Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

«Φίλος μεν ο Κρέων» ...αλλά για ποιο λόγο;

«Η παραδοσιακή φιλία και συνεργασία των δύο λαών» ή, στην εκπτωτική της συσκευασία, «η μακροχρόνια φιλία και συνεργασία των δύο λαών» ήταν, είναι και θα είναι μία από τις απαραίτητες κενολογίες που συνοδεύουν τις δημόσιες ομιλίες επίσημων επισκεπτών σε «φίλες και συμμάχους» χώρες. Η φουμαροειδής αξία τους συχνά υπολείπεται ακόμα και της σημασίας «για τα πανηγύρια» και της επαφής με την πραγματικότητα που έχουν οι κλασικοί υψιπετείς γυμνασιαρχικοί «δεκάρικοι» των ανά τον κόσμο εθνικών και τοπικών επετείων. Οι συμμετέχοντες στην παράσταση και οι επίσημοι κριτικοί το αντιλαμβάνονται πλήρως, άρα μικρό το κακό.

Στο λιγότερο κυνικά προστατευμένο τμήμα του ακροατηρίου, όμως, «λέγε λέγε το κοπέλι» πατάει σε συναισθήματα, «ανάδελφες» ανασφάλειες και αναζητήσεις τού συνανήκειν για να δημιουργήσει συλλογικές αντιλήψεις περί φιλίας, ομοδοξίας και δικαίου που θα προκαλούσαν τους περί φιλίας ορισμούς και αναλύσεις, από την εποχή του Αριστοτέλη ώς εκείνη του Προυστ, του Χάιντεγκερ, του Γκάνταμερ και του Ντεριντά.

Σύγχρονο παράδειγμα και έναυσμα, η νέα σύγχυση, η απορία, στην «αίσθηση» περί φιλίας ανάμεσα στους Ελληνες και τους Κούρδους. Μιας υποκειμενικής αντίληψης νεοπαγούς όσο και ισχυρής των τελευταίων δεκαετιών, που δείχνει να αναζητεί σήμερα νέα αζιμούθια, τα οποία μπορούν να ανιχνευθούν μόνο μέσω της δημιουργικής όσο και εξοντωτικής διαδικασίας των «ad nauseam» επαναλαμβανόμενων «γιατί» της παιδικής αναλυτικής περιέργειας.

Πέρα από τα συνθετικά «αυτονόητα» της ενήλικης λογικής, γιατί είναι φίλοι οι Κούρδοι ή οποιοσδήποτε άλλος; Η «αίσθηση», κατά τον Αριστοτέλη, της φιλίας είναι μία από τις προϋποθέσεις, πρέπει να συνυπάρχει με καλή προαίρεση, αμοιβαιότητα και αναγνώριση, από διάλογο. Ο αριστοτέλειος ορισμός της φιλίας, επανερμηνευόμενος στην εξέλιξη της κοινωνίας αλλά πάντα ισχυρός, περιλαμβάνει ως προϋποθέσεις την συν-ύπαρξη, τη συν-ομιλία, την κοινή επιδίωξη του καλού, την αυτογνωσία και τη γνώση του άλλου. Εξαιρώντας την κοινή επιδίωξη του καλού, ερμηνευόμενη με σημερινούς λιγότερο μεταφυσικούς όρους ως επιδίωξη του δικαίου, είναι πολύ συζητήσιμο αν εκπληρούνται ουσιαστικά οι υπόλοιποι όροι.

Αν υποτεθεί ότι η κοινή υποκειμενική αντίληψη περί δικαίου, στην προκειμένη περίπτωση αναφορικά στο δικαίωμα ενός λαού για αυτοπροσδιορισμό, αυτοδιάθεση και αυτονομία, είναι επαρκής αιτία φιλίας για έναν λαό που συμμερίζεται την αδικία, έχοντας βγει πολύ πρόσφατα από τη δική του οδυνηρή παρόμοια εγκυμοσύνη, γιατί η ίδια αντίληψη φιλίας δεν επεκτείνεται εξίσου στους πόνους της κύησης άλλων λαών όπως οι Αλβανοί (Κοσσυφοπέδιο) ή οι Τσετσένοι, όταν μάλιστα με κάποιους από αυτούς εκπληρούνται περισσότερο οι προϋποθέσεις της συνύπαρξης και της συνομιλίας;

