Τρίτη 24 Απριλίου 2007

Ο ριζοσπαστισμός της μεσαίας τάξης

Μια πρόγευση των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης στη μελλοντική πολιτική συμπεριφορά των πολιτών στις αναπτυγμένες χώρες, ιδίως στην Ευρώπη, δίνει ο προχθεσινός πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών και ιδίως ο τριπλασιασμός της δύναμης του Κέντρου στο πρόσωπο του Φρανσουά Μπαϊρού, σε συνδυασμό με τον καταποντισμό των μικρών αριστερών κομμάτων.
Από το 6% των εκλογών του 2002, ο Μπαϊρού συγκέντρωσε πάνω από 18%. Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα αυτό, ο διευθυντής της «Μοντ», Ζαν- Μαρί Κολομπανί (βλέπε σε διπλανή σελίδα), παρατηρεί ότι «το κέντρο επιβλήθηκε προσθέτοντας στις παραδοσιακές συνιστώσες του μια διάσταση καθαρής διαμαρτυρίας». Σε πρώτο επίπεδο, η διαμαρτυρία αυτή είναι προφανές ότι αφορά τη γαλλική πολιτική σκηνή, τα πρόσωπα και τα κόμματα που εναλλάχθηκαν τα τελευταία χρόνια στην εξουσία. Λίγο βαθύτερα, όμως, εδράζεται στην εντεινόμενη δυσφορία μιας μέσης τάξης, μεγάλα τμήματα της οποίας ωθούνται σταθερά πέρα από τη γραμμή που τους χώριζε από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, καταλαμβάνοντας το όλο και μεγαλύτερο κενό που αφήνουν εκείνοι που μετακινούνται από τα εργατικά στρώματα προς το περιθώριο της κοινωνίας.Στο επίπεδο της δυσφορίας, τμήμα της μεσαίας τάξης εκφράζεται όλο και περισσότερο διαμαρτυρόμενο, χρησιμοποιώντας την αρνητική ψήφο για να την εκφράσει. Ενα τμήμα έχει ήδη αρχίσει να ριζοσπαστικοποιείται. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η ριζοσπαστικοποίηση αυτή το κατευθύνει κυρίως στην άκρα δεξιά ή στην ακροδεξιά συνιστώσα πολιτικών όπως ο Νικολά Σαρκοζί.Στην Ευρώπη, ιστορικά η δυσφορία και η συνακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση της μεσαίας τάξης εκφράστηκε επαναστατικά μέσω φασιστικών μορφωμάτων. Οι ιστορικές συνθήκες δεν είναι ίδιες με αυτές του παρελθόντος. Ο ρυθμός αύξησης της δυσφορίας, όμως, ξυπνά ιστορικές μνήμες.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

Εντονη αμφισβήτηση για τον πόλεμο

ΚΑΘΕ δυστύχημα προϋποθέτει τη σύμπτωση μιας σειράς γεγονότων. Η έλλειψη ενός και μόνο απ' αυτά μειώνει τη σοβαρότητά του ή και το αποτρέπει. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τον «παράγοντα ενεργοποίησης», τον καταλύτη που είναι απαραίτητος για την πυροδότηση του συνδυασμού στοιχείων ώστε να προκύψει το δυστύχημα.

ΓΙΑ το δυστύχημα στο οποίο κατέληξαν οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους, ο παράγοντας ενεργοποίησης είναι προφανής: η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ομως, για να μπορέσουν οι διάφορες ομάδες ζηλωτών να φέρουν τις ΗΠΑ στη σημερινή τους κατάσταση, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, για να προωθήσουν ένα έρπον πραξικόπημα, χρειάστηκε να συμπέσουν ή να συσσωρευτούν πολλές προϋποθέσεις.Κατ' αρχήν έπρεπε να υπάρχουν αυτοί καθεαυτοί οι ζηλωτές, τόσο οι νεο-συντηρητικοί ιδεολόγοι όσο και οι θρησκόληπτοι, οι ιδεοληψίες και οι θρησκοληψίες που, αν και δεν αποτελούν αποκλειστικότητα των ΗΠΑ, παρουσιάζουν εκεί παραδοσιακά ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στη κοινωνία. Επρεπε να έχει προηγηθεί η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που επέτρεψε σε άλλα θέματα να αναδειχθούν στην αμερικανική κεντρική πολιτική σκηνή. Χρειαζόταν μια οκταετία προεδρίας του Μπιλ Κλίντον, ώστε να ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό το σύνδρομο του Βιετνάμ και οι απομονωτικές συνέπειές του. Χρειαζόταν ακόμα και το σκάνδαλο Λεβίνσκι, για να προσθέσει πινελιές ηθικολογίας στις εκλογές. Και οι εκλογές χρειαζόταν να φέρουν στην εξουσία μια προσωπικότητα με ψυχολογία που θα την οδηγούσε σε ταύτιση με τους ζηλωτές.Ενα δυστύχημα είναι στιγμιαίο, αλλά οι επιπτώσεις του μπορεί να έχουν διάρκεια. Τρεις μέρες πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ, κατά τις οποίες θα ανανεωθεί ολόκληρη η Βουλή των Αντιπροσώπων, το ένα τρίτο των εδρών της Γερουσίας και οι κυβερνήτες στην πλειονότητα των Πολιτειών, οι σφυγμομετρήσεις, παρουσιάζοντας ως πιθανότερη τη νίκη των Δημοκρατικών, δείχνουν ότι οι επιπτώσεις αρχίζουν να αμβλύνονται.Προφανής καταλύτης αυτής της εξέλιξης, η υπόθεση του Ιράκ, οδήγησε σε συνειδητοποίηση της σύγκρουσης ιδεοληψιών και πραγματικότητας, καταφέρνοντας να διαπεράσει παρωπίδες φόβου, μεταφυσικής πίστης στο πρόσωπο του προέδρου και σταθερά καλλιεργημένων ψευδαισθήσεων. Ομως, αν το Ιράκ αφύπνισε τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας, αν και σε αυτό καθώς και στην ευρύτερη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στρέφεται το διεθνές ενδιαφέρον, δεν είναι το αποκλειστικό στοιχείο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ήττα των Ρεπουμπλικανών στις μεθαυριανές εκλογές. Πολλοί θεωρούν, μάλιστα, ότι δεν θα είναι ούτε καν το κυρίαρχο.Οι εκλογές, που γίνονται στο μέσο της προεδρικής θητείας, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με τις ελληνικές δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, στο βαθμό που η ψήφος των πολιτών δεν ακολουθεί απαραίτητα κομματικές γραμμές αλλά αφορά συγκεκριμένες προσωπικότητες. Η κομματική ψήφος αλλά και η ψήφος διαμαρτυρίας απέναντι στην πολιτική της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης έχει βεβαίως τη θέση της, όμως και αυτή επηρεάζεται από τις εξελίξεις.Αν οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου καταλήξουν σε δυστύχημα για τους Ρεπουμπλικανούς, σίγουρα ο «παράγοντας ενεργοποίησης» θα είναι το Ιράκ. Το ότι ο Τζορτζ Μπους επιμένει δημοσίως στην ορθότητα της πολιτικής του είναι λογικό, καθώς πρέπει να απαντήσει σε κάποιο βαθμό στις κατηγορίες. Αυτό που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται λογικό είναι το ότι δεν σύρεται απλώς στην ανάδειξη του θέματος -που εξελίσσεται στη νέμεση της προεδρίας του- ως κορυφαίου στην προεκλογική περίοδο, αλλά δείχνει να το επιδιώκει. Ομως, από εκλογικής απόψεως, για τους Ρεπουμπλικανούς άλλο είναι το κρίσιμο θέμα το οποίο προσπαθούν να κρατήσουν όσο το δυνατόν μακρύτερα από τις προεκλογικές συζητήσεις: Η υπόθεση των σεξουαλικών σκανδάλων του Ρεπουμπλικανού βουλευτή από τη Φλώριδα, Μαρκ Φόλι, και η συγκάλυψή τους από τη ρεπουμπλικανική ηγεσία του Κογκρέσου.Ο λόγος είναι απλός: η εκλογική βάση των Ρεπουμπλικανών γενικά και του Τζορτζ Μπους ειδικότερα, η θρησκευτική Δεξιά, είναι εξαιρετικά συντηρητική κοινωνικά, θρησκόληπτη και απόλυτη στις δικές της αξίες.Στις προεδρικές εκλογές του 2004, τον Τζορτζ Μπους ψήφισαν το 78% των λευκών Ευαγγελικών, που αποτελούν το 23% των ψηφοφόρων. Τον ψήφισαν το 52% των Καθολικών, έστω και αν ο αντίπαλός του, Τζον Κέρι, ήταν Καθολικός, κάτι που δεν άφησε ανεκμετάλλευτο κατά την προεκλογική του εκστρατεία. Παρουσιάστηκε τότε το φαινόμενο διάσπασης της ψήφου των Καθολικών, πολλοί από τους οποίους δεν ψήφισαν τον ομόδοξό τους αλλά τον Μεθοδιστή Μπους για έναν και μοναδικό λόγο: ο Κέρι ήταν Δημοκρατικός και το Δημοκρατικό κόμμα είναι υπέρ της ελευθερίας της επιλογής στον τομέα της άμβλωσης. Οι Καθολικοί είναι ανυποχώρητα εναντίον των αμβλώσεων και για πολλούς ήταν θέμα αρχής να μην ψηφίσουν τον οποιονδήποτε Δημοκρατικό υποψήφιο.Οσο στην προεκλογική περίοδο κυριαρχεί το θέμα του Ιράκ, είναι βέβαιο ότι κάποιοι από τους εν δυνάμει ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών, αν δεν καγχάσουν, θα αρχίσουν να αμφισβητούν τις συνεχιζόμενες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες ακόμα και από στρατηγούς, ότι τόσο ο πρόεδρος Μπους όσο και ο υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ως Ιωάννες της Λωρραίνης, καθοδηγούνται από τον Θεό στις επιλογές τους σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ και τον ευρύτερο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ομως, ακόμα κι αυτοί, θα δυσκολευτούν να ψηφίσουν Δημοκρατικούς, έστω κι αν το Δημοκρατικό Κόμμα κάνει ό,τι μπορεί για να μην προβάλει τις πάγιες θέσεις του σε «ηθικά» θέματα όπως οι αμβλώσεις και οι έρευνες σε αρχέγονα κύτταρα.Αν όμως κυριαρχούσε το «ηθικό» θέμα του Φόλι, οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι που θα αισθάνονταν αναγκασμένοι να τιμωρήσουν το κόμμα τους ψηφίζοντας Δημοκρατικούς ή απλώς απέχοντας θα ήταν πολύ περισσότεροι. Παρά την καταστροφική πορεία του πολέμου στο Ιράκ, οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν κάποιες, έστω και μικρές, ελπίδες διάσωσης της κυριαρχίας τους στο Κογκρέσο μετά τις εκλογές. Αν αυτό συμβεί, θα σημαίνει ότι η πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ έχει απολιθωθεί κατά μήκος των άκαμπτων θρησκευτικών και ιδεολογικών γραμμών που εκφράστηκαν στις εκλογές του 2000 και 2005, και τροφοδοτήθηκαν από την ανάδραση μιας «δικής τους» εξουσίας.Αν, το πιθανότερο, οι Δημοκρατικοί αποκτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, οι πιέσεις στον πρόεδρο Μπους για αλλαγή στιλ στην εξωτερική πολιτική και στο θέμα του Ιράκ θα ενισχυθούν. Σε θέματα ουσίας, όμως, και οι Δημοκρατικοί είναι όμηροι των επιλογών που έχουν ήδη γίνει στο παρελθόν, πολλές από τις οποίες με τη δική τους συναίνεση. Στα δύο χρόνια που μεσολαβούν μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2008, η επαφή της ρητορικής τους με την πραγματικότητα ενδέχεται να λειτουργήσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.Ακόμα και αν συμβάλουν στη χειραφέτηση της αμερικανικής κοινωνίας από τους νεο-συντηρητικούς ζηλωτές και την αποκατάσταση συνταγματικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, αν παίξουν τον ρόλο τους στην αποδυνάμωση των Ευαγγελιστών που, ερμηνεύοντας κατά λέξη το Ευαγγέλιο, ταυτίζονται με τα συντηρητικότερα στοιχεία του Ισραήλ και τα στηρίζουν (στη Δεξιά του Κυρίου, τόσο η Δεξιά όσο και ο Κύριος ταυτίζονται), δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τη θρησκευτική πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας.Οπως σχολιάζει ο ειδικός για τους Ευαγγελικούς στο Κέντρο Ηθικής και Δημόσιας Πολιτικής των ΗΠΑ, Μάικλ Κρομάρτι, μέχρι τις εκλογές του 2008 «οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να δηλώνουν ότι συντονίζονται θρησκευτικά με την Αμερική και να πείσουν γι' αυτό. Ολοι οι μελλοντικοί πολιτικοί σύμβουλοι θα πρέπει να κατανοήσουν τις θρησκευτικές ευαισθησίες».Η κατανόηση είναι, κατ' αρχήν, θετική. Η θρησκευτική περιχαράκωση και η ενθάρρυνση ή αποδοχή θρησκευτικών διαχωριστικών γραμμών στην πολιτική σκηνή, όμως, εγκυμονεί κινδύνους. Ιδίως σε μια χώρα και σε μία ήπειρο που δεν έχει αναπτύξει αντισώματα, όπως η Ευρώπη, μη έχοντας εμβολιαστεί ιστορικά με τις ολέθριες επιπτώσεις της επικράτησης θρησκευτικών και ιδεολογικών βεβαιοτήτων.

