Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Εξουσία με στιλ

Θεωρητικά θα μπορούσε να είχε δίκιο όταν, κατά την προχθεσινή επίσκεψη στη Βρετανία, δήλωσε πως οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν για το «στιλ» του, επειδή δεν έχουν τίποτα να πουν για την πολιτική του. Ομως οι επικρίσεις κατά του Σαρκοζί δεν είχαν προλάβει να αναφερθούν στην υποβόσκουσα επίδειξη θαμπωμένου επαρχιωτισμού -κάθε άλλο παρά αρμόζουσα στην «gloire» της Γαλλικής Δημοκρατίας- απέναντι στην τυπικά ισότιμή του βασίλισσα Ελισάβετ, κάτι που, ούτως ή άλλως, θα αποτελούσε παρωνυχίδα. Αναφέρονται ακριβώς στη βάση, σε αυτό που έφερε τον Σαρκοζί στην εξουσία και αυτό που διαψεύσθηκε πριν ακόμα ολοκληρώσει τον πρώτο χρόνο του στην προεδρία.

Στην εποχή της τηλεοπτικής δημοκρατίας, λιγότερο ή περισσότερο «παραθυράτης», το στιλ, η εικόνα που χτίζει και μεταδίδει ένας πολιτικός είναι αποφασιστικής σημασίας, προκειμένου να αντλήσει τη θυμική εμπιστοσύνη που καθιστά αξιόπιστη την πολιτική την οποία -σε διαφορετικούς βαθμούς σαφήνειας- επαγγέλλεται.

Σχεδόν κανείς δεν αναμένει ότι ο επόμενος πολιτικός που θα αναλάβει την εξουσία, στη Γαλλία ή οπουδήποτε, θα είναι ένας νέος Κιγκινάτος που θα θυσιάσει κάθε τι το προσωπικό όταν η πατρίδα τον καλέσει να την σώσει και μετά θα αποσυρθεί κατεστραμμένος. Ελάχιστοι όμως δείχνουν κατανόηση απέναντι σε έναν πολιτικό που δεν καταφέρνει να κρύψει την ανάγκη του ή τη «λιγούρα» για εξουσία ως αναπλήρωση προσωπικών αδυναμιών και ανασφαλειών.

Είναι πιθανόν ο Νικολά Σαρκοζί να κατηγορείται αδίκως ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τον γαλλικό κρατικό μηχανισμό, τις μυστικές υπηρεσίες και κάτι αντίστοιχο του ελληνικού ΣΔΟΕ, για να εκδικηθεί όσους παραβρέθηκαν στο γάμο της πρώην συζύγου του. Ομως και μόνο το γεγονός ότι οι φόβοι αυτοί διατυπώνονται και η διατύπωσή τους δεν ακούγεται πλέον και τόσο εξωφρενική δείχνει πόσο εύκολα μπορεί να καταρρεύσει ένα προσεκτικά οικοδομημένο αλλά κενό «στιλ».

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Μάχες οπισθοφυλακής της «μοναδικής» υπερδύναμης

Αναφερόμενη στο συγκεχυμένο μείγμα στρατιωτικής και πολιτικής δράσης που δημιούργησε η Ουάσιγκτον και που ακόμα προσπαθεί να αναλύσει τόσο η ίδια όσο και ο υπόλοιπος κόσμος, η χρήση στρατιωτικών όρων για να περιγραφεί μια πολιτική -ή καλύτερα μια αναζήτηση πολιτικής- μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Ομως αυτό που κάνουν σήμερα οι ΗΠΑ, πέντε χρόνια μετά την φανφαρόνικη εισβολή στο Ιράκ είναι να δίνουν μια κλασική μάχη οπισθοφυλακής, να διεξάγουν επιβραδυντικό αγώνα για να κερδίσουν χρόνο.

Με τα αρχικά σχέδιά της να μην κάνουν ούτε για χαρτοπόλεμο, είτε διότι ουδέποτε υπήρξαν είτε διότι οι παρουσιάσεις PowerPoint σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές δεν προσφέρονται για κάτι τέτοιο, η Ουάσιγκτον αναζητεί και σε κάποιο βαθμό πετυχαίνει μια αναβολή της καθοριστικής ήττας, ένα περιθώριο ανάσας για ανασυγκρότηση της πολιτικής της. Ομως κινδυνεύει να αντιληφθεί, για άλλη μια φορά καθυστερημένα, ότι οι απώλειες που έχει ήδη υποστεί είναι τόσο εκτεταμένες, ότι οι περισσότερες ευκαιρίες ανάταξης έχουν ήδη ξεπεραστεί και ότι όσες παραμένουν εκπνέουν νωρίτερα από τη δική της ικανότητα δημιουργικής προσαρμογής.