Παραμένοντας στους Κούρδους, γιατί ένα τμήμα αντιμετωπίζεται περισσότερο φιλικά από τα υπόλοιπα, έστω και αν όλα έχουν τον ίδιο δίκαιο σκοπό; Γιατί οι τακτικές επιλογές στόχων και οι τακτικές αναζητήσεις συμμαχιών κάποιων Κούρδων είναι πιο συμπαθείς, έστω και αν η πλειοψηφία επιλέγει να επιδιώξει τον ίδιο, δίκαιο πάντα, στόχο με διαφορετική μεθοδολογία; Γιατί ο κουρδικός εθνικισμός είναι συμπαθής όταν αφορά το τουρκικό έδαφος αλλά λιγότερο συμπαθής όταν αφορά το συριακό ή το ιρανικό ή όταν ερμηνεύεται ως διαμελισμός του Ιράκ; Γιατί οι ίδιες μέθοδοι για τον ίδιο στόχο ερμηνεύονται ως δίκαιες στην περίπτωση των Κούρδων και ως άδικες στην περίπτωση των Κοσοβάρων Αλβανών και αντιστοίχως, γιατί οι αντιδράσεις απέναντί τους προκαλούν καταδίκη στη μία περίπτωση και ανοχή στην άλλη;

Ακόμα, γιατί η υποστήριξη του ίδιου του δίκαιου στόχου αρχίζει να αναζητεί τον βηματισμό της όταν η ανάγκη εξυπηρέτησής του οδηγεί σε συνεργασία των Κούρδων με τις ΗΠΑ και σε σύγκρουση όχι μόνο με τον τουρκικό αλλά και με τον αραβικό εθνικισμό; Και γιατί ο αραβικός εθνικισμός δεν ενοχλεί τόσο όταν συναντάται με τον τουρκικό;

Σε όλα αυτά τα γιατί, και σε πολλά άλλα, μπορούν να υπάρξουν πολλές αξιόλογες απαντήσεις, με διαφορετικό βαθμό υποκειμενισμού αλλά και με αξιόλογα επιχειρήματα. Οποιες και αν είναι αυτές, όμως, καταρρίπτουν τις λαϊκές δοξασίες περί φιλίας, προαιώνιας ή νέας. Μπορεί ένα μέρος τους να εξηγεί γιατί «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» και το αντίθετο. Κάποιες, πιο προχωρημένες, μπορεί ακόμα να εξηγούν και το πιο περίπλοκο «ο εχθρός του εχθρού μου μπορεί να μην είναι πάντα φίλος μου». Ομως όλες ανεξαιρέτως αναγκάζονται να αναφερθούν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε διαπλοκή, αλληλεπίδραση και ανάδραση συμφερόντων. Να περιγράψουν δηλαδή όχι μια φιλία αλλά μια απλή συναλλαγή.

Η σύγχυση της συναλλαγής με τη φιλία μπορεί να είναι ανώδυνη όταν περιορίζεται σε ρητορικές εξάρσεις και αμοιβαίες φιλοφρονήσεις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Γίνεται όμως επικίνδυνη όταν παραμορφώνει την ακριβή αντίληψη του περιβάλλοντος και τη συμπεριφορά που αυτή καθορίζει.

Καταφεύγοντας σε άλλη μία αναλογία -μοιραία ακροβατική- ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ο λιγότερο ισχυρός σε κάθε τυπικό ή άτυπο κοινωνικό δίκτυο έχει παρατηρηθεί ότι καταφέρνει να «διαβάσει», να αναγνωρίσει και να χαρτογραφήσει τις εσωτερικές σχέσεις πολύ καλύτερα από τον ισχυρό, για τον απλούστατο λόγο ότι πρέπει να βρει τον δρόμο του μέσα από αυτές. Αντιθέτως, τα υψηλότερα ιεραρχικά κλιμάκια δεν χρειάζονται την ανάλυση αυτή στον ίδιο βαθμό, καθώς η ισχύς που πηγάζει από την ιεραρχική τους θέση τούς επιτρέπει να περνούν από πάνω σαν οδοστρωτήρες. Οπως ο διευθυντής μιας εταιρείας, οι ΗΠΑ μπορούν να μην είναι ιδιαιτέρως ακριβείς στην ανάγνωση των λεπτομερειών μιας παγκόσμιας ιεραρχικής δομής, καθώς η έλλειψη ακρίβειας απορροφάται από την ισχύ τους. Οπως ο νεαρός υπάλληλος της ίδιας εταιρείας, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να είναι πολύ ακριβής στη χαρτογράφηση της ιεραρχικής δομής, να προσδιορίσει με ακρίβεια τη θέση, τις διασυνδέσεις και την επιρροή του καθενός σ' αυτήν, να αναγνωρίσει με την ίδια ακρίβεια πιθανούς ανταγωνιστές, αντιπάλους και συμμάχους και να αναγνωρίσει επακριβώς τις διαφορές ανάμεσα σε φίλους και συμμάχους, περιστασιακούς ή μη.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Αριστεράς και Δεξιάς γωνία...No Smoking

