Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2008

Ελληνική απαισιοδοξία και ανησυχία για τις, ερήμην, διεθνείς εξελίξεις

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ

Το συμπέρασμα δύσκολα αμφισβητείται, διότι επιβεβαιώνεται σε όλες τις διεθνείς έρευνες των τελευταίων ετών, με πιο πρόσφατη αυτήν της Wall Street Journal (Ελευθεροτυπία, 4/1/2008): Οι Ελληνες είναι από τους πλέον απαισιόδοξους, από τους πλέον ανήσυχους για το μέλλον κατοίκους του πλανήτη, σταθερά οι πλέον απαισιόδοξοι από τους ερωτώμενους σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, τόσο σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της χώρας τους όσο και τις διεθνείς. Αλλες διεθνείς δημοσκοπήσεις δείχνουν παγίως τους Ελληνες να είναι οι πλέον αντι-αμερικανοί παγκοσμίως και οι λιγότερο ανήσυχοι για την προβαλλόμενη απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας. Μέχρι την εμφάνιση της πρόσφατης έκθεσης, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ 46 χωρών στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (Ελευθεροτυπία, 2/1/2008), αυτές ήταν οι μοναδικές πρωτιές της σε παρόμοιες αναλύσεις.

Αφήνοντας στην άκρη ρατσιστικούς ναρκισσισμούς και συναισθηματικά έμπλαστρα τύπου «ανωτερότητας», «μοναδικότητας», «ανάδελφου» και χτισίματος «Παρθενώνων όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια», οφείλει κανείς να αναζητήσει τα αίτια αυτής της ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Και η απλοϊκή εκτίμηση του Ελβετού αναλυτή της τελευταίας έρευνας, σύμφωνα με τον οποίο ενδέχεται να ευθύνεται η συνεχής επιθετικά διεισδυτική κινδυνολογία των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, δεν αρκεί ως απάντηση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η φυσική ανάδραση ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και την ευρύτερη κοινωνία.

Η τρομολαγνεία των μέσων ενημέρωσης μπορεί να τροφοδοτήσει έναν φαύλο κύκλο κορύφωσης του αισθήματος ατομικής και συλλογικής ανασφάλειας με την εμμονική και μεγεθυντική υπερπροβολή περιστατικών κοινού εγκλήματος, μπορεί ακόμα και να οξύνει πέραν του φυσιολογικού την αντίληψη πραγματικών φαινομένων, όπως η ακρίβεια, δεν μπορεί όμως να εξηγήσει γιατί οι Ελληνες αισθάνονται συλλογικά πιο ανήσυχοι για την ειρήνη από εκείνους που βρίσκονται σε πόλεμο, πιο απαισιόδοξοι για το μέλλον της Παλαιστίνης από τους ίδιους τους Παλαιστινίους, πιο οργισμένοι για τα εγκλήματα των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική από τους ίδιους τους Λατινοαμερικανούς, πιο συγκλονισμένοι από τις κλιματικές αλλαγές από εκείνους που ήδη κινητοποιούνται για την αντιμετώπισή τους.

Τμήμα της εξήγησης μπορεί να βρίσκεται σε ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί κατ' επανάληψη σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών: όσοι έχουν συγκεκριμένο ρόλο να παίξουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών τους (αστυνομικοί, πυροσβέστες, διασώστες, ομάδες αυτο-οργάνωσης πολιτών) αισθάνονται πολύ λιγότερο φόβο από ό,τι ο ευρύτερος πληθυσμός, έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο και καθοδηγούνται από την αίσθηση ότι μπορούν με τις ενέργειές τους να τον πετύχουν και να παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση της κατάστασης. Στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό καταγράφηκε και αναλύθηκε κατά τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας, το 1981. Ετσι οι μαχόμενοι μάχονται για τη νίκη, οι Παλαιστίνιοι ελπίζουν να χτίσουν ένα παλαιστινιακό κράτος με τον αγώνα τους, οι Λατινοαμερικανοί δραστηριοποιούνται για να διαμορφώσουν διαφορετικό μέλλον, οι οικολογικά ευαισθητοποιημένοι πολίτες αναζητούν τρόπους συμβολής στην άμυνα κατά της κλιματικής αλλαγής, οι Γερμανοί απαντούν αποτελεσματικά στις αυξήσεις των τιμών με συλλογικά μποϊκοτάζ. Αυτοί που ανησυχούν περισσότερο είναι εκείνοι που αισθάνονται αδύναμοι να επηρεάσουν τις εξελίξεις.

