συνέβη κατά την τελευταία, αποχαιρετιστήρια, περιοδεία του στην Ευρώπη. Κανείς δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ούτε καν οι διαδηλωτές. Στη Γερμανία, μάλιστα, του το είπαν κατάμουτρα, δηλώνοντας ότι τον θεωρούν «τελειωμένο», που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούν μαζί του.

Οι ηγέτες της G7, αργότερα G7+1 και τελικά G8, είχαν αποκοιμηθεί πολύ πέραν της ώρας που θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι η ομάδα τους και οι συμβολικές συνάξεις της οδεύουν προς τον αναχρονισμό με ρυθμό ταχύτερο απ' ό,τι το σύνολο σχεδόν των τυπικών θεσμών και άτυπων συμφωνιών, ομάδων και «διευθυντηρίων» που διαμορφώθηκαν φωτογραφίζοντας το παγκόσμιο τοπίο που δημιούργησε η λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, έστω και ρετουσαρισμένων από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η ανάμνηση μιας ασπρόμαυρης στατικής φωτογραφίας διατηρήθηκε στην εποχή του έγχρωμου κινηματογράφου, ακόμα και του σημερινού τρισδιάστατου ΙΜΑΧ, με τη βοήθεια και εκείνων που συνέχισαν να της δίνουν σημασία, έστω και για να προσπαθήσουν να τη σκίσουν, να τη φτύσουν ή να την κάψουν συγκρουόμενοι με τους Αμερικανούς αστυνομικούς στο Σιάτλ, τρώγοντας ξύλο και σφαίρες από τους μπερλουσκονικούς αστυνομικούς στη Γένοβα.

Η παραπλανητική εικόνα και για τις δύο πλευρές διασώθηκε προσωρινά, όταν αποφάσισαν να συνεδριάζουν πλέον «στα όρη στ' άγρια βουνά» για τον φόβο των Ιουδαίων-διαδηλωτών. Μπόρεσαν να διατηρήσουν για λίγο ακόμα τον μύθο, αποδίδοντας την όλο και μεγαλύτερη ηρεμία των ετήσιων συναντήσεών τους στο άχαρο των διαδηλώσεων μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον στόχο τους και στην αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας και όχι στην αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ασημαντότητάς τους, έστω και ως συμβολικών στόχων.

Στη συνάντηση της Ιαπωνίας, πριν από μία εβδομάδα, ακόμα και ο πάντα «σπινταρισμένος» Νικολά Σαρκοζί εμφανίστηκε αναχρονιστικός, αν και λιγότερο από τους υπόλοιπους. Διέγνωσε τη διαφορά φάσης ανάμεσα στην Ομάδα των 8 και την παγκόσμια πραγματικότητα και ζήτησε τη διεύρυνση της G8, ώστε να μη συζητά για την παγκόσμια οικονομία χωρίς τις μεγαλύτερες ανερχόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική), για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες χωρίς τη χώρα με τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα του κόσμου (Κίνα) ή για την ενέργεια και το πετρέλαιο χωρίς τις μεγαλύτερες (πλην Ρωσίας) πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, για το περιβάλλον χωρίς τις χώρες με την πλέον καλπάζουσα αύξηση ρύπων και για την ανακούφιση των χειμαζόμενων πληθυσμών χωρίς την εκπροσώπησή τους.

Ομως και αυτή η διαπίστωση αναφέρεται στο παρελθόν, έστω και στο πιο πρόσφατο, και σίγουρα όχι στο μέλλον. Προϋποθέτει ότι μεμονωμένες ισχυρές, σε ορισμένους τομείς ή συνολικά, κρατικές οντότητες διατηρούν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν και να ελέγξουν, όπως στο παρελθόν, τις διεθνείς παλιρροϊκές κινήσεις, έστω και σε συνεννόηση μεταξύ τους. Ομως όλα δείχνουν ότι η δυνατότητα αυτή διαχέεται όλο και πιο πολύ σε περισσότερους παίκτες, όλο και συχνότερα μη κρατικούς και σε κατά περίπτωση συνεχώς μεταβαλλόμενες συνεργατικές σχέσεις μεταξύ τους. Εν δυνάμει απαντήσεις με τη μείωση του αριθμού των ανεξάρτητων παικτών και την υπαγωγή τους σε ισχυρές δομές με κρίσιμο ειδικό βάρος, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι εν τη γενέσει τους προσπάθειες μίμησής της σε διάφορες περιοχές του κόσμου, παραμένουν ημιτελείς. Μένοντας εγκλωβισμένες σ' αυτή την ενδιάμεση φάση συνεισφέρουν, αντί να περιορίζουν, στη διεθνή ασάφεια και αφασία, φτάνοντας ώς το σημείο να περιορίζουν παράγοντες, όπως η εθνική κυριαρχία κρατικών παικτών, χωρίς να καταλήγουν στη διαμόρφωση ευρύτερων και ισχυρότερων κυριαρχικών δομών.