Το έγκλημα αντιμετωπίστηκε, οι εγκληματίες δεν απειλούν πλέον την κοινωνία. Στο κέντρο της Νέας Υόρκης, την περασμένη εβδομάδα, ο άνδρας που διανοήθηκε να σταματήσει ενώ περπατούσε στο πεζοδρόμιο, για να μιλήσει με κάποιους φίλους του, συνελήφθη επειδή εμπόδιζε τη ροή των άλλων περαστικών. Η ανωμαλία στην ομοιόμορφη κίνηση απομακρύνθηκε, η ασφάλεια της προβλεψιμότητας αποκαταστάθηκε.Λίγο καιρό νωρίτερα, στη Βρετανία, η αστυνομία υπέβαλε μήνυση κατά των παιδιών που έπαιζαν κουτσό στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι τους, γιατί οι γραμμές με την κιμωλία στις πλάκες αποτελούσαν φθορά δημόσιας περιουσίας. Ο κοινωνικός λόξυγκας σταμάτησε.Κατά τη διακυβέρνηση της Βρετανίας από τους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ και, πλέον, του Γκόρντον Μπράουν, η αλληλεπίδραση του προτεσταντικού - καλβινιστικού υποβάθρου με τα απομεινάρια μιας σοσιαλόφωνης ιδεολογίας, που από τη φύση της προτάσσει το κοινωνικό έναντι του ατομικού, οδήγησε σε μια σχεδόν υστερική ρυθμιστική μανία της ατομικής συμπεριφοράς. Στην πλέον τηλεοπτικώς παρακολουθούμενη χώρα, η αναζήτηση νέων ισορροπιών ανάμεσα στα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα είναι τόσο πυρετώδης, ώστε χρειάζεται την εξαίρεση της Βρετανίας από την επικύρωσης της ευρωπαϊκής Χάρτας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που συνοδεύει έστω και τη «χαμηλών λιπαρών» νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη που συμφωνήθηκε πριν από μία εβδομάδα στη Λισσαβώνα.Το «nanny state», το «κράτος γκουβερνάντα» που χτίστηκε επί Τόνι Μπλερ, κερδίζει τον χαρακτηρισμό αυτό όχι μόνο γιατί προσπαθεί να ρυθμίσει, να διαμορφώσει και να επιβάλει την καθημερινή ατομική συμπεριφορά των πολιτών του, αλλά και διότι, όπως συχνά κάνουν οι έχοντες την ευθύνη ανατροφής των παιδιών, ξεφορτώνεται πάνω τους τις δικές του αδυναμίες, ανεπάρκειες και συμπλέγματα.Θεωρεί ότι η υγεία δεν αποτελεί ατομικό, αλλά κοινωνικό αγαθό, ερμηνεύει όμως τη θεώρηση αυτή ως υποχρέωση του πολίτη απέναντι στη κοινωνία και όχι το αντίθετο. Δεν προσφέρει ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας για την προστασία του αγαθού αυτού, φτάνοντας στο σημείο να οδηγεί κάποιους πολίτες να βγάζουν μόνοι τους τα δόντια τους λόγω έλλειψης οδοντιάτρων. Μπορεί να είναι συνεπές προς τη λογική του, όταν απαγορεύει παντού το κάπνισμα και όταν φλερτάρει εσχάτως ακόμα και με την ποινικοποίηση της παχυσαρκίας, γίνεται όμως ύποπτο όταν επιτρέπει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας να αρνείται περίθαλψη σε καπνιστές και παχύσαρκους, προκειμένου να μη σπαταλούνται σπάνιοι πόροι σε περιπτώσεις που δεν το αξίζουν, όταν το ίδιο έχει καταστήσει σπάνιους τους πόρους αυτούς.Είναι συνεπές στη λογική του και ευαίσθητο στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα μιας πολυ-εθνικής κοινωνίας, όταν θέλει να ενισχύσει τη διαδικασία κοινωνικοποίησης μέσω της ομοιογενοποιητικής λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Σκοντάφτει, όμως, όταν αποπειράται να το πετύχει μέσω της ποινικοποίησης, για μαθητές και γονείς, του «σκασιαρχείου».