Γιατί όμως η ελληνική κοινωνία να αισθάνεται τόσο αδύναμη να επηρεάζει την πορεία των διεθνών εξελίξεων ώστε να ανησυχεί για όσα εξελίσσονται ερήμην της; Προφανώς, δεν είναι θέμα μεγέθους και πληθυσμού καθώς οι κοινωνίες χωρών με το ίδιο ή και μικρότερο μέγεθος λειτουργούν τελείως αντίστροφα. Δεν είναι ούτε θέμα ανάπτυξης, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των 30 πλέον αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη.

Εν μέρει η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στην αναντιστοιχία προσδοκιών και ρεαλισμού, ανάμεσα στην εσωτερική αίσθηση της σημασίας που δικαιούται η χώρα και στον ρόλο και την επιρροή που της δίνει η διεθνής πραγματικότητα. Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Πολλές κοινωνίες, όπως για παράδειγμα η αμερικανική, βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από ένα πρίσμα που αγγίζει ακόμα και το μεσσιανικό. Ομως ή έχουν την τύχη σε κάποια φάση της ιστορικής εξέλιξης να ασκούν επαρκή επιρροή που να τους επιτρέπει να κοιτάζονται αυτάρεσκα στον καθρέφτη ή βρίσκουν κάποιο βιώσιμο τρόπο εσωτερικής διαχείρισης και εξωτερικής προβολής της δυσαρμονίας τους.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η ερμηνεία αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από την ατελή διαδικασία διεθνούς κοινωνικοποίησης μιας σχετικά νέας κρατικής οντότητας που, στα 180 της και λίγο περισσότερο από 60 χρόνια μετά την εδαφική ολοκλήρωσή της, εμφανίζει χαρακτηριστικά εφηβικά συμπτώματα προσαρμογής στην κοινωνία των ενηλίκων και τραυματικής αναψηλάφησης των αναγκαίων ιδρυτικών μύθων της παιδικής ηλικίας, με τις φυσιολογικές στη φάση αυτή παλινδρομήσεις στα άκρα.

Ακόμα περισσότερο, στη φάση αυτή είναι φυσικό η ελληνική κοινωνία να προβάλλει στον έξω κόσμο, στον διεθνή περίγυρο, την εικόνα της δικής της «οικογένειας», από την οποία πασχίζει να χειραφετηθεί αλλά και στην οποία αναζητεί ακόμα κάποια ψήγματα ασφαλούς θαλπωρής. Αντιλαμβάνεται έτσι τις διεθνείς δομές περίπου όπως την ελληνική δημόσια διοίκηση και αισθάνεται εξίσου ανήμπορη να τις επηρεάσει, μια αίσθηση που επιτείνεται από την ακαταλληλότητα των εργαλείων που έχει αναπτύξει για την ατομική επιβίωση εν μέσω των εγχώριων μηχανισμών. Στη λογική αυτή, διατηρεί ακόμα τη στάση τής πάση θυσία διείσδυσης και «τακτοποίησης» σε μηχανισμούς εξουσίας, με την οποία στη συνέχεια αντιπαρατίθεται ενώ ταυτοχρόνως την ασκεί.

Στην ίδια λογική, αντιμετωπίζει συλλογικά τις διεθνείς δομές με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει τις εγχώριες κρατικές («τι κάνει το κράτος») και με την ίδια παραίτηση που ρίχνει την ψήφο της στις εκλογές για συναισθηματικούς λόγους, χωρίς στην πραγματικότητα να περιμένει κάποια ουσιαστική διαφορά.

Ομως, το τέλος της εφηβείας, αργά ή γρήγορα, είναι αναπόδραστο και συνοδεύεται από την αναγνώριση τόσο της εξωτερικής πραγματικότητας όσο και των εσωτερικών δυνατοτήτων, κάτι που επιτρέπει την ανάληψη ουσιαστικού παρεμβατικού ρόλου. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί να θεωρηθεί ελπιδοφόρο, αν δεν καθοδηγείται από τη διατήρηση μιας χαρακτηριστικά εφηβικής ιδιότητας: του ρομαντισμού της αναζήτησης.

Προς την κατεύθυνση αυτή δείχνει να κινείται, έστω δειλά και δοκιμάζοντας τη σταθερότητα κάθε βήματος, η ελληνική κοινωνία, αναζητώντας τρόπους παρεμβατικής δράσης. Και αν ακόμα η αναζήτηση εκφράζεται με τη δυσφορία που μαρτυρούν οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις για τις φωτιές του καλοκαιριού, τη σταδιακή αύξηση του εθελοντισμού και τις ενδείξεις αποδυνάμωσης του δικομματισμού, η ωρίμανσή της δημιουργεί ελπίδες οικοδόμησης μιας πιο ασφαλούς ταυτότητας, που δεν μπορεί παρά να προβληθεί τελικά και προς τα έξω.