04/11/07

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

Σύγχυση ιδεών στις ΗΠΑ κληροδοτεί ο Μπους

Είναι ομολογουμένως θλιβερό να υπερασπίζεσαι δικτάτορες, θρησκόληπτους/ιδεόπληκτους φανατικούς, απλά καθάρματα ή καταστροφικές ψυχώσεις τρομοκρατημένων κοινωνιών. Και είναι τραγικό να αναγκάζεσαι να το κάνεις για να αντιταχθείς σε άλλους, χειρότερους δικτάτορες, θρησκόληπτους/ιδεόπληκτους φανατικούς, απλά καθάρματα και καταστροφικότερες ψυχώσεις πιο τρομοκρατημένων κοινωνιών...Αυτός ο φρικτός εγκλωβισμός σε ένα μανιχαϊκό σύμπαν με μοναδικούς πόλους το κακό και το μεγαλύτερο κακό είναι το κληροδότημα της εποχής Μπους, που κάνει τον παλιότερο και σχεδόν ξεχασμένο διπολισμό να μοιάζει ανακουφιστικός, Διότι ο τότε μανιχαϊσμός πρόσφερε την ψευδαίσθηση της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό, ή μάλλον στο ότι υπήρχε κάποιο καλό απέναντι στο κακό όταν το κάθε ένα προσδιοριζόταν ανάλογα με την οπτική γωνία.Τότε όμως, η απόλυτη θρησκευτική/ιδεολογική βεβαιότητα της μιας πλευράς δεν είχε απέναντί της μια παρόμοια θρησκευτική/ιδεολογική οντότητα, έστω και αν γινόταν προσπάθεια να αναγορευτεί σε κάτι τέτοιο η απλή περιγραφή ενός οικονομικού συστήματος.Ο λεγόμενος «καπιταλισμός» ποτέ δεν μπόρεσε από μόνος του να προσφέρει ψυχική γαλήνη ή να κατευνάσει υπαρξιακές αγωνίες, κάτι που πετύχαινε το -πραγματικό ή προβαλλόμενο- υπόβαθρο των απέναντι. Δεν έβλεπε έτσι ανταγωνιστικά, άρα εχθρικά, τις θρησκείες, πλην της μιας αντίπαλης θρησκόμορφης ιδεολογίας, την οποία χρησιμοποιούσε για να καλύπτει εξ αντανακλάσεως το δικό του κενό. Ομως, με την κατάρρευση του χρήσιμου αντιπάλου απώλεσε τα «ευγενή» χαρακτηριστικά που του προσέδιδε ο ετεροπροσδιορισμός αυτός. Οι προσπάθειες διαμόρφωσης ενός ιδεολογικού υπόβαθρου είχαν ξεκινήσει στις ΗΠΑ από νωρίς. Από την εποχή της προεδρίας Ρίγκαν ακόμα, καθηγητές σε αμερικανικά πανεπιστήμια καθώς και «δεξαμενές σκέψης» που κοίταζαν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση άρχισαν να αποκτούν προσβάσεις στα ανώτατα κλιμάκια της αμερικανικής ηγεσίας. Διαμόρφωναν σταδιακά μια πολιτική ανάλυση που αντλούσε από την εμπειρία της αμερικανικής ιστορίας σε συνδυασμό με την από ιδρύσεως εμπειρία του Ισραήλ. Υστερα από μια περίοδο αγρανάπαυσης, οι φορείς αυτής της προσέγγισης ρίζωσαν από το 2000 για τα καλά στην κυβέρνηση του νεότερου Μπους. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 τούς πρόσφεραν το στοιχείο του υπαρξιακού φόβου, τον οποίο έσπευσαν να γαληνέψουν μετατρέποντας την ανάλυσή τους σε ιδεολογία και εμπλουτίζοντάς τη με παραθρησκευτικά ιδεολογικά στοιχεία, εκμεταλλευόμενοι την έντονη θρησκευτική ταυτότητα της κυβέρνησης Μπους και των υποστηρικτών της, αλλά και, ετεροπροσδιοριζόμενοι για άλλη μία φορά, την ακραία θρησκευτικότητα των νέων αντιπάλων.Ο κόσμος, όπως διαμορφώθηκε από αυτή την αλληλεπίδραση, περιγράφεται θαυμάσια από τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες μέσα και γύρω από τον Λίβανο. Μια χρονίως φοβισμένη στρατιωτικοποιημένη κοινωνία υπό τη συνεχή αίσθηση της απειλής, με την ψυχολογία του πολιορκημένου (συνθήκες που εκτρέφουν τη θρησκευτική βεβαιότητα περί καλού, δικαίου και σωστού), υπό μια άπειρη πολιτική ηγεσία που τρέμει μη φανεί ανεπαρκής, ανακουφίζει το θυμικό της υποστηρίζοντας -με ποσοστά κοντά στο 90% και αναζητώντας τρόπους εκλογίκευσης για πρωτοφανείς μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- επιθέσεις συλλογικής ευθύνης και σύλληψης ενός ολόκληρου έθνους ως ομήρου, έναντι δύο αιχμαλώτων στρατιωτών.Μια άλλη κοινωνία, επίσης τρομοκρατημένη μετά την 11η Σεπτεμβρίου, με αντίστοιχη υποκειμενική αίσθηση απειλής και πολιορκίας και με παρόμοια μεταφυσική βεβαιότητα περί καλού, δικαίου και σωστού, υποστηρίζει για άλλη μία φορά τη στάση της κυβέρνησής της υπέρ μιας στρατιωτικής εισβολής σε χώρα της Μέσης Ανατολής, παρά τη δική της οδυνηρή εμπειρία από το Ιράκ.Τα πράγματα είναι πιο ορθολογικά -αν και όχι πιο ηθικά- εκεί που θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Το ελαφρώς αυτάρεσκο μειδίαμα του σεΐχη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, μετά τις επιθέσεις στην έδρα της οργάνωσής του, δεν φανερώνει απλώς την αλαζονεία ιερωμένου που αισθάνεται ότι έχει την αποκλειστική αντιπροσωπεία της Αλήθειας. Δείχνει ότι η αντίπαλη των ΗΠΑ και του Ισραήλ πλευρά πατά σε μια πολύ παλαιότερη, βαθύτερη -άρα στερεότερη- θρησκευτική/ιδεολογική βάση και αντλεί από την εμπειρία των ιερατείων της στον κοινωνικό έλεγχο και τον έλεγχο της σκέψης επί πολλές εκατονταετίες. Με την κληρονομιά αυτή, ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός στο σύνολό του κατάφερε, εδώ και μερικά χρόνια, να αναστρέψει τη φθίνουσα πορεία του, να μετατραπεί αρχικά σε όχημα του αραβικού εθνικισμού και στη συνέχεια σε πόλο αντίστασης κατά της δυτικής επικυριαρχίας κάθε μορφής...Υπολογίζοντας με την οξυδέρκεια εμπόρου του «σουκ» το κόστος και το κέρδος, πρότεινε στη Δύση -δηλαδή στις ΗΠΑ- μια ανταλλαγή που ήξερε ότι θα γίνει αμέσως δεκτή. Προσφέρθηκε να αποτελέσει τον αναγκαίο αντίπαλο πόλο, να επιτρέψει στις ΗΠΑ να ετεροπροσδιορίσουν πάνω του την ιδεολογική τους ταυτότητα και πήρε ως αντάλλαγμα τη δική του ετερο-νομιμοποίηση.Τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ χρησιμοποίησε σαν δεκανίκι που της επέτρεψε να σταθεί στα πρώτα βήματά της η σιιτική Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν. Τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ εκμαίευσε η σουνιτική ουαχαμπιτική Αλ Κάιντα για να ανέβει, μέσω αυτής, στην κορυφή του παγκόσμιου ισλαμικού φονταμενταλιστικού κινήματος. Την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ χρησιμοποίησε για να πατήσει για πρώτη φορά πόδι στην εκτός αραβικής χερσονήσου Μέση Ανατολή. Στη σύγκρουση με τις ΗΠΑ με βάση το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης αναβαπτίζεται η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν, ύστερα από μια περίοδο αμφισβήτησης. Με τη σύγκρουση με το Ισραήλ -δηλαδή με τις ΗΠΑ- η Χεζμπολάχ διεκδικεί για τον εαυτό της και για το σιιτικό Ιράν το ρόλο της στο παγκόσμιο ισλαμικό κίνημα.Σαν τουρίστες που επιστρέφουν στο ξενοδοχείο τους έπειτα από περιήγηση στα πολύχρωμα στενά των «σουκ» κάποιας αραβικής μεδίνας, οι ΗΠΑ δείχνουν να περηφανεύονται ότι κατάφεραν να «ρίξουν» τον έμπορο στο παζάρι. Σαν όλους τους τουρίστες, πέφτουν έξω.