«ASBOS», διοικητικές πράξεις απαγόρευσης κυκλοφορίας για ορισμένες ηλικίες, απαγόρευσης τύπων -ακόμα και συγκεκριμένης μάρκας ενδυμασίας, απαγόρευσης συναθροίσεων και συναναστροφών συμπληρώνουν την εικόνα μιας αγχωμένης εκ των άνω αναζήτησης κοινωνικής εξισορρόπησης, που όλο και περισσότερο υποφέρει από τη διατλαντική ώσμωση.Διότι, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μπορεί σημείο εκκίνησης να μην είναι η σοσιαλίζουσα πρόταξη του κοινωνικού έναντι του ατομικού, αλλά το αντίστροφο, μπορεί πέραν των αρχικών προτεσταντικών - καλβινιστικών αξιών να επέδρασαν οι αυξημένες θερμοκρασιακές ανάγκες εξυπηρέτησης του μυθικού «χωνευτηριού των λαών», κατά τον Αλεξίς ντε Τοκβίλ, όμως οι κατευθύνσεις τείνουν όλο και περισσότερο να συναντηθούν, έστω και διαχεόμενες, όσο διαπηδούν στην ηπειρωτική Ευρώπη.Την περασμένη εβδομάδα η Βρετανία άρχισε να πειραματίζεται με ειδικά δικαστήρια, όπου ανήλικοι ένορκοι από 10 ώς 17 χρόνων θα αποφασίζουν τις ποινές που θα επιβάλλονται σε συνομήλικούς τους παραβάτες, σε μια νέα διασταλτική ερμηνεία του «δικαστηρίου των ομοίων», που προβλέπει το αγγλοσαξονικό σύστημα δικαίου. Η απόσταση από τις ΗΠΑ, όπου ανήλικοι καταδικάζονται σε ισόβια ή και σε θάνατο, ακόμα και για ηθική αυτουργία ή συνέργεια, παραμένει μεγάλη. Επιταχύνεται όμως η σύγκλιση στη λογική τής ολοένα και πιο ασφυκτικής διοικητικής ή ποινικής ρύθμισης της ατομικής συμπεριφοράς.Μέχρι πρότινος, η διαφορά προσεγγίσεως ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θύμιζε εκείνην ανάμεσα στους νευρολόγους, που κάποτε πρότειναν τη λοβοτομή, χειρουργική ή χημική, και την οπτική της ψυχαναλυτικής προσαρμογής και ομοιογενοποίησης, δηλαδή την αναζήτηση διαφορετικών μεθόδων για το ίδιο, πάνω κάτω, αποτέλεσμα για την εξουδετέρωση ενοχλητικών συγκρούσεων ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία.Σήμερα, με την ιδεολογική ουσία να έχει σε μεγάλο βαθμό αποδημήσει από τους πολιτικούς μηχανισμούς που κάποτε την είχαν εκφράσει, το κουφάρι της μορφής και της ρητορικής που απέμεινε μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ευάλωτο σε επικίνδυνες μεταλλάξεις και αιρέσεις, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε μια σοσιαλόμορφη δομή και ρητορική χρησιμοποιήθηκε για να πλαισιώσει μορφώματα όπως ο εθνικο-σοσιαλισμός και, κυρίως, ο φασισμός.Το γέμισμα των κενών με το παραδοσιακά αναγκαίο «Νόμος και Τάξη», την «καταπολέμηση της διαφθοράς», τα «καθαρά χέρια», την εκμετάλλευση των δονήσεων απορρόφησης των μεταναστών, την αναζήτηση στους «κομμουνιστές», πρώην και νυν, άλλοθι για την οικονομική δυσπραγία, όπως έγινε κάποτε με τους «Εβραίους», όλα αυτά συχνά παντρεμένα με «πατριωτικές» κορώνες, έρπουν ήδη ορατά στα πιο ευάλωτα σημεία της Ευρώπης.Θεωρητικά, εγκατεστημένες Δημοκρατίες σε επίσης μακροχρόνια εγκατεστημένες κρατικές οντότητες, όπως η Βρετανία του αρχικού παραδείγματος, δεν πρέπει να είναι εξίσου ευάλωτες. Κινδυνεύουν και αυτές όμως να ολισθήσουν προς τα αυταρχικά ψευδο-σοσιαλίζοντα στοιχεία ενός κατ' εξοχήν βίαιου ομοιογενοποιητικού μηχανισμού, του Στρατού.