Ημιάτυπες ομάδες, όπως η G8, μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία, ακριβώς λόγω της χαλαρής δομής τους, κάτι που τους δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα να προσαρμοστούν γρηγορότερα στον πραγματικό κόσμο απ' ό,τι άλλες, πιο δομημένες και με μεγαλύτερο ουσιαστικό αντίκρισμα. Ακόμα και σε περίπτωση που η ακαμψία των συστατικών τους τις διατηρήσει σε αφασία, η ολίσθησή τους προς την ουσιαστική εκτός θέματος ανυπαρξία θα είναι ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός. Ο γδούπος της κατάρρευσης θα είναι πιο ηχηρός στην περίπτωση άλλων φωτογραφικών ακινητοποιήσεων της ιστορικής εξέλιξης που παίρνουν σειρά, όπως το «τούκα προ» της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων του 1968. Και όλα δείχνουν ότι η συνθήκη αυτή έχει εκμετρήσει το ζην και είναι η πρώτη που θα γκρεμοτσακιστεί.

Ασχετα με το αν πρόκειται για την πτώση όσων ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστησε κυρίαρχους στις δεκαετίες που ακολούθησαν ή για την «άνοδο των υπολοίπων», όπως υποστηρίζει ο διευθυντής του «Νιούσγουικ», Φαρίντ Ζακαρία, στο τελευταίο βιβλίο του, το μεταπολεμικό περιβάλλον αποτελεί ήδη παρελθόν, όσο και αν η συνειδητοποίηση ακολουθεί με χρονική διαφορά τις εξελίξεις. Και σε πολλές περιπτώσεις οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι οι τελευταίοι που το συνειδητοποιούν, με τη διαίσθηση των πολιτών να βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα, έστω και αν υπερβάλλει στην εκτίμηση ότι είναι «τελειωμένοι».

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Παιχνίδια (;) πολέμου

Οι τελετουργικές επιδείξεις ισχύος ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν πλησιάζουν γρήγορα το όριο που διαχωρίζει την προειδοποιητική και ενισχυτική μιας χορογραφημένης διαπραγματευτικής διαδικασίας φάση με εκείνη της συνεχούς ανατροφοδότησης ενός φαύλου κύκλου κλιμάκωσης με σχεδόν νομοτελειακή εκρηκτική κορύφωση. Οι διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ανάψει το «πράσινο φως» για μια ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Ιράν και ότι παραμένουν προσηλωμένες στη διπλωματική προσέγγιση, δεν ακούγονται ιδιαίτερα καθησυχαστικές για δύο λόγους:

1Συμπίπτουν χρονικά με δηλώσεις αμερικανικών κύκλων, που πρόσκεινται σε κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με τις οποίες το «πράσινο φως» θα δοθεί στο μέλλον, αν δεν έχει ήδη δοθεί μεταχρονολογημένο.

2Συνοδεύονται από τις δηλώσεις της Κοντολίζα Ράις, σύμφωνα με τις οποίες οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν φίλους και συμμάχους αν δεχθούν επίθεση από το Ιράν.

Ακόμα και αν το πρώτο δεν ισχύει, οι δηλώσεις της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών δεν λειτουργούν μόνο ως προειδοποίηση προς την Τεχεράνη. Δίνουν τη διαβεβαίωση στο Ισραήλ, αλλά και σε κύκλους της αμερικανικής εξουσίας, όπως η περί τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι ομάδα, ότι αν προχωρήσουν σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς θα το κάνουν με δεδομένη την προστασία από τις επιπτώσεις και ότι οποιαδήποτε ενέργειά τους θα σύρει τις ΗΠΑ σε αναγκαστική συμμετοχή.