31/07/2006

Οταν οι... Ολλανδοί εγκατέλειψαν τη Σρεμπρένιτσα

Ακόμη και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που οι βρετανικοί ισχυρισμοί δεν είναι προκλητικά προσχηματικοί για να καλύψουν μια σκοπίμως προβοκατόρικη ενέργεια, η βρετανο-αμερικανική αποχώρηση από τις φυλακές της Ιεριχούς, που άνοιξε την πόρτα διάπλατα στην ισραηλινή επιδρομή, φορτώνει τις δύο χώρες με όνειδος αντίστοιχο εκείνου που σήκωσαν οι ολλανδικές δυνάμεις που εγκατέλειψαν την «ασφαλή ζώνη» της Σρεμπρένιτσα, την προστασία της οποίας είχαν αναλάβει να εγγυώνται.

Είναι αλήθεια ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί της Ιεριχούς δεν προστάτευαν χιλιάδες άμαχους και γυναικόπαιδα, αλλά κρατούμενους. Οι χώρες τους, όμως, είχαν αναλάβει διπλό εγγυητικό ρόλο, ο οποίος και είχε επιτρέψει τη διέξοδο από ένα εξαιρετικά επικίνδυνο αδιέξοδο. Η παρουσία τους παρείχε εγγυήσεις τόσο στους Ισραηλινούς όσο και στους Παλαιστινίους. Στους πρώτους εγγυόταν ότι οι κατηγορούμενοι για τον φόνο του Ισραηλινού υπουργού Τουρισμού θα έμεναν όντως στις παλαιστινιακές φυλακές και δεν θα έφευγαν από την πίσω πόρτα. Στους δεύτερους εγγυόταν ότι η παλαιστινιακή κυριαρχία -όσο μπορεί να μιλά κανείς για κάθε τέτοιο- θα παρέμενε σεβαστή και ότι οι κρατούμενοι δεν θα εκτελούνταν ή δεν θα απάγονταν από το Ισραήλ.Δείχνοντας την αξία που έχουν οι «εγγυήσεις» τους -κάτι που βεβαίως πλήττει περαιτέρω την όποια εναπομείνασα σχετική αξιοπιστία τους- ΗΠΑ και Βρετανία αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους ισχυριζόμενοι ότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες ασφαλείας και ότι δεν γνώριζαν ότι οι Ισραηλινοί θα επέδραμαν, αν και τους είχαν ενημερώσει ότι θα φύγουν.Φυσικά, οι δύο χώρες δεν αποδέχθηκαν το απολύτως αναμενόμενο πλήγμα στην αξιοπιστία τους και στις όποιες προσπάθειες βελτίωσης της εικόνας τους στον αραβικό - μουσουλμανικό κόσμο για απλούς τεχνικούς λόγους, όπως ισχυρίζονται. Ούτε το έκαναν, απλώς και μόνο για να διευκολύνουν τον προσωρινό πρωθυπουργό του Ισραήλ, Εχούντ Ολμερτ, να μαζέψει περισσότερους πόντους εν όψει των εκλογών στη χώρα του.Το Λονδίνο θα επεδείκνυε κακοήθη αφέλεια, μεγαλύτερη και από αυτή του Λευκού Οίκου, αν δεν ανέμενε ότι η αποχώρηση θα προκαλούσε εντονότατες παλαιστινιακές αντιδράσεις εναντίον Ευρωπαίων στα παλαιστινιακά εδάφη ή εναντίον αμερικανικών και βρετανικών στόχων. Αντιδράσεις, που θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα ή θα διαμορφώσουν κλίμα που θα επιτρέψει τη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στη Χαμάς και τους Παλαιστινίους ή που θα οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ μετριοπαθών και σκληροπυρηνικών Παλαιστινίων.

15/03/2006

Αμερικανικός εμφύλιος ο πόλεμος στον Λίβανο

Ακολουθώντας την κλασική ψυχροπολεμική προσέγγιση, ο πόλεμος στον Λίβανο πράγματι μπορεί να θεωρηθεί, όπως κατά κόρον έχει αναλυθεί, ένας πόλεμος δι' αντιπροσώπων ανάμεσα στις ΗΠΑ από τη μία πλευρά και στη Συρία και το Ιράν από την άλλη. Το σφάλμα στην προσέγγιση αυτή δεν αφορά το κατά πόσο πρόκειται για πόλεμο δι' αντιπροσώπων, κάτι που όντως ισχύει, αλλά το ποιοι είναι οι αντιπροσωπευόμενοι. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενός εμφυλίου πολέμου που, όπως όλοι οι εμφύλιοι, είναι σκληρότερος και αιματηρότερος.Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι το κατά πόσον από τον πόλεμο στον Λίβανο βγήκε κερδισμένο το Ισραήλ ή η Χεζμπολάχ, αλλά αν στον εμφύλιο των ΗΠΑ βγήκαν κερδισμένοι οι νεοσυντηρητικοί ή οι ρεαλιστές. Διότι αυτοί που στην πραγματικότητα πολεμούσαν δι' αντιπροσώπων στη Μέση Ανατολή ήταν η συσπειρωμένη γύρω από την «emminence grise» της Ουάσιγκτον, τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι, δράκα των νεοσυντηρητικών ιδεολόγων και η εκπροσωπούμενη από την υπουργό Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, ψυχραιμότερη ομάδα των ρεαλιστών.Μετά την ολέθρια για τη θεωρία τους περί «δημιουργικής καταστροφής» πορεία των πολέμων στο Ιράκ αλλά και στο Αφγανιστάν, οι νεοσυντηρητικοί έχασαν τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής που τους χάρισε η 11η Σεπτεμβρίου και έμειναν να παρακολουθούν αφρίζοντας την επικυρούμενη διά του διορισμού της Κοντολίζας Ράις στο υπουργείο Εξωτερικών ενίσχυση των ρεαλιστών. Οι νεοσυντηρητικοί στις ΗΠΑ βρέθηκαν σε άτακτη υποχώρηση, χάνοντας από τις τάξεις τους ακόμα και σημαντικά στελέχη που αλλαξοπίστησαν, όπως ο Φουκουγιάμα, ο οποίος κατέληξε να παρομοιάζεται ειρωνικά με τον απόστολο Παύλο, πρώην Σαούλ, που συνάντησε την Αποκάλυψη στον δρόμο προς τη Δαμασκό.Οσοι αντιμετώπιζαν συγκαταβατικά και χαιρέκακα την παρέα των Φέιθ, Περλ, Κρίστολ και Κάγκαν ξεχνούσαν ότι δεν είναι μόνοι, όπως και η νεοσυντηρητική ιδεολογική προσέγγιση δεν περιορίζεται στον χώρο της συντηρητικής Δεξιάς, ούτε έχει γεωγραφικά όρια στις ΗΠΑ. Βασίστηκε άλλωστε στην ιδεολογία του παλαιού ισραηλινού κόμματος «Λικούντ» και μάλιστα της πλέον συντηρητικής πτέρυγάς του. Ακόμα και στην αφρίζουσα κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ Ελλάδα, τα νεοσυντηρητικά ιδεολογήματα ξεπηδούν συχνά, ανεξαρτήτως κομματικού πλαισίου, όπως φαίνεται από την υποστήριξη ισραηλινής μεθοδολογίας πειρατικών προσεγγίσεων στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που βρίσκουν ευκαιρία να αρθρωθούν σε περιόδους έντασης, όπως το τελευταίο ελληνο-τουρκικό επεισόδιο στην Κάρπαθο.Για τους Αμερικανούς και τους Ισραηλινούς νεοσυντηρητικούς, η ανάγκη αναγέννησης από τις στάχτες τους έγινε πολύ επιτακτικότερη από τη φρίκη που τους προκαλεί η σταδιακή επιτυχία της Κοντολίζας Ράις και των ρεαλιστών στο να ανοίξουν για πρώτη φορά ένα παράθυρο απευθείας επικοινωνίας ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη, με Δούρειο Ιππο την ανάγκη κάποιας συνεννόησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε η πλέον παταγώδης αποτυχία της νεοσυντηρητικής πολιτικής: η εισβολή στο Ιράκ.Ακόμα χειρότερα, όπως γράφει ο Ρίτσαρντ Περλ, «στις 31 Μαΐου, η κυβέρνηση προσφέρθηκε να συμμετάσχει σε συνομιλίες με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Πώς γίνεται ο Μπους, ο οποίος ορκίστηκε πως στη δική του βάρδια "τα χειρότερα όπλα δεν πρόκειται να πέσουν στα χειρότερα χέρια", επέλεξε μια τέτοια άδοξη υποχώρηση;».Παρόμοια φρίκη πρέπει να είχαν αισθανθεί οι πρόδρομοί τους όταν ο γνωστότερος εκπρόσωπος της ρεαλιστικής σχολής στις ΗΠΑ, ο Χένρι Κίσινγκερ, είχε καταφέρει να οδηγήσει τον τότε πρόεδρο, Ρίτσαρντ Νίξον, στο άνοιγμα των σχέσεων με την Κίνα.Για την εξουδετέρωση του κινδύνου, αυτή τη φορά δεν κρίθηκε πρόσφορη η αναζήτηση «σκελετών στο ντουλάπι» τύπου Ουότεργκεϊτ. Αποτελεσματικότερη κρίθηκε η κινητοποίηση της νεοσυντηρητικής διεθνούς και ειδικά του ισραηλινού πυρήνα της, που συμμεριζόταν απολύτως την αποστροφή απέναντι στην προσέγγιση του αρχετυπικού εχθρού (Ιράν), ενώ επιπλέον αντιμετώπιζε και αυτός τη δική του «φρίκη»: την απόφαση της νέας κυβέρνησης Ολμερτ να προχωρήσει σε κάποιου είδους αποχώρηση από τη Δυτική Οχθη, όπως είχε γίνει πέρυσι στη Λωρίδα της Γάζας, ξεφουσκώνοντας έτσι τα οράματα ενός μείζονος Ισραήλ.Ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ, Αμίρ Περέτζ, εκφράζει πραγματική πικρία, όταν ισχυρίζεται ότι παραπλανήθηκε από τους στρατιωτικούς, έστω και αν εκείνος επέλεξε να αγνοήσει τη φωνή των ρεαλιστών στο επιτελείο του. Εκμεταλλευόμενοι την απειρία της ισραηλινής κυβέρνησης, την αφέλεια του Ολμερτ και του Περέτζ περί τα στρατιωτικά και την ανάγκη ενός πρωθυπουργού και ενός υπουργού Αμυνας που, για πρώτη φορά στο Ισραήλ, δεν έχουν στρατιωτικό υπόβαθρο να αποδείξουν ότι έχουν το σθένος να υπερασπιστούν τη χώρα, κατάφεραν να τους παρασύρουν σε μια γνήσιας νεοσυντηρητικής σύλληψης περιπέτεια «δημιουργικής καταστροφής» που, αν πετύχαινε, θα αποκαθιστούσε τη θέση των νεοσυντηρητικών ως απόλυτων διαμορφωτών της αμερικανικής πολιτικής, θα κλιμακωνόταν σε ευθεία σύγκρουση με τη Συρία και το Ιράν ή, τουλάχιστον, θα καθιστούσε αδιανόητη κάθε προσέγγιση Ουάσιγκτον - Τεχεράνης. Θα έβαζε επίσης τέλος στις «αηδίες» περί αποχώρησης του Ισραήλ από τη Δυτική Οχθη.Οπως όλες οι μέχρι τώρα ιδεολογικά φορτισμένες συλλήψεις των νεοσυντηρητικών, το σχέδιο σκόνταψε στην επαφή του με την πραγματικότητα. Πρώτο συστατικό της πραγματικότητας αυτής, το απρόσμενο σθένος της Χεζμπολάχ απέναντι στην τροφοδοτούμενη με συνεχή εφοδιασμό οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ ισραηλινή επίθεση. Δεύτερο, η εξίσου απρόσμενη επιτυχία των χειρισμών της Κοντολίζας Ράις και των ρεαλιστών, παρά τις αμέτρητες τρικλοποδιές και προβοκάτσιες.Ακόμα και ο φαινομενικά εντελώς αψυχολόγητος ισραηλινός βομβαρδισμός της Κανά με τα δεκάδες θύματα μεταξύ των αμάχων δεν είχε μόνιμο αποτέλεσμα. Αν και έγινε την κρισιμότερη στιγμή, όταν η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών ξεκινούσε τη δεύτερη και αποφασιστική περιοδεία της στη Μέση Ανατολή, αν και την ανάγκασε να τη διακόψει, καθώς ήταν αδύνατον να επισκεφθεί τη Βηρυτό και οποιαδήποτε αραβική πρωτεύουσα μέσα στο κλίμα που είχε διαμορφωθεί, δεν μπόρεσε να αποτρέψει το τελικό αποτέλεσμα, την αποκλιμάκωση μέσω ΟΗΕ, αν και την καθυστέρησε σημαντικά.Δικαιολογημένη είναι λοιπόν η οργή των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ. Ο κατ' εξοχήν εκφραστής τους, Τσαρλς Κραουτχάμερ, μιλά για τη «χαμένη στιγμή του Ισραήλ» και καταγγέλλει ότι «οι Ισραηλινοί ηγέτες (που αποδέχθηκαν τον συμβιβασμό του ΟΗΕ) φαίνεται να μην κατανοούν πόσο καταστροφική μπορεί να αποβεί μια αποτυχημένη επιχείρηση στον Λίβανο για τη σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ» και τονίζει ότι καταστρέφεται η εμπιστοσύνη της Ουάσιγκτον (δηλαδή των νεοσυντηρητικών) προς το Ισραήλ.Χάνοντας άλλη μία μάχη, οι νεοσυντηρητικοί είναι φυσικό να γκρινιάζουν. Ομως η μάχη δεν είναι ο πόλεμος και έχουν επιδείξει κατ' επανάληψη την ικανότητα να αναγεννώνται σχεδόν από τη στάχτη τους. Και τη στιγμή που η βία, η καταστροφή και η προβοκάτσια είναι βασικά στοιχεία της ιδεολογίας τους, μια κατάπαυση του πυρός στον Λίβανο δεν σημαίνει και πολλά. Διότι ο εμφύλιος στην Ουάσιγκτον δεν σταματά με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