Ελευθεροτυπία χωρίς "νεκρά δένδρα"

Θα ακουγόταν εξωφρενικό, αν κάποιος ζητούσε με ένα απλό εξώδικο από την Αττική Οδό να εμποδίζει τη διέλευση από τα διόδια στα φορτηγά που μεταφέρουν έντυπα προς το αεροδρόμιο για διανομή στην Ελλάδα, επειδή θεωρεί ότι κάποια από τα γραφόμενα σ' αυτά τον δυσφημούν. Θα ήταν ακόμα πιο εξωφρενικό, αν η εταιρεία συμμορφωνόταν και, σίγουρα, θα προκαλούσε αντιδράσεις. Σε ευρύτερο ρυθμιστικό επίπεδο, θα ξεσηκώνονταν και οι πέτρες (ή τουλάχιστον θα έπρεπε) αν σε μια σύγχρονη δημοκρατική χώρα κάποιος προσπαθούσε να θέσει περιορισμούς και ελέγχους στην ελευθερία του Τύπου, να λογοκρίνει προληπτικά, επεκτείνοντας το εύρημα της χρήσης δημοσίου αγαθού (ραδιοσυχνότητες) που επικράτησε σε ό,τι αφορά την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, και ερμηνεύοντας ως αντίστοιχο δημόσιο αγαθό το οδικό δίκτυο μέσω του οποίου διακινούνται τα έντυπα.Κάτι ανάλογο συμβαίνει όμως συχνά («Ελευθεροτυπία», 12/10) σε πολλά μέρη του κόσμου, όχι απαραίτητα σε χώρες περιορισμένης δημοκρατίας, όταν εταιρείες παροχής πρόσβασης στο Ιντερνετ (ISP) βομβαρδίζονται από εξώδικα «θιγομένων», που τους ζητούν να διακόψουν την πρόσβαση στο υλικό που τους θίγει. Και στη λογική τού «ού μπλέξεις», συχνά συμμορφώνονται, χωρίς καν να υπάρχει κάποια σχετική δικαστική απόφαση.Μέσα στη σύγχυση που προκαλεί κάθε καινούργιο που δεν έχει ακόμα πλήρως «χωνευτεί» από την κοινωνία, στο συνεχώς διευρυνόμενο λόγω επιταχυνόμενης τεχνολογικής εξέλιξης χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αδράνεια των κοινωνικών προσαρμογών, δημιουργείται χώρος αυθαιρεσίας ένθεν κακείθεν. Προκύπτει μια, φυσιολογικά χαοτική στην έναρξή της, αναζήτηση των νέων ισορροπιών ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό ή στην αλληλεπίδραση των ορίων ανάμεσα στις διάφορες ατομικότητες. Ενα χάος που γίνεται εξαιρετικά ορατό με την έλλειψη κατανόησης της διαφοράς ανάμεσα στο μήνυμα και το μέσον, τη φοβική δαιμονοποίηση ή την ουτοπική εξύμνηση ενός απλού -όσο αποτελεσματικό και αν είναι- εργαλείου.Παραμένοντας σε μια βασική συνιστώσα της Δημοκρατίας, την ελευθερία του λόγου και, κατ' επέκταση, την ελευθερία του Τύπου, γίνεται όλο και προφανέστερο ότι όχι μόνο το μέλλον αλλά και η αναγέννηση του γραπτού λόγου βρίσκονται στο Διαδίκτυο, απειλώντας για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια την κυριαρχία του ραδιοτηλεοπτικού (ιδίως του τηλεοπτικού) εκπεμπόμενου λόγου. Η ίδια η μορφή της εφημερίδας, του εντύπου γενικά, είναι αυτή που χρειάζεται τις λιγότερες προσαρμογές, όπως δείχνουν οι έρευνες που έχουν γίνει διεθνώς μεταξύ των νεοτέρων (και μελλοντικά μεγαλυτέρων). Η εγγενής γραμμική ή «σειριακή» μορφή του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού λόγου δείχνει να γίνεται αντιληπτή όλο και περισσότερο ως σοβαρός περιορισμός.Σε ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων πρέπει κανείς να παρακολουθήσει μια σειρά ειδήσεων που ενδεχομένως δεν τον ενδιαφέρουν, να υποστεί κάποιον τηλεπαρουσιαστή που διαπληκτίζεται με τον προσκεκλημένο του για κάτι που πιθανώς τον αφήνει αδιάφορο, με την ελπίδα ότι, κάποια στιγμή, θα ακούσει αυτό που τον ενδιαφέρει, αν δεν το φάει το μαύρο σκοτάδι του ακριβού τηλεοπτικού χρόνου. Ενδέχεται να χάσει μισή ή μία ώρα και να μείνει απογοητευμένος.Αντιθέτως, η εγγενής μορφή μιας εφημερίδας, όπως και του Διαδικτύου, αν και με περιορισμούς αναζήτησης, δεν είναι γραμμική αλλά «τυχαίας προσπέλασης». Ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει να πάει απευθείας στις αθλητικές ή τις καλλιτεχνικές σελίδες, χωρίς να περάσει από αυτές που προηγούνται, μπορεί να διαβάσει μια είδηση που τον ενδιαφέρει ή του τραβάει την προσοχή ο τίτλος της, χωρίς απαραίτητα να διαβάσει τις υπόλοιπες. Αυτή η συνάφεια της εφημερίδας με την ευρεία έννοια, δηλαδή του συνεχώς ανανεούμενου γραπτού λόγου με τη δυνατότητα μη γραμμικής προσπέλασης, την οδηγεί μοιραία στο Διαδίκτυο, όπως δείχνει και η έκρηξη των δικτυακών ημερολογίων (blog από το Web Log). Η «έκρηξη» αυτή οδηγεί ακριβώς στον πυρήνα της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου, δίνοντας ίσως για πρώτη φορά τη δυνατότητα πλήρους πρακτικής εφαρμογής τους. Διότι, αν μέχρι τώρα στα δημοκρατικά καθεστώτα κάθε πολίτης έχει θεωρητικά το δικαίωμα να εκδώσει ελεύθερα μια εφημερίδα για να εκφράσει την άποψή του, τη δυσφορία, την πίκρα ή ακόμα και την τρέλα του, η ελευθερία αυτή σκοντάφτει στους πρακτικούς περιορισμούς κόστους παραγωγής και διακίνησης. Με το εργαλείο του Διαδικτύου, με τον συνδυασμό πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, οι περιορισμοί αυτοί σχεδόν εξαφανίζονται, σε μια εξέλιξη πολύ πιο δραστική από τη διευκόλυνση της διακίνησης ιδεών που επέτρεψε στο παρελθόν το εργαλείο της τυπογραφίας.Μία εφημερίδα (με την ευρεία έννοια) δεν είναι τα «νεκρά δένδρα», το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνεται, ούτε τα φορτηγά που τη μεταφέρουν στο περίπτερο, αλλά ο λόγος της. Σ' αυτόν και όχι στο χαρτί και στο μελάνι (ή στο μικρόφωνο) αναφέρεται η ελευθερία του λόγου, σε αυτόν και όχι σε κάποια παλιά «Χαϊδελβέργη» αναφέρεται η ελευθερία του Τύπου. Η αλλαγή των εργαλείων παραγωγής, η αντικατάσταση των φορτηγών από ηλεκτρόνια για τη διακίνηση, δεν αλλάζει την ουσία.Η ουσία όμως κινδυνεύει από την εκμετάλλευση της φυσιολογικής σύγχυσης από την εισαγωγή του νέου, από την απερίσκεπτη ή κακόβουλα κατευθυνόμενη φοβική αντιμετώπισή του. Η όλο και εντεινόμενη ρυθμιστική τάση των σύγχρονων κοινωνιών οφείλεται εν μέρει στην αυξανόμενη πολυπλοκότητά τους. Οφείλεται όμως και στη φυσική τάση κάθε μορφής εξουσίας - γραφειοκρατίας, να αναζητά ευκαιρίες ρύθμισης της αυτοεξυπηρέτησής της, με συνηθέστερο πρόσχημα την προστασία κάποιου εννόμου αγαθού και σύμμαχο την κινδυνολογία. Ανέκαθεν υπαρκτά προβλήματα, από την τρομοκρατία, τους παιδεραστές, τους απατεώνες και τους κλέφτες χρησιμοποιούνται ως φόβητρο για περιορισμούς ελευθεριών. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως όταν πριν χρόνια στην Ελλάδα, κάποιος υπουργός σκεφτόταν να απαγορεύσει τη μεταφορά δύο αναβατών από τις μοτοσικλέτες για να αντιμετωπιστούν οι «τσαντάκηδες», αποτελούν εκφράσεις απλής βλακείας. Σε άλλες, όπως στον έλεγχο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας για την αντιμετώπιση των παιδεραστών, που επέστρεψε ως παράνομη τη φωτογραφία από τις καλοκαιρινές διακοπές που έστειλε φίλη στον αδελφό της στη Βρετανία, επειδή σε αυτές εμφανίζονταν τα παιδιά της με μαγιό στην παραλία, δεν είναι απαραίτητο να λείπει η βλακεία, όμως σίγουρα συνοδεύεται από ευρύτερη λογική εθισμού σε ελέγχους και εμπέδωσης αισθήματος απειλής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται κάποιες ρυθμίσεις. Με κυρίαρχη εκείνη που θα διασφαλίζει τις ατομικές ελευθερίες, ιδίως την ελευθερία του λόγου ανεξάρτητα από τα εργαλεία έκφρασης, και θα διαμορφώνει ένα σαφές πλαίσιο προστασίας, ώστε βασικοί διαχειριστές των νέων εργαλείων να μην υπόκεινται σε εκβιασμούς και πιέσεις.