Μπορεί δηλαδή να δημιουργηθεί μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που πριν από δύο χρόνια οδήγησε σε παγίδευση του Ισραήλ σε έναν αποτυχημένο πόλεμο στον Λίβανο, όταν η συνεργασία ανεπίσημων συγγενικών πολιτικο-στρατιωτικών σκληροπυρηνικών μηχανισμών στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ εγκλώβισε την ισραηλινή ηγεσία, αλλά και την επίσημη Ουάσιγκτον, σε επιλογές που ενδεχομένως θα είχαν αποφύγει και οι οποίες τελικά κατέληξαν σε βάρος τους. Η επίδειξη πυραυλικής ισχύος στα ετήσια γυμνάσια των «Φρουρών της Επανάστασης» στο Ιράν και η σχετική ρητορική δεν είναι κάτι το καινούργιο και, εν πάση περιπτώσει, είναι αναμενόμενη και απολύτως προβλέψιμη όταν έχουν προηγηθεί απειλητικές δηλώσεις και κινήσεις, όπως η σκόπιμη διαρροή των πληροφοριών σχετικά με την άσκηση της ισραηλινής αεροπορίας, που έγινε προσφάτως με τη συνεργασία και της Ελλάδας. Προηγούμενες παρόμοιες ασκήσεις, όπως εκείνη του Φεβρουαρίου 2007, που προκάλεσε επεισόδιο στην Κάρπαθο, είχε γίνει προσπάθεια να κρατηθούν μυστικές. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τότε, το Ισραήλ παρουσίασε προχθές με τυμπανοκρουσίες αεροσκάφος Γκάλφστριμ με εξοπλισμό ηλεκτρονικού πολέμου. Το ίδιο αεροσκάφος συμμετείχε τότε στο επεισόδιο της Καρπάθου και σε άλλες ασκήσεις στη Μεσόγειο. Ομως τότε δεν είχε επιλεγεί η δημοσιοποίηση του γεγονότος, που θα υποχρέωνε την Τεχεράνη σε επίσης δημόσια απάντηση.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Το δίκιο του «όχι»

Εκ πρώτης όψεως δεν έχει άδικο, όσο και αν ο λόγος του προκαλεί υποψίες λαϊκισμού ή αν δεν πείθονται όλοι για τα κίνητρά του. Οταν ζητά μια ισχυρή αλλά δημοκρατική Ευρώπη, όταν καταγγέλλει το δημοκρατικό έλλειμμα, ακόμα και όταν αναφέρεται απαξιωτικά στον πρόεδρο της Κομισιόν, λέγοντας ότι «δεν εκπροσωπεί κανέναν» ο «κύριος όχι» του ιρλανδικού δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη της Λισαβόνας (βλέπε διπλανή συνέντευξη) διατυπώνει μια σειρά απλών φράσεων που δύσκολα απορρίπτονται. Οταν ισχυρίζεται ότι η επιθυμία για μια πραγματικά ισχυρή, άρα και δημοκρατική, Ευρώπη είναι αυτή που εκφράζεται μέσω της καταψήφισης της συνθήκης, προβάλλει ένα ισχυρό επιχείρημα που μπορεί να εξηγήσει και την «παράδοξη» συμπεριφορά των ψηφοφόρων μιας από τις πλέον «φιλοευρωπαϊκές» χώρες, που ωφελήθηκε όσο λίγες από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία, οι ίδιοι ψηφοφόροι που ψήφισαν «όχι», φέρονται από τις δημοσκοπήσεις να υποστηρίζουν σε ποσοστό 87%.

Οταν προαναγγέλλει ότι η οργάνωσή του θα προσπαθήσει να κινητοποιήσει όλους τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους προς την κατεύθυνση αυτή κατά τις ευρωεκλογές του 2009 (βοηθούμενη και από το άμεσα αναγνωρίσιμο στις περισσότερες χώρες-μέλη απλό λατινικό όνομά της «Λίμπερτας», που ξεπερνά τους εκτός Ελλάδας, Κύπρου και Βουλγαρίας γλωσσικούς φραγμούς) αναδεικνύει ένα ακόμα συστατικό του «δημοκρατικού ελλείμματος» της Ε.Ε. Την σε συνέργεια με τις ευρωπαϊκές θεσμικές ρυθμίσεις εκ της βάσης υπονόμευσης έστω και των ψηγμάτων δημοκρατικότητας με την αντιμετώπιση των ευρωεκλογών από τους ψηφοφόρους σαν μια καλά οργανωμένη δημοσκόπηση επί εσωτερικών θεμάτων.

Πάντα εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσυπογράψει πολλά από τα επιχειρήματα και τους στόχους του, αποδεχόμενος την ειλικρίνειά τους και θεωρώντας ότι υπηρετούν ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό όραμα. Τα εξαρτημένα ανακλαστικά που έχει διαμορφώσει η ευρωπαϊκή Ιστορία του 20ού αιώνα εισάγουν όμως καλοπροαίρετες επιφυλάξεις, ζητούν προσεκτικό ζύγισμα της απλότητας του πολιτικού λόγου απέναντι στην απλοϊκότητα και τον λαϊκισμό και την αντιπαραβολή προτάσεων δημοκρατικών πρακτικών, όπως τα δημοψηφίσματα, στην καταγραφείσα ιστορικά διαστροφή τους μερικές φορές σε εργαλεία εξυπηρέτησης εκτροπών.