21/08/2006

Μετανάστες, ιθαγενείς αναχωρητές και θύματα του ψηφιακού κόσμου

«Σήμερα οι επιστήμονες διαιρούν τον κόσμο ανάμεσα σε ψηφιακούς ιθαγενείς και ψηφιακούς μετανάστες. Οποιοσδήποτε, πάνω από τα 25, είναι ψηφιακός μετανάστης. Χρειάστηκε να διδαχθεί την ψηφιακή γλώσσα. Ο ψηφιακός ιθαγενής την έμαθε όπως μαθαίνει κανείς τη μητρική του γλώσσα... Ο ψηφιακός μετανάστης δυσκολεύεται και έχει για πάντα μια βαρειά, περιοριστική προφορά». Μορίς Σάατσι, ιδρυτής και διευθυντής του ομώνυμου διαφημιστικού ομίλου.

Το 1728, ο Βρετανός Αλεξάντερ Πόουπ δημοσίευσε το σατιρικό επικό του ποίημα «The Dunciad», καταγγέλλοντας και σατιρίζοντας, μεταξύ άλλων, τον όγκο των βιβλίων που παρήγε η σχετικά νέα τέχνη της τυπογραφίας καθώς αναπτυσσόταν σε σχεδόν βιομηχανικό επίπεδο από και για την αυξανόμενη μάζα της μέσης τάξης.Οπως πολλοί την εποχή εκείνη, θεωρούσε ότι η πληθώρα των πληροφοριών που καθιστούσε διαθέσιμη στη διευρυνόμενη μέση τάξη η ευκολία των νέων τεχνολογιών οδηγούσε σε ένα φτωχότερο κόσμο, καθώς κανείς δεν μπορούσε να απορροφήσει και να επεξεργαστεί λογικά τέτοιον όγκο πληροφοριών, που συχνά ήταν άχρηστες.Ομως, ο υπόλοιπος 18ος και ολόκληρος ο 19ος αιώνας οδήγησαν σε μια απόλυτη κυριαρχία του γραπτού, τυπωμένου λόγου. Για πρώτη φορά στην ιστορία, το μεγαλύτερο μέρος των συμβολικών ανταλλαγών που διαμορφώνουν τον πολιτισμό έφτασε να γίνεται γραπτά. Η βάση κάθε πολιτισμού, η επικοινωνία, μεταφέρθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της πάνω σε τυπωμένο χαρτί, σε βιβλία και εφημερίδες. Και στην κορύφωση της τάσης αυτής, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στη γραπτή επικοινωνία -και στη μηχανή της βιομηχανικής επανάστασης- προσαρμόστηκε όχι μόνον η συνολική δομή της κοινωνίας αλλά και η ίδια η ανθρώπινη φυσιολογία. Και πολλές από τις αλλαγές αυτές δεν έχουν ακόμα γίνει πλήρως αποδεκτές από τμήματα των κοινωνιών.Είναι λοιπόν φυσικό, πολύ μεγαλύτερα τμήματα να αδυνατούν να αποδεχθούν, ακόμα και να αναγνωρίσουν, τις σημερινές, πολύ ταχύτερες αλλαγές. Συχνά, αγνοώντας ότι η τεχνολογική εξέλιξη, από την ανακάλυψη των πρώτων εργαλείων ή της φωτιάς, διαμόρφωσε εξελικτικά τον άνθρωπο με τη σημερινή του μορφή, χωρίς καν να σκέφτονται τον κόκκυγα, τη σκωληκοειδή απόφυση ή τους εκφυλιζόμενους τραπεζίτες τους, αισθάνονται φρίκη όταν ακούν τους επιστήμονες να λένε ότι στην επόμενη γενιά ανδρών στις ανεπτυγμένες χώρες το ισχυρότερο δάχτυλο θα είναι για πρώτη φορά ο αντίχειρας, λόγω της επίδρασης των χειριστηρίων των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και των αλφαριθμικών πληκτρολογίων στα κινητά τηλέφωνα για την αποστολή γραπτών μηνυμάτων.Ακόμα μεγαλύτερη φρίκη θα αισθάνονταν αν άκουγαν ακόμα πιο πρόσφατες μελέτες νευροφυσιολόγων, σύμφωνα με τις οποίες αλλάζει η ίδια η φυσιολογία του εγκεφάλου, ο οποίος στους «ιθαγενείς» της ψηφιακής εποχής είναι διαφορετικά «καλωδιωμένος» απ' ό,τι στους «μετανάστες». Οι περισσότεροι από αυτούς επιλέγουν να αγνοήσουν την αίσθηση της πλήξης που τους προκαλεί -έστω και αν συχνά αρνούνται να το παραδεχθούν- η παρακολούθηση σήμερα κινηματογραφικών ταινιών που τους είχαν συναρπάσει πριν από μερικά χρόνια, όταν οι κινήσεις της κάμερας, ο ρυθμός της αφήγησης, ο όγκος του κειμένου που περνούσε ως διάλογος και η εναλλαγή των σκηνών ήταν διαφορετικά.Ακόμα και οι ψηφιακοί «μετανάστες», τουλάχιστον μεγάλο μέρος τους, παρουσιάζουν δείγματα αυτού που το πρώην στέλεχος της «Μάικροσοφτ», Λίντα Στόουν, επιτυχημένα περιέγραψε το 1997 ως «συνεχή τμηματική προσοχή». Γράφουν στον υπολογιστή ή οδηγούν αυτοκίνητο τη στιγμή που μιλούν στο τηλέφωνο και ενώ παίζει το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση. Η προσοχή τους μοιράζεται συνεχώς ανάμεσα σ' αυτά και, όταν κάποιος ερεθισμός το απαιτήσει, μετατοπίζεται στιγμιαία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κάτι που αρχίζουν να αναγνωρίζουν οι διαφημιστές και έτσι ο λόρδος Σάατσι λέει ότι αν πριν από λίγο καιρό έπρεπε να περιορίσεις το μήνυμά σου σε μία πρόταση, τώρα πρέπει να το περιορίσεις σε μία λέξη. Η νέα γλώσσα που διαμορφώνεται μέσα από τη συμπύκνωση της διαφήμισης, τη θυμική επίδραση της εικόνας και τους πρακτικούς περιορισμούς της μικρής οθόνης στα κινητά τηλέφωνα είναι βέβαιον ότι απομακρύνεται από την παλιά. Και η διαφορά αυτή είναι ευρύτερη και βαθύτερη από τις διαφορές που ανέκαθεν εισήγαγε κάθε γενιά για να διαφοροποιηθεί από την άλλη.Ο πως επισημάνει ο Βίλεμ Φλούσερ στη μελέτη του «Telematische Kultur», ο τρόπος σκέψης, ο οποίος εκφράζεται με το κείμενο, εξαρτάται από το τεχνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγεται το μήνυμα. Αυτό σημαίνει ότι το υλικό πλαίσιο της επικοινωνίας αλλάζει τον ίδιο τον χαρακτήρα του κειμένου ή της εικόνας. Με το τεχνικό περιβάλλον να αλλάζει ριζικά και ραγδαία, δεν αλλάζει μόνον ο τρόπος σκέψης, έκφρασης και επικοινωνίας. Διαφοροποιείται σε πρωτοφανή έκταση και ο βαθμός που διάφορα τμήματα του πληθυσμού μετέχουν στις αλλαγές, επηρεάζονται από αυτές αλλά και τις επηρεάζουν.Από τη δεκαετία του '50, ο Ντέιβιντ Ρίσμαν με το «The Lonely Crowd» επισήμαινε τον έξωθεν έλεγχο του ανθρώπινου μυαλού, είτε από το τελετουργικό της Εκκλησίας και του κράτους είτε από την πίεση της κοινωνίας μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης είτε από τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης. Ομως ο βαθμός ενσωμάτωσης διαφόρων ομάδων του πληθυσμού στον ψηφιακό κόσμο διαφέρει σημαντικά. Και οι διαφορές δεν περιορίζονται ανάμεσα στον ανεπτυγμένο οικονομικά κόσμο και τον υπό ανάπτυξη, αλλά επεκτείνονται στο εσωτερικό των τεχνολογικά και οικονομικά ανεπτυγμένων κοινωνιών. Οφείλονται τόσο στην άνιση δυνατότητα πρόσβασης στην τεχνολογική υποδομή όσο και σε δύο πολύ πιο σημαντικούς παράγοντες: αφ' ενός τον φόβο και την ανησυχία που προκαλεί το καινούργιο, αφ' ετέρου στην προσπάθεια κάποιων απ' όσους μετέχουν στην ψηφιακή εποχή, να διατηρήσουν ένα είδος αποκλειστικότητας, δημιουργώντας ένα νέο ιερατείο. Χαρακτηριστική της δεύτερης περίπτωσης είναι η μονότονη προβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που κατ' εξοχήν εκφράζουν την ψηφιακή εποχή, των αρνητικών στοιχείων της, από το Ιντερνετ που παρουσιάζεται συνήθως ως χώρος όπου καραδοκούν άπειροι κίνδυνοι, μέχρι τη μονότονη κινδυνολογία για -όντως υπαρκτούς- κινδύνους από την κινητή τηλεφωνία, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.λπ.Παίζοντας με τους φόβους και τις ανησυχίες ευρέων στρωμάτων, διαμορφώνουν έτσι ένα κοινό που φοβάται να αποκτήσει πρόσβαση στα όπλα που εκείνα τα ίδια χρησιμοποιούν και τα οποία θα είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά απέναντι στους γνώστες και υποψιασμένους.Μαζί με τη φυσική δυσπιστία ομάδων της κοινωνίας σε κάθε τι καινούργιο και τον φόβο που προκαλεί το άγνωστο, διαμορφώνονται τμήματα της κοινωνίας που γίνονται, σχεδόν εθελοντικά, θύματα της ψηφιακής εποχής. Κάτι σαν τους επαρχιώτες εσωτερικούς μετανάστες της δεκαετίας του '50 που, όταν έφταναν με γουρλωμένα μάτια στην Αθήνα, έπεφταν θύματα των επιτηδείων, που τους περίμεναν γύρω από την Ομόνοια.Θύματα του αναχωρητισμού τους πέφτουν και ομάδες που απλώς αρνούνται -ή πιστεύουν ότι αρνούνται- την ψηφιακή εποχή. Αποστερώντας τον εαυτό τους από το σύγχρονο οπλοστάσιο, θυμίζουν κάτι το εξαιρετικά ευγενικό, ηρωικό και μάταιο: Την επέλαση του πολωνικού ιππικού -απομεινάρι μιας νοσταλγούμενης αγροτικής κοινωνίας- που με σπάθες προσπάθησε να αναχαιτίσει τα «πάντσερ» της ναζιστικής Γερμανίας, το 1939.