ΘΕΡΙΝΗ ΡΑΣΤΩΝΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΑΠΟΓΑ
Γύρω στις 140.000 Τούρκοι, κατ' άλλους 200.000, «παραθερίζουν» στο βουνό, στα εκτεταμένα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ. Μερικοί σπάνε την ανία με εκδρομές πέραν των συνόρων ή συσφίγγοντας τις σχέσεις τους με τις γειτονικές κατασκηνώσεις στο Ιράν με την οργάνωση κοινών βομβαρδισμών πυροβολικού στα κουρδικά βουνά.Λίγο νοτιότερα, παρόμοιος αριθμός Αμερικανών αναζητούν μεγαλύτερες δόσεις αδρεναλίνης ιδρωκοπώντας στην καυτή άμμο ή τις ακόμα πιο καυτές κροκάλες των ερήμων, σε αχνιστά βαλτοτόπια ή ανάμεσα σε καυτούς πλίνθινους τοίχους χωριών και πόλεων στο χρώμα του περιβάλλοντος. Αλλοι συμπατριώτες τους, όπως χιλιάδες απ' αυτούς που επιλέγουν κρουαζιέρα για τις διακοπές τους, αναρωτιούνται αν η ανία των διακοπών εν πλω αξίζει τελικά τον κόπο και φλερτάρουν με τη «λαμαρινίαση» στα πυρωμένα από τον καυτό ήλιο γκρίζα πλοία. Οι καπεταναίοι βλαστημούν με γνήσιο ναυτικό τρόπο, προσπαθώντας να μην τρακάρουν μεταξύ τους οι τρεις ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων που διαγκωνίζονται για χώρο στα ζεστά νερά του Περσικού Κόλπου, πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια.Ακόμα πιο πέρα, τα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν συγκεντρώνουν πιο διεθνή πελατεία, ΝΑΤΟϊκής συμμετοχής γαρ, σε βαθμό που οι διάφορες ομάδες τσακώνονται μεταξύ τους αλληλοκατηγορούμενες ότι έχουν καταστρέψει τη γνησιότητα της περιοχής.Δεν πρόκειται όμως περί απλού τουριστικού σουλάτσου, αλλά περί της εφαρμογής στην πράξη τού, αγγλοσαξωνικής εμπνεύσεως θεσμού του «sandwich cource», δηλαδή της παρεμβολής ενός έτους εργασιακής εμπειρίας στις ανώτατες σπουδές, κατά τη διάρκεια του οποίου αποκτάται πρακτική εμπειρία, εμπεδώνεται, αλλά και δοκιμάζεται η θεωρητική διδασκαλία που έχει προηγηθεί και γεννάται θεωρητικός προβληματισμός για το μέλλον.Η μέθοδος βοηθά να ξεπεραστεί εν μέρει η αδράνεια της κατεστημένης επιστημονικής σκέψης και η ανασφαλής περιχαράκωση σε ακλόνητες βασικές παραδοχές. Η αδράνεια αυτή αλλά και η ευρύτερη κοινωνική αδράνεια στην αναγνώριση, χειρισμό και ενσωμάτωση επιταχυνόμενων πραγματικών αλλαγών εκφράζεται και στην κορυφαία -όχι με την έννοια του καλού και του κακού, αλλά με την έννοια των συνολικών κοινωνικών επιπτώσεων- δραστηριότητα του πολέμου.Από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε κανένας «βιομηχανικός πόλεμος», κανένας πόλεμος στον οποίο το σύνολο της κοινωνίας των εμπλεκόμενων πλευρών με ολόκληρο το παραγωγικό δυναμικό της να διαμορφώθηκε ώστε να στηρίζει τις μαζικές πολεμικές δραστηριότητες με βιομηχανική, δηλαδή μαζική, ισχύ. Ο λεγόμενος «Ψυχρός Πόλεμος», που θα μπορούσε να αποκτήσει τέτοια μορφή αν δεν είχε εισαχθεί το στοιχείο του πυρηνικού οπλοστασίου, ποτέ δεν εξελίχθηκε σε πόλεμο, αλλά παρέμεινε σε φάση «διένεξης» ή «αντιπαράθεσης». Ακόμα και στο επίπεδο της αντιπαράθεσης αυτής, η πλευρά η οποία επέλεξε την αυστηρότερη προσήλωση στο πρότυπο του «βιομηχανικού πολέμου», εμπλέκοντας περισσότερο την κοινωνία της στην εξυπηρέτησή του, ήταν αυτή που κατέρρευσε.Στο διάστημα αυτό, η χρήση «βιομηχανικής ισχύος», ενός υποσυνόλου του «βιομηχανικού πολέμου», ουδέποτε οδήγησε σε στρατηγική νίκη όπως έδειξε ο πόλεμος της Κορέας, του Βιετνάμ, οι γαλλικές εμπειρίες στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, η βρετανική και γαλλική επιδρομή στο Σουέζ, ο σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο 8χρονος πόλεμος Ιράκ - Ιράν και οι σημερινοί πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Στην καλύτερη περίπτωση πρόσφερε κάποιες απλές επιτυχίες σε τακτικό επίπεδο, που όμως δεν επηρέασαν τη συνολική στρατηγική έκβαση. Ακόμα και η νίκη της Βρετανίας στα Φόκλαντ/Μαλβίνες, αν και χρησιμοποιείται συχνά ως παράδειγμα επιτυχίας, παραμένει αμφιλεγόμενη τόσο σε ό,τι αφορά την πραγματική ή όχι χρήση βιομηχανικής ισχύος όσο και σε ό,τι αφορά την επιτυχία σε τακτικό, υποστρατηγικό ή στρατηγικό επίπεδο.