Το πρόβλημα έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό το Ιράκ. Αλλωστε είναι πλέον δεδομένο ότι, ανεξαρτήτως τελικής έκβασης, το αποτέλεσμα δεν θα έχει καμία σχέση με τους στόχους εκείνων που, μέσα στην αναμπουμπούλα της 11ης Σεπτεμβρίου, κατέλαβαν εξ εφόδου τα χειμερινά ανάκτορα του Λευκού Οίκου. Ξεπερνά σχεδόν ακόμα και τη συζήτηση αν ένα νέο «σύμπλεγμα του Ιράκ» θα αντικαταστήσει το παλαιότερο «σύνδρομο του Βιετνάμ», με τις ΗΠΑ να επιλέγουν μια περίοδο εσωστρέφειας και νέου απομονωτισμού.

Τσακίζοντας το στρατιωτικό τους δυναμικό στη σκόνη του Ιράκ, σπαταλώντας τα αποθέματα αξιοπιστίας, πειθούς και πειθαναγκασμού, αποξενώνοντας υπαρκτούς και εν δυνάμει φίλους και συμμάχους, πληγώνοντας την αμερικανική οικονομία, συμβάλλοντας στην αποσταθεροποίηση της διεθνούς οικονομίας με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, η Ουάσιγκτον αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανή στην ανάσχεση της «μοναδικής υπερδύναμης», δηλαδή του εαυτού της.

Βυθισμένη εθελοντικά στον λαβύρινθο της «μάχης κατά της τρομοκρατίας», μέσα σε πλήρη σύγχυση σχετικά με την αναγνώριση των προκλήσεων (για παράδειγμα, η τρομοκρατία είναι μέσον, όχι στόχος προς επίτευξη, άρα η κήρυξη μάχης εναντίον της αποτελεί κήρυξη μάχης κατά ενός μέσου, ενός εργαλείου) η Ουάσιγκτον των Τσένι και Μπους ξέχασε ότι η θέση της «μοναδικής υπερδύναμης» δεν προέκυψε και δεν διατηρείται απλώς «ελέω Θεού», όσο και αν μεγάλο μέρος των Αμερικανών και της αμερικανικής πολιτικής ελίτ φαίνεται να το πιστεύει.

Κατά τον 19ο αιώνα, ο καγκελάριος της Γερμανίας, Οττο φον Μπίσμαρκ είχε επισημάνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές όταν χρησιμοποιούν τη στρατιωτική τους ισχύ. Διότι, αν η χρήση της δεν είναι συντριπτικά αποτελεσματική, η αντίληψη που θα επικρατήσει είναι ότι ηττήθηκαν. Και η εξουσία των μεγάλων δυνάμεων, πόσω μάλλον των «μοναδικών», είναι σαν αυτή των νονών της νύχτας. Στηρίζεται στην αντίληψη, έστω και λανθασμένη, της παντοδυναμίας τους.

Ομως οι συναρπαστικές περιπέτειες των ΗΠΑ στο Ιράκ δεν έπληξαν απλώς την αξιοπιστία της αμερικανικής ισχύος, ούτε μόνο τη γενικότερη αξιοπιστία της Ουάσιγκτον και το όποιο ηθικό της κύρος. Σε μια κρίσιμη μεταβατική φάση, εμπόδισαν τις ΗΠΑ να φροντίσουν τη μοναδικότητά τους, να ασχοληθούν με «τα βαθιά σημαντικά γεγονότα που θα διαμορφώσουν αυτόν τον αιώνα, όπως οι αναπτυσσόμενοι ρόλοι της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας ως μεγάλων δυνάμεων, η έλλειψη αξιόπιστων ενεργειακών πηγών και η αυξανόμενη επίδραση της κλιματικής αλλαγής», όπως δήλωσε στην αμερικανική Γερουσία ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζόζεφ Μπάιντεν.

Στα πέντε χρόνια που πέρασαν, η Ουάσιγκτον δεν παραμέλησε απλώς παθητικά τη συντήρηση της απόστασής της από τις άλλες αναδυόμενες ή επαν-αναδυόμενες δυνάμεις αλλά τις βοήθησε ενεργητικά, όπως όταν έστρωσε το κόκκινο χαλί για την ανάκαμψη της Ρωσίας μέσω της συμβολής της στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου.