21/07/2006

Ισραηλινό «φιλί ζωής» στη Χεζμπολά

Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, την περασμένη Παρασκευή, ο εκπρόσωπος του Ισραήλ στράφηκε στον ομόλογό του του Λιβάνου, που λίγο νωρίτερα είχε καταγγείλει ως βάρβαρη την ισραηλινή επίθεσή του: «Γνωρίζω ότι, αν είχατε τη δυνατότητα, θα θέλατε να είσαστε στο πλευρό μας», είπε. Και στην προσέγγιση αυτή το Ισραήλ ταυτίζεται απολύτως με τις ΗΠΑ (ή οι ΗΠΑ ταυτίζονται απολύτως με το Ισραήλ) και στον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούν τις επιθέσεις τους, όπως ταυτίζονται και στον τρόπο με τον οποίο επιτίθενται: την καταστροφή των πολιτικών υποδομών μιας χώρας - δρόμων γεφυρών, εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής, ακόμα και πρατηρίων καυσίμων.

Οπως στο Ιράκ οι Αμερικανοί και οι «λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή» Βρετανοί, από τη στιγμή που γελοιοποιήθηκαν πλήρως με τους ισχυρισμούς τους περί όπλων μαζικής καταστροφής, μιλούν για απελευθέρωση του ιρακινού λαού από τη δικτατορία του Σαντάμ, έτσι και ο εκπρόσωπος του Ισραήλ προσπάθησε να πείσει ότι οι ισραηλινές βόμβες κάνουν χάρη στους Λιβανέζους όταν καταστρέφουν τα αεροδρόμιά τους, διακόπτουν την ηλεκτροπαραγωγή, γκρεμίζουν δεκάδες γέφυρες, βομβαρδίζουν χωριά και... παρεμπιπτόντως, σκοτώνουν δεκάδες παιδιά και αμάχους. Διότι τους βοηθούν να ξεφορτωθούν τη Χεζμπολά.Κάθε είδος γκεμπελισμού χρειάζεται βέβαια μερικά βότσαλα αλήθειας για να πατήσει η σοφιστεία της προπαγάνδας του. Και η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι της Χεζμπολά στον Λίβανο, κυρίως η χριστιανική κοινότητα και -δευτερευόντως- η σουνιτική μουσουλμανική μειοψηφία, θα ήθελαν πολύ να την ξεφορτωθούν και σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο που ένα ευρωπαϊκό κόμμα θα ήθελε να ξεφορτωθεί τους εταίρους του στον κυβερνητικό συνασπισμό για να κυβερνήσει μόνο του.Σε μια χώρα που το 45% των κατοίκων είναι σιίτες μουσουλμάνοι (το μεγαλύτερο ποσοστό σιιτικού πληθυσμού μετά το Ιράν και το Ιράκ) η σιιτική οργάνωση που δημιούργησαν οι ιρανοί «Πασνταράν» (Φρουροί της Επανάστασης) το 1982, με τις ωδίνες του τοκετού να παρέχονται από την τότε ισραηλινή εισβολή, αποτελεί «κράτος εν κράτει» και διαθέτει στρατό κατά πολύ ισχυρότερο του «εθνικού» στρατού του Λιβάνου. Κάθε προσπάθεια του Ισραήλ να διαλύσει τη σιιτική οργάνωση, με κορυφαίες τα 1993 και το 1996, την έκανε ακόμα πιο ισχυρή. Και όταν το Ισραήλ αναγκάστηκε να σταματήσει έπειτα από 22 χρόνια την αιμορραγία του τερματίζοντας τον Μάιο του 2000 την κατοχή του Νοτίου Λιβάνου, η αποχώρησή του θεωρήθηκε νίκη τής Χεζμπολά.Ομως η νίκη συνεπάγεται απώλεια της νομιμοποίησης που παρέχει η αμεσότητα της εχθρικής παρουσίας. Και μπορεί η Χεζμπολά ως πολιτικό κόμμα που από το 1992 συμμετέχει στο λιβανέζικο Κοινοβούλιο να μπήκε για πρώτη φορά το 2005 στην κυβέρνηση με δύο υπουργούς, όμως η στρατιωτική της υπόσταση αδυνάτιζε όλο και περισσότερο από την έλλειψη άμεσου αντιπάλου, την αλλαγή των πολιτικών ισορροπιών στον Λίβανο υπέρ των αντι-συριακών δυνάμεων και την αποχώρηση των συριακών δυνάμεων και υπηρεσιών, την άνοιξη του 2005. Αντιμετωπίζοντας όλο και μεγαλύτερη πίεση να καταθέσει τα όπλα και να μετατραπεί σε ένα ακόμα πολιτικό κόμμα, κάτι σαν τον IRA στη Βόρεια Ιρλανδία αλλά και την παλαιστινιακή Χαμάς από τη στιγμή που βρέθηκε στην κυβέρνηση, η Χεζμπολά άρχισε να απειλείται και από άλλες αντίπαλες ισλαμικές οργανώσεις. Εκφράζοντας τον αντίπαλο πόλο του Ισλάμ, η σουνιτική - ουαχαμπιτική Αλ Κάιντα, παντελώς απούσα ώς πρόσφατα από την Παλαιστίνη και τις ασιατικές ακτές της Μεσογείου, έχει αρχίσει, έστω και δειλά, να διεκδικεί τον ρόλο της ηγεσίας κάθε μουσουλμανικού ένοπλου κινήματος που της αναγνωρίζουν οι ΗΠΑ, νομιμοποιώντας την με τον εναντίον της πόλεμο. Η επέκταση της Αλ Κάιντα δεν απειλεί μόνο τη Χεζμπολά αλλά και την ευρύτερη σιιτική - ιρανική επιρροή σε ολόκληρη την «Ούμα», την παγκόσμια ισλαμική κοινότητα. Διότι η σιιτική ισλαμική επανάσταση του Ιράν δεν έχει, τα τελευταία χρόνια, να επιδείξει ευρύτερες επιτυχίες πέραν αυτής που κυριολεκτικά της χάρισε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και αυτή που προσπαθεί να εξασφαλίσει συγκρουόμενη με τη Δύση στον τομέα των πυρηνικών.Με την οπτική αυτή η πρόκληση του Ισραήλ σε σπασμωδική, αναμενόμενα «δυσανάλογη» αντίδραση ενέχει κινδύνους, τόσο για την ίδια τη Χεζμπολά όσο και για τον Λίβανο. Ομως μπορεί να προσφέρει στην οργάνωση και το ευρύτερο σιιτικό επαναστατικό κίνημα το «φιλί της ζωής» με την αναβάπτισή του στην εξαγνιστική προάσπιση των Παλαιστινίων και στην αγιοποιητική σύγκρουση με το Ισραήλ.

17/07/2006

Ισραήλ: Σαν τρελό φορτηγό στον κατήφορο της βίας

Λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Εχουντ Ολμερτ, και η κυβέρνησή του δείχνουν να έχουν χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων και να σύρονται σε σπασμωδικές αντιδράσεις, που υπονομεύουν την ίδια την πολιτική τους, ενισχύοντας μόνο τη θέση των πολιτικών τους αντιπάλων της ισραηλινής Δεξιάς.