Η απορία που προκύπτει από την αδυναμία συμβιβασμού των πρακτικών αποτελεσμάτων με τις κατεστημένες παραδοχές, οι ρίζες των οποίων φτάνουν ώς τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, εκφράζεται σήμερα με όρους όπως «ασύμμετρος πόλεμος», λες και η ασυμμετρία δεν ήταν ανέκαθεν βασική επιδίωξη κάθε εμπολέμου. Η σημερινή χρήση του όρου εκφράζει έτσι απλώς την αμήχανη δυσφορία απέναντι στη φυσιολογική άρνηση του αντιπάλου να παίξει με τους δικούς σου όρους επιδιώκοντας να επιβάλει τους δικούς του.Το ότι η προσπάθεια αυτή αποδεικνύεται σταθερά επιτυχής οδηγεί το μοντέλο του «βιομηχανικού πολέμου» και της «βιομηχανικής ισχύος» σε έναν φαύλο κύκλο αποδυνάμωσής τους, ακόμα και ως απειλής. Οταν η Τουρκία χρησιμοποίησε την απειλή χρήσης μαζικής στρατιωτικής ισχύος συγκεντρώνοντας δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, άρματα μάχης, πυροβόλα και τα συναφή στα σύνορα με τη Συρία για να επιτύχει την εκδίωξη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν από τη Δαμασκό, πέτυχε τον στόχο της, κυρίως επειδή το διακύβευμα (η τύχη του Οτζαλάν) δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη Συρία.Η σημερινή συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα σύνορα του Βορείου Ιράκ δύσκολα μπορεί να έχει τα ίδια αποτελέσματα. Η επίδειξη ισχύος μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνον όταν πείθει ότι η ισχύς αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά απέναντι σε έναν αντίπαλο που υπερασπίζεται ζωτικά συμφέροντα, άρα είναι διατεθειμένος να απορροφήσει το κόστος.Α ν η πολεμική ισχύς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για την επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου, δεν έχει στρατηγική χρησιμότητα. Και αν αυτό γίνεται αντιληπτό, δεν έχει χρησιμότητα ούτε η επίδειξή της. Το υπόδειγμα του πολέμου αλλάζει και, συνήθως αυτός που το αντιλαμβάνεται και προσαρμόζεται τελευταίος είναι αυτός που αισθάνεται ασφαλέστερος και ισχυρότερος στο παλιό υπόδειγμα. Πρόκειται για μια οδυνηρή γι' αυτόν διαδικασία, όπως αντιλήφθηκε και ο Ναπολέων στον καταστροφικό γι' αυτόν πόλεμο στην Ισπανία, όταν οι Ισπανοί άτακτοι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το δικό του, κυρίαρχο μέχρι τότε, υπόδειγμα πολέμου, εξαπολύοντας με τους δικούς τους όρους «guerilas» (μικρούς πολέμους) και εισάγοντας έναν νέο όρο στην ιστορία.Η επίδειξη «βιομηχανικής ισχύος», η παράταξη αρμάτων, πυροβόλων, αεροσκαφών και κανονιοφόρων/αεροπλανοφόρων, οδηγείται έτσι στην ίδια θέση που πήραν οι ασκήσεις «πυκνής τάξης» στην μετα-ναπολεόντειο βιομηχανική εποχή, έστω και αν οι στρατιωτικοί ιθύνοντες χρειάστηκαν έναν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για να αντιληφθούν ότι, μαζί με τις παρελάσεις, χρειάζονται μόνο για να τονώνουν το φρόνημα, κυρίως το δικό τους.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:«The new western way of war», Martin Shaw, Polity Press, 2005, Cambridge.«The Utility of Force, the art of war in the Modern world», Rupert Smith, Penguin, 2006, London.«The End of Iraq», Peter W. Galbraith, Simon & Shuster, 2006, London.«COBRA ΙΙ, the inside story of the invasion and occupation of Iraq», Michael Gordon & Bernard Trainor, Atlantic Books, 2007, London.«Η Θεωρία του Πολέμου», Παναγιώτης Κονδύλης, Θεμέλιο, 1997, Αθήνα.