Ακόμα και στους τομείς που οι ΗΠΑ έδειχναν να κυριαρχούν, εξάγοντας πρότυπα κομμένα και ραμμένα στα δικά τους μέτρα, η «λειτουργία στον αυτόματο», που επέβαλε η νευρωτική ενασχόληση με το Ιράκ, συνέβαλε στην αποδυνάμωσή τους. Το 2002, το 82% των Αμερικανών πολιτών θεωρούσαν το ελεύθερο διεθνές εμπόριο ως θετικό για τη χώρα τους. Το 2007, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε 59%. Αντιθέτως, σε μια εκθαμβωτική ένδειξη της αλλαγής περιβάλλοντος, οι θετικές απόψεις των Κινέζων έφθασαν το 91% και των Ρώσων το 82%.

Το τελευταίο μισό της δεύτερης προεδρικής θητείας Μπους δείχνει ότι πολλά απ' αυτά άρχισαν να γίνονται αντιληπτά στην Ουάσιγκτον, αν και δύσκολα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει ακούγοντας τη συνεχιζόμενη ευαγγελική ρητορική του Αμερικανού προέδρου. Μία διαφορά είναι ίσως ότι η ρητορική αυτή προκαλεί σήμερα περισσότερα συγκαταβατικά μειδιάματα. Ομως, στην πράξη, οι κινήσεις της αμερικανικής ηγεσίας (εξαιρουμένου ίσως του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι) έχουν αρχίσει να αποκτούν περισσότερα ψήγματα ορθολογισμού από τις συνεχείς αναφορές του «πρώτου εμψυχωτή» στη θρησκευτική του πίστη. Οι αμερικανικές πιέσεις για θέματα όπως το Κοσσυφοπέδιο, η ΠΓΔΜ, η πυραυλική ασπίδα στην Ευρώπη έχουν διαφορετικό άρωμα, αν όχι ουσία, από τότε που ο πρώην υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, έπαιζε και τον υπουργό Εξωτερικών. Ακόμα και στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, η Ουάσιγκτον αρχίζει να στέλνει μηνύματα διαλλακτικότητας, με όση δυσπιστία και αν γίνονται δεκτά.

Με την προεδρική θητεία εκπνέουσα σε εννέα μήνες, με τα περισσότερα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης να αλληθωρίζουν προς τη μελλοντική τους επαγγελματική αποκατάσταση, δεν μπορεί να αναμένεται ουσιαστική και θεαματική αλλαγή πλεύσης, πόσω μάλλον ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ομολογία αποτυχίας που θα υπονόμευε τις πιθανότητες εκλογής τον Νοέμβριο ενός ακόμα Ρεπουμπλικανού προέδρου. Ετσι η μάχη οπισθοφυλακής σε όλους τους τομείς έχει στόχο μόνο να κερδηθεί χρόνος μέχρι να έρθει ο νέος πρόεδρος, που θα κληθεί να βγάλει το φίδι από την τρύπα, αν οι αντικειμενικές συνθήκες και οι μνήμες που άφησε η περασμένη πενταετία τού το επιτρέψουν.

Διότι, όπως επισήμανε ανώτατο στέλεχος της Ε.Ε., αναφερόμενο στο βρετανικό αποικιοκρατικό παρελθόν, «το θύμα πάντα θυμάται πράγματα που ο νικητής ξεχνά... Είναι εντυπωσιακό πόσα στοιχεία προδοσίας εκ μέρους των Βρετανών υπάρχουν στις ιστορίες χωρών που ούτε καν γνωρίζαμε ότι είχαμε προδώσει».

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

«Γιουρούσι» στα blogs «νιρβάνα» στην πολιτική

Μπορεί να είναι η τεχνολογία της απελευθέρωσης ή της υποδούλωσης, η «μεγαλύτερη δημοκρατική κατάκτηση στην Ιστορία» ή η μεγαλύτερη συνωμοσία για την αποδυνάμωση της δημοκρατίας. Μπορεί να είναι ελεύθερη και ανεξέλεγκτη ή να αποτελεί Δούρειο Ιππο οικονομικών συμφερόντων, νεο-ιμπεριαλιστικών επιθέσεων και σκοτεινών κέντρων τύπου CIA, NSA και άλλων κακόφημων αρκτικόλεξων. Μπορεί να ελέγχεται από τους χρήστες της ή από μυστηριώδη διευθυντήρια. Μπορεί να προσφέρει πεδίο δράσης σε κοινωνικά κινήματα ή σε παιδεραστές («παιδόφιλους» κατά τον νεότερο, μετά τα «βακτήρια», αντιδανεισμό).