Μια επίθεση στα όρια της Λωρίδας της Γάζας και η σύλληψη ενός ισραηλινού στρατιώτη, κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σχεδόν σαν υπόθεση ρουτίνας, χρησιμοποιήθηκε από τους σκληροπυρηνικούς της ισραηλινής πολιτικής σκηνής αλλά και των ενόπλων δυνάμεων για να παγιδεύσουν τον Ολμερτ σε μια στρατιωτική περιπέτεια, που ήταν βέβαιο ότι θα πυροδοτούσε νέο φαύλο κύκλο βίας. Απ' αυτόν δεν μπορούν να βγουν αλώβητες οι φιλοδοξίες του για μονομερή αποχώρηση από τη Δυτική Οχθη, που, όσο και αν για τους Παλαιστινίους αποτελεί απαράδεκτη επαναχάραξη των συνόρων σε βάρος τους, είναι αδύνατον να χωνευτεί από πολλούς Ισραηλινούς.Εκμεταλλευόμενη την ανισορροπία που δημιούργησε στην ισραηλινή πολιτική η σπασμωδική αντίδραση στη Λωρίδα της Γάζας, η Χεζμπολά κατάφερε να σύρει το Ισραήλ βαθύτερα στον φαύλο κύκλο, παρασύροντάς το σε μια πολύ μεγαλύτερη περιπέτεια και αναγκάζοντάς το να εμπλακεί στον νότιο Λίβανο, εκεί απ' όπου πριν από έξι χρόνια κατάφερε να απεμπλακεί με μεγάλη δυσκολία, μη αντέχοντας το συνεχές κόστος. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το αν για την επιτυχή εκμετάλλευση της ευκαιρίας παγίδευσης του Ισραήλ μπορεί να έχει παίξει κάποιο έμμεσο ρόλο η Συρία ή το Ιράν, όπως ισχυρίζονται το Ισραήλ και οι ΗΠΑ, ακούγεται περισσότερο σαν προσπάθεια απόσεισης των ευθυνών της ισραηλινής πολιτικής αλλά και στρατιωτικής ηγεσίας για τον εγκλωβισμό της χωρίς περιθώρια ελιγμών και για την προφανή έλλειψη πολιτικής πρόβλεψης και προετοιμασίας για κάτι τέτοιο.

14/07/2006

Η κόκκινη παλίρροια της Λατινικής Αμερικής

Στα ισπανικά σημαίνει «ένωση». Ομως, η μακροχρόνια εμπειρία τής ισπανόφωνης- πλην Βραζιλίας - Λατινικής Αμερικής με ενώσεις αξιωματικών-δικτατόρων έδωσε στη λέξη «χούντα» (junta) την έννοια που γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά.

Αν λάβει κανείς υπόψη του την τραγική ιστορία της Λατινικής Αμερικής και διαπιστώσει ότι για πρώτη φορά η περιοχή ζει μια περίοδο μερικών ετών χωρίς αιματηρές συγκρούσεις, στρατιωτικές επεμβάσεις και δικτατορίες, θα μπορούσε να συμφωνήσει με τον διευθυντή τής «Monde Diplomatique», Ιγνάσιο Ραμονέ, όταν μιλά για «χρυσή εποχή» στη νοτίως των ΗΠΑ αμερικανική ήπειρο.Ο Ραμονέ μιλά προφανώς για τις ελπίδες που γεννιούνται εκεί. Διότι θα πρέπει κανείς να είναι πολύ ολιγαρκής για να αποκαλέσει «χρυσή εποχή» αυτήν που χαρακτηρίζεται απλώς από την απουσία συγκρούσεων και δικτατοριών, όσο θετικό και αν είναι κάτι τέτοιο. Και θα πρέπει να είναι πολύ αισιόδοξος ή ευάλωτος σε ευσεβείς πόθους, για να διακρίνει στην απλή επικράτηση αριστερών ή κεντρο-αριστερών κυβερνήσεων σε μια σειρά λατινο-αμερικανικών χωρών μια σταθερά επεκτεινόμενη τάση -την επίτευξη του ζητούμενου- πριν τα καθεστώτα, αυτά δείξουν αν είναι όντως αριστερά, πέραν της ρητορικής τους και πριν η όποια πολιτική τους δείξει κάποια αποτελέσματα. Ελεύθερη από δικτατορίεςΕίναι αλήθεια ότι σήμερα η Λατινική Αμερική είναι ελεύθερη από στρατιωτικές δικτατορίες ή συγκρούσεις (με την εξαίρεση της Κολομβίας). Είναι επίσης αλήθεια ότι σε όλες τις εκλογές που έγιναν από το τέλος του 2005 μέχρι σήμερα, νίκησαν οι δυνάμεις της Αριστεράς. Εξαίρεση αποτελούν οι εκλογές στο Μεξικό, όπου όμως ο υποψήφιος της Αριστεράς, Αντρές Μανουέλ Λοπέζ Ομπραδόρ, έχασε με ποσοστό μικρότερο του 1%, εν μέσω καταγγελιών για νοθεία.Στη Βενεζουέλα, στη Χιλή, στη Βραζιλία, στο Σαλβαδόρ και στην Κολομβία οι εκλογές διατήρησαν την Αριστερά στην εξουσία. Αριστερές δυνάμεις ήρθαν για πρώτη φορά στην εξουσία στη Βολιβία, στο Περού, στον Ισημερινό, στην Αϊτή και στην Κόστα Ρίκα, ενώ και στη Νικαράγουα επέστρεψε στην εξουσία, ύστερα από 15 χρόνια ο ηγέτης των Σαντινίστας, Ντανιέλ Ορτέγκα.Ομως, η «Αριστερά» δεν σημαίνει παντού το ίδιο. Το μίγμα παραδοσιακού μαρξισμού, εθνικισμού και παροιμιώδους λατινοαμερικανικού λαϊκισμού δεν είναι ποτέ το ίδιο, ούτε κυβερνάται με τον ίδιο τρόπο κάθε χώρα. Διαφορετικοί είναι και οι λόγοι της εκλογικής τους επιτυχίας, όπως διαφορετική είναι και η εκλογική τους βάση. Για όσους ζουν μακριά από τη Λατινική Αμερική, το πρόσωπο της λατινοαμερικανικής Αριστεράς είναι πλέον αυτό τού, όντως χαρισματικού, προέδρου της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβεζ- κάτι φυσιολογικό, καθώς είναι ο πρώτος που ήρθε στην εξουσία το 1998. Και η εκρηκτική ρητορική του, με έντονα στοιχεία αντι-αμερικανισμού και, για πολλούς, λαϊκισμού, κλέβει σίγουρα τις εντυπώσεις από τους άλλους ηγέτες της περιοχής. Εχει όμως ελάχιστα κοινά με άλλους ηγέτες, όπως η σοσιαλίστρια πρόεδρος της Χιλής, Μισέλ Μπασελέτ. Πέραν των προσωπικών διαφορών ανάμεσα σε έναν πρώην πραξικοπηματία στρατιωτικό, που κυβερνά μόνος του κηρύσσοντας τη νέα επανάσταση του Μπολιβάρ, και σε μια σοσιαλίστρια που βασανίστηκε από το καθεστώς του Πινοσέτ και έζησε στην εξορία για να ηγηθεί σήμερα μιας κυβέρνησης συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες, υπάρχουν οι διαφορές ανάμεσα στη Βενεζουέλα των πετρελαίων και των τεράστιων ανισοτήτων και στη Χιλή με την καλύτερη οικονομία στη Λατινική Αμερική ύστερα από 15 χρόνια διακυβέρνησης από κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις.Στην πραγματικότητα, ο Τσάβεζ δεν έχει πολλά κοινά στοιχεία ούτε με τον λεγόμενο «Ούγκο Τσάβεζ του Ισημερινού», τον Ραφαέλ Κορέα, που εκλέχτηκε στις 29 Νοεμβρίου πρόεδρος του Ισημερινού. Ο Κορέα μιλά για μια «επανάσταση των πολιτών» και για επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους της χώρας του.Ο Κορέα έχει ένα κοινό στοιχείο με τον Εβο Μοράλες, πρόεδρο της Βολιβίας από τις 18 Δεκεμβρίου του 2005, που συχνά παρομοιάζεται με τον Τσάβεζ: οφείλουν την εκλογική τους επιτυχία στην κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων. Από εκεί και πέρα, ο πιστός καθολικός Κορέα δεν έχει πολλά κοινά με τον Ινδιάνο αρχηγό των «κοκαλέρος» (καλλιεργητών κόκας) Μοράλες.Στη Βραζιλία, ο πρώην συνδικαλιστής μεταλλουργός Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πληθωρική πολιτική τύπου Τσάβεζ. Ομως, όπως και ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, επανεξελέγη στις 29 Οκτωβρίου με ποσοστό πάνω από 60%. Και ο βασικός λόγος της επανεκλογής του ήταν η επιτυχία των προγραμμάτων καταπολέμησης της φτώχειας που βοήθησαν πάνω από 11,5 εκατ. νοικοκυριά. Παρόμοια προγράμματα -οι «18 αποστολές»- χάρισαν την επανεκλογή στον Τσάβεζ παρά το γεγονός ότι στα οκτώ χρόνια παραμονής του στην εξουσία δεν κατάφερε να εξαλείψει τη φτώχεια και τον υποσιτισμό, αν και η τιμή του πετρελαίου -βασικής πλουτοπαραγωγικής πηγής της Βενεζουέλας- αυξήθηκε από τα 10 στα 60 δολάρια το βαρέλι. Και οι δύο κατηγορήθηκαν ότι χρησιμοποίησαν τα προγράμματα αυτά για ψηφοθηρικούς λόγους και ότι οδήγησαν σε αύξηση της διαφθοράς.Ενώ ο πρόεδρος της Βενεζουέλας θεωρεί πρότυπο τον Σιμόν Μπολιβάρ, ο ομόλογός του της Βραζιλίας προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τις μαρξιστικές συνδικαλιστικές του ρίζες. Μόλις την περασμένη Τρίτη δήλωσε ότι όσο μεγαλώνει κανείς, απομακρύνεται από την Αριστερά. «Αν ξέρετε κάποιον μεγάλης ηλικίας που να είναι αριστεριστής, σημαίνει ότι έχει προβλήματα», είπε. «Αυτός που ανήκει στη Δεξιά, γίνεται πιο κεντρώος, αυτός της Αριστεράς γίνεται πιο σοσιαλδημοκράτης, λιγότερο της Αριστεράς, και τα πράγματα εξελίσσονται σε συνάρτηση με τις λευκές τρίχες που έχεις», πρόσθεσε, δηλώνοντας ότι η ηλικία των 60 «είναι η ηλικία της ισορροπίας», στην οποία ακολουθείται «ο μέσος δρόμος».Οπως έλεγε το 2005 ο πρώην κομμουνιστής, αντάρτης, μετέπειτα υπουργός Σχεδιασμού της Βενεζουέλας και σημερινός εκδότης της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Ταλ Κουάλ», Τεοντόρο Πετκόφ, στη Λατινική Αμερική υπάρχουν «δύο δεξιές». «Μια Αριστερά αρχαϊκή, συντηρητική, ψευδοριζοσπαστική, αυταρχική και μεσσιανική» και «μια σύγχρονη Αριστερά», που συνδυάζει «την προωθημένη μεταρρύθμιση, την κοινωνική ευαισθησία, την ισότιμη οικονομική ανάπτυξη, τη διεύρυνση της δημοκρατίας».Η πραγματικότητα έναν χρόνο αργότερα δείχνει ότι στη Λατινική Αμερική αναπτύσσονται πολλές Αριστερές. Και αυτό είναι που τονώνει τις ελπίδες ότι κάποια απ' αυτές ή ο συνδυασμός, η ζύμωση και η εξέλιξη ορισμένων θα μπορέσουν να εξελιχθούν στη ζητούμενη νέα αριστερή απάντηση.

16/12/2006

Η επίθεση Ισραήλ στο Ιράν μέσω Καρπάθου...

Η είδηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, πριν από μερικές μέρες, είτε επειδή άλλα στοιχεία της ελληνικής επικαιρότητας ήταν πιο γαργαλιστικά είτε επειδή οι ίδιες πηγές, που συνήθως διοχετεύουν πληροφορίες περί παραβάσεων του FIR και παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, δεν θέλησαν να το προβάλουν.

Η χθεσινή εκπνοή της προθεσμίας που έδωσε ο ΟΗΕ στο Ιράν για να συμμορφωθεί στις υποδείξεις/εντολές/απαιτήσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα, σε συνδυασμό με ενδείξεις αυξημένης δραστηριότητας της ισραηλινής διπλωματίας κατά τις τελευταίες ώρες, καθιστά χρήσιμη την υπενθύμιση της υπόθεσης με την «περίεργη» εφαρμογή των κανόνων εισόδου στο FIR Αθηνών, κάπου νοτίως της Καρπάθου, εκ μέρους ισραηλινών αεροσκαφών που συμμετείχαν σε άσκηση που περιλάμβανε και τον εναέριο ανεφοδιασμό.Διότι αποτελεί εδώ και καιρό κοινό μυστικό (αν δεν αφήνεται να διαρρεύσει τεχνηέντως) το ότι η πολεμική αεροπορία του Ισραήλ ασκείται πυρετωδώς για ενδεχόμενο πλήγμα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, πραγματοποιώντας συνεχείς ασκήσεις με πτήσεις και εναέριους ανεφοδιασμούς από το Ισραήλ προς το Γιβραλτάρ και άλλες ασφαλείς κατευθύνσεις. Μία από τις ασφαλείς κατευθύνσεις αυτές μπορεί να είναι και η Ελλάδα, που μάλιστα διαθέτει και κάποια επιπλέον στοιχεία χρήσιμα στην προετοιμασία μιας επιχείρησης κατά του Ιράν.Οι ασκήσεις πάνω από τη θάλασσα είναι προφανές ότι αφορούν τη ναυτιλία, την απόκρυψη, τον ανεφοδιασμό και το συνδυασμό όλων αυτών πάνω από επίπεδο θαλάσσιο περιβάλλον, ή πάνω από το με παρόμοια χαρακτηριστικά περιβάλλον της ερήμου. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η πτήση ισραηλινών αεροσκαφών προς και από το Ιράν συνεπάγεται μεγάλης διάρκειας πτήση πάνω από ερήμους και θάλασσες.Ακόμα, όμως, και αν οι ασκήσεις αυτές είναι τμήμα σχεδίου παραπλάνησης, αν δηλαδή αφήνεται σκοπίμως να διαρρεύσουν οι πληροφορίες που δείχνουν προσέγγιση από θάλασσα και έρημο προκειμένου να αποκρυβούν σχέδια για προσέγγιση από άλλες κατευθύνσεις, η Ελλάδα έχει να προσφέρει στους Ισραηλινούς ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα. Είναι η μοναδική, φιλική προς το Ισραήλ, χώρα που διαθέτει ρωσικής κατασκευής συστήματα αεράμυνας, παρόμοια με αυτά που διαθέτει το Ιράν. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μεταξύ των ισραηλινών αεροσκαφών περιλαμβάνονταν και δύο ηλεκτρονικού πολέμου. Αν αυτός ήταν ο στόχος τους, θα μπορούσαν να χαρτογραφήσουν πλήρως τις δυνατότητες αποκάλυψης και διακριτικότητας των ρωσικών αυτών συστημάτων. Μπορούσαν επίσης να δοκιμάσουν τεχνικές απόκρυψης, παραπλάνησης ή και τύφλωσης των αισθητήρων τους προκειμένου να διαμορφώσουν τις κατάλληλες τακτικές που θα χρειάζονταν για μια διείσδυση στο Ιράν, άσχετα με το αν αυτή θα προερχόταν από τη θάλασσα ή από περιοχές με πολύ πιο έντονο ανάγλυφο.Το αν πράγματι αυτό έκαναν δεν είναι γνωστό. Ομως η αμερικανοϊσραηλινή κύηση απειλών κατά του Ιράν είναι πλέον εξαιρετικά ορατή. Και αν οι ΗΠΑ φροντίζουν να ανεβάζουν τους τόνους με κάθε τρόπο, η σιωπή του Ισραήλ κατά το τελευταίο διάστημα είναι ίσως πιο ενδεικτική.

22/02/2007

Ελλείψει ευφυΐας

Απολογητές της κυβέρνησης Μπους προσπαθούν σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή, να αποδώσουν την περιπέτεια στο Ιράκ σε «έλλειψη πληροφοριών». Ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιούν για τις πληροφορίες τέτοιου είδους είναι «intelligence», η ίδια λέξη που μεταφράζεται σε «ευφυΐα».

Είναι απίθανο να αισθάνονται την ειρωνεία της διπλής αυτής έννοιας. Σίγουρα δεν θέλουν να πουν ότι η περιπέτεια του Ιράκ οφείλεται στο ότι ο αντιπρόεδρος, Ντικ Τσένι, υπέταξε την ευφυΐα του στα τραύματα της πρώιμης πολιτικής του εμπειρίας, τα οποία διαμόρφωσαν το ύστερο πάθος του για «ισχυρή προεδρία». Προφανώς δεν εννοούν ότι το πάντρεμα του πάθους αυτού με μια ομάδα που δέσμευσε τη δική της ευφυΐα στο νεο-συντηρητικό ιδεολόγημα συναντήθηκε με έναν πρόεδρο - καρικατούρα που, πολύ πριν εκλεγεί, τροφοδοτούσε γελοιογραφίες, λογοπαίγνια και ανέκδοτα με τα χαρακτηριστικά της ευφυΐας του. Και είναι βέβαιο πως δεν κακίζουν τον αμερικανικό Τύπο, αλλά και το μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης που επί χρόνια εξαφάνισαν τη δική τους ευφυΐα κάτω από έναν υστερικό πατριωτισμό, καταπίνοντας και υποστηρίζοντας άκριτα την αυτοκτονική πολιτική όλων των προηγούμενων.Το ότι σήμερα η πολιτική αυτή αλλάζει εμφανώς δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν ξαφνικά περισσότερη «intelligence», με όποια έννοια και αν χρησιμοποιηθεί η λέξη. Σημαίνει ότι το ράπισμα που έδωσε στην Ουάσιγκτον η εμπειρία τεσσάρων ετών στο Ιράκ ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να κλονίσει ακόμη και την παροιμιώδη ξεροκεφαλιά του Τζορτζ Μπους και να ανοίξει μια χαραμάδα ώστε να περάσει μια «ομάδα αντιμετώπισης καταστροφών». Διότι η περιπέτεια του Ιράκ (και δευτερευόντως του Αφγανιστάν) αποδείχθηκε καταστροφική, όχι μόνο για τα ιδεολογήματα των νεο-συντηρητικών, αλλά και για τις ΗΠΑ, με πολλούς τρόπους. Το δόγμα του «προληπτικού πολέμου», που προώθησε η Ουάσιγκτον, κατέρρευσε το ίδιο τραβώντας μαζί του την προσπάθεια εδραίωσης της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας. Οπως επισήμανε προχθές ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, ο μονοπολικός κόσμος δεν υλοποιήθηκε, ενώ η «υπερτροφική» παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ μειώνεται.Η άμεση επίδραση του Ιράκ είναι προφανής: Εδειξε τα όρια της αμερικανικής ισχύος. Δυσχέρανε τη μελλοντική δημιουργία συμμαχιών, καθώς η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύθηκε ασύστολα και χρησιμοποίησε σαν ανδρείκελα ή σκυλάκια «κανίς» ακόμη και τους πλέον ένθερμους αρωγούς της. Κυρίως όμως εξάτμισε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το όποιο ηθικό κεφάλαιο και αξιοπιστία είχαν καταφέρει να συσσωρεύσουν οι ΗΠΑ.Η έμμεση επίδραση ξεκινά από την «παράπλευρη απώλεια» για την κυβέρνηση Μπους, τη θεαματική ενίσχυση του Ιράν, που είναι ο μόνος καθαρά κερδισμένος από την αμερικανική περιπέτεια. Φτάνει στην επάνοδο της Ρωσίας στη διεθνή πολιτική σκηνή. Συνεχίζεται με τη μετασοβιετική Ρωσία, η οποία κατάφερε να χειραφετηθεί με όχημα τις αυξημένες διεθνείς τιμές πετρελαίου, που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσαν οι αμερικανικές περιπέτειες και στη συνέχεια έσπευσε να καλύψει τα κενά που άφηνε η αμερικανική αναγκαστική προσήλωση στο Ιράκ.Οι σημαντικότερες μακροπρόθεσμα επιπτώσεις είναι ίσως αυτές που προκάλεσε στη συλλογική ψυχή των ίδιων των ΗΠΑ. Αν ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου του πατρός Μπους, το 1991, σταματώντας στο όριο πριν η θεαματική στρατιωτική επιτυχία εξελιχθεί σε αποτυχία, ήταν αυτός που έκανε τις ΗΠΑ να ξεπεράσουν οριστικά το σύνδρομο του Βιετνάμ, ο δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου, του υιού Μπους, τρύπησε τη φούσκα της υπεραισιοδοξίας και της παντοδυναμίας και τείνει να επαναφέρει την εσωστρέφεια στην αμερικανική κοινωνία. Μια κοινωνία που εξακολουθεί να διαβρώνεται ύπουλα και σταθερά από το σαράκι ενός νεο-μακαρθισμού.

20/03/2007

Κατέρρευσε ο μύθος του αήττητου Ισραήλ

Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, στο βαθμό που εφαρμόζεται από σήμερα το πρωί αλλά και που θα εφαρμοστεί κατά τις επόμενες μέρες, καθυστέρησε υπερβολικά να έρθει για τους πολίτες του Λιβάνου, όπως επισήμανε και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ.