Ομως, ό,τι και αν είναι, η τεχνολογία επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφοριών βρίσκεται εδώ και εξελίσσεται συνεχώς. Οποια χαρακτηριστικά και αν της αποδίδονται, πραγματικά ή φανταστικά, απ' όπου και αν ξεκινά, καθορίζει τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος με τρόπους συχνά απρόβλεπτους. Το μόνο προβλέψιμο είναι η αδυναμία της κατεστημένης πολιτικής ανάλυσης και έκφρασης, ιδίως στην Ελλάδα, να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τα δέντρα των επί μέρους συστατικών για να δει το δάσος στο οποίο καλείται να προσανατολιστεί.

Η περίπτωση των ιστολογίων (blogs κατά το ελληνικότερο), που ξεφύτρωσε στην ελληνική επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες, έδειξε για άλλη μια φορά την ανεπάρκεια παραγωγής αναλυτικής σκέψης από τους πολιτικούς μηχανισμούς που εξαντλούνται στην αναζήτηση τακτικών διατήρησης ή διεκδίκησης εξουσίας, περιοριζόμενοι σε αποσπασματικά «γιουρούσια» όπου αισθάνονται ότι απειλείται η φυσική τους τάση για έλεγχο των πάντων. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, οι περί την εξουσία πολιτικές δυνάμεις προσπάθησαν, με οριακή επιτυχία, να αποφύγουν τη γελοιοποίηση τύπου «θα καταρρίψουμε τους δορυφόρους». Ομως ποτέ δεν είναι αργά...

Φυσικά, οι ευρύτερες -και βαθιές- κοινωνικές αλλαγές που έφερε, φέρνει και θα φέρει η τεχνολογική εξέλιξη, από την κινητή τηλεφωνία ώς το Διαδίκτυο και τις ταχυμεταφορές, δεν απασχολούν κανέναν παρά μόνο τους επικοινωνιολόγους και τους τακτικιστές που αναζητούν συνεχώς τρόπους εκμετάλλευσης των νέων επικοινωνιακών δυνατοτήτων. Το αποτέλεσμα είναι όλο και πιο ορατό στην αυξανόμενη απορία με την οποία οι πολιτικοί -όλο και πιο στεγνά κομματικοί- μηχανισμοί κοιτάζουν το περιβάλλον.

Αν κάτι έχει αρχίσει να γίνεται αμυδρά αντιληπτό, όπως δείχνει και η περί «καταρρίψεως των δορυφόρων» διαφορά, είναι ο περιορισμός της έννοιας της «εθνικής κυριαρχίας» που συνοδεύει την τεχνολογική εξέλιξη, αφαιρώντας όλο και περισσότερο το στοιχείο του «χώρου» από τις κοινωνικές διεργασίες. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ πιο αποτελεσματική, διεισδυτική και ανεξέλεγκτη από την παράδοση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας σε θεσμούς όπως το λεγόμενο «διευθυντήριο» των Βρυξελλών.

Η σταδιακή αποδέσμευση μεγάλου τμήματος των κοινωνιών στον αναπτυγμένο κόσμο από τους περιορισμούς του φυσικού χώρου φαίνεται δυσνόητη για τις κοινωνικές ομάδες που ακολουθούν διαφορετικούς ρυθμούς (θέμα διαφορετικής ανάλυσης το πώς και το γιατί) αλλά και για τους πολιτικούς μηχανισμούς. Ακόμα δυσκολότερη φαίνεται η προσαρμογή των τελευταίων στην ύπαρξη αυτών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που συνυπάρχουν και, ενδεχομένως, θα συνυπάρχουν σε διαφορετικές αναλογίες στο ορατό μέλλον.

Εκείνο όμως που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους πολιτικούς σχηματισμούς εξουσίας, χτισμένους σε ιεραρχική βάση και συνηθισμένους να αλληλεπιδρούν με μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία, είναι αποδυνάμωση των ιεραρχικών δομών που συνεπάγεται η τεχνολογική εξέλιξη για όλο και μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες.