Ηρθε όμως ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να διασώσει το Ισραήλ -και κατ' επέκτασιν τις ΗΠΑ- παρέχοντάς του στο διπλωματικό πεδίο ένα μέρος από αυτά που ήθελε και πίστευε ότι θα πετύχαινε στο πεδίο της μάχης.Εκ πρώτης όψεως υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στις διατυπούμενες εκτιμήσεις πως η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Ισραήλ, έστω και σε μικρότερο βαθμό απ' ό,τι το προηγούμενο γαλλο-αμερικανικό σχέδιο απόφασης, και σε εκείνες που θέλουν την ίδια απόφαση να αποτελεί ήττα του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα η αντίφαση είναι ανύπαρκτη. Διότι αποτελεί σοβαρή ήττα για το Ισραήλ η αποτυχία των Ενόπλων Δυνάμεών του, με την πλήρη και συνεχή υποστήριξη των ΗΠΑ, να πετύχουν τους στόχους τους απέναντι σε μια ανταρτική οργάνωση μερικών χιλιάδων ελαφρά οπλισμένων μαχητών. Ανταρτών που, αν και δεν έχουν στόχο -ούτε αντικειμενικές δυνατότητες- να κρατούν και να υπερασπίζονται εδάφη, απέτρεψαν τον θρυλούμενο ως έναν από τους ισχυρότερους στρατούς του κόσμου να προχωρήσει μερικά χιλιόμετρα μέσα στο έδαφος του Λιβάνου, σε μια περιοχή όπου οι αποστάσεις είναι πραγματικά ελάχιστες. Δεν μπόρεσε δηλαδή να κάνει αυτό που υποτίθεται ότι είναι το ισχυρό σημείο ενός τακτικού στρατού, η κατάληψη και κατοχή εδάφους. Με την αποτυχία του αυτή δικαίωσε πλήρως όσους επί σειρά ετών προειδοποιούσαν ότι η μετατροπή της «Τσαχάλ» σε έναν στρατό κατοχής αχρήστευσε σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές της ικανότητες.Αν και η ισραηλινή πολιτική ηγεσία έκανε συνεχείς εκπτώσεις από τον αρχικό στόχο της πλήρους εξουδετέρωσης της Χεζμπολάχ, αν και και αρχικά παραγκώνισε και τελικά αντικατέστησε τους ανώτατους αξιωματικούς που είχαν εκφράσει από την αρχή επιφυλάξεις για την επίθεση στον Λίβανο, βάζοντας μάλιστα ως επικεφαλής τον στρατηγό εκείνο που, ως σύμβουλος του υπουργού Αμυνας, Αμίρ Πέρετζ, ήταν ο κατ' εξοχήν υπέρμαχος της επιθετικής πολιτικής, ποτέ δεν κατάφερε να σταματήσει τις ρουκέτες της Χεζμπολάχ, ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τον νοτίως του ποταμού Λιτάνι Λίβανο, ποτέ δεν μπόρεσε ούτε καν να ελέγξει μια στενή λωρίδα δίπλα στα σύνορά του όπου οι μάχες συνεχίζονταν μέχρι και χθες. Κατάφερε απλώς εξ αποστάσεως να καταστρέψει την υποδομή του Λιβάνου, να γκρεμίσει πόλεις και χωριά και να θάψει στα ερείπια εκατοντάδες ανθρώπους. Αποτέλεσμα που ακόμα και μικρά παιδιά με τον κατάλληλο εξοπλισμό, σαν και αυτόν που διαθέτει ο ισραηλινός και κάθε προηγμένος στρατός, θα μπορούσαν να πετύχουν.Χαρακτηριστικές του προβλήματος είναι οι κλασικές πολιτικάντικες σοφιστείες του Αμίρ Πέρετζ, που, προσπαθώντας να πέσει όσο το δυνατόν πιο μαλακά, όταν είδε ότι επίκειται απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, προσπάθησε να πείσει πως η απόφαση αυτή και η ειρήνη που θα ακολουθήσει θα είναι αποτέλεσμα της ισραηλινής στρατιωτικής επίθεσης.Αυτό θα είναι σίγουρα το φύλλο συκής πίσω από το οποίο το Ισραήλ θα προσπαθήσει να κρύψει την ντροπή στην οποία οδηγήθηκε ο «μοναδικός αήττητος στρατός». Διότι πλέον θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι η «μη νίκη», η αδυναμία επίτευξης των στόχων, δεν αποτελεί ήττα.Ενα από τα βασικά επιχειρήματα της ισραηλινής επίθεσης στον Λίβανο ήταν η διατήρηση ενός από τους μύθους στους οποίους στηρίζεται μεγάλο μέρος της ισραηλινής αποτροπής: Οτι το Ισραήλ απαντά πάντα και όταν απαντά, πάντα νικά συντριπτικά.Αυτός ο μύθος διαμόρφωσε την πεποίθηση στον αραβικό κόσμο ότι οποιοσδήποτε Αραβας προκαλέσει το Ισραήλ και απλώς επιβιώσει, είναι νικητής. Πόσο μάλλον, όταν η Χεζμπολάχ αναμετρήθηκε σαν ίσος προς ίσον δίνοντας μάχη μέχρι την έξωθεν παρέμβαση. Ο αποτρεπτικός μύθος του αήττητου Ισραήλ κατέρρευσε για τους Αραβες. Στα μάτια τους γελοιοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο και οι αραβικές κυβερνήσεις που είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν να τα βάλουν με το Ισραήλ και συνετρίβησαν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

14/08/2006

Δευτέρα 2 Απριλίου 2007

Ποιος είναι αλήθεια ο Ξέρξης;

Πρέπει να έχεις βρεθεί εκεί για να καταλάβεις πόσο θολά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- είναι τα νερά στην «Ακτή των Αράβων» (Σατ αλ Αραμπ). Και μέσα στη θολούρα αυτή, είναι δύσκολο να βεβαιώσει κάποιος ποιος φταίει στην υπόθεση που κατέληξε στη σύλληψη και κράτηση των 15 Βρετανών ναυτών και πεζοναυτών από το Ιράν.
Η θολούρα θα μπορούσε από μόνη της να ερμηνεύσει τη σύλληψη και την κράτηση των 15. Για να έχει όμως νόημα η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να φιλτραριστεί το νερό, να χωριστούν και να ταξινομηθούν τα ιζήματα που το θαμπώνουν, αλλά και το εμπλουτίζουν. Κυρίως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει η ταυτότητα του Ιράν, να ξεθαμπώσει από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις μιας Δύσης τόσο απλοϊκής που συχνά συγχέει τους Πέρσες με τους Αραβες (ή τους Αραβες με τους Κούρδους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).Αυτό που ένας αποστασιοποιημένος ορθολογιστής θα έβλεπε ως χαρακτηριστική περίπτωση ειρωνείας στην πιο κλασική της έννοια, το ότι δηλαδή οι ΗΠΑ απάλλαξαν το Ιράν από τους δύο βασικότερους αντιπάλους του, τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και ότι το κατέστησαν ως τον σημαντικότερο παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή αλλά και ως τον κυριότερο διεθνή παίκτη στο Ιράκ, για τους Ιρανούς δεν είναι παρά μια νομοτελειακή εξέλιξη.Με υπόβαθρο την πεποίθηση/συνείδηση της ιστορικής συνέχειας του περσικού έθνους με έναν πολιτισμό σύγχρονο και ισότιμο του ελληνικού, με ένα θρησκευτικό εποικοδόμημα που ενισχύει τις μανιχαϊστικές βεβαιότητες, το Ιράν θεωρεί αυτονόητο και νομοτελειακό τον κεντρικό περιφερειακό του ρόλο. Θεωρεί επίσης νομοτελειακή των κατάρρευση «σατανικών» δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, οι οποίες δεν αποτελούν παρά προσωρινές εκφάνσεις του Κακού στην αέναη μάχη του με το Καλό.Με την οπτική αυτή, ο πρόεδρος του Ιράν, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, δεν εκφράζει κάποια ιδιαίτερη απειλή προς τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ, καθώς απλώς περιγράφει αυτό που βλέπει, θεωρώντας άχρηστη οποιαδήποτε δική του παρέμβαση σε μια νομοτελειακή διαδικασία κατάρρευσης. Ομως ο Αχμαντινετζάντ δεν εκφράζει τον μοναδικό τρόπο σκέψης στο Ιράν. Αυτό που εκπροσωπεί είναι μια τεράστια ομάδα της ιρανικής κοινωνίας -σημερινοί 40άρηδες και 50ντάρηδες- που ως μαθητές και φοιτητές διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Τεχεράνης κουβαλώντας στα χέρια τους την Ισλαμική Επανάσταση του Αγιατολάχ Χομεϊνί και αργότερα ψήθηκαν στο «Καθαρτήριο» του 8ετούς πολέμου που εξαπόλυσε εναντίον τους ο Σαντάμ Χουσεΐν, λειτουργώντας ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ που ήθελαν να ανακόψουν στη γέννησή της την Ισλαμική Επανάσταση. Οι εγγραφές του πολέμου αυτού στη συλλογική ψυχή του Ιράν παραγνωρίζονται σταθερά από τη Δύση, που δείχνει να αγνοεί τα εκατομμύρια των Ιρανών νεκρών, ένα ποσοστό επί του πληθυσμού μεγαλύτερο από τις απώλειες της ΕΣΣΔ στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Η ομάδα αυτή, κυρίως αποτελούμενη από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού και μερικούς διανοούμενους, δεν είναι όμως η μοναδική στο Ιράν. Η κυρίαρχη θρησκευτική και πολιτική ηγεσία, το ιερατείο που στην ουσία κυβερνά τη χώρα μετά την επανάσταση, επιφυλάσσει για τον εαυτό του μεγαλύτερη ευελιξία και ρεαλισμό απ' ό,τι επιτρέπει στους πιστούς. Αντιλαμβάνεται τους κινδύνους απώλειας ελέγχου του φανατισμού, αφενός, αλλά και την απώθηση που αυτός προκαλεί σε άλλες ομάδες, περισσότερο «κεντρώες» θρησκευτικά και πολιτικά. Δεν ξεχνά ότι η Ισλαμική Επανάσταση επικράτησε μόνο όταν στις τάξεις της προσχώρησε αυτή που στη Δύση θα ονομαζόταν «μεσαία τάξη» και εκεί έχει αποκληθεί «η τάξη του Παζαριού». Και τα κίνητρά της δεν ήταν τόσο θρησκευτικά όσο οικονομικά. Η ίδια τάξη εκφράζει τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερη δυσφορία για την οικονομική κατάσταση εστιάζοντας τις επικρίσεις της στη δυσκαμψία της Τεχεράνης (αλλά ουσιαστικά της ιερής πόλης Κομ όπου εδρεύει η ύπατη θρησκευτική ηγεσία), τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.Μια μέθοδος συσπείρωσης αναζητήθηκε -αρκετά επιτυχημένα- στην προώθηση και προβολή ενός θέματος που θεωρείται «εθνικό» από τη δεκαετία του '60 και την εποχή του Σάχη: το πυρηνικό πρόγραμμα. Ομως ακόμα και εκεί, η ρητορική και η ακαμψία του τμήματος της ιρανικής ηγεσίας που εκφράζεται από τον Αχμαντινετζάντ, προκαλούν προσωρινές αποσυσπειρώσεις.Μια επίσης προσωρινή συσπειρωτική απάντηση μπορεί να αποτελέσει η εισαγωγή ενός, έστω και ήσσονος, θέματος «εθνικής περηφάνιας» όπως η υπόθεση των 15 Βρετανών. Υπενθυμίζοντας ταυτοχρόνως σε όλους, αλλά κυρίως στη «γειτονιά» ποιος είναι ο σημαντικότερος παίκτης εκεί γύρω.