Η κινητή τηλεφωνία είχε την ευρύτερη επίδραση στη μετεξέλιξη αυτή, με την έννοια ότι δεν αφορά τμήμα των αναπτυγμένων κοινωνιών, όπως το Διαδίκτυο, αλλά το σύνολό του. Ξεκίνησε αποδεσμεύοντας την επικοινωνία από τον χώρο. Αυτή η αλλαγή οδήγησε σε μια ευρύτερη μεταμόρφωση.

Δεν επικοινωνείς πλέον από ένα γραφείο ή σπίτι με ένα άλλο γραφείο ή σπίτι, δεν έρχεσαι σε επαφή μέσω μιας ιεραρχίας, ενός οργανισμού ή μιας οικογένειας, αλλά απευθείας, ως άτομο προς άτομο, με το κάθε μέλος μιας οργάνωσης ή μιας οικογένειας να έχει την προσωπική του ανεξάρτητη ταυτότητα.

Σε διαφορετικό βαθμό για διάφορα τμήματα του πληθυσμού, το Διαδίκτυο «χτίζει» ακόμα εντονότερα την τάση αυτή οδηγώντας τα στη σταδιακή αντικατάσταση της τοποθέτησής τους σε κάθετες ιεραρχικές δομές από ένταξη σε οριζόντια δίκτυα, συχνά υπερεθνικά, βασισμένα σε ατομικές επιλογές και ενδιαφέροντα. Ετσι, για παράδειγμα, όλο και περισσότερο ένα άτομο μπορεί να ταυτίζεται πολύ περισσότερο με ένα διεθνές άμορφο δίκτυο κοινών ενδιαφερόντων απ' ό,τι με την ιεραρχική συνδικαλιστική δομή που υποτίθεται ότι το εκπροσωπεί ή με ένα πολιτικό κόμμα.

Ο μως η αλληλεπίδραση των θεσμικών πολιτικών μηχανισμών με την κοινωνία είναι δομημένη γύρω από την παραδοσιακή ιεραρχική αντιπροσωπευτική δομή που σταδιακά ξεφτίζει. Η διάρθρωση αυτή είναι φυσιολογικά πολύ πιο ισχυρή και άκαμπτη στις δομές εξουσίας, δηλαδή στα κόμματα εξουσίας, κάτι που μπορεί εν μέρει, πέραν όλων των άλλων, να εξηγεί και την αυξανόμενη αποστασιοποίηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού απ' αυτά και την αναζήτηση ενός διαφορετικού προτύπου.

Η διαμόρφωση κοινωνικών ομάδων διαφορετικών ταχυτήτων σε ό,τι αφορά την πλήρη πρόσβαση και ενσωμάτωση των τεχνολογικών εξελίξεων, συνήθως παρουσιάζεται ως αρνητική για τις ομάδες εκείνες που παραμένουν αποκλεισμένες, που αδυνατούν ή εμποδίζονται να απολαύσουν τις δυνατότητες και τις επιλογές που προσφέρει ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται ερήμην τους.

Η άλλη πλευρά παρουσιάζεται ως προνομιούχος, ως μια ελίτ που απειλεί να αφήσει πίσω της, να αποκλείσει, να ποδηγετήσει ή να εκμεταλλευτεί τα λιγότερο τεχνολογικά αναπτυγμένα τμήματα της κοινωνίας.

Αυτό που σπανίως αναφέρεται, αν αναφέρεται ποτέ, είναι η διαφορετική ανάγνωση της διάστασης αυτής: Οτι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το θεσμικό πλαίσιο, είναι δομημένο σε μια παραδοσιακή βάση και εκπροσωπεί, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που παραμένουν στερεωμένα, αγκιστρωμένα ή περιορισμένα, στη βάση αυτή. Οι κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνονται κάτω από τις νέες συνθήκες είναι αυτές που δυσκολεύονται ασφυκτικά να βρουν πολιτική εκπροσώπηση και υποχρεούνται να «υποστούν» τελείως ξένες λογικές εξουσίας που δεν τις εκπροσωπούν. Ακόμα χειρότερα, διακρίνουν στους κεντρικούς πολιτικούς σχηματισμούς την πλήρη αδυναμία αντίληψης της δικής τους πραγματικότητας, πόσω μάλλον της δυνατότητας συνεκτικού συγκερασμού σε μια κεντρική συνιστώσα.

Στην οπτική αυτή, τα άτομα που απαρτίζουν τη «δικτυωμένη ατομικότητα» δεν έχουν λόγο να συμμετάσχουν στο υπαρκτό πολιτικό παιχνίδι. Και επί του παρόντος, «παίρνουν την μπάλα τους και φεύγουν».